Όταν εξέταζα μία καριέρα στον κόσμο της τέχνης, παρακολούθησα ένα μάθημα στο Λονδίνο και ένας από τους επιβλέποντες μου ήταν ένας οξύθυμος Ιταλός που τον έλεγαν Πιέτρο, ο οποίος έπινε υπερβολικά, κάπνιζε υπερβολικά και έβριζε ακόμη περισσότερο. Ήταν όμως ένας παθιασμένος δάσκαλος και θυμάμαι ότι σε ένα από τα πρώτα μας μαθήματα, πρόβαλε κάποιες εικόνες στον τοίχο και μας ζητούσε να τις σκεφτούμε και πρόβαλε την εικόνα ενός πίνακα ζωγραφικής. Ήταν ένα τοπίο με φιγούρες ανθρώπων, ημίγυμνων, που έπιναν κρασί. Υπήρχε μια γυμνή γυναίκα χαμηλά σε πρώτο πλάνο και στο λόφο στο πίσω μέρος, υπήρχε μια φιγούρα του μυθολογικού Θεού Βάκχου, και μας ρώτησε: «Τι είναι αυτό;»
When I was considering a career in the art world, I took a course in London, and one of my supervisors was this irascible Italian called Pietro, who drank too much, smoked too much and swore much too much. But he was a passionate teacher, and I remember one of our earlier classes with him, he was projecting images on the wall, asking us to think about them, and he put up an image of a painting. It was a landscape with figures, semi-dressed, drinking wine. There was a nude woman in the lower foreground, and on the hillside in the back, there was a figure of the mythological god Bacchus, and he said, "What is this?"
Και αφού κανένας άλλος δεν απάντησε, σήκωσα το χέρι μου και είπα, «Είναι ένα Βακχικό του Τιτσιάνο».
And I -- no one else did, so I put up my hand, and I said, "It's a Bacchanal by Titian."
Και είπε, «Είναι ένα τι;»
He said, "It's a what?"
Σκέφτηκα ότι μπορεί να το είχα προφέρει λάθος. «Είναι ένα Βακχικό του Τιτσιάνο».
I thought maybe I'd pronounced it wrong. "It's a Bacchanal by Titian."
Είπε, «Ένα τι;»
He said, "It's a what?"
Είπα, «Είναι ένα Βακχικό του Τιτσιάνο». (Γέλια)
I said, "It's a Bacchanal by Titian." (Laughter)
Είπε, «Αδύναμε βιβλιοφάγε! Είναι ένα γαμημένο όργιο!» (Γέλια) Όπως σας είπα, έβριζε υπερβολικά.
He said, "You boneless bookworm! It's a fucking orgy!" (Laughter) As I said, he swore too much.
Αυτό μου έγινε ένα καλό μάθημα. Ο Πιέτρο δεν είχε πολλή εμπιστοσύνη στην τυπική εκπαίδευση της τέχνης, στην εκπαίδευση στην ιστορία της τέχνης, διότι φοβόταν ότι μπούκωνε τους ανθρώπους με επιστημονική ορολογία, με αποτέλεσμα να κατηγοριοποιούν, παρά να κοιτούν τα πράγματα και ήθελε να μας υπενθυμίσει ότι κάθε τέχνη κάποτε ήταν σύγχρονη και ήθελε να χρησιμοποιούμε τα μάτια μας και υποστήριζε αυτή τη θέση με ζήλο, διότι έχανε την όρασή του. Ήθελε να βλέπουμε τα πράγματα και να ρωτάμε στοιχειώδη ερωτήματα. Τι είναι αυτό; Πώς φτιάχνεται; Γιατί έγινε; Πώς χρησιμοποιείται; Ήταν σημαντικά μαθήματα για μένα όταν στη συνέχεια έγινα επαγγελματίας ιστορικός τέχνης.
There was an important lesson for me in that. Pietro was suspicious of formal art training, art history training, because he feared that it filled people up with jargon, and then they just classified things rather than looking at them, and he wanted to remind us that all art was once contemporary, and he wanted us to use our eyes, and he was especially evangelical about this message, because he was losing his sight. He wanted us to look and ask basic questions of objects. What is it? How is it made? Why was it made? How is it used? And these were important lessons to me when I subsequently became a professional art historian.
Η δική μου, κατά κάποιο τρόπο, στιγμή «εύρηκα» ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, όταν μελετούσα την τέχνη στις αυλές της Βορείου Ευρώπης και φυσικά όλη η κουβέντα είχε να κάνει με τα έργα ζωγραφικής και τα γλυπτά και την αρχιτεκτονική της εποχής. Καθώς όμως άρχισα να διαβάζω ιστορικά τεκμήρια και σύγχρονες περιγραφές, ανακάλυψα πως έλειπε κάποιο στοιχείο, αφού παντού έβρισκα περιγραφές ταπετσαριών. Ταπετσαρίες υπήρχαν παντού κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και για αρκετό διάστημα στα μέσα του 18ου αιώνα και ήταν αρκετά προφανής ο λόγος. Οι ταπετσαρίες μεταφέρονταν. Μπορούσε κανείς να τις διπλώσει σε ρολό, να τις στείλει κάπου πριν πάει ο ίδιος και στο διάστημα που απαιτείται για να τοποθετηθούν, μπορούν να μετατρέψουν έναν κρύο χώρο, σε ένα σκηνικό πλούσιο σε χρώματα. Οι ταπετσαρίες αποτέλεσαν έναν τεράστιο καμβά πάνω στον οποίο οι χορηγοί της εποχής μπορούσαν να αποτυπώνουν τους ήρωες με τους οποίους ήθελαν να συνδέονται, ή ακόμη και τους εαυτούς τους και επιπλέον οι ταπετσαρίες ήταν πάρα πολύ ακριβές. Απαιτούσαν ένα σωρό ιδιαίτερα εξειδικευμένους υφαντές ο οποίοι να εργάζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα με πολύ ακριβά υλικά -- τα μαλλιά, τα μετάξια, ακόμα και χρυσές και ασημένιες κλωστές. Έτσι, συνολικά, σε μια εποχή που η οπτική εικόνα οποιουδήποτε είδους ήταν σπάνια, οι ταπετσαρίες ήταν μια απίστευτα ισχυρή μορφή προπαγάνδας.
My kind of eureka moment came a few years later, when I was studying the art of the courts of Northern Europe, and of course it was very much discussed in terms of the paintings and the sculptures and the architecture of the day. But as I began to read historical documents and contemporary descriptions, I found there was a kind of a missing component, for everywhere I came across descriptions of tapestries. Tapestries were ubiquitous between the Middle Ages and, really, well into the 18th century, and it was pretty apparent why. Tapestries were portable. You could roll them up, send them ahead of you, and in the time it took to hang them up, you could transform a cold, dank interior into a richly colored setting. Tapestries effectively provided a vast canvas on which the patrons of the day could depict the heroes with whom they wanted to be associated, or even themselves, and in addition to that, tapestries were hugely expensive. They required scores of highly skilled weavers working over extended periods of time with very expensive materials -- the wools, the silks, even gold and silver thread. So, all in all, in an age when the visual image of any kind was rare, tapestries were an incredibly potent form of propaganda.
Έγινα λοιπόν ιστορικός ταπετσαρίας. Με τον καιρό, κατέληξα να είμαι έφορος στο Μητροπολιτικό Μουσείο, επειδή είδα το Met ως ένα από τα λίγα μέρη όπου θα μπορούσε να οργανώσω πραγματικά μεγάλες εκθέσεις σχετικά με το θέμα για το οποίο ενδιαφέρομαι με τόσο πάθος. Και γύρω στο 1997, ο τότε-σκηνοθέτης Φιλίπε ντε Μοντεμπέλλο μου έδωσε το πράσινο φως για να οργανώσω μια έκθεση για το 2002. Είναι συνηθισμένο να έχουμε τόσο μεγάλα διαστήματα προετοιμασίας.
Well, I became a tapestry historian. In due course, I ended up as a curator at the Metropolitan Museum, because I saw the Met as one of the few places where I could organize really big exhibitions about the subject I cared so passionately about. And in about 1997, the then-director Philippe de Montebello gave me the go-ahead to organize an exhibition for 2002. We normally have these very long lead-in times.
Δεν ήταν απλό. Δεν έχει πια να κάνει με το να πετάξεις μια ταπετσαρία στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Έπρεπε να τυλιχτούν σε μεγάλα ρολά, να φορτωθούν σε τεράστια φορτηγά πλοία. Μερικές είναι τόσο μεγάλες που, για να τις βάλουμε στο μουσείο, έπρεπε να τις μεταφέρουμε από τα μεγάλα μπροστινά σκαλοπάτια.
It wasn't straightforward. It's no longer a question of chucking a tapestry in the back of a car. They have to be wound on huge rollers, shipped in oversized freighters. Some of them are so big we had, to get them into the museum, we had to take them up the great steps at the front.
Σκεφτήκαμε πολύ για τον τρόπο παρουσίασης αυτού του άγνωστου θέματος στο μοντέρνο κοινό: τα σκούρα χρώματα για να τονίσουν τα εναπομείναντα χρώματα σε αντικείμενα που είχαν ξεθωριάσει, η χρήση φωτισμού για να αναδειχτούν τα μεταξωτά και τα χρυσά νήματα, η σήμανση. Ξέρετε, ζούμε σε μια εποχή όπου έχουμε συνηθίσει τόσο τις τηλεοπτικές εικόνες και φωτογραφίες, της ακαριαίας εικόνας. Ήταν μεγάλα, πολύπλοκα πράγματα, σχεδόν σαν καρτούν με πολλαπλές αφηγήσεις. Έπρεπε να τραβήξουμε την προσοχή του ακροατηρίου μας, να τους επιβραδύνουμε, ώστε να εξερευνήσουν τα αντικείμενα.
We thought very hard about how to present this unknown subject to a modern audience: the dark colors to set off the colors that remained in objects that were often faded; the placing of lights to bring out the silk and the gold thread; the labeling. You know, we live in an age where we are so used to television images and photographs, a one-hit image. These were big, complex things, almost like cartoons with multiple narratives. We had to draw our audience in, get them to slow down, to explore the objects.
Αναπτύχθηκε αρκετός σκεπτικισμός. Τη νύχτα που θα ανοίγαμε άκουσα κάποιον από το ανώτερο προσωπικό να λέει, «Θα είναι μπόμπα». Αλλά στην πραγματικότητα, τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν για να δουν την παρουσίαση. Η έκθεση σχεδιάστηκε ώστε να είναι μια εμπειρία, και οι ταπετσαρίες δύσκολα μπορούν να αναπαραχθούν σε φωτογραφίες. Συνεπώς, θέλω να χρησιμοποιήσετε τη φαντασία σας, να σκεφτείτε αυτά τα αντικείμενα, ψηλά όσο οι τοίχοι, ορισμένα από αυτά με πλάτος 10 μέτρα, να απεικονίζουν πολυτελείς σκηνές με αυλικούς και δανδήδες οι οποίοι θα ταίριαζαν τόσο καλά στις σελίδες των σύγχρονων περιοδικών μόδας, πυκνά δάση με κυνηγούς που να πέφτουν στα χαμόκλαδα κυνηγώντας αγριόχοιρους και ελάφια, βίαιες μάχες με σκηνές φόβου και ηρωισμού. Θυμάμαι την επίσκεψη της τάξης του γιου μου. Τότε ήταν οκτώ χρονών, και όλα τα αγοράκια, έκαναν -- καταλαβαίνετε, ήταν αγοράκια και στη συνέχεια το πράγμα που τράβηξε την προσοχή τους ήταν σε μία από τις σκηνές κυνηγιού υπήρχε ένα σκύλος που έκανε κακά σε πρώτο πλάνο — (Γέλια) — ένα τολμηρό αστείο από τον καλλιτέχνη. Μπορείτε να τους φανταστείτε. Το έφερε όμως ζωντανό μπροστά τους. Νομίζω πως ξαφνικά είδαν ότι δεν ήταν απλώς παλιές ξεθωριασμένες ταπετσαρίες. Ήταν οι εικόνες του κόσμου από το παρελθόν, και ήταν το ίδιο για το ακροατήριό μας. Και εγώ ως έφορος, αισθάνθηκα υπερήφανος. Ένιωσα πως έχω μετατοπίσει λίγο το κέντρο ενδιαφέροντος. Μέσα από αυτή την εμπειρία που θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο σε ένα μουσείο, είχα ανοίξει τα μάτια του ακροατηρίου μου -- ιστορικοί, καλλιτέχνες, ο τύπος, το ευρύ κοινό -- στην ομορφιά αυτού του χαμένου μέσου.
There was a lot of skepticism. On the opening night, I overheard one of the senior members of staff saying, "This is going to be a bomb." But in reality, in the course of the coming weeks and months, hundreds of thousands of people came to see the show. The exhibition was designed to be an experience, and tapestries are hard to reproduce in photographs. So I want you to use your imaginations, thinking of these wall-high objects, some of them 10 meters wide, depicting lavish court scenes with courtiers and dandies who would look quite at home in the pages of the fashion press today, thick woods with hunters crashing through the undergrowth in pursuit of wild boars and deer, violent battles with scenes of fear and heroism. I remember taking my son's school class. He was eight at the time, and all the little boys, they kind of -- you know, they were little boys, and then the thing that caught their attention was in one of the hunting scenes there was a dog pooping in the foreground — (Laughter) — kind of an in-your-face joke by the artist. And you can just imagine them. But it brought it alive to them. I think they suddenly saw that these weren't just old faded tapestries. These were images of the world in the past, and that it was the same for our audience. And for me as a curator, I felt proud. I felt I'd shifted the needle a little. Through this experience that could only be created in a museum, I'd opened up the eyes of my audience -- historians, artists, press, the general public -- to the beauty of this lost medium.
Λίγα χρόνια αργότερα, προσκλήθηκα να διευθύνω το μουσείο και αφού το συνειδητοποίησα -- «Ποιος, εγώ; Ο σπασίκλας της ταπετσαρίας; Δε φοράω γραβάτα!» -- Συνειδητοποίησα το γεγονός: πιστεύω με πάθος στην επιμελημένη εμπειρία του μουσείου. Ζούμε σε μία εποχή που κατακλυζόμαστε από πληροφορίες, και από επιδεξιότητες του τύπου «απλώς προσθέστε νερό», αλλά δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να συγκριθεί με την παρουσίαση σημαντικών αντικειμένων σε μια καλο-διηγούμενη αφήγηση, η δουλειά του επιμελητή, η ερμηνεία ενός πολύπλοκου, απόκρυφου θέματος, έτσι ώστε να διατηρεί την ακεραιότητα του θέματος, που το καθιστά -- το αποκαλύπτει στο γενικό κοινό. Και αυτό είναι για μένα, σήμερα, είναι η πρόκληση και η χαρά της δουλειάς μου, υποστηρίζοντας το όραμα των συνεργατών επιμελητών, είτε πρόκειται για μια έκθεση με σπαθιά Σαμουράι, πρώιμα Βυζαντινά κειμήλια, Αναγεννησιακά πορτρέτα, είτε για την παρουσίαση που αναφέρθηκε νωρίτερα, την παρουσίαση του ΜακΚουήν, με την οποία είχαμε τόσο μεγάλη επιτυχία πέρσι το καλοκαίρι.
A few years later, I was invited to be the director of the museum, and after I got over that -- "Who, me? The tapestry geek? I don't wear a tie!" -- I realized the fact: I believe passionately in that curated museum experience. We live in an age of ubiquitous information, and sort of "just add water" expertise, but there's nothing that compares with the presentation of significant objects in a well-told narrative, what the curator does, the interpretation of a complex, esoteric subject, in a way that retains the integrity of the subject, that makes it -- unpacks it for a general audience. And that, to me, today, is now the challenge and the fun of my job, supporting the vision of my curators, whether it's an exhibition of Samurai swords, early Byzantine artifacts, Renaissance portraits, or the show we heard mentioned earlier, the McQueen show, with which we enjoyed so much success last summer.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Στα τέλη της άνοιξης, αρχές του καλοκαιριού του 2010, λίγο μετά την αυτοκτονία του ΜακΚουήν, ο έφορος κοστουμιών, Άντριου Μπόλτον, ήρθε να με δει, και είπε «Σκέφτομαι, να κάνω μια παρουσίαση για τον ΜακΚουήν, και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Πρέπει, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα».
That was an interesting case. In the late spring, early summer of 2010, shortly after McQueen's suicide, our curator of costume, Andrew Bolton, came to see me, and said, "I've been thinking of doing a show on McQueen, and now is the moment. We have to, we have to do it fast."
Δεν ήταν εύκολο. Ο ΜακΚουήν είχε εργαστεί σε όλη την καριέρα του με μια μικρή ομάδα σχεδιαστών και μάνατζερ οι οποίοι ήταν πολύ προστατευτικοί με την κληρονομιά του, όμως ο Άντριου πήγε στο Λονδίνο και εργάστηκε μαζί τους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και κέρδισε την εμπιστοσύνη την δική τους και αυτή των σχεδιαστών που δημιούργησαν τις καταπληκτικές επιδείξεις μόδας του, οι οποίες ήταν έργα τέχνης από μόνες τους και προχωρήσαμε στο να κάνουμε κάτι στο μουσείο, που, πιστεύω, δεν είχαμε ξανακάνει. Δεν ήταν απλώς μια τυπική εγκατάσταση. Στην πραγματικότητα, ξηλώσαμε τις αίθουσες ώστε να αναδημιουργήσουμε ένα ριζικά νέο σκηνικό, μία ανάπλαση του πρώτου του στούντιο, ένα χολ με καθρέφτες, ράφια με σπάνια αντικείμενα, ένα βυθισμένο πλοίο, έναν καμένο εσωτερικό χώρο, με βίντεο και μουσικές υποκρούσεις που κυμαίνονταν από οπερατικές άριες μέχρι συνουσία γουρουνιών. Μέσα σ' αυτό το εξαιρετικό σκηνικό, τα κοστούμια ήταν σαν ηθοποιοί ή σαν ζωντανά γλυπτά. Θα μπορούσε να ήταν μια καταστροφή. Θα μπορούσαν να μοιάζουν σαν βιτρίνες καταστημάτων στην Πέμπτη Λεωφόρο τα Χριστούγεννα, αλλά εξαιτίας της σχέσης που ανέπτυξε ο Άντριου με την ομάδα του ΜακΚουήνν, διοχέτευε την ωμότητα και την ευφυΐα του ΜακΚουήν, και η επίδειξη ήταν υπερβατική, και μετατράπηκε σε φαινόμενο από μόνο του. Μέχρι το τέλος της παρουσίασης, ο κόσμος στεκόταν στην ουρά για τέσσερις και πέντε ώρες για να μπει μέσα, αλλά κανείς δεν παραπονιόταν. Επανειλημμένα άκουσα, «Ουάου, άξιζε τον κόπο. Ήταν μια τόσο δυνατή, συναισθηματική εμπειρία».
It wasn't easy. McQueen had worked throughout his career with a small team of designers and managers who were very protective of his legacy, but Andrew went to London and worked with them over the summer and won their confidence, and that of the designers who created his amazing fashion shows, which were works of performance art in their own right, and we proceeded to do something at the museum, I think, we've never done before. It wasn't just your standard installation. In fact, we ripped down the galleries to recreate entirely different settings, a recreation of his first studio, a hall of mirrors, a curiosity box, a sunken ship, a burned-out interior, with videos and soundtracks that ranged from operatic arias to pigs fornicating. And in this extraordinary setting, the costumes were like actors and actresses, or living sculptures. It could have been a train wreck. It could have looked like shop windows on Fifth Avenue at Christmas, but because of the way that Andrew connected with the McQueen team, he was channeling the rawness and the brilliance of McQueen, and the show was quite transcendant, and it became a phenomenon in its own right. By the end of the show, we had people queuing for four or five hours to get into the show, but no one really complained. I heard over and over again, "Wow, that was worth it. It was a such a visceral, emotive experience."
Περιέγραψα δυο πολύ συναρπαστικές εκθέσεις, πιστεύω όμως ότι συλλογές, τα μεμονωμένα αντικείμενα, μπορούν να έχουν την ίδια δύναμη. Το Μet στήθηκε ως ένα μουσείο της Αμερικανικής τέχνης, αλλά με την εγκυκλοπαιδική έννοια του μουσείου, και σήμερα, 140 χρόνια μετά, εκείνο το όραμα εξακολουθεί να είναι προφητικό όσο ποτέ, διότι ζούμε ασφαλώς σε έναν κόσμο κρίσης, προκλήσεων και είμαστε εκτεθειμένοι σε αυτόν μέσα από την επικαιρότητα, 24 ώρες το 24ώρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Στις πινακοθήκες μας είναι που μπορούμε να αποκαλύψουμε τους πολιτισμούς, τους πολιτισμούς, την τρέχουσα εκδήλωση των οποίων παρακολουθούμε. Είτε είναι στη Λιβύη, είτε στην Αίγυπτο, είτε στη Συρία, στις πινακοθήκες μας είναι που μπορούμε να εξηγήσουμε και να αποκτήσουμε καλύτερη κατανόηση.
Now, I've described two very immersive exhibitions, but I also believe that collections, individual objects, can also have that same power. The Met was set up not as a museum of American art, but of an encyclopedic museum, and today, 140 years later, that vision is as prescient as ever, because, of course, we live in a world of crisis, of challenge, and we're exposed to it through the 24/7 newsreels. It's in our galleries that we can unpack the civilizations, the cultures, that we're seeing the current manifestation of. Whether it's Libya, Egypt, Syria, it's in our galleries that we can explain and give greater understanding.
Οι νέες αίθουσες για το Ισλάμ αποτελούν ένα παράδειγμα, που άνοιξαν πριν από 10 χρόνια, σχεδόν την εβδομάδα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 1999. Νομίζω ότι για την πλειοψηφία των Αμερικανών, η γνώση του Ισλαμικού κόσμου ήταν περιορισμένη πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, και μας επιβλήθηκε σε μια από τις σκοτεινότερες στιγμές της Αμερικής, και η αποδοχή έγινε μέσα από την πόλωση αυτού του τρομερού γεγονότος. Στις αίθουσες μας εκθέτουμε τώρα διαφορετικούς Ισλαμικούς πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν σε πορεία 14 αιώνων σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος, και πάλι, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν έρθει να τις δουν από τον περασμένο Οκτώβρη.
I mean, our new Islamic galleries are a case in point, opened 10 years, almost to the week, after 9/11. I think for most Americans, knowledge of the Islamic world was pretty slight before 9/11, and then it was thrust upon us in one of America's darkest hours, and the perception was through the polarization of that terrible event. Now, in our galleries, we show 14 centuries of the development of different Islamic cultures across a vast geographic spread, and, again, hundreds of thousands of people have come to see these galleries since they opened last October.
Με ρωτούν συχνά: «Τα ψηφιακά μέσα αντικαθιστούν το μουσείο;» και πιστεύω ότι αυτά τα νούμερα αντικατοπτρίζουν αυτή την ιδέα. Αυτό που εννοώ, για να μη παρεξηγηθώ, υποστηρίζω απερίφραστα το διαδίκτυο. Μας προσφέρει τρόπους να προσεγγίσουμε ακροατήρια σε όλο τον κόσμο, όμως τίποτα δεν αντικαθιστά την αυθεντικότητα ενός αντικειμένου που παρουσιάζεται με παθιασμένη επιμέλεια. Φέρνοντας τους επισκέπτες αντιμέτωπους με τα αντικείμενά μας είναι ένας τρόπος να τους φέρουμε αντιμέτωπους με ανθρώπους μέσα στο χρόνο, μέσα στο χώρο, των οποίων οι ζωές μπορεί να υπήρξαν πολύ διαφορετικές από τις δικές μας αλλά κι εκείνοι, όπως κι εμείς, είχαν ελπίδες και όνειρα, απογοητεύσεις και κατορθώματα στις ζωές τους. Πιστεύω ότι αυτό είναι μια διαδικασία που μας βοηθά να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας, μας βοηθά να παίρνουμε καλύτερες αποφάσεις για το που πάμε.
I'm often asked, "Is digital media replacing the museum?" and I think those numbers are a resounding rejection of that notion. I mean, don't get me wrong, I'm a huge advocate of the Web. It gives us a way of reaching out to audiences around the globe, but nothing replaces the authenticity of the object presented with passionate scholarship. Bringing people face to face with our objects is a way of bringing them face to face with people across time, across space, whose lives may have been very different to our own, but who, like us, had hopes and dreams, frustrations and achievements in their lives. And I think this is a process that helps us better understand ourselves, helps us make better decisions about where we're going.
Η Μεγάλη Αίθουσα στο Μet αποτελεί μια από τις μεγάλες πύλες στον κόσμο που προκαλεί δέος, όπως ένας μεσαιωνικός καθεδρικός ναός. Από εκεί μπορεί κανείς να βαδίσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση σε οποιονδήποτε σχεδόν πολιτισμό. Συχνά έβγαινα έξω από αυτή την αίθουσα και από τις άλλες αίθουσες και παρακολουθούσα τους επισκέπτες καθώς έμπαιναν. Κάποιοι είναι άνετοι. Νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Ξέρουν τι ψάχνουν. Άλλοι είναι πολύ ανήσυχοι. Τους φοβίζει κάπως το μέρος. Νιώθουν ότι το ίδρυμα είναι ελιτίστικο. Προσπαθώ μέσα από τη δουλειά μου να καταρρίψω την αίσθηση αυτού του ελιτισμού. Θέλω να βάλω το μυαλό των ανθρώπων σε στοχαστικό πλαίσιο, έτσι που να είναι προετοιμασμένοι να νιώσουν λίγο χαμένοι, να εξερευνήσουν, να δουν το άγνωστο στο γνωστό, ή να δοκιμάσουν το άγνωστο. Διότι για εμάς, το όλο θέμα είναι να τους φέρουμε αντιμέτωπους με μεγάλα έργα τέχνης, να τους αιχμαλωτίσουμε σε εκείνη τη στιγμή της δυσπραγίας όπου έχουν την ανάγκη να πιάσουν το iPhone, το Blackberry, αλλά να δημιουργήσουμε μια ζώνη όπου αυτή η περιέργεια μπορεί να διευρυνθεί. Είτε βρίσκεται στην έκφραση ενός Ελληνικού γλυπτού που σας θυμίζει κάποιο φίλο, είτε ένα σκύλο που κάνει κακά στη γωνιά της ταπετσαρίας, ή, για να το επαναφέρω στον καθηγητή μου Πιέτρο, εκείνες οι χορευτικές φιγούρες που κατεβάζουν μονοκοπανιά το κρασί και εκείνη η γυμνή φιγούρα στο αριστερό μπροστινό φόντο. Πω, πω. Αποτελεί μια τρομερή ενσάρκωση της νεανικής σεξουαλικότητας. Τη στιγμή εκείνη, ο ακαδημαϊσμός μας θα πει ότι αυτό είναι ένα βακχικό, αν όμως κάνουμε τη δουλειά μας σωστά, και έχετε τσεκάρει την ορολογία πριν μπείτε μέσα, εμπιστευθείτε το ένστικτό σας. Ξέρετε ότι είναι ένα όργιο. Ευχαριστώ. ( Χειροκρότημα) (Χειροκρότημα)
The Great Hall at the Met is one of the great portals of the world, awe-inspiring, like a medieval cathedral. From there, you can walk in any direction to almost any culture. I frequently go out into the hall and the galleries and I watch our visitors coming in. Some of them are comfortable. They feel at home. They know what they're looking for. Others are very uneasy. It's an intimidating place. They feel that the institution is elitist. I'm working to try and break down that sense of that elitism. I want to put people in a contemplative frame of mind, where they're prepared to be a little bit lost, to explore, to see the unfamiliar in the familiar, or to try the unknown. Because for us, it's all about bringing them face to face with great works of art, capturing them at that moment of discomfort, when the inclination is kind of to reach for your iPhone, your Blackberry, but to create a zone where their curiosity can expand. And whether it's in the expression of a Greek sculpture that reminds you of a friend, or a dog pooping in the corner of a tapestry, or, to bring it back to my tutor Pietro, those dancing figures who are indeed knocking back the wine, and that nude figure in the left foreground. Wow. She is a gorgeous embodiment of youthful sexuality. In that moment, our scholarship can tell you that this is a bacchanal, but if we're doing our job right, and you've checked the jargon at the front door, trust your instinct. You know it's an orgy. Thank you. (Applause) (Applause)