"Yo napot, pacak!" Που όλο και κάποιος εδώ μέσα θα ξέρει, πως σημαίνει "Πώς πάει, παιδιά;" στα Μαγυάρικα, σ' αυτή την ιδιόμορφη μη- Ινδο-Ευρωπαϊκή γλώσσα που μιλάνε οι Ούγγροι- για την οποία, δεδομένου του ότι η ποικιλομορφία στο γνωστικό επίπεδο απειλείται τουλάχιστον εξίσου με τη βιοποικιλότητα στον πλανήτη μας, ελάχιστοι θα φαντάζονταν ακόμα και πριν κάνα δυο αιώνες οτι θα είχε μέλλον. Κι όμως νάτη: "Yo napot, pacak!" Κι είπα πως όλο και κάποιος εδώ μέσα θα ξέρει, επειδή παρόλο που, κατά πρώτον, δεν υπάρχουν και πολλοί Ούγγροι, και επιπλέον, απ' όσο ξέρω, δεν κυλάει ούτε σταγόνα Ουγγρικού αίματος στις φλέβες μου, σε κάθε κρίσιμο σταυροδρόμι στη ζωή μου πάντα βρίσκεται ένας Ούγγρος φίλος ή μέντορας στο πλευρό μου. Μέχρι και κάποια όνειρά μου εκτυλίσσονται σε μέρη, που τα αναγνωρίζω σε τοπία Ουγγρικών ταινιών, ιδιαίτερα στις πρώτες ταινίες του Μίκλος Γιάντσο.
"Jó napot, pacák" Which, as somebody here must surely know, means "What's up, guys?" in Magyar, that peculiar non-Indo-European language spoken by Hungarians for which, given the fact that cognitive diversity is at least as threatened as biodiversity on this planet, few would have imagined much of a future even a century or two ago. But there it is: "Jó napot, pacák" I said somebody here must surely know, because despite the fact that there aren't that many Hungarians to begin with, and the further fact that, so far as I know, there's not a drop of Hungarian blood in my veins, at every critical juncture of my life there has been a Hungarian friend or mentor there beside me. I even have dreams that take place in landscapes I recognize as the landscapes of Hungarian films, especially the early movies of Miklos Jancso.
Τι εξήγηση δίνω, λοιπόν, σε αυτή τη μυστηριώδη συγγένεια; Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι η γενέτειρά μου, η πολιτεία της Νότιας Καρολίνας που δεν είναι πολύ μικρότερη από τη σημερινή Ουγγαρία, κάποτε φανταζόταν το μέλλον της ως ανεξάρτητο κράτος. Και συνέπεια αυτής της αποκοτιάς ήταν να γίνει ο τόπος μου στάχτη από στρατό εισβολής - μια εμπειρία που την γεύτηκαν πολλές πόλεις και χωριά της Ουγγαρίας στη διάρκεια της μακράς και ταραγμένης ιστορίας της. Ή μπορεί να οφείλεται στο οτι όταν ήμουν έφηβος στη δεκαετία του '50 ο θείος μου ο Χένρι, έχοντας καταγγείλει την Κου Κλουξ Κλαν - όντας στόχος βομβιστών και με σταυρούς να καίγονται στην αυλή του μιας και μπλέχτηκε- απειλούμενος με θάνατο, πήγε τη γυναίκα του και τα παιδιά του στη Μασσαχουσέτη για ασφάλεια κι ο ίδιος γύρισε στη Νότια Καρολίνα για ν' αντιμετωπίσει μόνος του την Κλαν. Αυτό ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα Ουγγρικής αντίδρασης κάτι που μπορεί να το επιβεβαιώσει όποιος θυμάται τα γεγονότα του 1956. Και φυσικά, κατά καιρούς οι Ούγγροι έχουν επινοήσει τις δικές τους αντίστοιχες Κλαν.
So, how do I explain this mysterious affinity? Maybe it's because my native state of South Carolina, which is not much smaller than present-day Hungary, once imagined a future for itself as an independent country. And as a consequence of that presumption, my hometown was burned to the ground by an invading army, an experience that has befallen many a Hungarian town and village throughout its long and troubled history. Or maybe it's because when I was a teenager back in the '50s, my uncle Henry -- having denounced the Ku Klux Klan and been bombed for his trouble and had crosses burned in his yard, living under death threat -- took his wife and children to Massachusetts for safety and went back to South Carolina to face down the Klan alone. That was a very Hungarian thing to do, as anyone will attest who remembers 1956. And of course, from time to time Hungarians have invented their own equivalent of the Klan.
Λοιπόν, μου φαίνεται πώς αυτή η Ουγγρική παρουσία στη ζωή μου δεν εξηγείται εύκολα, αλλά τελικά την αποδίδω στο θαυμασμό μου για τους ανθρώπους με πολυσύνθετη ηθική εγρήγορση- με μια κληρονομιά ενοχής και ήττας μαζί με παράτολμο θάρρος και παλικαριά. Αυτός δεν είναι ο τρόπος σκέψης των περισσότερων Αμερικανών. Αλλά είναι εν δυνάμει ο τρόπος που σκέφτονται όλοι σχεδόν οι Ούγγροι. Επομένως, "Yo napot, pacak!"
Well, it seems to me that this Hungarian presence in my life is difficult to account for, but ultimately I ascribe it to an admiration for people with a complex moral awareness, with a heritage of guilt and defeat matched by defiance and bravado. It's not a typical mindset for most Americans, but it is perforce typical of virtually all Hungarians. So, "Jó napot, pacák!"
Γύρισα στη Νότια Καρολίνα μετά από 15 περίπου χρόνια ξένος ανάμεσα σε ξένους, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, κουβαλώντας το δονκιχωτισμό της εποχής, και πιστεύοντας πως θα έσωζα το λαό μου. Το ότι αργούσαν να καταλάβουν ότι χρειάζονταν βοήθεια λίγο με πείραζε. Για 25 χρόνια υπηρέτησα με ζήλο τις ιδέες μου και μετά τράβηξα για ένα μικρό βασίλειο του Δικαίου στα βόρεια της Νότιας Καρολίνας, ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα προσκείμενο στους Μεθοδιστές, το Κολλέγιο Woffrord. Δεν ήξερα τίποτα για το Wofford, πόσο μάλλον για το Μεθοδισμό, αλλά με καθησύχασε την πρώτη μέρα διδασκαλίας μου στο Κολλέγιο Wofford το ότι βρήκα. ανάμεσα στο ακροατήριο της τάξης μου, έναν 90χρονο Ούγγρο, περιστοιχισμένο από ένα πλήθος μεσήλικων Ευρωπαίων γυναικών που φαίνονταν να λειτουργούν σαν ακολουθία από παρθένες του Ρήνου.
I went back to South Carolina after some 15 years amid the alien corn at the tail end of the 1960s, with the reckless condescension of that era thinking I would save my people. Never mind the fact that they were slow to acknowledge they needed saving. I labored in that vineyard for a quarter century before making my way to a little kingdom of the just in upstate South Carolina, a Methodist-affiliated institution of higher learning called Wofford College. I knew nothing about Wofford and even less about Methodism, but I was reassured on the first day that I taught at Wofford College to find, among the auditors in my classroom, a 90-year-old Hungarian, surrounded by a bevy of middle-aged European women who seemed to function as an entourage of Rhinemaidens.
Το όνομά του ήταν Sandor Teszler. Ήταν ένας ζωηρούλης χήρος του οποίου η σύζυγος και τα παιδιά είχαν πεθάνει και τα εγγόνια του ζούσαν πολύ μακριά. Στην εμφάνιση έμοιαζε με το Μαχάτμα Γκάντι αν αφαιρέσει κανείς το περίζωμα και προσθέσει ορθοπαιδικά παπούτσια. Είχε γεννηθεί στα 1903 στα μέρη της παλιάς Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, που αργότερα αποτέλεσαν τη Γιουγκοσλαβία. Δεν τον έκαναν παρέα σαν παιδί, όχι γιατί ήταν Εβραίος - οι γονείς του δεν ήταν θρήσκοι σε καμιά περίπτωση - αλλά επειδή εκ γενετής είχε και τα δυο του πόδια παραμορφωμένα, πράγμα που, εκείνο τον καιρό, απαιτούσε συστηματική ιατρική παρακολούθηση κι αλλεπάλληλες εγχειρήσεις από τότε που ήταν ενός και μέχρι να γίνει 11 ετών. Νεαρός παρακολούθησε το εμπορικό γυμνάσιο στη Βουδαπέστη. Συνδύαζε την εξυπνάδα με τη σεμνότητα, κι είχε πολλές επιτυχίες. Μετά την αποφοίτησή του, όταν ασχολήθησε με την υφαντουργία, η επιτυχία του συνεχίστηκε. Έχτιζε το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο. Παντρεύτηκε κι έκανε δυο γιούς. Είχε υψηλά ιστάμενους φίλους που τον διαβεβαίωναν πως η συμβολή του στην οικονομία ήταν σημαντική.
His name was Sandor Teszler. He was a puckish widower whose wife and children were dead and whose grandchildren lived far away. In appearance, he resembled Mahatma Gandhi, minus the loincloth, plus orthopedic boots. He had been born in 1903 in the provinces of the old Austro-Hungarian Empire, in what later would become Yugoslavia. He was ostracized as a child, not because he was a Jew -- his parents weren't very religious anyhow -- but because he had been born with two club feet, a condition which, in those days, required institutionalization and a succession of painful operations between the ages of one and 11. He went to the commercial business high school as a young man in Budapest, and there he was as smart as he was modest and he enjoyed a considerable success. And after graduation when he went into textile engineering, the success continued. He built one plant after another. He married and had two sons. He had friends in high places who assured him that he was of great value to the economy.
Κάποτε, βάσει των οδηγιών που ο ίδιος είχε δώσει, τον κάλεσε ο νυχτοφύλακας άγρια μεσάνυχτα σε ένα από τα εργοστάσιά του. Ο νυχτοφύλακας είχε τσακώσει έναν εργαζόμενο να κλέβει κάλτσες - ήταν καλτσοβιομηχανία, κι αυτός είχε παρκάρει το φορτηγό με την όπισθεν στο χώρο φόρτωσης και φτυάριζε βουνά από κάλτσες. Ο κ. Τέζλερ κατέβηκε στο εργοστάσιο κι κοιτώντας τον κλέφτη κατάματα του είπε, Μα γιατί με κλέβεις; Αν χρειάζεσαι χρήματα, απλώς ζήτησέ τα." Ο νυχτοφύλακας, βλέποντας πού πήγαινε η κατάσταση και νιώθοντας όλο και πιο αγανακτισμένος είπε, " Λοιπόν, δεν ειδοποιούμε την αστυνομία;" Αλλά ο κ. Τέζλερ απάντησε, "Μπα, δε χρειάζεται. Δε θα μας ξανακλέψει."
Once, as he had left instructions to have done, he was summoned in the middle of the night by the night watchman at one of his plants. The night watchman had caught an employee who was stealing socks -- it was a hosiery mill, and he simply backed a truck up to the loading dock and was shoveling in mountains of socks. Mr. Teszler went down to the plant and confronted the thief and said, "But why do you steal from me? If you need money you have only to ask." The night watchman, seeing how things were going and waxing indignant, said, "Well, we're going to call the police, aren't we?" But Mr. Teszler answered, "No, that will not be necessary. He will not steal from us again."
Λοιπόν, ίσως να παραήταν εύπιστος, επειδή δεν έφυγε για καιρό αφότου έγινε το ναζιστικό Άνσλους (ένωση με τη Γερμανία) στην Αυστρία, κι ακόμη αφού ξεκίνησαν οι συλλήψεις κι οι απελάσεις στη Βουδαπέστη. Η μοναδική του προφύλαξη ήταν να βάλει κάψουλες με κυάνιο σε μενταγιόν που είχαν στο λαιμό τους ο ίδιος κι η οικογένειά του. Και να που μια μέρα έγινε κι αυτό. Τον πιάσανε μαζί με την οικογένειά του, και τους πήγαν για εκτέλεση κάπου στο Δούναβη. Εκείνο τον καιρό που εξολοθρεύονταν οι Εβραίοι στην Ευρώπη, η κτηνωδία γινόταν με τα χέρια- δέρναν τους ανθρώπους έως θανάτου και πέταγαν τα πτώματα στο ποτάμι- αλλά κανείς από όσους έμπαιναν στο σπίτι του θανάτου δεν είχε βγει ποτέ ζωντανός. Και πώς γυρνάνε τα πράματα, που ούτε σε ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ δε συμβαίνει, και ο Γκαουλάιτερ που έκανε κουμάντο στο βάρβαρο ξυλοδαρμό ήταν αυτός ο ίδιος ο κλέφτης που είχε κλέψει τις κάλτσες από την καλτσοβιομηχανία του κ. Τέζλερ. Ο ξυλοδαρμός ήταν κτηνώδης. Και κάπου μέσα σ' αυτήν την κτηνωδία, ένας από τους γιους του κ. Τέζλερ, ο Αντρέα, σήκωσε το βλέμμα του κι είπε, " Μπαμπά, μήπως είναι η ώρα να πάρουμε την κάψουλα τώρα;" Κι ο Γκαουλάιτερ, που αργότερα χάνεται από την ιστορία αυτή, έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του κ. Τέζλερ, "Όχι, μη την πάρετε την κάψουλα. Έρχεται βοήθεια." Και κατόπιν συνέχισε το ξυλοφόρτωμα.
Well, maybe he was too trusting, because he stayed where he was long after the Nazi Anschluss in Austria and even after the arrests and deportations began in Budapest. He took the simple precaution of having cyanide capsules placed in lockets that could be worn about the necks of himself and his family. And then one day, it happened: he and his family were arrested and they were taken to a death house on the Danube. In those early days of the Final Solution, it was handcrafted brutality; people were beaten to death and their bodies tossed into the river. But none who entered that death house had ever come out alive. And in a twist you would not believe in a Steven Spielberg film -- the Gauleiter who was overseeing this brutal beating was the very same thief who had stolen socks from Mr. Teszler's hosiery mill. It was a brutal beating. And midway through that brutality, one of Mr. Teszler's sons, Andrew, looked up and said, "Is it time to take the capsule now, Papa?" And the Gauleiter, who afterwards vanishes from this story, leaned down and whispered into Mr. Teszler's ear, "No, do not take the capsule. Help is on the way." And then resumed the beating.
Αλλά η βοήθεια - που ήταν καθ' οδόν, και λίγο αργότερα ένα αυτοκίνητο έφτασε από την Ελβετική πρεσβεία. Ξαναβρήκαν τη ζωή τους σε ασφαλές μέρος. Φτιάξανε καινούρια χαρτιά σαν Γιουγκοσλάβοι πολίτες και κατάφεραν να γλυτώνουν την τελευταία στιγμή από τους διώκτες τους σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, επιβιώνοντας από πυρκαγιές και βομβαρδισμούς, κι όταν τέλειωσε ο πόλεμος, κι από τη σύλληψη από τους Σοβιετικούς. Πιθανόν ο κ. Τέζλερ να είχε κάποια χρήματα σε Ελβετικές τράπεζες, γιατί κατάφερε και πήγε την οικογένειά του πρώτα στη Μ. Βρετανία, μετά στο Λονγκ Άιλαντ, και κατόπιν στην καρδιά της υφαντουργίας στον Αμερικάνικο Νότο, που, η τύχη τα έφερε, να είναι το Σπάρταμπεργκ, στη Νότια Καρολίνα: το μέρος οπου βρίσκεται το Κολλέγιο Wofford. Κι εκεί ο κ. Τέζλερ ξεκίνησε πάλι από το μηδέν, και γι άλλη μια φορά διέπρεψε, ιδίως όταν εφεύρε μια τεχνική για την κατασκευή ενός νέου υφάσματος που λεγόταν διπλή ύφανση.
But help was on the way, and shortly afterwards a car arrived from the Swiss Embassy. They were spirited to safety. They were reclassified as Yugoslav citizens and they managed to stay one step ahead of their pursuers for the duration of the War, surviving burnings and bombings and, at the end of the War, arrest by the Soviets. Probably, Mr. Teszler had gotten some money into Swiss bank accounts because he managed to take his family first to Great Britain, then to Long Island and then to the center of the textile industry in the American South. Which, as chance would have it, was Spartanburg, South Carolina, the location of Wofford College. And there, Mr. Teszler began all over again and once again achieved immense success, especially after he invented the process for manufacturing a new fabric called double-knit.
Και τότε - στα τέλη της δεκατίας του '50, στον απόηχο της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων στα σχολεία όταν ξαναφούντωνε η Κλαν σ' όλο το Νότο, ο κ. Τέζλερ είπε, " Αυτά μας τα ξανάπαν." Και φώναξε τον υπάλληλο που είχε δεξί του χέρι και τον ρώτησε, "Πού νομίζεις, στα μέρη αυτά, είναι η φωλιά του ρατσισμού;" "Δεν είμαι εντελώς βέβαιος, κ. Τέζλερ. Φαντάζομαι ότι ίσως βρίσκεται στο Κινκς Μάουντεν." "Ωραία. Αγόρασε για την εταιρία μια έκταση στο Κινκς Μάουντεν, και μετά να ανακοινώσεις πως θα στήσουμε ένα σπουδαίο εργοστάσιο εκεί." Ο υπάλληλος έκανε ό,τι του είπαν, και λίγο αργότερα ο κ. Τέζλερ δέχτηκε την επίσκεψη του λευκού δημάρχου του Κινκς Μάουντεν. Τώρα, καλό είναι να ξέρετε πως εκείνο τον καιρό στην υφαντουργία στο Νότο οι φυλετικές διακρίσεις ήταν στο φόρτε τους. Ο λευκός δήμαρχος επισκέφτηκε τον κ. Τέζλερ και του είπε, "Κύριε Τέζλερ, πιστεύω πως θα προσλάβετε πολλούς λευκούς εργάτες." Ο κ. Τέζλερ του είπε, " Φέρε μου τους καλύτερους εργάτες που θα βρεις, κι αν αξίζουν, θα τους προσλάβω." Δέχτηκε επίσης επίσκεψη από τον ηγέτη της μαύρης κοινότητας, ένα πάστορα, που του είπε, "Κύριε Τέζλερ, θέλω να ελπίζω πως πρόκειται να προσλάβετε κάποιους μαύρους εργάτες σ' αυτό σας το εργοστάσιο." Πήρε κι αυτός την ίδια απάντηση: "Φέρε μου τους καλύτερους εργάτες που θα βρεις, κι αν αξίζουν, θα τους προσλάβω." Και πως έγινε και ο μαύρος πάστορας δούλεψε καλύτερα από το λευκό δήμαρχο, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Ο κ. Τέζλερ προσέλαβε 16 άνδρες, οκτώ λευκούς κι οκτώ μαύρους.
And then in the late 1950s, in the aftermath of Brown v. Board of Education, when the Klan was resurgent all over the South, Mr. Teszler said, "I have heard this talk before." And he called his top assistant to him and asked, "Where would you say, in this region, racism is most virulent?" "Well, I don't rightly know, Mr. Teszler. I reckon that would be Kings Mountain." "Good. Buy us some land in Kings Mountain and announce we are going to build a major plant there." The man did as he was told, and shortly afterwards, Mr. Teszler received a visit from the white mayor of Kings Mountain. Now, you should know that at that time, the textile industry in the South was notoriously segregated. The white mayor visited Mr. Teszler and said, "Mr. Teszler, I trust you’re going to be hiring a lot of white workers." Mr. Teszler told him, "You bring me the best workers that you can find, and if they are good enough, I will hire them." He also received a visit from the leader of the black community, a minister, who said, "Mr. Teszler, I sure hope you're going to hire some black workers for this new plant of yours." He got the same answer: "You bring the best workers that you can find, and if they are good enough, I will hire them." As it happens, the black minister did his job better than the white mayor, but that's neither here or there. Mr. Teszler hired 16 men: eight white, eight black.
Αυτοί θα ήταν το φυτώριό του, οι αυριανοί του επιστάτες. Είχε εγκαταστήσει το βαρύ εξοπλισμό για τη νέα του τεχνική σε μια παρατημένη αποθήκη κοντά στο Κινκς Μάουντεν, και για δυο μήνες αυτοί οι 16 άντρες θα ζούσαν και θα δούλευαν μαζί, ενώ θα μάθαιναν την καινούρια τεχνική. Τους μάζεψε όλους αφού τους έκανε ένα γύρο στις εγκαταστάσεις και τους ρώτησε αν είχαν να κάνουν τίποτα ερωτήσεις. Επικράτησε κάποια διστακτικότητα κι ακούστηκαν αοριστολογίες, κι έπειτα ένας λευκός εργάτης βγήκε μπροστά και είπε, "Ε, λοιπόν. Ρίξαμε μια ματιά στο χώρο - κι έχει ένα μόνο μέρος για ύπνο, ένα μόνο μέρος για φαγητό, υπάρχει μόνο μια τουαλέτα, υπάρχει μια μονάχα βρύση. Τελικά δε θα υπάρχουν διακρίσεις στο εργοστάσιο;" Ο κ. Τέζλερ είπε, "Παίρνετε διπλάσιο μεροκάματο από οποιονδήποτε άλλο εργάτη υφαντουργίας στα μέρη μας, κι αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύουμε εμείς. Υπάρχει άλλη ερώτηση;" "Όχι, νομίζω πως όχι." Και δυο μήνες αργότερα, όταν άνοιξε το κεντρικό εργοστάσιο κι εκατοντάδες νέοι εργάτες, λευκοί και μαύροι, συνέρρεαν για να δουν τις εγκαταστάσεις για πρώτη φορά, συναντούσαν τους 16 επιστάτες, λευκούς και μαύρους, να στέκονται ο ένας πλάι στον άλλο. Τους έκαναν ξενάγηση στους χώρους και τους ρωτούσαν αν είχαν απορίες. Και αναπόφευκτα, προέκυψτε το ίδιο ερώτημα: "Τελικά, σε αυτό το εργοστάσιο δεν υπάρχουν διακρίσεις;" Ένας από τους λευκούς επιστάτες βγήκε μπροστά και είπε, "Παίρνετε διπλάσιο μεροκάματο από οποιονδήποτε άλλο εργάτη με την ίδια απασχόληση στα μέρη μας κι εμείς εδώ έτσι δουλεύουμε. Υπάρχει άλλη ερώτηση;"
They were to be his seed group, his future foremen. He had installed the heavy equipment for his new process in an abandoned store in the vicinity of Kings Mountain, and for two months these 16 men would live and work together, mastering the new process. He gathered them together after an initial tour of that facility and he asked if there were any questions. There was hemming and hawing and shuffling of feet, and then one of the white workers stepped forward and said, "Well, yeah. We’ve looked at this place and there's only one place to sleep, there's only one place to eat, there's only one bathroom, there's only one water fountain. Is this plant going to be integrated or what?" Mr. Teszler said, "You are being paid twice the wages of any other textile workers in this region and this is how we do business. Do you have any other questions?" "No, I reckon I don't." And two months later when the main plant opened and hundreds of new workers, white and black, poured in to see the facility for the first time, they were met by the 16 foremen, white and black, standing shoulder to shoulder. They toured the facility and were asked if there were any questions, and inevitably the same question arose: "Is this plant integrated or what?" And one of the white foremen stepped forward and said, "You are being paid twice the wages of any other workers in this industry in this region and this is how we do business. Do you have any other questions?"
Και δεν ξαναρώτησε κανείς. Με μια γρήγορη κίνηση, ο κ. Τέζλερ κατάργησε τις διακρίσεις στην υφαντουργία στα μέρη αυτά του Νότου. Ήταν ένα επίτευγμα εφάμιλλο του Μαχάτμα Γκάντι, που έγινε με τη σπιρτάδα ενός δικηγόρου και τον ιδεαλισμό ενός αγίου. Στα ογδόντα του, ο κ. Τέζλερ, έχοντας αποσυρθεί από την υφαντουργία, υιοθέτησε το Κολλέγιο Wofford- παρακολουθώντας τα μαθήματα κάθε εξαμήνου. Και, μιας και είχε την τάση να φιλάει οτιδήποτε έβλεπε να κινείται, κι έτσι τον φώναζαν με το χαϊδευτικό προσωνύμιο Όπι- που θα πει παππούς στα Μαγυάρικα- όλοι αδιακρίτως. Ήδη προτού πάω εγώ εκεί, η βιβλιοθήκη του κολλεγίου είχε πάρει το όνομα του κ. Τέζλερ, κι αφού έφτασα στα 1993, η σχολή αποφάσισε να τιμήσει τον ευατό της αναγορεύοντας τον κ. Τέζλερ Καθηγητή του Κολλεγίου. Εν μέρει επειδή σε εκείνο το σημείο είχε ήδη παρακολουθήσει όλα τα μαθήματα που είχε η λίστα, αλλά κυρίως επειδή ξεχώριζε ολοφάνερα για τη σοφία του από όλους μας. Για μένα, ήταν άκρως ανακουφιστικό που το πνεύμα που προέδρευε σ' αυτό το μικρό κολλέγιο των Μεθοδιστών στα βόρεια της Νότιας Καρολίνας ανήκε σε έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος από την Κεντρική Εύρώπη. Κι ήταν πράγματι σοφός, αλλά επίσης διέθετε μια θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ. Κάποτε, σε μια διαθεματική διδασκαλία, έκανα ανάλυση της εισαγωγής του έργου του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν " Η Έβδομη Σφραγίδα." Στο σημείο που ο ιππότης του μεσαίωνα Αντώνιους Μπλοκ επέστρεφε από το μάταιο αγώνα των Σταυροφοριών κι έφτασε στη βραχώδη ακτή της Σουηδίας, για να βρει τελικά το φάσμα του θανάτου να τον περιμένει, ο κ. Τέζλερ καθόταν στα σκοτεινά με τους συμφοιτητές του. Και καθώς ο θάνατος άνοιγε το μανδύα του για να αγκαλιάσει τον ιππότη με ένα θανατερό εναγκαλισμό, άκουσα την τρεμάμενη φωνή του κ. Τέζλερ: "Ωχ αμάν," είπε, "Αυτό δε μου φαίνεται πως είναι για καλό."
And there were none. In one fell swoop, Mr. Teszler had integrated the textile industry in that part of the South. It was an achievement worthy of Mahatma Gandhi, conducted with the shrewdness of a lawyer and the idealism of a saint. In his eighties, Mr. Teszler, having retired from the textile industry, adopted Wofford College, auditing courses every semester, and because he had a tendency to kiss anything that moved, becoming affectionately known as "Opi" -- which is Magyar for grandfather -- by all and sundry. Before I got there, the library of the college had been named for Mr. Teszler, and after I arrived in 1993, the faculty decided to honor itself by naming Mr. Teszler Professor of the College -- partly because at that point he had already taken all of the courses in the catalog, but mainly because he was so conspicuously wiser than any one of us. To me, it was immensely reassuring that the presiding spirit of this little Methodist college in upstate South Carolina was a Holocaust survivor from Central Europe. Wise he was, indeed, but he also had a wonderful sense of humor. And once for an interdisciplinary class, I was screening the opening segment of Ingmar Bergman's "The Seventh Seal." As the medieval knight Antonius Block returns from the wild goose chase of the Crusades and arrives on the rocky shore of Sweden, only to find the specter of death waiting for him, Mr. Teszler sat in the dark with his fellow students. And as death opened his cloak to embrace the knight in a ghastly embrace, I heard Mr. Teszler's tremulous voice: "Uh oh," he said, "This doesn't look so good." (Laughter)
Αλλά το μεγαλύτερο πάθος του ήταν η μουσική, ιδίως η όπερα, και την πρώτη φορά που επικέφτηκα το σπίτι του, μου έκανε την τιμή να διαλέξω εγώ το κομμάτι που θα ακούγαμε. Και του έδωσα μεγάλη χαρά απορρίπτοντας την "Καβαλερία Ρουστικάνα" κι επιλέγοντας το ¨Κάστρο του Κυανοπώγωνα" του Μπέλα Μπάρτοκ." Είμαι λάτρης της μουσικής του Μπάρτοκ, το ίδιο κι ο κ. Τέζλερ, και είχε όλες σχεδόν τις ηχογραφήσεις της μουσικής του Μπάρτοκ που είχαν κυκλοφορήσει. 'Hταν στο σπίτι του που άκουσα για πρώτη φορά το τρίτο κονσέρτο για πιάνο, κι έμαθα από τον κ. Τέζλερ ότι η σύνθεση είχε γίνει εκεί κοντά στο Άσβιλ, στη Νότια Καρολίνα, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του συνθέτη. Πέθαινε από λευχαιμία και το γνώριζε, κι αφιέρωσε αυτό το κονσέρτο στη γυναίκα του, τη Ντίτα, που κι η ίδια ήταν πιανίστας σε κοντσέρτα. Στο αργό, δεύτερο μέρος, σε "αντάτζιο ρελιτζιόσο," ενσωμάτωσε το κελάδημα των πουλιών που άκουγε έξω από το παράθυρό του , κι ήξερε πως εκείνη η άνοιξη θα ήταν η τελευταία του. Φανταζόταν ένα μέλλον γι αυτή όπου αυτός δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο. Κι είναι φανερό, ολοφάνερο πως αυτή η σύθεση είναι και η τελευταία του δήλωση προς αυτήν - παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατό του - και μέσω αυτής στον κόσμο. Κι απλά λέει, "Εντάξει. Ήταν όλα τόσο όμορφα. Όποτε το ακούς, θα είμαι κι εγώ εκεί."
But it was music that was his greatest passion, especially opera. And on the first occasion that I visited his house, he gave me honor of deciding what piece of music we would listen to. And I delighted him by rejecting "Cavalleria Rusticana" in favor of Bela Bartok's "Bluebeard's Castle." I love Bartok's music, as did Mr. Teszler, and he had virtually every recording of Bartok's music ever issued. And it was at his house that I heard for the first time Bartok's Third Piano Concerto and learned from Mr. Teszler that it had been composed in nearby Asheville, North Carolina in the last year of the composer's life. He was dying of leukemia and he knew it, and he dedicated this concerto to his wife, Dita, who was herself a concert pianist. And into the slow, second movement, marked "adagio religioso," he incorporated the sounds of birdsong that he heard outside his window in what he knew would be his last spring; he was imagining a future for her in which he would play no part. And clearly this composition is his final statement to her -- it was first performed after his death -- and through her to the world. And just as clearly, it is saying, "It's okay. It was all so beautiful. Whenever you hear this, I will be there."
Και μονάχα μετά το θάνατο του κ. Τέζλερ έμαθα ότι την επιτύμβια στήλη στο μνήμα του Μπέλα Μπάρτοκ στο Χάρτσντεϊλ, στη Νέα Υόρκη την πλήρωσε ο Σάντορ Τέζλερ. "Yo napot,Bela!" Λίγο καιρό πριν το θάνατο του ίδιου του κ. Τέζλερ στην ηλικία των 97, με άκουσε να μιλάω εκτενώς για την ανθρώπινη διαφθορά. Έκανα μια διάλεξη όπου περιέγραψα την ιστορία σε γενικές γραμμές σαν ένα παλλοιριακό κύμα ανθρώπινου πόνου και κτηνωδίας, κι ο κ. Τέζλερ με πλησίασε κατόπιν κι επιτιμώντας με ευγενικά μου είπε, "Ξέρετε, Δόκτορα, οι άνθρωποι κατά βάση είναι καλοί." Κι έδωσα όρκο στον εαυτό μου, επιτόπου, πως αν αυτός ο άνθρωπος που είχε κάθε λόγο να σκέφτεται διαφορετικά είχε καταλήξει σ αυτό το συμπέρασμα, δε θα τολμούσα να έχω διαφορετική άποψη μέχρι ο ίδιος να με απαλλάξει από τον όρκο μου. Τώρα είναι νεκρός, επομένως εξακολουθώ να είμαι δεμένος με τον όρκο μου. "Yo napot, Sandor!"
It was only after Mr. Teszler's death that I learned that the marker on the grave of Bela Bartok in Hartsdale, New York was paid for by Sandor Teszler. "Jó napot, Bela!" Not long before Mr. Teszler’s own death at the age of 97, he heard me hold forth on human iniquity. I delivered a lecture in which I described history as, on the whole, a tidal wave of human suffering and brutality, and Mr. Teszler came up to me afterwards with gentle reproach and said, "You know, Doctor, human beings are fundamentally good." And I made a vow to myself, then and there, that if this man who had such cause to think otherwise had reached that conclusion, I would not presume to differ until he released me from my vow. And now he's dead, so I'm stuck with my vow. "Jó napot, Sandor!"
Νόμιζα πως η αλυσσίδα με τους Ούγγρους μεντορές μου είχε φτάσει στο τέλος της, αλλά σχεδόν αμέσως συνάντησα τον Φράνσις Ρόμπιτσεκ, έναν Ούγγρο γιατρό - ένα καρδιοχειρουργό στο Τσάρλοτ της Νότιας Καρολίνας, που κόντευε τα ογδόντα - κι ήταν πρωτοπόρος στις επεμβάσεις ανοιχτής καρδιάς, και, καθώς μαστόρευε στο γκαράζ πίσω από το σπίτι του, είχε επινοήσει όλα αυτά τα σύνεργα που χρειάζονται σ' αυτή τη δουλειά. Ήταν επίσης μανιώδης συλλέκτης έργων τέχνης, ξεκινώντας σαν ασκούμενος στη Βουδαπέστη συλλέγοντας Δανέζικα έργα τέχνης κι Ουγγρικούς πίνακες του 16ου και 17ου αιώνα, κι όταν ήρθε σ' αυτή τη χώρα, στράφηκε σε έργα τέχνης της Ισπανικής αποικιοκρατίας, Ρώσικες εικόνες και τελικά, κεραμικά των Μάγια. Είναι συγγραφέας επτά βιβλίων, τα έξι απ αυτά πάνω στα κεραμικά των Μάγια, Ήταν αυτός που έσπασε τον κώδικα των Μάγια, διευκολύνοντας τους επιστήμονες να συσχετίσουν τα εικονογράμματα στα κεραμικά των Μάγια με τα ιερογλυφικά της γραφής τους.
I thought my skein of Hungarian mentors had come to an end, but almost immediately I met Francis Robicsek, a Hungarian doctor -- actually a heart surgeon in Charlotte, North Carolina, then in his late seventies -- who had been a pioneer in open-heart surgery, and, tinkering away in his garage behind his house, had invented many of the devices that are standard parts of those procedures. He's also a prodigious art collector, beginning as an intern in Budapest by collecting 16th- and 17th-century Dutch art and Hungarian painting, and when he came to this country moving on to Spanish colonial art, Russian icons and finally Mayan ceramics. He's the author of seven books, six of them on Mayan ceramics. It was he who broke the Mayan codex, enabling scholars to relate the pictographs on Mayan ceramics to the hieroglyphs of the Mayan script.
Με την ευκαιρία της πρώτης μου επίσκεψης, με ξενάγησε στο σπίτι του κι είδαμε εκατοντάδες έργα, ποιοτικώς εφάμιλλα μουσειακών εκθεμάτων, κι έπειτα σταθήκαμε για λίγο μπροστά σε μια κλειστή πόρτα κι ο Δόκτωρ Ρόμπιτσεκ είπε, με φανερό καμάρι, "Περνάμε τώρα στο κυρίως πιάτο." Κι άνοιξε την πόρτα, και μπήκαμε σε ένα δωμάτιο 20 επί 20 πόδια χωρίς παράθυρα με ράφια από το πάτωμα ως το ταβάνι και, στριμωγμένα σε κάθε ράφι , κεραμικά των Μάγια που αποτελούσαν τη συλλογή του. Βασικά, εγώ δεν έχω ιδέα από την κεραμική τέχνη των Μάγια, αλλά ήθελα να φανώ όσο το δυνατόν πιο συνεπαρμένος. Του είπα λοιπόν, Μα δόκτωρ Ρόμπιτσεκ, αυτό είναι εντελώς καταπληκτικό." "Ναι," μου είπε. "Αυτό μου είπαν κι απ' το Λούβρο. Δε με άφηναν στην ησυχία μου μέχρι που τους χάρισα ένα κομμάτι, αλλά δεν άξιζε και πολλά."
On the occasion of my first visit, we toured his house and we saw hundreds of works of museum quality, and then we paused in front of a closed door and Dr. Robicsek said, with obvious pride, "Now for the piece De resistance." And he opened the door and we walked into a windowless 20-by-20-foot room with shelves from floor to ceiling, and crammed on every shelf his collection of Mayan ceramics. Now, I know absolutely nothing about Mayan ceramics, but I wanted to be as ingratiating as possible so I said, "But Dr. Robicsek, this is absolutely dazzling." "Yes," he said. "That is what the Louvre said. They would not leave me alone until I let them have a piece, but it was not a good one." (Laughter)
Λοιπόν, μου ήρθε η ιδέα να καλέσω τον δόκτωρα Ρόμπιτσεκ να κάνει μια διάλεξη στο Κολλέγιο Wofford με θέμα - τι άλλο; - το Λεονάρντο ντα Βίντσι. Και κατόπιν θα τον καλούσα να γνωρίσει τον πιο παλιό μου συνεργάτη, που είχε ειδικευτεί στη Γαλλική ιστορία στο Γέιλ κάπου 70 κρόνια πριν, και στα 89 του ακόμα διοικούσε την, σε παγκόσμια κλίμακα, μεγαλύτερη ιδιωτική υφαντουργία με σιδερένια πυγμή. Τον λέγαν Ρότζερ Μίλικεν. Κι ο κ. Μίλλικεν συμφώνησε, το ίδιο κι ο δόκτωρ Ρόμπιτσεκ. Κι ήρθε ο δόκτωρ Ρόμπιτσεκ κι έκανε τη διάλεξη με φοβερή επιτυχία. Και μετά βρεθήκαμε στη δεξίωση στην Προεδρική Κατοικία με τον δόκτωρα Ρόμπιτσεκ δεξιά μου και τον κ. Μίλλικεν αριστερά μου. Και μόνο εκείνη τη στιγμή, καθώς καθόμασταν να γευματίσουμε, αντιλήφθηκα τον τεράστιο κίνδυνο που είχα ο ίδιος δημιουργήσει. Επειδή το να σμίξεις αυτούς τους δυο τιτάνες, αυτούς τους κυρίαρχους της υφηλίου ήταν σα να συστήνεις τη Μόθρα στο Γοντζίλα πάνω από τους ουρανοξύστες του Τόκυο. Αν δεν συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον, θα μας ποδοπατούσαν σα μηρμύγκια.
Well, it occurred to me that I should invite Dr. Robicsek to lecture at Wofford College on -- what else? -- Leonardo da Vinci. And further, I should invite him to meet my oldest trustee, who had majored in French history at Yale some 70-odd years before and, at 89, still ruled the world's largest privately owned textile empire with an iron hand. His name is Roger Milliken. And Mr. Milliken agreed, and Dr. Robicsek agreed. And Dr. Robicsek visited and delivered the lecture and it was a dazzling success. And afterwards we convened at the President's House with Dr. Robicsek on one hand, Mr. Milliken on the other. And it was only at that moment, as we were sitting down to dinner, that I recognized the enormity of the risk I had created, because to bring these two titans, these two masters of the universe together -- it was like introducing Mothra to Godzilla over the skyline of Tokyo. If they didn't like each other, we could all get trampled to death.
Αλλά τα βρήκαν. Τα βρήκαν μια χαρά οι δυο τους. Κυλούσαν όλα ιδανικά- μέχρι να τελειώσει το φαγητό, και τότε ξεκίνησαν ένα τρικούβερτο καβγά. Και το σημείο διαφωνίας τους ήταν το εξής: εάν η δεύτερη ταινία του Χάρυ Πότερ ήταν εξίσου καλή με την πρώτη. Ο κ. Μίλλικεν είπε πως όχι. Ο δόκτωρ Ρόμπιτσεκ διαφώνησε. Εγώ πάλευα να καταλάβω το πώς αυτοί οι δυο τιτάνες, αυτοί οι κυρίαρχοι της υφηλίου, έβλεπαν έργα με το Χάρυ Πότερ στον ελεύθερο χρόνο τους, όταν ο κ. Μίλλικεν νόμισε πως θα νικούσε στον καβγά λέγοντας, " Απλά νομίζεις πως ήταν καλό επειδή δεν διάβασες το βιβλίο." Κι ο δόκτωρ Ρόμπιτσεκ έγειρε πίσω στην καρέκλα του, αλλά γρήγορα συνήλθε, έσκυψε μπροστά και του είπε, "Λοιπόν, αυτό είναι αλήθεια, αλλά στοιχηματίζω πως πήγες στο έργο με το εγγόνι σου." "Ε ναι λοιπόν, έτσι έγινε," παραδέχτηκε ο κ. Μίλλικεν. "Αχά!" είπε ο δόκτωρ Ρόμπιτσεκ. " Εγώ πήγα στο έργο εντελώς μόνος μου."
But they did, they did like each other. They got along famously until the very end of the meal, and then they got into a furious argument. And what they were arguing about was this: whether the second Harry Potter movie was as good as the first. (Laughter) Mr. Milliken said it was not. Dr. Robicsek disagreed. I was still trying to take in the notion that these titans, these masters of the universe, in their spare time watch Harry Potter movies, when Mr. Milliken thought he would win the argument by saying, "You just think it's so good because you didn't read the book." And Dr. Robicsek reeled back in his chair, but quickly gathered his wits, leaned forward and said, "Well, that is true, but I'll bet you went to the movie with a grandchild." "Well, yes, I did," conceded Mr. Milliken. "Aha!" said Dr. Robicsek. "I went to the movie all by myself." (Laughter) (Applause)
Και συνειδητοποίησα, εκείνη τη στιγμή της αποκάλυψης, πως αυτό που αποκάλυπταν οι δυο άντρες ήταν το μυστικό της ασυνήθιστης επιτυχίας τους, ο καθένας από τη δική του σκοπιά. Κι αυτό βρισκόταν σε εκείνη την ακόρεστη περιέργεια, την ακατανίκητη επιθυμία να αποκτήσουν γνώση, ανεξαρτήτως αντικειμένου, ανεξαρτήτως του κόστους, ακόμα και την ώρα που αυτοί που ρυθμίζουν τις τύχες μας είναι έτοιμοι να ποντάρουν στο ότι οι άνθρωποι δεν θα υπάρχουν για να φαντάζονται οτιδήποτε το έτος 2100, λιγότερο από 93 χρόνια από τώρα. "Ζήσε την κάθε σου μέρα ωσάν να είναι η τελευταία σου," έλεγε ο Μαχάτμα Γκάντι. "Μάθαινε ωσάν να πρόκειται να μην πεθάνεις ποτέ." Αυτό είναι που με παθιάζει. Ακριβώς αυτό το πράγμα. Είναι αυτή η δίψα για μάθηση κι εμπειρία που είναι ακόρεστη κι ακαταμάχητη, όσο κωμική, όσο εσωτερική, όσο ανατρεπτική κι αν φαίνεται. Αυτή καθορίζει το φαντασιακό μέλλον των φίλων μας των Ούγγρων, του Ρόμπιτσεκ και του Τέζλερ και του Μπάρτοκ, καθώς και το δικό μου μέλλον. Όπως συμβαίνει, φαντάζομαι, και με τον καθένα σας εδώ.
And I realized, in this moment of revelation, that what these two men were revealing was the secret of their extraordinary success, each in his own right. And it lay precisely in that insatiable curiosity, that irrepressible desire to know, no matter what the subject, no matter what the cost, even at a time when the keepers of the Doomsday Clock are willing to bet even money that the human race won't be around to imagine anything in the year 2100, a scant 93 years from now. "Live each day as if it is your last," said Mahatma Gandhi. "Learn as if you'll live forever." This is what I'm passionate about. It is precisely this. It is this inextinguishable, undaunted appetite for learning and experience, no matter how risible, no matter how esoteric, no matter how seditious it might seem. This defines the imagined futures of our fellow Hungarians -- Robicsek, Teszler and Bartok -- as it does my own. As it does, I suspect, that of everybody here.
Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι, "Ez a mi munkank; es nem is keves." Αυτό είναι το έργο που αναλάβαμε. Το ξέρουμε πως θα είναι δύσκολο. "Ez a mi munkankq es nem is keves." Yo napot, pacak!
To which I need only add, "Ez a mi munkank; es nem is keves." This is our task; we know it will be hard. "Ez a mi munkank; es nem is keves. Jó napot, pacák!" (Applause)