Πρώτο Φιλί Το στόμα της έπεσε μέσα στο δικό μου σαν καλοκαιρινό χιόνι, σαν την 5η εποχή, σαν τη νέα Εδέμ, σαν την Εδέμ όταν η Εύα έκανε τον Θεό να δακρύσει με τη ρευστή κλίση των γοφών της - το φιλί της με πόνεσε έτσι ακριβώς - θέλω να πω, ήταν λες και ανακάτεψε τον ιδρώτα ενός αγγέλου με τη γεύση ενός μανταρινιού. Το ορκίζομαι. Το στόμα μου ήταν ένα κράνος πάντα λαδωμένο με μυστικά, το στόμα μου μια αδιέξοδος λίγο φωτισμένη από τα δόντια - η καρδιά μου, ένα όστρακο κλειστό στον πάτο του σκοταδιού, αλλά το στόμα της σταμάτησε εκεί σα μια γαλάζια Cadillac γεμάτη καναρίνια, που την οδηγούσε ένα τουκάν - το ορκίζομαι αυτά τα χείλη έβγαλαν φωτεινά φτερά όταν φιληθήκαμε, άγρια και με ακρίβεια - σαν να μάθαινε σε ένα αλογάκι της θάλασσας να μιλά - το στόμα της τόσο προσεκτικά, δελέαζε το πρώτο φωνήεν από τον λαιμό μου μέχρι το μυαλό μου να γίνει σαν πιάνο που κοπανιέται δυνατά - η γλώσσα της, το ορκίζομαι, ήταν σαν το 7ο φεγγάρι του Κρόνου - καυτό, καυτό και παγωμένο να κάνει κύκλους και κύκλους, κάνοντάς με έναν χαρούμενο πλανήτη - ήλιος από τη μία, νύχτα να πέφτει το χέρι της αργά πάνω στο άλλο: μία φωτιά να πετά τον χαρταετό μιας άλλης. Το φιλί της, το ορκίζομαι - σαν η Μητέρα Φύση να άνοιξε το φεγγάρι σαν δώρο και να ήσουν εκεί για να νιώσεις επιτέλους τη σκιά σου να απαγκιστρώνεται από τον καρπό σου. Αυτό θα ήταν, αλλά ακόμη πιο γλυκό - σαν μια εξέγερση κληρικών με ένα πόδι πάνω σε ραβδιά με ελατήριο, πάνω και πάνω έτσι ακριβώς, χωρίς να πέφτουνε αλλά να συνεχίζουν έτσι ακριβώς, άτακτοι αλλά άγιοι - το ορκίζομαι! Εκείνο το φιλί: και τα δυο χείλη εντελώς αφοσιωμένα στον κόσμο όπως το Ειρηνευτικό Σώμα, όπως η χαριστική αγορά, πάντοτε και πάντα μια νέα πόλη - χωρίς κλειδαριές ή τοίχους, μόνο πόρτες - έτσι ακριβώς, το ορκίζομαι, έτσι ακριβώς.
First Kiss Her mouth fell into my mouth like a summer snow, like a 5th season, like a fresh Eden, like Eden when Eve made God whimper with the liquid tilt of her hips— her kiss hurt like that— I mean, it was as if she’d mixed the sweat of an angel with the taste of a tangerine, I swear. My mouth had been a helmet forever greased with secrets, my mouth a dead-end street a little bit lit by teeth—my heart, a clam slammed shut at the bottom of a dark, but her mouth pulled up like a baby-blue Cadillac packed with canaries driven by a toucan—I swear those lips said bright wings when we kissed, wild and precise—as if she were teaching a seahorse to speak— her mouth so careful, chumming the first vowel from my throat until my brain was a piano banged loud, hammered like that— it was like, I swear her tongue was Saturn’s 7th moon— hot like that, hot and cold and circling, circling, turning me into a glad planet— sun on one side, night pouring her slow hand over the other: one fire flying the kite of another. Her kiss, I swear—if the Great Mother rushed open the moon like a gift and you were there to feel your shadow finally unhooked from your wrist. That’d be it, but even sweeter— like a riot of peg-legged priests on pogo-sticks, up and up, this way and this, not falling but on and on like that, badly behaved but holy—I swear! That kiss: both lips utterly committed to the world like a Peace Corps, like a free store, forever and always a new city—no locks, no walls, just doors—like that, I swear, like that.