Στην πόλη της Αλεξάνδρειας, το 415 μ.Χ., ο επίσκοπος και ο έπαρχος βρίσκονταν σε διαμάχη. Ξεκίνησε με μια διαφωνία σχετικά με τη συμπεριφορά μιας πολιτοφυλακής μοναχών, και τελείωσε με την κατηγορία για μαγεία εις βάρος μιας από τις σπουδαιότερες μορφές της πόλης. Η Υπατία της Αλεξάνδρειας ήταν μια εξέχουσα μαθηματικός, φιλόσοφος, και σύμβουλος των ηγετών της πόλης. Αιώνες μετά την εποχή της, οι λεπτομέρειες τη ζωής της έχουν γίνει αντικείμενο μεγάλης διαμάχης και έχουν αποκτήσει μια σχεδόν μυθική υπόσταση. Παρότι κανένα από τα χειρόγραφά της δεν έχει διασωθεί, οι ιστορίες των σύγχρονων και των μαθητών της σχετικά με τη ζωή και το έργο της συνθέτουν μια εικόνα των αρετών που την έκαναν καταξιωμένη ακαδημαϊκό, αγαπημένη παιδαγωγό, και που τελικά οδήγησαν στον θάνατό της. Η Υπατία γεννήθηκε γύρω στα 355 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια, τότε μέρος της Αιγυπτιακής επαρχίας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πνευματικό κέντρο της εποχής. Ο πατέρας της, ο Θέων, ήταν πετυχημένος Έλληνας μαθηματικός και αστρονόμος. Η μητέρα της είναι άγνωστη. Η Υπατία ήταν μάλλον μοναχοπαίδι και ανέλαβε τη μόρφωσή της ο ίδιος ο Θέων. Ως ενήλικη, ξεπέρασε τον πατέρα της και στα μαθηματικά και στη φιλοσοφία, καθώς έγινε η κύρια ακαδημαϊκός της πόλης και πήρε τη θέση του ως επικεφαλής της Πλατωνικής σχολής, η οποία έμοιαζε με σύγχρονο πανεπιστήμιο. Βελτίωσε τα επιστημονικά εργαλεία, έγραψε εγχειρίδια μαθηματικών, και ανέπτυξε μια αποτελεσματικότερη μέθοδο της κάθετης διαίρεσης. Αλλά ίσως η πιο σημαντική της συμβολή στην πνευματική ζωή της Αλεξάνδρειας έγινε μέσω της διδασκαλίας της. Η φιλοσοφία της Υπατίας αντλούσε στοιχεία από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, καθώς και από τον μυστικιστή φιλόσοφο Πλωτίνο και τον μαθηματικό Πυθαγόρα. Η σύγκλιση αυτών των επιρροών δημιούργησε τη σχολή του Νεοπλατωνισμού. Για τους Νεοπλατωνιστές, τα μαθηματικά είχαν μια πνευματική πλευρά, χωρισμένη στους τέσσερις κλάδους της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της αστρονομίας και της μουσικής. Αυτά τα αντικείμενα δεν μελετούνταν μόνο για χάρη της περιέργειας ή της πρακτικής χρησιμότητας, αλλά επειδή επιβεβαίωναν την πεποίθηση ότι οι αριθμοί ήταν η ιερή γλώσσα του σύμπαντος. Στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των αλγεβρικών τύπων και των γεωμετρικών σχημάτων, στις τροχιές των πλανητών και στα αρμονικά διαστήματα των μουσικών τόνων, οι Νεοπλατωνιστές έβλεπαν μια λογική κοσμική δύναμη σε δράση. Οι σπουδαστές εμβάθυναν σε αυτόν τον τακτικό μαθηματικό κόσμο για να πετύχουν την ανώτερη ένωση με αυτή τη δύναμη, γνωστή ως «το Εν». Αν και η Υπατία θεωρούταν παγανίστρια -όρος για την παραδοσιακή Ρωμαϊκή πίστη πριν από τον Χριστιανισμό- δεν λάτρευε κάποια συγκεκριμένη θεότητα ή θεότητες, και οι ιδέες της μπορούσαν να εφαρμοστούν μαζί με την οπτική πολλών θρησκειών. Εβραίοι, Χριστιανοί, καθώς και παγανιστές ταξίδευαν από τα πέρατα της αυτοκρατορίας για να μελετήσουν μαζί της. Το ουδέτερο περιβάλλον που προήγαγε η Υπατία, όπου όλοι οι μαθητές μπορούσαν να νιώσουν άνετα, ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, δεδομένων των θρησκευτικών και πολιτικών αναταραχών που δίχαζαν την πόλη της Αλεξάνδρειας εκείνη την εποχή. Ο Χριστιανισμός είχε οριστεί πρόσφατα ως επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Ο τοπικός αρχιεπίσκοπος Κύριλλος είχε αποκτήσει σταθερά πολιτική εξουσία, διατάζοντας φανατικές πολιτοφυλακές Χριστιανών μοναχών να καταστρέφουν παγανιστικούς ναούς και να παρενοχλούν τον Εβραϊκό πληθυσμό. Έτσι, παραβίασε την κοσμική εξουσία του Ρωμαίου κυβερνήτη Ορέστη, μετριοπαθούς Χριστιανού, δημιουργώντας μια πικρή δημόσια διαμάχη μεταξύ τους. Επειδή θεωρούταν σοφή και αμερόληπτη προσωπικότητα, ο κυβερνήτης Ορέστης συμβουλευόταν την Υπατία, η οποία τον συμβούλεψε να ενεργήσει με δικαιοσύνη και αυτοσυγκράτηση. Αλλά όταν μια ομάδα μοναχών του Κύριλλου υποκίνησε μια εξέγερση, τραυματίζοντας άσχημα τον Ορέστη, εκείνος διέταξε να βασανιστεί ο αρχηγός τους μέχρι θανάτου. Ο Κύριλλος και οι ακόλουθοί του κατηγόρησαν την Υπατία, υποστηρίζοντας ότι χρησιμοποιούσε μαγεία για να στρέψει τον Ορέστη κατά του Χριστιανισμού. Τον Μάρτιο του 415, καθώς η Υπατία διέσχιζε την πόλη, η πολιτοφυλακή μοναχών του αρχιεπισκόπου την τράβηξε από την άμαξά της και τη δολοφόνησε άγρια και τη διαμέλισε. Ο θάνατος της Υπατίας αποτέλεσε καμπή στην πολιτική της Αλεξάνδρειας. Μετά τη δολοφονία της, άλλοι φιλόσοφοι της ελληνικής και ρωμαϊκής παράδοσης τράπηκαν σε φυγή, και ο ρόλος της πόλης ως πνευματικού κέντρου έφθινε. Κατά κάποιον πολύ πραγματικό τρόπο, το πνεύμα της αμφισβήτησης, της ειλικρίνειας και της δικαιοσύνης που εκείνη προήγαγε πέθανε μαζί της.
In the city of Alexandria in 415 CE, the bishop and the governor were in a fight. It started with a disagreement over the behavior of a militia of monks, and ended with an accusation of witchcraft leveled against one of the most powerful figures in the city. Hypatia of Alexandria was a prominent mathematician, philosopher, and advisor to the city’s leaders. In the centuries since she lived, the details of her life have been the subject of much dispute and have taken on an almost mythical status. But while none of Hypatia’s own writings survive, her contemporaries’ and students’ accounts of her work and life paint a picture of the qualities that made her renowned as a scholar, beloved as a teacher, and ultimately led to her downfall. Hypatia was born around 355 in Alexandria, then part of the Egyptian province of the Eastern Roman Empire, and an intellectual center. Her father Theon was an accomplished Greek mathematician and astronomer; her mother is unknown. Hypatia was likely an only child, and Theon educated her himself. By adulthood, she had surpassed her father in both mathematics and philosophy, becoming the city’s foremost scholar and taking over his position at the head of the Platonic school, similar to a modern university. She refined scientific instruments, wrote math textbooks, and developed a more efficient method of long division. But perhaps her most significant contributions to intellectual life in Alexandria came through her teaching. The philosophy Hypatia taught drew from the legacy of Plato and Aristotle, as well as the mystical philosopher Plotinus and the mathematician Pythagoras. The convergence of these influences merged to form a school called Neoplatonism. For the Neoplatonists, mathematics had a spiritual aspect, divided among the four branches of arithmetic, geometry, astronomy and music. These subjects were not studied merely for the sake of curiosity or practical utility, but because they authenticated the belief that numbers were the sacred language of the universe. In the repeated patterns of algebraic formulas and geometric shapes, the orbits of the planets, and the harmonious intervals of musical tones, the Neoplatonists saw a rational cosmic force at work. Students delved into this ordered mathematical world to achieve higher unity with this force, known as “the One.” While Hypatia was considered pagan— a term for traditional Roman belief before Christianity— she worshipped no particular deity or deities, and her ideas could be applied alongside multiple religious viewpoints. Jewish and Christian as well as pagan students travelled from the farthest reaches of the empire to study with her. The nonpartisan environment Hypatia fostered, where all students could feel comfortable, was especially remarkable given the religious and political turmoil that was fracturing the city of Alexandria at the time. Christianity had recently become the Empire’s state religion. The local archbishop Cyril had steadily gained political power, commanding zealous militias of Christian monks to destroy pagan temples and harass the Jewish population. In doing so, he encroached on the secular authority of the Roman governor Orestes, himself a moderate Christian, leading to a bitter public feud between the two men. Because she was seen as a wise and impartial figure, governor Orestes consulted Hypatia, who advised him to act with fairness and restraint. But when a group of Cyril’s monks incited a riot, badly injuring Orestes in the process, he had their leader tortured to death. Cyril and his followers blamed Hypatia, accusing her of witchcraft to turn Orestes against Christianity. In March 415, as Hypatia was traveling through the city, the bishop’s militia of monks dragged her from her carriage and brutally murdered and dismembered her. Hypatia’s death was a turning point in the politics of Alexandria. In the wake of her murder, other philosophers in the Greek and Roman tradition fled, and the city’s role as a center of learning declined. In a very real way, the spirit of inquisition, openness, and fairness she fostered died with her.