Μέχρι το 2010, το Ντιτρόιτ είχε γίνει το σήμα κατατεθέν της αμερικάνικης πόλης σε κρίση. Η αγορά ακινήτων κατέρρευσε, η αυτοκινητοβιομηχανία κατέρρευσε, και ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 25 τοις εκατό ανάμεσα στο 2000 και το 2010, και πολλοί άνθρωποι άρχισαν να το θεωρούν ξεγραμμένο καθώς ήταν πρώτο στη λίστα των συρρικνώμενων αμερικανικών πόλεων Το 2010 μου ζητήθηκε από το ίδρυμα Κρέσγκι και το δήμο του Ντιτρόιτ να συνεργαστώ μαζί τους στην πρωτοβουλία για την ανάπλαση ολόκληρης της πόλης, ώστε η πόλη να δημιουργήσει ένα κοινό όραμα για το μέλλον της. Συμμετέχω σε αυτή την εργασία ως αρχιτέκτονας και ως αστική σχεδιάστρια, και σε όλη μου την καριέρα εργαζόμουν σε άλλες προβληματικές πόλεις, όπως τη γενέτειρά μου, το Σικάγο, το Χάρλεμ, όπου ζω τώρα, την Ουάσινγκτον και το Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ. Για μένα, όλες αυτές οι πόλεις, είχαν ακόμη έναν αριθμό από άλυτα θέματα που σχετίζονταν με την αστική δικαιοσύνη, θέματα ισότητας, συμμετοχής και πρόσβασης.
By 2010, Detroit had become the poster child for an American city in crisis. There was a housing collapse, an auto industry collapse, and the population had plummeted by 25 percent between 2000 and 2010, and many people were beginning to write it off, as it had topped the list of American shrinking cities. By 2010, I had also been asked by the Kresge Foundation and the city of Detroit to join them in leading a citywide planning process for the city to create a shared vision for its future. I come to this work as an architect and an urban planner, and I've spent my career working in other contested cities, like Chicago, my hometown; Harlem, which is my current home; Washington, D.C.; and Newark, New Jersey. All of these cities, to me, still had a number of unresolved issues related to urban justice, issues of equity, inclusion and access.
Επίσης, κατά το 2010, διάφορα δημοφιλή περιοδικά σχεδιασμού άρχισαν να κοιτάζουν πιο προσεκτικά πόλεις όπως το Ντιτρόιτ, και να αφιερώνουν ολόκληρα τεύχη στο «φτιάχνοντας την πόλη». Μου ζητήθηκε από έναν καλό φίλο, τον Φρεντ Μπέρνστιν, να δώσω μια συνέντευξη για το τεύχος του Οκτωβρίου του περιοδικού Αρχιτέκτονας, και εκείνος και εγώ γελάσαμε όταν το περιοδικό κυκλοφόρησε με τον τίτλο, «Μπορεί Αυτή η Σχεδιάστρια να Σώσει το Ντιτρόιτ;» Έτσι χαμογελάω λίγο ντροπαλά τώρα, γιατί προφανώς, είναι εντελώς παράλογο πως ένας άνθρωπος μόνος του, και μάλιστα μια σχεδιάστρια, να μπορεί να σώσει μια πόλη. Όμως χαμογελάω επίσης επειδή σκέφτηκα πως αυτό αντιπροσώπευε μια αίσθηση ελπίδας ότι το επάγγελμά μας θα μπορούσε να παίξει ένα ρόλο στο να βοηθήσει την πόλη να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να ανακάμψει από την σοβαρή κρίση της. Έτσι θα ήθελα λίγο χρόνο απόψε ώστε να σας πω λίγα πράγματα για τη διαδικασία μας για την ανάπλαση της πόλης, λίγα πράγματα για το Ντιτρόιτ, και θέλω να το κάνω μέσα από τις φωνές των κατοίκων του.
Now by 2010, as well, popular design magazines were also beginning to take a closer look at cities like Detroit, and devoting whole issues to "fixing the city." I was asked by a good friend, Fred Bernstein, to do an interview for the October issue of Architect magazine, and he and I kind of had a good chuckle when we saw the magazine released with the title, "Can This Planner Save Detroit?" So I'm smiling with a little bit of embarrassment right now, because obviously, it's completely absurd that a single person, let alone a planner, could save a city. But I'm also smiling because I thought it represented a sense of hopefulness that our profession could play a role in helping the city to think about how it would recover from its severe crisis. So I'd like to spend a little bit of time this afternoon and tell you a little bit about our process for fixing the city, a little bit about Detroit, and I want to do that through the voices of Detroiters.
Ξεκινήσαμε τις διαδικασίες τον Σεπτέμβριο του 2010. Αμέσως μετά από μια ιδιαίτερη δημαρχιακή εκλογή και έχει κυκλοφορήσει η φήμη πως θα υπάρξει αυτή η διαδικασία σχεδιασμού για όλη την πόλη, κάτι που προκαλεί πολύ άγχος και φόβους στους κατοίκους του Ντιτρόιτ. Είχαμε σχεδιάσει μια σειρά από κοινοτικές συναντήσεις σε χώρους όπως αυτός για να παρουσιάσουμε τη διαδικασία σχεδιασμού, και ήρθαν άνθρωποι από όλη την πόλη, συμπεριλαμβανομένων περιοχών που ήταν σταθερές γειτονιές, καθώς και από περιοχές οι οποίες είχαν αρχίσει να βλέπουν μεγάλη εγκατάλειψη. Και οι περισσότεροι στο κοινό μας ήταν εκπρόσωποι του 82 τοις εκατό του αφροαμερικανικού πληθυσμού της πόλης εκείνη την εποχή. Προφανώς, ένα μέρος του προγράμματός μας ήταν ερωτήσεις και απαντήσεις και οι άνθρωποι στέκονται στα μικρόφωνα για να κάνουν ερωτήσεις. Πολλοί από αυτούς πήγαιναν αποφασιστικά προς το μικρόφωνο, διπλώναν τα χέρια στο στήθος τους και έλεγαν, «Ξέρω πως προσπαθείτε να με διώξετε από το σπίτι μου, σωστά;»
So we began our process in September of 2010. It's just after a special mayoral election, and word has gotten out that there is going to be this citywide planning process, which brings a lot of anxiety and fears among Detroiters. We had planned to hold a number of community meetings in rooms like this to introduce the planning process, and people came out from all over the city, including areas that were stable neighborhoods, as well as areas that were beginning to see a lot of vacancy. And most of our audience was representative of the 82 percent African-American population in the city at that time. So obviously, we have a Q&A portion of our program, and people line up to mics to ask questions. Many of them step very firmly to the mic, put their hands across their chest, and go, "I know you people are trying to move me out of my house, right?"
Αυτή η ερώτηση είναι πολύ δυνατή, και βεβαίως ήταν δυνατή και για εμάς εκείνη τη στιγμή, αν τη συνδέσεις με τις ιστορίες κάποιων κατοίκων του Ντιτρόιτ, και για την ακρίβεια με αυτές πολλών οικογενειών αφροαμερικανών που ζουν σε μεσοδυτικές πολιτείες όπως το Ντιτρόιτ. Πολλοί από αυτούς μας είπαν τις ιστορίες για το πώς απέκτησαν το σπίτι τους από τους παππούδες ή τους προπαππούδες τους, που ήταν από τους 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους που μετανάστευσαν από τον αγροτικό νότο στον βιομηχανικό βορρά, όπως απεικονίζεται σε αυτόν τον πίνακα του Τζέικομπ Λόρενς, «Η Μεγάλη Μετανάστευση». Ήρθαν στο Ντιτρόιτ για μια καλύτερη ζωή. Πολλοί βρήκαν εργασία στην αυτοκινητοβιομηχανία, την αυτοκινητοβιομηχανία Ford, όπως απεικονίζεται σε αυτή την τοιχογραφία του Ντιέγκο Ριβέρα στο Ινστιτούτο Τέχνης του Ντιτρόιτ. Οι καρποί των κόπων τους θα τους επέτρεπαν να αποκτήσουν ένα σπίτι, για πολλούς, το πρώτο κομμάτι ιδιοκτησίας που είχαν ποτέ, και μια κοινότητα με άλλους αφροαμερικανούς που αποκτούσαν σπίτι για πρώτη φορά. Οι πρώτες δεκαετίες της ζωής τους στο βορρά, κυλούν αρκετά καλά, μέχρι περίπου το 1950, που συμπίπτει με την κορύφωση του πληθυσμού της πόλης στους 1,8 εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι αυτή η εποχή κατά την οποία το Ντιτρόιτ αρχίζει να βλέπει ένα δεύτερο είδος μετανάστευσης, μια μετανάστευση προς τα προάστια. Ανάμεσα στο 1950 και το 2000, η περιοχή μεγαλώνει κατά 30 τοις εκατό. Αλλά αυτή τη φορά, η μετανάστευση αφήνει τους αφροαμερικανούς εκεί που ήταν, καθώς οικογένειες και επιχειρήσεις δραπετεύουν από την πόλη, αφήνοντας την πόλη έρημη από ανθρώπους καθώς και από δουλειές. Κατά την ίδια περίοδο, ανάμεσα στο 1950 και το 2000-2010, η πόλη χάνει το 60 τοις εκατό του πληθυσμού της, και σήμερα κυμαίνεται λίγο πάνω από τους 700.000.
So that question is really powerful, and it was certainly powerful to us in the moment, when you connect it to the stories that some Detroiters had, and actually a lot of African-Americans' families have had that are living in Midwestern cities like Detroit. Many of them told us the stories about how they came to own their home through their grandparents or great-grandparents, who were one of 1.6 million people who migrated from the rural South to the industrial North, as depicted in this painting by Jacob Lawrence, "The Great Migration." They came to Detroit for a better way of life. Many found work in the automobile industry, the Ford Motor Company, as depicted in this mural by Diego Rivera in the Detroit Institute of Art. The fruits of their labors would afford them a home, for many the first piece of property that they would ever know, and a community with other first-time African-American home buyers. The first couple of decades of their life in the North is quite well, up until about 1950, which coincides with the city's peak population at 1.8 million people. Now it's at this time that Detroit begins to see a second kind of migration, a migration to the suburbs. Between 1950 and 2000, the region grows by 30 percent. But this time, the migration leaves African-Americans in place, as families and businesses flee the city, leaving the city pretty desolate of people as well as jobs. During that same period, between 1950 and 2000, 2010, the city loses 60 percent of its population, and today it hovers at above 700,000.
Τα άτομα από το κοινό που ήρθαν και μας μίλησαν εκείνο το βράδυ, μας λένε ιστορίες για το πώς είναι να ζεις σε μια πόλη με τέτοια μείωση πληθυσμού. Πολλοί μας λένε πως ζουν σε ένα από τα λίγα σπίτια στο τετράγωνό τους που ακόμη κατοικούνται, και πως μπορούν να δουν πολλά εγκαταλελειμμένα σπίτια όταν κάθονται στη βεράντα τους. Σε όλη την πόλη υπάρχουν 80.000 άδεια σπίτια. Μπορούν να δουν επίσης άδεια οικόπεδα. Αρχίζουν να βλέπουν παράνομες δραστηριότητες σε αυτά τα οικόπεδα, όπως παράνομη ρίψη μπάζων, και ξέρουν πως επειδή η πόλη έχει χάσει τόσο πολύ πληθυσμό, οι λογαριασμοί για το νερό, το ηλεκτρικό και το γκάζι αυξάνονται, επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι για να πληρώσουν φόρους ιδιοκτησίας για να βοηθήσουν την υποστήριξη των αναγκαίων υπηρεσιών. Σε όλη την πόλη υπάρχουν περίπου 100.000 άδεια οικόπεδα.
The audience members who come and talk to us that night tell us the stories of what it's like to live in a city with such depleted population. Many tell us that they're one of only a few homes on their block that are occupied, and that they can see several abandoned homes from where they sit on their porches. Citywide, there are 80,000 vacant homes. They can also see vacant property. They're beginning to see illegal activities on these properties, like illegal dumping, and they know that because the city has lost so much population, their costs for water, electricity, gas are rising, because there are not enough people to pay property taxes to help support the services that they need. Citywide, there are about 100,000 vacant parcels.
Για να σας δώσω στα γρήγορα μια αίσθηση της κλίμακας, γιατί ξέρω πως αυτός ο αριθμός ακούγεται μεγάλος, αλλά δεν νομίζω πως μπορείτε να καταλάβετε μέχρι να δείτε τον χάρτη της πόλης. Η πόλη έχει μέγεθος 360 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μπορεί να χωρέσει τη Βοστόνη, το Σαν Φρανσίσκο, και το νησί του Μανχάταν μέσα στα όρια της. Οπότε αν πάρουμε όλη αυτή την άδεια και εγκαταλελειμμένη περιουσία και την ενώσουμε, αυτό μας κάνει περίπου 52 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και αυτό είναι περίπου ανάλογο με το μέγεθος του νησιού στο οποίο στεκόμαστε σήμερα, το Μανχάταν, που είναι 56 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Οπότε είναι πολύς κενός χώρος.
Now, to quickly give you all a sense of a scale, because I know that sounds like a big number, but I don't think you quite understand until you look at the city map. So the city is 139 square miles. You can fit Boston, San Francisco, and the island of Manhattan within its footprint. So if we take all of that vacant and abandoned property and we smush it together, it looks like about 20 square miles, and that's roughly equivalent to the size of the island we're sitting on today, Manhattan, at 22 square miles. So it's a lot of vacancy.
Κάποιοι από το κοινό μας μας λένε και για κάποια θετικά πράγματα που συμβαίνουν στις κοινότητές τους, και πολλοί από αυτούς ενώνονται για να αποκτήσουν τον έλεγχο κάποιων κενών οικοπέδων και φτιάχνουν κοινοτικούς κήπους, που δημιουργούν μια μεγάλη αίσθηση κοινοτικής επιστασίας, αλλά μας λένε πάρα πολύ ξεκάθαρα πως αυτό δεν φτάνει, πως θέλουν να δουν τις γειτονιές τους να γίνονται πάλι όπως τις είχαν βρει οι παππούδες τους.
Now some of our audience members also tell us about some of the positive things that are happening in their communities, and many of them are banding together to take control of some of the vacant lots, and they're starting community gardens, which are creating a great sense of community stewardship, but they're very, very clear to tell us that this is not enough, that they want to see their neighborhoods return to the way that their grandparents had found them.
Από το 2010 και μετά, έχουν γίνει πολλές σκέψεις για το τι να γίνει με τα κενά οικόπεδα και πολλές από αυτές είναι γύρω από την κοινοτική κηπευτική, ή αυτό που λέμε αλλιώς, αστική γεωργία. Πολλοί άνθρωποι μας είπαν, «Αν πάρετε όλη αυτή την κενή γη και την κάνετε αγροτική γη; Μπορεί να προσφέρει φρέσκια τροφή και να δώσει ξανά εργασία στους κατοίκους του Ντιτρόιτ». Όταν ακούω αυτή την ιστορία, πάντα φαντάζομαι τους ανθρώπους της Μεγάλης Μετανάστευσης να γυρίζουν στους τάφους τους, επειδή όπως καταλαβαίνετε, δεν θυσίασαν το να φύγουν από το νότο και να πάνε στο βορρά, και να δημιουργήσουν μια καλύτερη ζωή για τις οικογένειές τους, μόνο και μόνο για να δουν τα δισέγγονα τους να επιστρέφουν ξανά στην αγροτική ζωή, ειδικά σε μια πόλη στην οποία ήρθαν με παιδεία κατώτερη του γυμνασίου, ή ακόμη και του δημοτικού, και μπόρεσαν να έχουν τα βασικά στοιχεία του αμερικανικού όνειρου: Σταθερή εργασία και ένα ιδιόκτητο σπίτι.
Now there's been a lot of speculation since 2010 about what to do with the vacant property, and a lot of that speculation has been around community gardening, or what we call urban agriculture. So many people would say to us, "What if you just take all that vacant land and you could make it farmland? It can provide fresh foods, and it can put Detroiters back to work too." When I hear that story, I always imagine the folks from the Great Migration rolling over in their graves, because you can imagine that they didn't sacrifice moving from the South to the North to create a better life for their families, only to see their great-grandchildren return to an agrarian lifestyle, especially in a city where they came with little less than a high school education or even a grammar school education and were able to afford the basic elements of the American dream: steady work and a home that they owned.
Υπάρχει και ένα τρίτο κύμα μετανάστευσης που συμβαίνει στο Ντιτρόιτ. Μια νέα αύξηση πολιτιστικών επιχειρηματιών. Αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν την ίδια άδεια γη, και τα ίδια εγκαταλελειμμένα σπίτια σαν ευκαιρία για καινούργιες επιχειρηματικές ιδέες και κέρδη, τόσο, ώστε επιχειρήσεις που ήδη υπάρχουν αλλού μπορούν να μετακομίσουν στο Ντιτρόιτ, να αγοράσουν γη, να ξεκινήσουν επιτυχημένες επιχειρήσεις και εστιατόρια και να γίνουν μια επιτυχημένη κοινότητα ακτιβιστών στη γειτονιά τους, φέρνοντας πολύ θετική αλλαγή. Παρομοίως, έχουμε μικρές κατασκευαστικές εταιρίες που παίρνουν συνειδητές αποφάσεις να μετεγκατασταθούν στην πόλη. Η εταιρία Σινόλα, που κατασκευάζει ρολόγια πολυτελείας και ποδήλατα, διάλεξε επίτηδες να μετεγκατασταθεί στο Ντιτρόιτ και οι ίδιοι λένε πως τους τράβηξε εκεί η διεθνής αναγνωρισιμότητα της καινοτομίας του Ντιτρόιτ. Και γνώριζαν επίσης πως μπορούν να συνεργαστούν με ένα εργατικό δυναμικό το οποίο εξακολουθούσε να έχει μεγάλες δεξιότητες στο να φτιάχνει πράγματα. Τώρα έχουμε κοινοτική επιστασία στις γειτονιές, έχουμε πολιτιστικούς επιχειρηματίες που αποφασίζουν να μετακομίσουν στην πόλη και να δημιουργήσουν επιχειρήσεις, έχουμε επιχειρήσεις που μεταφέρουν την έδρα τους και όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο αυτού που δεν είναι μυστικό σε μας, μιας πόλης που βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός διαχειριστή έκτακτης ανάγκης. και μόλις αυτόν τον Ιούλιο έκανε αίτηση πτώχευσης.
Now, there's a third wave of migration happening in Detroit: a new ascendant of cultural entrepreneurs. These folks see that same vacant land and those same abandoned homes as opportunity for new, entrepreneurial ideas and profit, so much so that former models can move to Detroit, buy property, start successful businesses and restaurants, and become successful community activists in their neighborhood, bringing about very positive change. Similarly, we have small manufacturing companies making conscious decisions to relocate to the city. This company, Shinola, which is a luxury watch and bicycle company, deliberately chose to relocate to Detroit, and they quote themselves by saying they were drawn to the global brand of Detroit's innovation. And they also knew that they can tap into a workforce that was still very skilled in how to make things. Now we have community stewardship happening in neighborhoods, we have cultural entrepreneurs making decisions to move to the city and create enterprises, and we have businesses relocating, and this is all in the context of what is no secret to us all, a city that's under the control of an emergency manager, and just this July filed for Chapter 9 bankruptcy.
Έτσι το 2010, ξεκινήσαμε αυτή τη διαδικασία και μέχρι το 2013 ανακοινώσαμε το «Η Μελλοντική Πόλη του Ντιτρόιτ», που ήταν το στρατηγικό μας σχέδιο για να οδηγήσουμε την πόλη σε μια καλύτερη και πιο ευημερούσα και πιο βιώσιμη ύπαρξη. Όχι σε αυτό το οποίο ήταν, αλλά σε αυτό που μπορεί να γίνει, εξετάζοντας νέους τρόπους οικονομικής ανάπτυξης, νέες μορφές για χρήση της γης, πιο βιώσιμες και πυκνοκατοικημένες γειτονιές, αναδιάρθρωση των υποδομών και τους συστήματος υπηρεσιών της πόλης, και μια αυξημένη δυνατότητα για τους δημοτικούς ηγέτες να δράσουν και να εφαρμόσουν αλλαγές. Τρεις παράγοντες-κλειδιά ήταν πραγματικά σημαντικοί για την εργασία μας. Ο ένας ήταν πως η ίδια η πόλη δεν ήταν απαραίτητα πολύ μεγάλη, αλλά η οικονομία ήταν πολύ μικρή. Υπάρχουν μόνο 27 θέσεις εργασίας ανά 100 άτομα στο Ντιτρόιτ, κάτι που διαφέρει πολύ από το Ντένβερ, την Ατλάντα ή τη Φιλαδέλφεια, στις οποίες υπάρχουν από 35 έως 70 θέσεις εργασίας ανά 100 ανθρώπους. Δεύτερον, έπρεπε να υπάρξει αποδοχή πως δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε όλη αυτή την άδεια γη με τον ίδιο τρόπο που κάναμε πριν και ίσως για αρκετό χρόνο ακόμα. Δεν θα είχαμε τις παραδοσιακές κατοικημένες γειτονιές όπως είχαμε πριν και η αστική γεωργία, ενώ είναι μια πολύ παραγωγική και επιτυχημένη παρέμβαση συμβαίνει στο Ντιτρόιτ, δεν ήταν η μόνη απάντηση. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε είναι να δούμε αυτές τις περιοχές στις οποίες είχαμε μεγάλη εγκατάλειψη αλλά υπήρχε ακόμα αρκετός πληθυσμός και στις οποίες θα μπορούσαν να γίνουν νέες, παραγωγικές, καινοτόμες και επιχειρηματικές χρήσεις που θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν αυτές τις κοινότητες, στις οποίες εξακολουθούσαν να ζουν περίπου 300.000 κάτοικοι.
So 2010, we started this process, and by 2013, we released Detroit Future City, which was our strategic plan to guide the city into a better and more prosperous and more sustainable existence -- not what it was, but what it could be, looking at new ways of economic growth, new forms of land use, more sustainable and denser neighborhoods, a reconfigured infrastructure and city service system, and a heightened capacity for civic leaders to take action and implement change. Three key imperatives were really important to our work. One was that the city itself wasn't necessarily too large, but the economy was too small. There are only 27 jobs per 100 people in Detroit, very different from a Denver or an Atlanta or a Philadelphia that are anywhere between 35 to 70 jobs per 100 people. Secondly, there had to be an acceptance that we were not going to be able to use all of this vacant land in the way that we had before and maybe for some time to come. It wasn't going to be our traditional residential neighborhoods as we had before, and urban agriculture, while a very productive and successful intervention happening in Detroit, was not the only answer, that what we had to do is look at these areas where we had significant vacancy but still had a significant number of population of what could be new, productive, innovative, and entrepreneurial uses that could stabilize those communities, where still nearly 300,000 residents lived.
Έτσι σκεφτήκαμε μια τυπολογία γειτονιάς -υπάρχουν αρκετές- που ονομάζεται γειτονιά ζήσε-φτιάξε, όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να οικειοποιηθούν ξανά εγκαταλελειμμένες κατασκευές και να τις κάνουν επιχειρήσεις, με μια ιδιαίτερη έμφαση στο να κοιτάξουμε, ξανά, την πλειοψηφία του 82 τοις εκατό του αφροαμερικάνικου πληθυσμού. Οπότε και εκείνοι μπορούν να πάρουν επιχειρήσεις τις οποίες μπορεί να έκαναν εκτός του σπιτιού τους και να τις αναπτύξουν σε πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις και να αποκτήσουν ιδιοκτησία ώστε στη πραγματικότητα να γίνουν ιδιοκτήτες ακινήτων καθώς και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων στις κοινότητες στις οποίες κατοικούν. Θέλαμε επίσης να εξετάσουμε και άλλους τρόπους για τη χρήση της γης, επιπρόσθετα στην καλλιέργεια τροφής και να μεταμορφώσουμε το τοπίο για πολύ πιο παραγωγικές χρήσεις, όπως για παράδειγμα, για τη διαχείριση του βρόχινου νερού, χρησιμοποιώντας λίμνες και στέρνες, που δημιουργούν ανέσεις στις γειτονιές, μέρη ψυχαγωγίας, και όντως βοηθούν στην ανύψωση του επιπέδου των παρακείμενων ιδιοκτησιών. Ή μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως οικόπεδα έρευνας, για την αποκατάσταση του μολυσμένου εδάφους, ή μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για την παραγωγή ενέργειας.
So we came up with one neighborhood typology -- there are several -- called a live-make neighborhood, where folks could reappropriate abandoned structures and turn them into entrepreneurial enterprises, with a specific emphasis on looking at the, again, majority 82 percent African-American population. So they, too, could take businesses that they maybe were doing out of their home and grow them to more prosperous industries and actually acquire property so they were actually property owners as well as business owners in the communities with which they resided. Then we also wanted to look at other ways of using land in addition to growing food and transforming landscape into much more productive uses, so that it could be used for storm water management, for example, by using surface lakes and retention ponds, that created neighborhood amenities, places of recreation, and actually helped to elevate adjacent property levels. Or we could use it as research plots, where we can use it to remediate contaminated soils, or we could use it to generate energy.
Έτσι, οι απόγονοι της Μεγάλης Μετανάστευσης, μπορούν είτε να γίνουν κατασκευαστές ρολογιών ακριβείας στη Σινόλα, όπως ο Γουίλι Χ., που παρουσιάστηκε σε μια από τις διαφημίσεις τους πέρσι, ή μπορούν να αναπτύξουν μια επιχείρηση που θα προσφέρει υπηρεσίες σε εταιρίες όπως η Σινόλα. Τα καλά νέα είναι πως υπάρχει μέλλον για τις επόμενες γενιές στο Ντιτρόιτ, και γι' αυτούς που είναι εκεί και γι' αυτούς που θέλουν να έρθουν.
So the descendants of the Great Migration could either become precision watchmakers at Shinola, like Willie H., who was featured in one of their ads last year, or they can actually grow a business that would service companies like Shinola. The good news is, there is a future for the next generation of Detroiters, both those there now and those that want to come.
Οπότε όχι ευχαριστώ, δήμαρχε Μενίνο, ο οποίος πρόσφατα είπε, «Θα ανατίναζα το μέρος και θα άρχιζα από την αρχή.» Υπάρχουν πολύ σημαντικοί άνθρωποι, επιχειρήσεις και ακίνητη περιουσία στο Ντιτρόιτ, και υπάρχουν πραγματικές ευκαιρίες εκεί. Οπότε, ενώ το Ντιτρόιτ μπορεί να μην είναι αυτό που ήταν, το Ντιτρόιτ δεν θα πεθάνει.
So no thank you, Mayor Menino, who recently was quoted as saying, "I'd blow up the place and start over." There are very important people, business and land assets in Detroit, and there are real opportunities there. So while Detroit might not be what it was, Detroit will not die.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)