Όταν η 91χρονη μητέρα μου, Έλια, μετακόμισε μαζί μου, νόμιζα πως τη βοηθούσα. Στην πραγματικότητα, συνέβη το αντίθετο. Βλέπετε, η Μαμά είχε θέματα απώλειας μνήμης και με την ηλικία της. Έδειχνε ηττημένη. Προσπάθησα να την κάνω να νιώθει όσο το δυνατόν πιο άνετα, αλλά ενώ ήμουν στο καβαλέτο, ζωγραφίζοντας, έριχνα κλεφτές ματιές και την έβλεπα να είναι απλώς «εκεί». Κοίταζε επίμονα αλλά τίποτα συγκεκριμένο. Την έβλεπα να ανεβαίνει αργά τις σκάλες και δεν ήταν η μαμά με την οποία μεγάλωσα. Έβλεπα, αντιθέτως, μια αδύναμη, μικροσκοπική, γριά γυναίκα.
When my 91-year-old mother, Elia, moved in with me, I thought I was doing her a service. In fact, it was the other way around. You see, Mom was having issues with memory loss and accepting her age. She looked defeated. I tried to make her as comfortable as possible, but when I was at my easel, painting, I would peek over and see her just ... there. She'd be staring at nothing in particular. I'd watch her slowly climb the stairs, and she wasn't the mom I grew up with. I saw, instead, a frail, tiny, old woman.
Μετά από μερικές εβδομάδες, χρειαζόμουν διάλειμμα απ' τη ζωγραφική. Ήθελα να παίξω με την κάμερα που είχα μόλις αγοράσει. Ήμουν ενθουσιασμένος -- είχε όλους τους τύπους πλήκτρων και ρυθμίσεων που ήθελα να μάθω, οπότε έστησα το τρίποδό μου μπροστά από ένα μεγάλο καθρέφτη, μπλοκάροντας την είσοδο στο μοναδικό μπάνιο του σπιτιού.
A few weeks went by, and I needed a break from my painting. I wanted to play with the new camera I had just bought. I was excited -- it had all sorts of dials, buttons and settings I wanted to learn, so I set up my tripod facing this large mirror, blocking the doorway to the only bathroom in the house.
(Γέλια)
(Laughter)
Μετά από λίγο, ακούω, (μιμούμενος ιταλική προφορά) «Πρέπει να πάω στο μπάνιο».
After a while, I hear, (Imitating Italian accent) "I need to use the washroom."
(Γέλια)
(Laughter)
«Σε πέντε λεπτά, Μαμά. Πρέπει να τελειώσω». 15 λεπτά αργότερα κι ακούω, ξανά, «Πρέπει να χρησιμοποιήσω το μπάνιο». «Πέντε λεπτά ακόμα». Μετά έγινε αυτό.
"Five minutes, Mom. I need to do this." 15 minutes later, and I hear, again, "I need to use the washroom." "Five more minutes." Then this happened.
(Γέλια)
(Laughter)
(Χειροκρότημα)
(Applause)
Κι αυτό.
And this.
(Γέλια)
(Laughter)
Και μετά, αυτό.
And then, this.
(Γέλια)
(Laughter)
Είχα την «εύρηκα» στιγμή μου. Δεθήκαμε. Είχαμε κάτι χειροπιαστό να κάνουμε μαζί.
I had my "aha!" moment. We connected. We had something tangible we could do together.
Η μαμά μου γεννήθηκε σε ένα μικρό ορεινό χωριό της κεντρικής Ιταλίας, όπου οι γονείς της είχαν γη και πρόβατα. Σε νεαρή ηλικία, ο πατέρας της πέθανε από πνευμονία, αφήνοντας τη γυναίκα και τις δύο κόρες του μόνες με όλες τις σκληρές δουλειές. Κατάλαβαν ότι δεν θα ανταπεξέρχονταν. Οπότε λήφθηκε μία πολύ σκληρή απόφαση. Η μαμά, η μεγαλύτερη, στα 13, παντρεύτηκε έναν εντελώς άγνωστο με τα διπλά της χρόνια. Από εκεί που ήταν μόνο ένα παιδί, την έσπρωξαν στην ενηλικίωση. Η Μαμά έκανε το πρώτο της παιδί όταν ήταν μόλις 16.
My mom was born in a small mountain village in central Italy, where her parents had land and sheep. At a young age, her father died of pneumonia, leaving his wife and two daughters alone with all the heavy chores. They found that they couldn't cope. So a very hard decision was made. Mom, the oldest, at 13, was married off to a complete stranger twice her age. She went from being just a kid and was pushed into adulthood. Mom had her first child when she was only 16.
Χρόνια αργότερα, τώρα ζώντας στο Τορόντο, η Μαμά βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο ρούχων και σύντομα έγινε διευθύντρια ενός πολύ μεγάλου τμήματος ραψίματος. Και επειδή αυτό ήταν γεμάτο με μετανάστες εργάτες, η Μαμά έμαθε μόνη της λέξεις από μεταφραστικά βιβλία. Μετά εξασκήθηκε σε αυτές στα Γαλλικά, Ελληνικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά, Δανικά, Πολωνικά, Ρωσικά, Ρουμανικά, Ουγγρικά μέσα σε όλο το σπίτι. Θαύμαζα τη συγκέντρωσή της και την αποφασιστικότητά της να επιτύχει σε ό,τι αγαπούσε να κάνει.
Years later, and now living in Toronto, Mom got work in a clothing factory and soon became manager of a very large sewing department. And because it was full of immigrant workers, Mom taught herself words from translation books. She then practiced them in French, Greek, Spanish, Portuguese, Danish, Polish, Russian, Romanian, Hungarian, all around the house. I was in awe of her focus and determination to succeed at whatever she loved to do.
Μετά απ' αυτή την αποκαλυπτική στιγμή στο μπάνιο, εξάσκησα το νέο μου ταλέντο στην κάμερα με τη Μαμά ως φωτομοντέλο. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτού, μιλούσε, κι εγώ άκουγα. Μιλούσε για τη νεαρή παιδική της ηλικία και για το πώς ένιωθε τώρα. Είχαμε ο ένας την προσοχή του άλλου. Η μαμά έχανε τη βραχύχρονη μνήμη της, αλλά ένιωθε καλύτερα όταν θυμόταν τα νεανικά της χρόνια. Εγώ ρωτούσα κι εκείνη μου έλεγε ιστορίες. Άκουγα και ήμουν το κοινό της. Έπαιρνα ιδέες. Τις σημείωνα κάπου και τις σχεδίαζα πρόχειρα. Της έδειξα τι να κάνει παίζοντας ο ίδιος τα σενάρια. Μετά τα σκηνοθετούσαμε. Οπότε εκείνη πόζαρε κι εγώ μάθαινα περισσότερα για τη φωτογραφία. Η μαμά λάτρεψε την όλη διαδικασία, την ηθοποιία. Ένιωσε σημαντική ξανά, ένιωσε επιθυμητή και αναγκαία. Και σίγουρα δεν ήταν ντροπαλή στην κάμερα.
After that bathroom "aha!" moment, I practiced my newfound camera skills with Mom as portrait model. Through all of this, she talked, and I listened. She'd tell me about her early childhood and how she was feeling now. We had each other's attention. Mom was losing her short-term memory, but was better recalling her younger years. I'd ask, and she would tell me stories. I listened, and I was her audience. I got ideas. I wrote them down, and I sketched them out. I showed her what to do by acting out the scenarios myself. We would then stage them. So she posed, and I learned more about photography. Mom loved the process, the acting. She felt worthy again, she felt wanted and needed. And she certainly wasn't camera-shy.
(Γέλια)
(Laughter)
(Χειροκρότημα)
(Applause)
Η μαμά γέλασε υστερικά με αυτή.
Mom laughed hysterically at this one.
(Γέλια)
(Laughter)
Η ιδέα γι' αυτή την εικόνα ήρθε από μια παλιά γερμανική ταινία που είδα, για ένα υποβρύχιο, το «Das Boot». Όπως βλέπετε, αυτό που έβγαλα εγώ τελικά έμοιαζε πιο πολύ με τον «E.T.»
The idea for this image came from an old German film I'd seen, about a submarine, called "Das Boot." As you can see, what I got instead looked more like "E.T."
(Γέλια)
(Laughter)
Οπότε έβαλα αυτή την εικόνα στην άκρη, σκεπτόμενος ότι ήταν απόλυτη αποτυχία, γιατί δεν άγγιξε το συγκεκριμένο μου όραμα. Αλλά η Μαμά γέλασε τόσο πολύ, που έτσι κι αλλιώς, τη δημοσίευσα στο διαδίκτυο, για πλάκα. Τράβηξε πολλή προσοχή.
So I put this image aside, thinking it was a total failure, because it didn't reach my particular vision. But Mom laughed so hard, I eventually, for fun, decided to post it online anyway. It got an incredible amount of attention.
Τώρα, με κάθε Αλτσχάιμερ, άνοια, υπάρχει ένας βέβαιος βαθμός αναστάτωσης και θλίψης για όλους όσους εμπλέκονται. Αυτή είναι η σιωπηρή κραυγή της Μαμάς. Μου είπε μία μέρα τα εξής, «Γιατί είναι το μυαλό μου γεμάτο πράγματα που θέλω να πω, αλλά πριν φτάσουν στο στόμα μου, ξεχνώ ποια είναι;» «Γιατί είναι το μυαλό μου γεμάτο πράγματα που θέλω να πω, αλλά πριν φτάσουν στο στόμα μου, ξεχνώ ποια είναι;»
Now, with any Alzheimer's, dementia, there's a certain amount of frustration and sadness for everyone involved. This is Mom's silent scream. Her words to me one day were, "Why is my head so full of things to say, but before they reach my mouth, I forget what they are?" "Why is my head so full of things to say, but before they reach my mouth, I forget what they are?"
(Χειροκρότημα)
(Applause)
Τώρα, ως φροντιστής πλήρους ωραρίου και ζωγράφος πλήρους ωραρίου, αναστατωνόμουν κι εγώ.
Now, as full-time care partner and full-time painter, I had my frustrations too.
(Γέλια)
(Laughter)
Αλλά για να ισορροπήσουμε όλες τις δυσκολίες, παίζαμε. Αυτό ευχαριστούσε τη Μαμά. Και τη χρειαζόμουν κι εγώ εκεί.
But to balance off all the difficulties, we played. That was Mom's happy place. And I needed her to be there, too.
(Γέλια)
(Laughter)
(Γέλια)
(Laughter)
(Γέλια)
(Laughter)
Η Μαμά όμως, σκεφτόταν και τα γηρατειά. Συνήθιζε να λέει, «Πώς γέρασα τόσο πολύ, τόσο γρήγορα;»
Now, Mom was also preoccupied with aging. She would say, "How did I get so old, so fast?"
(Aναστεναγμός κοινού)
(Audience sighs)
«Πώς γέρασα». «Τόσο γρήγορα».
"So old." "So fast."
Επίσης, έβαλα τη μαμά να κάνει το μοντέλο για τις ελαιογραφίες μου. Αυτός ο πίνακας λέγεται «Η Μοδίστρα». Θυμάμαι, ως παιδί, τη Μαμά να ράβει ρούχα για όλη την οικογένεια σε αυτή την τεράστια, βαριά ραπτομηχανή που ήταν βιδωμένη στο πάτωμα στο υπόγειο. Πολλά βράδια, πήγαινα κάτω και έπαιρνα μαζί τα μαθήματά μου. Καθόμουν πίσω της, στην παραγεμισμένη καρέκλα. Το σιγανό βουητό της τεράστιας μηχανής και οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι ραψίματος με ανακούφιζαν. Όταν η Μαμά μετακόμισε στο σπίτι μου, κράτησα και αποθήκευσα αυτή τη μηχανή στο στούντιό μου για διασφάλιση. Αυτός ο πίνακας με γύρισε πίσω στην παιδική μου ηλικία. Το ενδιαφέρον κομμάτι ήταν πως ήταν τώρα η Μαμά, που καθόταν πίσω μου, να με κοιτά να τη ζωγραφίζω έχοντας δουλέψει στην ίδια μηχανή στην οποία έραβε όταν καθόμουν πίσω της, να βλέπω να ράβει, 50 χρόνια νωρίτερα.
I also got Mom to model for my oil paintings. This painting is called "The Dressmaker." I remember, as a kid, Mom sewing clothes for the whole family on this massive, heavy sewing machine that was bolted to the floor in the basement. Many nights, I would go downstairs and bring my schoolwork with me. I would sit behind her in this overstuffed chair. The low hum of the huge motor and the repetitive stitching sounds were comforting to me. When Mom moved into my house, I saved this machine and stored it in my studio for safekeeping. This painting brought me back to my childhood. The interesting part was that it was now Mom, sitting behind me, watching me paint her working on that very same machine she sewed at when I sat behind her, watching her sew, 50 years earlier.
Επίσης, της έδωσα να κάνει μια εργασία, για να την κρατήσω απασχολημένη. Την εξόπλισα με μια μικρή κάμερα και της ζήτησα να βγάλει τουλάχιστον 10 φωτογραφίες την ημέρα με ό,τι ήθελε. Αυτές είναι οι φωτογραφίες της Μαμάς. Δεν είχε κρατήσει ποτέ κάμερα στη ζωή της πριν από αυτό. Ήταν 93. Καθόμασταν μαζί στο τραπέζι και συζητούσαμε για τα έργα μας. Προσπαθούσα να εξηγήσω
I also gave Mom a project to do, to keep her busy and thinking. I provided her with a small camera and asked her to take at least 10 pictures a day of anything she wanted. These are Mom's photographs. She's never held a camera in her life before this. She was 93. We would sit down together and talk about our work. I would try to explain
(Γέλια)
(Laughter)
πώς και γιατί τα έκανα, το νόημα, το συναίσθημα, γιατί είχαν νόημα. Η μαμά, από την άλλη, απλά έλεγε ευθέως, (Ιταλικά) «ναι», (Ιταλικά) «όχι» , (Ιταλικά) «όμορφο» ή «άσχημο»
how and why I did them, the meaning, the feeling, why they were relevant. Mom, on the other hand, would just bluntly say, "sì," "no," "bella" or "bruta."
(Γέλια)
(Laughter)
Κοίταγα τις εκφράσεις του προσώπου της. Πάντα είχε την τελευταία λέξη, είτε με λόγια είτε χωρίς.
I watched her facial expressions. She always had the last say, with words or without.
Αυτό το ταξίδι ανακαλύψεων δεν έχει τελειώσει με τη Μαμά. Τώρα βρίσκεται σε κατοικία υποβοηθούμενης διαβίωσης, 10 λεπτά δρόμος από το σπίτι μου. Την επισκέπτομαι μέρα παρά μέρα. Η άνοιά της είχε φτάσει στο σημείο όπου ήταν επικίνδυνο για εκείνη να μένει μαζί μου. Έχει πολλές σκάλες. Δε γνωρίζει το όνομά μου πια. (Σπασμένη φωνή) Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν πειράζει. Ακόμη αναγνωρίζει το πρόσωπό μου και έχει πάντα ένα πλατύ χαμόγελο όταν με βλέπει.
This voyage of discovery hasn't ended with Mom. She is now in an assisted living residence, a 10-minute walk away from my home. I visit her every other day. Her dementia had gotten to the point where it was unsafe for her to be in my house. It has a lot of stairs. She doesn't know my name anymore. (Voice breaking) But you know what? That's OK. She still recognizes my face and always has a big smile when she sees me.
(Χειροκρότημα)
(Applause)
(Τέλος χειροκροτήματος)
(Applause ends)
Δεν την τραβάω φωτογραφίες, πλέον. Αυτό δεν θα ήταν δίκαιο ή ηθικό από την πλευρά μου. Και δεν θα καταλάβαινε τους λόγους πίσω από αυτές. Ο πατέρας μου, ο αδερφός μου, (Σπασμένη φωνή) ο ανιψιός μου, η σύντροφός μου και ο καλύτερός μου φίλος, όλοι απεβίωσαν ξαφνικά. Και δεν είχα την ευκαιρία να τους πω πόσο πολύ τους εκτιμούσα κι αγαπούσα. Με τη Μαμά, πρέπει να είμαι εκεί και να δώσω ένα μεγάλο αντίο.
I don't take pictures of her anymore. That wouldn't be fair or ethical on my part. And she wouldn't understand the reasons for doing them. My father, my brother, (Voice breaking) my nephew, my partner and my best friend, all passed away suddenly. And I didn't have the chance to tell them how much I appreciated and loved them. With Mom, I need to be there and make it a very long goodbye.
(Χειροκρότημα)
(Applause)
(Τέλος χειροκροτήματος)
(Applause ends)
Για μένα, το παν είναι να είσαι παρών και να ακούς πραγματικά. Οι χρήζοντες βοήθεια θέλουν να νιώσουν μέρος ενός οποιουδήποτε πράγματος. αυτό που θα μοιραστείτε δε χρειάζεται να είναι κάτι εξαιρετικά βαθύ -- μπορεί να είναι τόσο απλό, όσο βόλτες μαζί τους. Δώστε τους μία φωνή επικοινωνίας, συμμετοχής, και ένα αίσθημα ότι ανήκουν κάπου. Κάντε το χρόνο να αξίζει. Η ζωή, αφορά τη θέληση να ζήσεις και όχι να περιμένεις να πεθάνεις.
For me, it's about being present and really listening. Dependents want to feel a part of something, anything. It doesn't need to be something exceptionally profound that's shared -- it could be as simple as walks together. Give them a voice of interaction, participation, and a feeling of belonging. Make the time meaningful. Life, it's about wanting to live and not waiting to die.
(Χειροκρότημα)
(Applause)
(Τέλος χειροκροτήματος)
(Applause ends)
Μπορώ να έχω έναν χαιρετισμό κι ένα χαμόγελο από όλους, παρακαλώ;
Can I get a wave and a smile from everyone, please?
(Γέλια)
(Laughter)
Αυτό είναι για σένα, Μαμά.
This is for you, Mom.
(Κλικ κάμερας)
(Camera clicks)
(Χειροκρότημα)
(Applause)