Πρόκειται να σας μιλήσω για μια δοκιμασία απο την οποία υπέφερα Και έχω ένα περίεργο προαίσθημα πως αρκετοί από εσάς υποφέρουν απο αυτό επίσης. Όταν περπατώ σε μια γκαλερί τέχνης με τα δωμάτια και τα δωμάτια γεμάτα απο πίνακες, μετά απο περίπου 15 ή 20 λεπτά, συνειδητοποιώ ότι δεν σκέφτομαι τους πίνακες. Δεν συνδέομαι μαζί τους. Αντ' αυτού, σκέφτομαι εκείνο το φλιτζάνι καφέ που απελπισμένα χρειάζομαι για να με ξυπνήσει. Υποφέρω από σύνδρομο εξάντλησης της γκαλερί.
I'm going to tell you about an affliction I suffer from. And I have a funny feeling that quite a few of you suffer from it as well. When I'm walking around an art gallery, rooms and rooms full of paintings, after about 15 or 20 minutes, I realize I'm not thinking about the paintings. I'm not connecting to them. Instead, I'm thinking about that cup of coffee I desperately need to wake me up. I'm suffering from gallery fatigue.
Πόσοι από εσάς εκεί έξω υποφέρετε από -- Ναι. Χα χα, χα χα! Τώρα κάποιες στιγμές μπορεί να αντέξεις περισσότερο από 20 λεπτά, ή ακόμα λιγότερο, αλλά νομίζω πως όλοι υποφέρουμε από αυτό. Και έχετε τις συνοδευόμενες τύψεις; Για μένα, βλέπω τους πίνακες στον τοίχο και σκέφτομαι ότι κάποιος έχει αποφασίσει να τους βάλει εκεί, ότι πιστεύει πως είναι αρκετά κάλοι για να είναι σ'αυτό τον τοίχο, αλλά δε μπορώ πάντα να δω σε αυτό. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές δεν το βλέπω.
How many of you out there suffer from -- yes. Ha ha, ha ha! Now, sometimes you might last longer than 20 minutes, or even shorter, but I think we all suffer from it. And do you have the accompanying guilt? For me, I look at the paintings on the wall and I think, somebody has decided to put them there, thinks they're good enough to be on that wall, but I don't always see it. In fact, most of the time I don't see it.
Και φεύγω νιώθοντας στην πραγματικότητα δυστυχισμένη. Νιώθω τύψεις και είμαι δυστυχισμένη με τον εαυτό μου, και αντί να σκεφτώ ότι κάτι δεν πάει καλά με τον πίνακα, νομίζω πως κάτι δεν πάει καλά με μένα. Αυτό δεν είναι και μια τόσο καλή εμπειρία, φεύγοντας έτσι από μία γκαλερί.
And I leave feeling actually unhappy. I feel guilty and unhappy with myself, rather than thinking there's something wrong with the painting, I think there's something wrong with me. And that's not a good experience, to leave a gallery like that.
(Γέλια)
(Laughter)
Το θέμα είναι ότι, πιστεύω πως πρέπει να δώσουμε στους εαυτούς μας ένα διάλειμμα. Εάν σκέφτεσαι να πας σε ένα εστιατόριο, όταν κοιτάζεις το μενού, περιμένουν από εσένα να παραγγείλεις ο,τιδήποτε υπάρχει στο μενού; Όχι! Επιλέγεις. Όταν πηγαίνετε σε ένα εμπορικό κατάστημα για να αγοράσετε ένα πουκάμισο, θα δοκιμάσετε όλα τα πουκάμισα και θα τα θέλετε όλα; Φυσικά και όχι, μπορείτε να είστε επιλεκτικοί. Είναι αναμενόμενο. Και πως τότε, δεν είναι και τόσο αναμενόμενο να είμαστε επιλεκτικοί όταν πηγαίνουμε σε μία γκαλερί τέχνης; Γιατί υποτίθεται ότι εμείς θα πρέπει να έχουμε μια σύνδεση με κάθε έναν πίνακα;
The thing is, I think we should give ourselves a break. If you think about going into a restaurant, when you look at the menu, are you expected to order every single thing on the menu? No! You select. If you go into a department store to buy a shirt, are you going to try on every single shirt and want every single shirt? Of course not, you can be selective. It's expected. How come, then, it's not so expected to be selective when we go to an art gallery? Why are we supposed to have a connection with every single painting?
Λοιπόν, εγώ προσπαθώ να πάρω μία διαφορετική προσέγγιση. Και υπάρχουν δύο πράγματα που κάνω: Όταν πάω σε μια γκαλερί, πρώτα απ' όλα, πηγαίνω αρκετά γρήγορα, και κοιτάζω τα πάντα, και εντοπίζω αυτούς που με κάνουν να επιβραδύνω για οποιονδήποτε λόγο. Δε γνωρίζω καθόλου γιατί με κάνουν να επιβραδύνω, αλλά κάτι με τραβάει σαν μαγνήτης και τότε αγνοώ όλους τους άλλους, και πάω μόνο σε αυτόν τον πίνακα. Έτσι το πρώτο πράγμα που κάνω είναι, να κάνω τη δική μου αξιολόγηση. Διαλέγω έναν πίνακα. Μπορεί να είναι απλά ένας πίνακας μέσα στους 50. Και έπειτα, το δεύτερο πράγμα που κάνω είναι να σταθώ μπροστά απο αυτόν τον πίνακα, και να πω στον εαυτό μου μια ιστορία για αυτόν.
Well I'm trying to take a different approach. And there's two things I do: When I go into a gallery, first of all, I go quite fast, and I look at everything, and I pinpoint the ones that make me slow down for some reason or other. I don't even know why they make me slow down, but something pulls me like a magnet and then I ignore all the others, and I just go to that painting. So it's the first thing I do is, I do my own curation. I choose a painting. It might just be one painting in 50. And then the second thing I do is I stand in front of that painting, and I tell myself a story about it.
Γιατί ιστορία; Λοιπόν, νομίζω πως είμαστε συνδεδεμένοι, το DNA μας, μας λέει να λέμε ιστορίες. Λέμε ιστορίες όλη την ώρα για τα πάντα, και νομίζω ότι το κάνουμε επειδή ο κόσμος είναι κάπως σαν ένα τρελό, χαώδες μέρος, και μερικές φορές απο τις ιστορίες, προσπαθούμε να βγάλουμε ένα μικρό νόημα για τον κόσμο, προσπαθούμε να φέρουμε κάποια σε μία τάξη. Γιατί να μην το εφαρμόσουμε αυτό όταν κοιτάζουμε πίνακες; Οπότε λοιπόν, έχω αυτό το είδος του μενού από το εστιατόριο όταν επισκέπτομαι γκαλερί τέχνης.
Why a story? Well, I think that we are wired, our DNA tells us to tell stories. We tell stories all the time about everything, and I think we do it because the world is kind of a crazy, chaotic place, and sometimes stories, we're trying to make sense of the world a little bit, trying to bring some order to it. Why not apply that to our looking at paintings? So I now have this sort of restaurant menu visiting of art galleries.
Υπάρχουν τρείς πίνακες που θα σας δείξω τώρα, είναι πίνακες που με κάνουν να σταματώ τα βήματα μου και να θέλω να πω ιστορίες γι'αυτούς. Ο πρώτος χρειάζεται μια μικρή εισαγωγή -- "Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι" του Γιοχάνες Βερμέερ, έναν Ολλανδό ζωγράφο του 17ου αιώνα. Αυτός είναι ο πιο ένδοξος πίνακας. Τον είδα πρώτη φορά όταν ήμουν 19, και αμέσως πήγα και αγόρασα μια αφίσα του, και μάλιστα την έχω ακόμα. 30 χρόνια μετά είναι κρεμασμένη στο σπίτι μου. Με έχει συντροφεύσει όπου κι αν έχω πάει, ποτέ δεν κουράζομαι να την βλέπω.
There are three paintings I'm going to show you now that are paintings that made me stop in my tracks and want to tell stories about them. The first one needs little introduction -- "Girl with a Pearl Earring" by Johannes Vermeer, 17th-century Dutch painter. This is the most glorious painting. I first saw it when I was 19, and I immediately went out and got a poster of it, and in fact I still have that poster. 30 years later it's hanging in my house. It's accompanied me everywhere I've gone, I never tire of looking at her.
Αυτό που με έκανε να σταματήσω αρχικά ήταν απλά τα υπέροχα χρώματα που χρησιμοποιεί και το φως που πέφτει στο πρόσωπο της. Αλλά πιστεύω ότι αυτό που με κάνει να γυρνάω πίσω χρόνια με τα χρόνια είναι κάτι άλλο, και αυτό είναι το βλέμμα στο πρόσωπο της, το αντιφατικό βλέμμα στο πρόσωπο της. Δε μπορώ να πω αν είναι χαρούμενη ή λυπημένη, και αλλάζω γνώμη συνεχώς. Αυτό λοιπόν με κάνει να γυρίζω πίσω.
What made me stop in my tracks about her to begin with was just the gorgeous colors he uses and the light falling on her face. But I think what's kept me still coming back year after year is another thing, and that is the look on her face, the conflicted look on her face. I can't tell if she's happy or sad, and I change my mind all the time. So that keeps me coming back.
Μία μέρα, 16 χρόνια αφότου είχα αυτή την αφίσα στον τοίχο μου, όπως ξαπλώνω στο κρεβάτι και την κοιτάζω, σκέφτομαι ξαφνικά και αναρωτιέμαι τι της έκανε ο ζωγράφος για να δείχνει έτσι. Και ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι η έκφραση στο πρόσωπο της στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει το πως αυτή νιώθει γι'αυτόν. Πάντα πριν, το σκεφτόμουν ως ένα πορτραίτο ενός κοριτσιού. Τώρα άρχισα να το σκέφτομαι σαν ένα πορτραίτο μιας σχέσης. Και σκέφτηκα,, λοιπόν, τι είναι αυτή η σχέση:
One day, 16 years after I had this poster on my wall, I lay in bed and looked at her, and I suddenly thought, I wonder what the painter did to her to make her look like that. And it was the first time I'd ever thought that the expression on her face is actually reflecting how she feels about him. Always before I'd thought of it as a portrait of a girl. Now I began to think of it as a portrait of a relationship. And I thought, well, what is that relationship?
Έτσι πήγα να το ανακαλύψω. Έκανα λίγη έρευνα και ανακάλυψα, οτι δεν έχουμε ιδέα ποια είναι. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζουμε ποιό από τα μοντέλα. σε ποιον από τους πίνακες του Βερμέερ είναι, και γνωρίζουμε πολύ λίγα και για τον ίδιο τον Βερμέερ. Το οποίο με έκανε να αναφωνήσω, "Γιούπι!" Μπορώ να κάνω ο,τι θέλω, μπορώ να σκαρφιστώ όποια ιστορία θέλω.
So I went to find out. I did some research and discovered, we have no idea who she is. In fact, we don't know who any of the models in any of Vermeer's paintings are, and we know very little about Vermeer himself. Which made me go, "Yippee!" I can do whatever I want, I can come up with whatever story I want to.
Έτσι λοιπόν σκέφτηκα την ιστορία. Πρώτα απ'όλα σκέφτηκα, πρέπει να τη βάλω στο σπίτι. Πώς την γνωρίζει ο Βερμέερ; Λοιπόν , υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι η 12-χρονη κόρη του. Η κόρη του ήταν 12 εκείνη τη χρονική στιγμή όταν αυτός ζωγράφισε τον πίνακα . Και σκέφτηκα, όχι, είναι ένα πολύ οικείο βλέμμα, αλλά δεν είναι ένα βλέμμα που θα έδινε μια κόρη στον πατέρα της. Πρωτίστως, στην Ολλανδική ζωγραφική της εποχής, εάν το στόμα μιας γυναίκας ήταν ανοιχτό, υποδείκνυε σεξουαλική διαθεσιμότητα. Θα ήταν ανάρμοστο για τον Βερμέερ να ζωγραφίσει την κόρη του έτσι.
So here's how I came up with the story. First of all, I thought, I've got to get her into the house. How does Vermeer know her? Well, there've been suggestions that she is his 12-year-old daughter. The daughter at the time was 12 when he painted the painting. And I thought, no, it's a very intimate look, but it's not a look a daughter gives her father. For one thing, in Dutch painting of the time, if a woman's mouth was open, it was indicating sexual availability. It would have been inappropriate for Vermeer to paint his daughter like that.
Έτσι δεν είναι η κόρη του, αλλά είναι κάποια οικεία σε αυτόν , σωματικά οικεία σε αυτόν . Λοιπόν, ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι στο σπίτι; Μια υπηρέτρια, μια χαριτωμένη υπηρέτρια. Είναι, λοιπόν, στο σπίτι. Πώς την βάζουμε μέσα στο στούντιο; Δεν γνωρίζουμε πάρα πολλά για τον Βερμέερ, αλλά απο αυτά τα λίγα που γνωρίζουμε ένα είναι σίγουρο οτι παντρεύτηκε μια Καθολική γυναίκα, ζούσαν με την μητέρα της σε ένα σπίτι όπου αυτός είχε το δικό του δωμάτιο όπου αυτός -- το στούντιο του. Είχε επίσης 11 παιδιά. Θα ήταν ένα χαωτικό, θορυβώδες νοικοκυριό. Και αν έχετε δει πίνακα του Βερμέερ πρίν, γνωρίζετε πως αυτοί είναι απίστευτα ήρεμοι και ήσυχοι.
So it's not his daughter, but it's somebody close to him, physically close to him. Well, who else would be in the house? A servant, a lovely servant. So, she's in the house. How do we get her into the studio? We don't know very much about Vermeer, but the little bits that we do know, one thing we know is that he married a Catholic woman, they lived with her mother in a house where he had his own room where he -- his studio. He also had 11 children. It would have been a chaotic, noisy household. And if you've seen Vermeer's paintings before, you know that they're incredibly calm and quiet.
Πως ζωγραφίζει ένας ζωγράφος τόσο ήρεμους, ήσυχους πίνακες με 11 παιδιά τριγύρω; Κατακερμάτισε την ζωή του. Μπαίνει μέσα στο στούντιο του και λέει, "Κανένας δε μπαίνει εδώ μέσα. Ούτε η σύζυγος, ούτε τα παιδιά. Εντάξει η υπηρέτρια μπορεί να μπαίνει και να καθαρίζει." Έτσι βρίσκεται μέσα στο στούντιο. Την έχει μέσα στο στούντιο, είναι μαζί. Και αποφασίζει να την ζωγραφίσει.
How does a painter paint such calm, quiet paintings with 11 kids around? Well, he compartmentalizes his life. He gets to his studio, and he says, "Nobody comes in here. Not the wife, not the kids. Okay, the maid can come in and clean." She's in the studio. He's got her in the studio, they're together. And he decides to paint her.
Την βάζει να φορέσει πολύ απλά ρούχα. Τώρα, όλες οι γυναίκες ή σχεδόν όλες οι γυναίκες στους υπόλοιπους πίνακες του Βερμέερ φορούσαν βελούδο, μετάξι, γούνες, πολύ πολυτελή υλικά. Αυτό είναι πολύ απλό: το μόναδικό πράγμα που δεν είναι απλό είναι το μαργαριταρένιο της σκουλαρίκι. Αν είναι υπηρέτρια, δεν υπάρχει τρόπος να μπορέσει να αγοράσει ένα ζευγάρι μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Έτσι αυτά δεν είναι τα δικά της μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Ποιανού είναι; Τυχαίνει να γνωρίζουμε, ότι υπάρχει μια λίστα της Καθαρίνα, των ρούχων της συζύγου. Μεταξύ τους ένα κίτρινο παλτό με λευκή γούνα, ένα κίτρινο και μαύρο μπούστο, και βλέπεις αυτά τα ρούχα σε πολλούς άλλους πίνακες, διαφορετικές γυναίκες στους πίνακες, τους πίνακες του Βερμέερ. Έτσι είναι προφανές, δάνειζε τα ρούχα της σε πολλές διαφορετικές γυναίκες. Έτσι δεν είναι και τόσο παρατραβηγμένο να πούμε ότι αυτό το μαργαριταρένο σκουλαρίκι άνηκε στην γυναίκα του.
He has her wear very plain clothes. Now, all of the women, or most of the women in Vermeer's other paintings wore velvet, silk, fur, very sumptuous materials. This is very plain; the only thing that isn't plain is her pearl earring. Now, if she's a servant, there is no way she could afford a pair of pearl earrings. So those are not her pearl earrings. Whose are they? We happen to know, there's a list of Catharina, the wife's clothes. Amongst them a yellow coat with white fur, a yellow and black bodice, and you see these clothes on lots of other paintings, different women in the paintings, Vermeer's paintings. So clearly, her clothes were lent to various different women. It's not such a leap of faith to take that that pearl earring actually belongs to his wife.
Έχουμε λοιπόν όλα τα στοιχεία της ιστορίας μας. Είναι στο στούντιο μαζί του για πολύ καιρό. Αυτοί οι πίνακες πήραν πολύ καιρό για να γίνουν. Θα πέρασαν πολύ καιρό μόνοι τους, όλο αυτόν τον καιρό. Φοράει το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι της γυναίκας του. Είναι πανέμορφη. Είναι προφανές πως τον αγαπάει. Είναι σε σύγκρουση. Η σύζυγος γνωρίζει; Μπορεί και όχι. Και αν όχι, τότε... αυτή είναι η ιστορία.
So we've got all the elements for our story. She's in the studio with him for a long time. These paintings took a long time to make. They would have spent the time alone, all that time. She's wearing his wife's pearl earring. She's gorgeous. She obviously loves him. She's conflicted. And does the wife know? Maybe not. And if she doesn't, well -- that's the story.
(Γέλιο)
(Laughter)
Ο επόμενος πίνακας για τον οποίο πρόκειται να μιλήσω ονομάζεται "Αγόρι που χτίζει σπίτι από χαρτιά" του Σαρντέν. Είναι ένας Γάλλος ζωγράφος του 18ου αιώνα περισσότερο γνωστός για την νεκρή φύση, αλλά περιστασιακά ζωγράφιζε και ανθρώπους. Και στην πραγματικότητα, ζωγράφισε τέσσερις εκδοχές αυτού του πίνακα, διαφορετικά αγόρια που χτίζουν σπίτια από χαρτιά, όλα συγκεντρωμένα. Μου αρέσει αυτή η εκδοχή καλύτερα, γιατί μερικά από τα αγόρια είναι πιο μεγάλα και μερικά πιο μικρά, και για μένα, αυτό, όπως το πόριτζ της Χρυσομαλλούσας, είναι απλά σωστό.
The next painting I'm going to talk about is called "Boy Building a House of Cards" by Chardin. He's an 18th-century French painter best known for his still lifes, but he did occasionally paint people. And in fact, he painted four versions of this painting, different boys building houses of cards, all concentrated. I like this version the best, because some of the boys are older and some are younger, and to me, this one, like Goldilocks's porridge, is just right.
Δεν είναι παιδί, δεν είναι άντρας. Είναι σωστά ισορροπημένος ανάμεσα στην αθωότητα και την εμπειρία, και αυτό με έκανε να σταματήσω μπροστά σε αυτόν τον πίνακα. Και κοίταξα το πρόσωπο του. Είναι λιγάκι σαν έναν πίνακα του Βερμέερ. Το φως έρχεται από τα αριστερα, το πρόσωπο του λούζεται σε αυτό το λαμπερό φως. Είναι ακριβώς στο κέντρο του πίνακα, και το κοιτάς, και το βρήκα όταν το κοιτούσα, καθόμουν εκεί και έλεγα, "Κοίταξε με. Σε παρακαλώ κοίταξε με." Και δεν με κοίταξε. Κοιτούσε ακόμη τα χαρτιά του, και αυτό είναι ένα από τα δελεαστικά στοιχεία αυτού του πίνακα, είναι τόσο συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει που δεν μας κοιτάει. Και αυτό, για μένα, είναι το σημάδι ενός αριστουργήματος, ενός πίνακα όταν λείπει η ανάλυση. Δεν θα με κοιτάξει ποτέ του.
He's not quite a child, and he's not quite a man. He's absolutely balanced between innocence and experience, and that made me stop in my tracks in front of this painting. And I looked at his face. It's like a Vermeer painting a bit. The light comes in from the left, his face is bathed in this glowing light. It's right in the center of the painting, and you look at it, and I found that when I was looking at it, I was standing there going, "Look at me. Please look at me." And he didn't look at me. He was still looking at his cards, and that's one of the seductive elements of this painting is, he's so focused on what he's doing that he doesn't look at us. And that is, to me, the sign of a masterpiece, of a painting when there's a lack of resolution. He's never going to look at me.
Έτσι σκεφτόμουν μία ιστορία όπου, αν είμαι σε αυτή την θέση, ποιος θα ήταν εκεί να τον κοιτάζει; Όχι ο ζωγράφος, δεν θέλω να σκεφτώ τον ζωγράφο. Σκέφτομαι μία πιο μεγάλη έκδοση του εαυτού του. Είναι ένας άντρας, ένας υπηρέτης, ένας μεγαλύτερος υπηρέτης που κοιτάζει τον νεαρότερο υπηρέτη, και λέει "Κοίταξε με. Θέλω να σε προειδοποιήσω για αυτό που πρόκειται να περάσεις. Σε παρακαλώ κοίταξε με." Και ποτέ δεν το κάνει.
So I was thinking of a story where, if I'm in this position, who could be there looking at him? Not the painter, I don't want to think about the painter. I'm thinking of an older version of himself. He's a man, a servant, an older servant looking at this younger servant, saying, "Look at me. I want to warn you about what you're about to go through. Please look at me." And he never does.
Και αυτή η έλειψη ανάλυσης, η έλειψη ανάλυσης όπως στο "Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι" -- δεν ξέρουμε αν είναι ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη. Έχω γράψει μία ολόκληρη νουβέλα γι'αυτήν, και ακόμη δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη. Και πάλι, πίσω στον πίνακα, ψάχνοντας την απάντηση, ψάχνοντας την ιστορία για να γεμίσει το κενό. Και μπορεί να κάνουμε μία ιστορία, και να μας ευχαριστεί προς στιγμήν, αλλά όχι και τόσο, και γυρίζουμε πίσω ξανά και ξανά.
And that lack of resolution, the lack of resolution in "Girl with a Pearl Earring" -- we don't know if she's happy or sad. I've written an entire novel about her, and I still don't know if she's happy or sad. Again and again, back to the painting, looking for the answer, looking for the story to fill in that gap. And we may make a story, and it satisfies us momentarily, but not really, and we come back again and again.
Ο τελευταίος πίνακας για τον οποίο θα μιλήσω ονομάζεται "Ανώνυμος" από ανώνυμο. (Γέλιο)
The last painting I'm going to talk about is called "Anonymous" by anonymous. (Laughter)
Αυτό είναι ένα πορτραίτο Τυδώρ που αγοράστηκε από την Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων. Νόμιζαν ότι ήταν ένας άντρας με το όνομα Σερ Τόμας Όβερμπερυ, και μετά ανακάλυψαν ότι δεν ήταν αυτός, και δεν έχουν ιδέα για το ποιος είναι.
This is a Tudor portrait bought by the National Portrait Gallery. They thought it was a man named Sir Thomas Overbury, and then they discovered that it wasn't him, and they have no idea who it is.
Τώρα στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων, εάν δεν γνωρίζετε η βιογραφία του πίνακα, σας είναι κάπως άχρηστος. Δεν μπορούν να τον κρεμάσουν στον τοίχο, επειδή δεν γνωρίζουν ποιος είναι. Έτσι δυστυχώς, αυτό το ορφανό περνάει τον περισσότερο χρόνο του στην αποθήκη, μαζί με έναν μεγάλο αριθμό άλλων ορφανών, μερικοί από αυτοί, μερικοί όμορφοι πίνακες.
Now, in the National Portrait Gallery, if you don't know the biography of the painting, it's kind of useless to you. They can't hang it on the wall, because they don't know who he is. So unfortunately, this orphan spends most of his time in storage, along with quite a number of other orphans, some of them some beautiful paintings.
Αυτός ο πίνακας με έκανε να σταματήσω για 3 λόγους: Ο πρώτος είναι η αποσύνδεση μεταξύ του στόματος του που χαμογελά σε συνδυασμό με τα μάτια του που είναι μελαγχολικά. Δεν είναι ευτυχισμένος, και γιατί δεν είναι ευτυχισμένος; Το δεύτερο πράγμα που πραγματικά με τράβηξε ήταν τα κατακόκκινα μάγουλα του. Έχει κοκκινήσει. Κοκκίνησε επειδή του κάνουν το πορτραίτο του! Αυτός πρέπει να είναι κάποιος που κοκκινίζει συνεχώς. Τι να σκέφτεται και τον κάνει να κοκκινίσει; Το τρίτο πράγμα που με έκανε να σταματήσω ήταν το τελείως υπέροχο πανοφώρι του. Μεταξωτό, γκρι, αυτά τα υπέροχα κουμπιά. Και ξέρετε τι μου φέρνει στο μυαλό, είναι κάπως άνετο και φουσκωτό, είναι σαν ένα πάπλωμα σε ένα κρεβάτι.
This painting made me stop in my tracks for three reasons: One is the disconnection between his mouth that's smiling and his eyes that are wistful. He's not happy, and why isn't he happy? The second thing that really attracted me were his bright red cheeks. He is blushing. He's blushing for his portrait being made! This must be a guy who blushes all the time. What is he thinking about that's making him blush? The third thing that made me stop in my tracks is his absolutely gorgeous doublet. Silk, gray, those beautiful buttons. And you know what it makes me think of, is it's sort of snug and puffy; it's like a duvet spread over a bed.
Σκεφτόμουν κρεβάτια και κόκκινα μαγουλα, και φυσικά σκεφτόμουν το σεξ όταν το κοίταζα, και σκέφτηκα, αυτό είναι που σκέφτεται και αυτός; Και σκέφτηκα, εάν πρόκειται να κάνω μία ιστορία, ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θα βάλω εκεί; Λοιπόν, με τι θα ασχολείται ένας κύριος του Τυδώρ; Και σκέφτηκα, λοιπόν, ο Ερρίκος ο 8ος, εντάξει. Θα ασχολείται με την κληρονομιά του, με τον κληρονόμο του. Ποιος θα κληρονομήσει το όνομα και την περιουσία του; Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, θα έχεις την ιστορία σου για να γεμίσεις το κενό που θα σε κάνει να επιστρέφεις. Τώρα, να η ιστορία. Είναι μικρή.
I kept thinking of beds and red cheeks, and of course I kept thinking of sex when I looked at him, and I thought, is that what he's thinking about? And I thought, if I'm going to make a story, what's the last thing I'm going to put in there? Well, what would a Tudor gentleman be preoccupied with? And I thought, well, Henry VIII, okay. He'd be preoccupied with his inheritance, with his heir. Who is going to inherit his name and his fortune? You put all those together, and you've got your story to fill in that gap that makes you keep coming back. Now, here's the story. It's short.
"Ροδαλός"
"Rosy"
Ακόμη φοράω το λευκό μπροκάρ που μου έδωσε η Καρολάιν. Έχει ένα απλό ψηλό κολάρο, μανίκια που βγαίνουν και περίπλοκα κουμπιά από στριφτό μεταξωτό νήμα, ραμμένα κοντά κοντά έτσι ώστε να είναι στενό. Το πανοφώρι με κάνει να σκεφτώ ένα κάλυμμα στο τεράστιο κρεβάτι. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση. Το φόρεσα για πρώτη φορά σε ένα περίτεχνο δείπνο που έκαναν οι γονείς της για να μας τιμήσουν. Το ήξερα πριν καν ακόμη σηκωθώ για να μιλήσω ότι τα μάγουλα μου είχαν πιάσει φωτιά. Πάντα κοκκίνιζα εύκολα, από την σωματική άσκηση, από το κρασί, από τα δυνατά αισθήματα.
I am still wearing the white brocade doublet Caroline gave me. It has a plain high collar, detachable sleeves and intricate buttons of twisted silk thread, set close together so that the fit is snug. The doublet makes me think of a coverlet on the vast bed. Perhaps that was the intention. I first wore it at an elaborate dinner her parents held in our honor. I knew even before I stood up to speak that my cheeks were inflamed. I have always flushed easily, from physical exertion, from wine, from high emotion.
Όταν ήμουν μικρός, με πειράζαν οι αδελφές μου και οι συμμαθητές μου, αλλά όχι ο Τζωρτζ. Μόνο ο Τζωρτζ μπορούσε να με φωνάζει Ροδαλό. Δεν το επέτρεπα σε κανέναν άλλον. Κατάφερνε να κάνει την λέξη τρυφερή. Όταν έκανα την ανακοίνωση, ο Τζωρτζ δεν κοκκίνησε, αλλά χλώμιασε όπως το πανοφώρι μου. Δεν έπρεπε να είχε εκπλαγεί. Ήταν κοινή παραδοχή ότι μια μέρα θα παντρευόμουν την ξαδέλφη του. Αλλά είναι δύσκολο να ακούς τις λέξεις δυνατά. Το ξέρω, μετά βίας μπόρεσα να τις προφέρω.
As a boy, I was teased by my sisters and by schoolboys, but not by George. Only George could call me Rosy. I would not allow anyone else. He managed to make the word tender. When I made the announcement, George did not turn rosy, but went pale as my doublet. He should not have been surprised. It has been a common assumption that I would one day marry his cousin. But it is difficult to hear the words aloud. I know, I could barely utter them.
Μετά βρήκα τον Τζωρτζ στην βεράντα που κοιτούσε τον κήπο της κουζίνας. Αν και έπινε σταθερά όλο το απόγευμα, ήταν ακόμη χλωμός. Καθήσαμε μαζί και κοιτάζαμε τις υπηρέτριες να κόβουν μαρούλια. "Τι γνώμη έχεις για το πανοφώρι μου;" ρώτησα.
Afterwards, I found George on the terrace overlooking the kitchen garden. Despite drinking steadily all afternoon, he was still pale. We stood together and watched the maids cut lettuces. "What do you think of my doublet?" I asked.
Με κοίταξε. "Αυτό το κολάρο φαίνεται να σε πνίγει."
He glanced at me. "That collar looks to be strangling you."
"Θα συνεχίσουμε να βλεπόμαστε," επέμεινα. "Μπορούμε ακόμη να πηγαίνουμε για κυνήγι, να παίζουμε χαρτιά και να πηγαίνουμε στην αυλή. Δεν πρέπει να αλλάξει κάτι." Ο Τζωρτζ δεν μίλησε. "Είμαι 23 ετών. Είναι ώρα να παντρευτώ και να παράγω έναν κληρονόμο. Το περιμένουν από μένα."
"We will still see each other," I insisted. "We can still hunt and play cards and attend court. Nothing need change." George did not speak. "I am 23 years old. It is time for me to marry and produce an heir. It is expected of me."
Ο Τζωρτζ στράγγιξε ακόμη ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και γύρισε προς τα μένα. "Συγχαρητήρια για τον επερχόμενο γάμο σου, Τζέιμς. Είμαι σίγουρος πως θα είστε ικανοποιημένοι μαζί." Δεν ξαναχρησιμοποίησε το παρατσούκλι μου ξανά.
George drained another glass of claret and turned to me. "Congratulations on your upcoming nuptials, James. I'm sure you'll be content together." He never used my nickname again.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)