Σήμερα, θα ήθελα να σας μιλήσω για τις εθνικές συγκρούσεις και τους εμφυλίους πολέμους Συνήθως δεν είναι και από τα πιο ευχάριστα θέματα και δεν δημιουργούν γενικά το είδος των καλών ειδήσεων που αναμένονται από αυτή τη συνάντηση. Παρόλα αυτά, όχι μόνο υπάρχουν τουλάχιστον κάποια καλά νέα που μπορούν να ειπωθούν για λιγότερες τέτοιες συγκρούσεις σήμερα από ότι δύο δεκαετίες πριν, αλλά αυτό που ίσως είναι πιο σημαντικό είναι πως έχουμε φτάσει στο σημείο να καταλαβαίνουμε καλύτερα τι μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε τον αριθμό των εθνικών συγκρούσεων και των εμφυλίων πολέμων και τον πόνο που προκαλούν. Τρία πράγματα ξεχωρίζουν: ηγεσία, διπλωματία και θεσμικός σχεδιασμός Σε αυτό που θα επικεντρωθώ στην ομιλία μου είναι γιατί είναι σημαντικά, με ποιό τρόπο είναι σημαντικά και τι μπορούμε όλοι να κάνουμε για να σιγουρευτούμε πως θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά με το σωστό τρόπο, δηλαδή, πως μπορούμε όλοι μας να συνεισφέρουμε στην ανάπτυξη και εξέλιξη των δεξιοτήτων των τοπικών και των παγκόσμιων αρχηγών για να κάνουν ειρήνη και να την κάνουν να διαρκέσει Αλλά, ας το πάρουμε από την αρχή
Today I want to talk to you about ethnic conflict and civil war. These are not normally the most cheerful of topics, nor do they generally generate the kind of good news that this conference is about. Yet, not only is there at least some good news to be told about fewer such conflicts now than two decades ago, but what is perhaps more important is that we also have come to a much better understanding of what can be done to further reduce the number of ethnic conflicts and civil wars and the suffering that they inflict. Three things stand out: leadership, diplomacy and institutional design. What I will focus on in my talk is why they matter, how they matter, and what we can all do to make sure that they continue to matter in the right ways, that is, how all of us can contribute to developing and honing the skills of local and global leaders to make peace and to make it last. But let's start at the beginning.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι στις ειδήσεις εδώ και πολλές δεκαετίες και συγκεκριμένα οι εθνικές συγκρούσεις παραμένουν μια συνεχής παρουσία σαν μέγιστη απειλή για τη διεθνή ασφάλεια Σχεδόν εδώ και δύο δεκαετίες τώρα, οι ειδήσεις είναι κακές και οι εικόνες στοιχειώνουν. Στη Γεωργία, μετά από χρόνια αδιεξόδου είδαμε μια πλήρους κλίμακας αναζωπύρωση της βίας τον Αύγουστο του 2008. Αυτή γρήγορα εξελίχτηκε σε έναν πόλεμο πέντε ημερών ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία, αφήνοντας τη Γεωργία ακόμα πιο διασπασμένη. Στην Κένυα, οι αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές του 2007 -- απλά ακούσαμε για αυτές -- γρήγορα οδήγησαν σε υψηλά επίπεδα εσωτερικής εθνικής βίας και στο θάνατο και τον εκτοπισμό χιλιάδων ανθρώπων. Στη Σρι Λάνκα, ένας πολύχρονος εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στη μειονότητα των Ταμίλ και στην πλειοψηφία των Σινχάλα οδήγησε στην αιματηρή κλιμάκωση του 2009, αφότου περίπου 100.000 άνθρωποι είχαν ήδη σκοτωθεί από το 1983. Στο Κιργιστάν, μόλις κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων σημειώθηκαν πρωτοφανή επίπεδα βίας ανάμεσα στους ντόπιους Κιργίζ και στους ντόπιους Ουζμπέκους. Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, και περισσότεροι από 100.000 έχουν εκτοπιστεί συμπεριλαμβανομένων πολλών ντόπιων Ουζμπέκων που κατέφυγαν στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν. Στη Μέση Ανατολή, η διαμάχη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, συνεχίζεται αμείωτη και γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να δεις πως, μόνο πως είναι δυνατόν μια βιώσιμη λύση να επιτευχθεί. Το Νταρφούρ μπορεί να έχει φύγει από τους πρώτους τίτλους των ειδήσεων αλλά οι θάνατοι και ο εκτοπισμός εκεί συνεχίζεται και η απόλυτη ανθρώπινη δυστυχία που δημιουργεί είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί. Και στο Ιράκ, τέλος, η βία είναι σε έξαρση και πάλι, και η χώρα πρέπει ακόμα να σχηματίσει κυβέρνηση τέσσερις μήνες μετά από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Civil wars have made news headlines for many decades now, and ethnic conflicts in particular have been a near constant presence as a major international security threat. For nearly two decades now, the news has been bad and the images have been haunting. In Georgia, after years of stalemate, we saw a full-scale resurgence of violence in August, 2008. This quickly escalated into a five-day war between Russia and Georgia, leaving Georgia ever more divided. In Kenya, contested presidential elections in 2007 -- we just heard about them -- quickly led to high levels of inter-ethnic violence and the killing and displacement of thousands of people. In Sri Lanka, a decades-long civil war between the Tamil minority and the Sinhala majority led to a bloody climax in 2009, after perhaps as many as 100,000 people had been killed since 1983. In Kyrgyzstan, just over the last few weeks, unprecedented levels of violence occurred between ethnic Kyrgyz and ethnic Uzbeks. Hundreds have been killed, and more than 100,000 displaced, including many ethnic Uzbeks who fled to neighboring Uzbekistan. In the Middle East, conflict between Israelis and Palestinians continues unabated, and it becomes ever more difficult to see how, just how a possible, sustainable solution can be achieved. Darfur may have slipped from the news headlines, but the killing and displacement there continues as well, and the sheer human misery that it creates is very hard to fathom. And in Iraq, finally, violence is on the rise again, and the country has yet to form a government four months after its last parliamentary elections.
Αλλά μισό λεπτό, αυτή η ομιλία έχει να κάνει με τις καλές ειδήσεις. Είναι όμως αυτές εικόνες του παρελθόντος; Λοιπόν, παρά τις ζοφερές εικόνες από τη Μέση Ανατολή, το Νταρφούρ, το Ιράκ και αλλού υπάρχει μια μακρόχρονη τάση που αντιπροσωπεύει κάποια καλά νέα. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπάρχει μια γενική μείωση στον αριθμό των εμφυλίων πολέμων. Μετά την έξαρση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με σχεδόν 50 ενεργούς εμφυλίους πολέμους, σήμερα έχουμε 30 τοις εκατό λιγότερες τέτοιες συγκρούσεις. Ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώνονται σε εμφυλίους πολέμους είναι επίσης πολύ μικρότερος σήμερα από ότι ήταν μια ή δύο δεκαετίες πριν. Αλλά αυτή η τάση είναι λιγότερο σαφής. Τα υψηλότερα ποσοστά θανάτων στο πεδίο των μαχών σημειώθηκαν μεταξύ 1998 και 2001, με περίπου 80.000 στρατιώτες, αστυνομικούς και αντάρτες νεκρούς κάθε χρόνο. Ο μικρότερος αριθμός θυμάτων από συγκρούσεις σημειώθηκε το 2003, με μόλις 20.000 νεκρούς. Παρά τις αυξήσεις και τις μειώσεις από τότε, η γενική τάση -- και αυτό είναι το σημαντικό κομμάτι -- είναι ξεκάθαρα προς τα κάτω τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
But hang on, this talk is to be about the good news. So are these now the images of the past? Well, notwithstanding the gloomy pictures from the Middle East, Darfur, Iraq, elsewhere, there is a longer-term trend that does represent some good news. Over the past two decades, since the end of the Cold War, there has been an overall decline in the number of civil wars. Since the high in the early 1990s, with about 50 such civil wars ongoing, we now have 30 percent fewer such conflicts today. The number of people killed in civil wars also is much lower today than it was a decade ago or two. But this trend is less unambiguous. The highest level of deaths on the battlefield was recorded between 1998 and 2001, with about 80,000 soldiers, policemen and rebels killed every year. The lowest number of combatant casualties occurred in 2003, with just 20,000 killed. Despite the up and down since then, the overall trend -- and this is the important bit -- clearly points downward for the past two decades.
Τα νέα για τις απώλειες αμάχων είναι λιγότερο κακά από ό,τι ήταν. Από περισσότερους από 12.000 αμάχους που σκοτώθηκαν σκόπιμα σε εμφυλίους πολέμους το 1997 και το 1998, μια δεκαετία μετά, ο αριθμός ανέρχεται στους 4.000. Αυτό είναι μια μείωση στα δύο τρίτα. Η μείωση θα ήταν ακόμα πιο εμφανής εάν συνυπολογίζαμε και τη γενοκτονία στη Ρουάντα το 1994. Αλλά τότε 800.000 άμαχοι σφαγιάστηκαν σε διάστημα μόλις λίγων μηνών Αυτό σίγουρα είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεπεραστεί ποτέ. Κάτι που επίσης είναι σημαντικό να σημειωθεί είναι πως αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ένα μόνο μέρος της ιστορίας. Αποκλείουν τους ανθρώπους που πέθαναν από τις συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου, όπως είναι η πείνα και οι αρρώστιες, για παράδειγμα. Και επίσης δεν αντιπροσωπεύουν σωστά τον ανθρώπινο πόνο γενικότερα. Οι βασανισμοί, οι βιασμοί και η εθνοκάθαρση έχουν γίνει τα πιο αποτελεσματικά, εάν και συχνά όχι θανατηφόρα, όπλα του εμφυλίου πολέμου. Για να το θέσουμε διαφορετικά, για τους αμάχους που υποφέρουν τις συνέπειες μιας εθνικής σύγκρουσης και ενός εμφυλίου πολέμου, δεν υπάρχει κανένας καλός πόλεμος και δεν υπάρχει καμία κακή ειρήνη. Για αυτό, ενώ έστω και ένας άμαχος που πεθαίνει, ακρωτηριάζεται, βιάζεται ή βασανίζεται είναι πολύ, το γεγονός πως ο αριθμός των αμάχων θυμάτων είναι ξεκάθαρα μικρότερος σήμερα από ό,τι ήταν μια δεκαετία πριν, αυτό είναι καλά νέα.
The news about civilian casualties is also less bad than it used to be. From over 12,000 civilians deliberately killed in civil wars in 1997 and 1998, a decade later, this figure stands at 4,000. This is a decrease by two-thirds. This decline would be even more obvious if we factored in the genocide in Rwanda in 1994. But then 800,000 civilians were slaughtered in a matter of just a few months. This certainly is an accomplishment that must never be surpassed. What is also important is to note that these figures only tell part of the story. They exclude people that died as a consequence of civil war, from hunger or disease, for example. And they also do not properly account for civilian suffering more generally. Torture, rape and ethnic cleansing have become highly effective, if often non-lethal, weapons in civil war. To put it differently, for the civilians that suffer the consequences of ethnic conflict and civil war, there is no good war and there is no bad peace. Thus, even though every civilian killed, maimed, raped, or tortured is one too many, the fact that the number of civilian casualties is clearly lower today than it was a decade ago, is good news.
Έχουμε λοιπόν, λιγότερες διαμάχες σήμερα στις οποίες λιγότεροι άνθρωποι σκοτώνονται. Και η μεγάλη ερώτηση, φυσικά, είναι γιατί; Σε μερικές περιπτώσεις, υπάρχει η στρατιωτική νίκη της μίας πλευράς. Αυτή είναι μια λύση βασισμένη στα υλικά, αλλά σπάνια είναι μια που δεν συνοδεύεται από ανθρώπινο κόστος ή από ανθρωπιστικές συνέπειες. Η ήττα των Ταμίλ στη Σρι Λάνκα είναι ίσως το πιο πρόσφατο παράδειγμα σε αυτό, αλλά έχουμε δει παρόμοιες καλούμενες "στρατιωτικές λύσεις" στα Βαλκάνια, στο Νότιο Καύκασο και σχεδόν σε όλη την Αφρική. Κατά καιρούς, συνοδεύονται και από διαπραγματευτικές συμφωνίες, ή το λιγότερο από συμφωνίες ανακωχής, και αναπτύσσονται οι ειρηνευτικές δυνάμεις. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη επιτυχία -- στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη σχεδόν περισσότερο εκεί από τη Γεωργία. Αλλά για κάποια σημεία της Αφρικής, ένας συνάδελφός μου, είπε κάποτε, "Η ανακωχή την Τρίτη το βράδυ ήρθε ακριβώς στην ώρα για να ξεκινήσει η γενοκτονία την Τετάρτη το πρωί."
So, we have fewer conflicts today in which fewer people get killed. And the big question, of course, is why? In some cases, there is a military victory of one side. This is a solution of sorts, but rarely is it one that comes without human costs or humanitarian consequences. The defeat of the Tamil Tigers in Sri Lanka is perhaps the most recent example of this, but we have seen similar so-called military solutions in the Balkans, in the South Caucasus and across most of Africa. At times, they are complimented by negotiated settlements, or at least cease-fire agreements, and peacekeepers are deployed. But hardly ever do they represent a resounding success -- Bosnia and Herzegovina perhaps more so than Georgia. But for many parts of Africa, a colleague of mine once put it this way, "The cease-fire on Tuesday night was reached just in time for the genocide to start on Wednesday morning."
Αλλά ας κοιτάξουμε πάλι τα καλά νέα. Εάν δεν υπάρχει λύση στο πεδίο των μαχών, τρεις λόγοι μπορούν να υπάρχουν για την πρόληψη των εθνικών συγκρούσεων και των εμφυλίων πολέμων, και για την επικράτηση μιας βιώσιμης ειρήνης μετά: ηγεσία, διπλωματία και θεσμικός σχεδιασμός. Πάρτε το παράδειγμα της Βόρειας Ιρλανδίας. Παρά τους αιώνες έχθρας, τις δεκαετίες βίας και τους χιλιάδες νεκρούς το 1998 είδαμε τον επίλογο με μια ιστορική συμφωνία. Η αρχική της μορφή οφειλόταν στην επιδέξια διαμεσολάβηση του γερουσιαστή George Mitchell. Ιδιαίτερα, για τη μακρόχρονη επιτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Βόρεια Ιρλανδία, επέβαλε ξεκάθαρους κανονισμούς για τη συμμετοχή και τις διαπραγματεύσεις. Κεντρική ανάμεσα τους, η δέσμευση με αποκλειστικά ειρηνευτικά μέσα. Οι επακόλουθες αναθεωρήσεις της συμφωνίας διευκολύνθηκαν από τη Βρετανική και την Ιρλανδική κυβέρνηση, που ποτέ δεν παραιτήθηκαν από την απόφαση τους να φέρουν ειρήνη και σταθερότητα στη Βόρεια Ιρλανδία.
But let's look at the good news again. If there's no solution on the battlefield, three factors can account for the prevention of ethnic conflict and civil war, or for sustainable peace afterwards: leadership, diplomacy and institutional design. Take the example of Northern Ireland. Despite centuries of animosity, decades of violence and thousands of people killed, 1998 saw the conclusion of an historic agreement. Its initial version was skillfully mediated by Senator George Mitchell. Crucially, for the long-term success of the peace process in Northern Ireland, he imposed very clear conditions for the participation and negotiations. Central among them, a commitment to exclusively peaceful means. Subsequent revisions of the agreement were facilitated by the British and Irish governments, who never wavered in their determination to bring peace and stability to Northern Ireland.
Οι κεντρικοί οργανισμοί που δημιουργήθηκαν το 1998 και τα παραρτήματα τους το 2006 και το 2008 ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακοί και επέτρεψαν στις αντιμαχόμενες πλευρές να δουν τις κύριες ανησυχίες και ανάγκες τους. Η συμφωνία συνδύαζε ένα μοίρασμα δυνάμεων στη Βόρεια Ιρλανδία με διασυνοριακά ινστιτούτα που συνέδεαν το Μπέλφαστ και το Δουβλίνο και που αναγνώριζαν την αυτοαποκαλούμενη Ιρλανδική διάσταση της διαμάχης. Και φυσικά, υπήρχε μια ξεκάθαρη εστίαση και στα ατομικά δικαιώματα και στα δικαιώματα των κοινοτήτων. Οι διατάξεις της συμφωνίας μπορεί να είναι περίπλοκες, αλλά το ίδιο ήταν και η διαμάχη. Ίσως το πιο σημαντικό, οι τοπικοί ηγέτες συνεχώς έφταναν στο σημείο συμβιβασμού, όχι πάντα τόσο γρήγορα και όχι πάντα με ενθουσιασμό, αλλά στο τέλος το έκαναν. Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί τον Ian Paisley και τον Martin McGuiness να συγκυβερνούν τη Βόρεια Ιρλανδία ως Πρωθυπουργός και πρώτος Υπουργός;
The core institutions that were put in place in 1998 and their modifications in 2006 and 2008 were highly innovative and allowed all conflict parties to see their core concerns and demands addressed. The agreement combines a power-sharing arrangement in Northern Ireland with cross-border institutions that link Belfast and Dublin and thus recognizes the so-called Irish dimension of the conflict. And significantly, there's also a clear focus on both the rights of individuals and the rights of communities. The provisions in the agreement may be complex, but so is the underlying conflict. Perhaps most importantly, local leaders repeatedly rose to the challenge of compromise, not always fast and not always enthusiastically, but rise in the end they did. Who ever could have imagined Ian Paisley and Martin McGuinness jointly governing Northern Ireland as First and Deputy First Minister?
Αλλά τότε, είναι η Βόρεια Ιρλανδία ένα μοναδικό παράδειγμα, ή αυτού του είδους η επίλυση μπορεί γενικά να υπάρξει μόνο σε δημοκρατικές και ανεπτυγμένες χώρες; Με κανέναν τρόπο. Το τέλος του μακρόχρονου εμφυλίου πολέμου στη Λιβερία το 2003 δείχνει τη σημασία της ηγεσίας, της διπλωματίας και του θεσμικού σχεδιασμού τόσο όσο και την επιτυχημένη πρόληψη ενός ολοκληρωτικού εμφυλίου πολέμου στη FYROM το 2001 ή την επιτυχημένη λήξη της διαμάχης στο Aceh στην Ινδονησία το 2005. Και στις τρεις περιπτώσεις οι τοπικοί ηγέτες ήταν πρόθυμοι και ικανοί να κάνουν ειρήνη, η διεθνής κοινότητα ήταν έτοιμη να τους βοηθήσει να διαπραγματευτούν και να καταλήξουν σε μια συμφωνία, και οι οργανισμοί διατήρησαν την υπόσχεση που κρατούσαν μέχρι τη μέρα που συμφώνησαν.
But then, is Northern Ireland a unique example, or does this kind of explanation only hold more generally in democratic and developed countries? By no means. The ending of Liberia's long-lasting civil war in 2003 illustrates the importance of leadership, diplomacy and institutional design as much as the successful prevention of a full-scale civil war in Macedonia in 2001, or the successful ending of the conflict in Aceh in Indonesia in 2005. In all three cases, local leaders were willing and able to make peace, the international community stood ready to help them negotiate and implement an agreement, and the institutions have lived up to the promise that they held on the day they were agreed.
Η εστίαση στην ηγεσία, τη διπλωματία και το θεσμικό σχεδιασμό επίσης βοηθά να καταλάβουμε τις αποτυχίες στην επίτευξη της ειρήνης ή στη διατήρησή της. Οι ελπίδες που εναποτέθηκαν στη Συμφωνία του Όσλο δεν οδήγησαν σε ένα τέλος την Ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Όλα τα θέματα που έπρεπε να λυθούν δεν συμπεριλήφθηκαν πραγματικά στις συμφωνίες. Αλλά, οι τοπικοί ηγέτες δεσμεύτηκαν να τα επανεξετάσουν αργότερα. Παρόλα αυτά αντί να αρπάξουν την ευκαιρία, οι τοπικοί και οι διεθνείς ηγέτες σύντομα αποδεσμεύτηκαν και αποπροσανατολίστηκαν από τη δεύτερη Ιντιφάντα, τα γεγονότα στις 9/11 και τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Focusing on leadership, diplomacy and institutional design also helps explain failures to achieve peace, or to make it last. The hopes that were vested in the Oslo Accords did not lead to an end of the Israeli/Palestinian conflict. Not all the issues that needed to be resolved were actually covered in the agreements. Rather, local leaders committed to revisiting them later on. Yet instead of grasping this opportunity, local and international leaders soon disengaged and became distracted by the second Intifada, the events of 9/11 and the wars in Afghanistan and Iraq.
Η ολοκληρωμένη ειρηνευτική συμφωνία για το Σουδάν που υπεγράφη το 2005 αποδείχτηκε πως ήταν λιγότερο ολοκληρωμένη από ό,τι είχε προβλεφθεί, και οι διατάξεις της φέρουν ακόμη τους σπόρους μιας επιστροφής σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ του βορρά και του νότου. Οι αλλαγές και οι ελλείψεις στην ηγεσία, περισσότερο παρά στη διεθνή διπλωματία και στις αποτυχίες των οργανισμών ευθύνονται για αυτό σχεδόν το ίδιο. Άλυτα ζητήματα για τα σύνορα, διαμάχες σχετικά με τα έσοδα από το πετρέλαιο, η συνεχιζόμενη διαμάχη στο Νταρφούρ, η κλιμακούμενη βία μεταξύ των φυλών στο νότο και γενικά η αδυναμία του κράτους σε ολόκληρο το Σουδάν συνθέτουν την απογοητευτική εικόνα των κρατικών συσχετισμών στη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής.
The comprehensive peace agreement for Sudan signed in 2005 turned out to be less comprehensive than envisaged, and its provisions may yet bear the seeds of a full-scale return to war between north and south. Changes and shortcomings in leadership, more off than on international diplomacy and institutional failures account for this in almost equal measure. Unresolved boundary issues, squabbles over oil revenues, the ongoing conflict in Darfur, escalating tribal violence in the south and generally weak state capacity across all of Sudan complete a very depressing picture of the state of affairs in Africa's largest country.
Ένα τελευταίο παράδειγμα: το Κόσοβο Η αποτυχία να επιτευχθεί μια διαπραγματεύσιμη λύση για το Κόσοβο και η βία, η ένταση και η de facto διχοτόμηση που προέκυψε από αυτά έχουν τις αιτίες τους σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Κεντρικοί ανάμεσα τους είναι τρεις. Αρχικά, η αδιαλλαξία των τοπικών ηγετών να συμφωνήσουν σε κάτι λιγότερο από το μέγιστο των απαιτήσεών τους. Δεύτερον, μια διεθνής διπλωματική προσπάθεια που παρεμποδίστηκε από την αρχή από τη στήριξη της Δύσης για την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Και τρίτον, η έλλειψη δημιουργικότητας στο σχεδιασμό οργανισμών που θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί τα αιτήματα και των Σέρβων και των Αλβανών. Στο ίδιο επίπεδο -- και εδώ έχουμε πάλι κάποια καλά νέα -- το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε μια μεγάλης κλίμακας, και πλούσια διεθνής παρουσία στο Κόσοβο και στην περιοχή των Βαλκανίων γενικότερα και το γεγονός πως οι τοπικοί ηγέτες και των δύο πλευρών επέδειξαν μια σχετική αυτοσυγκράτηση εξηγεί γιατί τα πράγματα δεν έγιναν χειρότερα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών από το 2008.
A final example: Kosovo. The failure to achieve a negotiated solution for Kosovo and the violence, tension and de facto partition that resulted from it have their reasons in many, many different factors. Central among them are three. First, the intransigence of local leaders to settle for nothing less than their maximum demands. Second, an international diplomatic effort that was hampered from the beginning by Western support for Kosovo's independence. And third, a lack of imagination when it came to designing institutions that could have addressed the concerns of Serbs and Albanians alike. By the same token -- and here we have some good news again -- the very fact that there is a high-level, well-resourced international presence in Kosovo and the Balkans region more generally and the fact that local leaders on both sides have showed relative restraint, explains why things have not been worse over the past two years since 2008.
Για αυτό ακόμα και σε καταστάσεις που τα αποτελέσματα είναι λιγότερο ορατά, οι τοπικοί ηγέτες και οι διεθνείς ηγέτες έχουν την επιλογή να κάνουν τη διαφορά προς το καλύτερο. Ένας ψυχρός πόλεμος δεν είναι τόσο καλός όσο μια ψυχρή ειρήνη, αλλά μια ψυχρή ειρήνη παραμένει καλύτερη από έναν καυτό πόλεμο. Τα καλά νέα είναι επίσης να παίρνεις το σωστό μάθημα. Λοιπόν τι διαφοροποιεί την Ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη από αυτή στη Βόρεια Ιρλανδία, ή τον εμφύλιο πόλεμο στο Σουδάν από αυτόν στην Λιβερία; Τόσο οι επιτυχίες όσο και οι αποτυχίες μας διδάσκουν πολλά σημαντικά πράγματα που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας εάν θέλουμε να συνεχίσουν τα καλά νέα. Πρώτα, η ηγεσία κατά τον ίδιο τρόπο που η εθνική διαμάχη και ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι φυσικές αλλά καταστροφές που δημιουργούνται από τον άνθρωπο, το ίδιο και η πρόληψη και η επίλυσή τους δεν συμβαίνουν τυχαία. Η ηγεσία χρειάζεται να είσαι ικανός, αποφασισμένος και να έχεις όραμα στη δέσμευση για ειρήνη. Οι ηγέτες πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους και με αυτούς που τους ακολουθούν και πρέπει να τους οδηγούν σε αυτό το συχνά επίπονο ταξίδι στο ειρηνικό μέλλον.
So even in situations where outcomes are less than optimal, local leaders and international leaders have a choice, and they can make a difference for the better. A cold war is not as good as a cold peace, but a cold peace is still better than a hot war. Good news is also about learning the right lesson. So what then distinguishes the Israeli/Palestinian conflict from that in Northern Ireland, or the civil war in Sudan from that in Liberia? Both successes and failures teach us several critically important things that we need to bear in mind if we want the good news to continue. First, leadership. In the same way in which ethnic conflict and civil war are not natural but man-made disasters, their prevention and settlement does not happen automatically either. Leadership needs to be capable, determined and visionary in its commitment to peace. Leaders need to connect to each other and to their followers, and they need to bring them along on what is an often arduous journey into a peaceful future.
Δεύτερο, η διπλωματία. Η διπλωματία χρειάζεται να έχει καλούς πόρους, υποστηρικτικούς και να εφαρμόζει το σωστό συνδυασμό κινήτρων και πιέσεων στους ηγέτες και στους υποστηρικτές τους. Πρέπει να τους βοηθά να καταλήγουν σε ένα δίκαιο συμβιβασμό, και πρέπει να διασφαλίζει πως ένας ευρύτερος συνασπισμός τοπικών, περιφερειακών και διεθνών υποστηρικτών θα τους βοηθήσει να εφαρμόσουν τη συμφωνία.
Second, diplomacy. Diplomacy needs to be well resourced, sustained, and apply the right mix of incentives and pressures on leaders and followers. It needs to help them reach an equitable compromise, and it needs to ensure that a broad coalition of local, regional and international supporters help them implement their agreement.
Τρίτο, ο θεσμικός σχεδιασμός. Ο θεσμικός σχεδιασμός απαιτεί μια ξεκάθαρη εστίαση στα θέματα, πρωτοποριακή σκέψη και μια ευέλικτη και καλά χρηματοδοτούμενη εφαρμογή. Οι αντιμαχόμενες πλευρές πρέπει να απομακρυνθούν από τις μέγιστες απαιτήσεις και να κινηθούν προς ένα συμβιβασμό που να αναγνωρίζει τις ανάγκες όλων. Και πρέπει να σκεφτούν τη βιωσιμότητα της συμφωνίας τους πολύ περισσότερο από τους τίτλους που θέλουν να τους απονεμηθούν. Οι αντιμαχόμενες πλευρές πρέπει επίσης, να είναι προετοιμασμένες να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εάν η εφαρμογή της συμφωνίας διακοπεί.
Third, institutional design. Institutional design requires a keen focus on issues, innovative thinking and flexible and well-funded implementation. Conflict parties need to move away from maximum demands and towards a compromise that recognizes each other's needs. And they need to think about the substance of their agreement much more than about the labels they want to attach to them. Conflict parties also need to be prepared to return to the negotiation table if the agreement implementation stalls.
Για εμένα προσωπικά, το πιο σημαντικό μάθημα από όλα αυτά είναι το εξής: Η τοπική δέσμευση για ειρήνη είναι πάρα πολύ σημαντική, αλλά συχνά δεν είναι αρκετή να προλάβει ή να σταματήσει τη βία. Από την άλλη, καμία διπλωματία ή θεσμικός σχεδιασμός μπορεί να επανορθώσει τις τοπικές αποτυχίες και τις συνέπειες που έχουν. Για αυτό το λόγο, πρέπει να επενδύσουμε στη διαμόρφωση ηγετών, ηγετών που θα έχουν προσόντα, όραμα και αποφασιστικότητα για να κάνουν ειρήνη. Ηγέτες, με άλλα λόγια, που οι άνθρωποι θα εμπιστευτούν και θα θέλουν να ακολουθήσουν ακόμα και αν αυτό σημαίνει να πάρουν δύσκολες αποφάσεις.
For me personally, the most critical lesson of all is this: Local commitment to peace is all-important, but it is often not enough to prevent or end violence. Yet, no amount of diplomacy or institutional design can make up for local failures and the consequences that they have. Therefore, we must invest in developing leaders, leaders that have the skills, vision and determination to make peace. Leaders, in other words, that people will trust and that they will want to follow even if that means making hard choices.
Μια τελευταία σκέψη: Ο τερματισμός των εμφυλίων πολέμων είναι μια διαδικασία γεμάτη κινδύνους, απογοητεύσεις και αποτυχίες. Συχνά χρειάζεται μια ολόκληρη γενιά για να επιτευχθεί αλλά χρειάζεται και από εμάς, τη γενιά του σήμερα, να αναλάβουμε την ευθύνη και να μάθουμε τα σωστά μαθήματα για την ηγεσία, τη διπλωματία και το θεσμικό σχεδιασμό, έτσι ώστε τα παιδιά στρατιώτες του σήμερα να μπορέσουν να γίνουν τα παιδιά του αύριο.
A final thought: Ending civil wars is a process that is fraught with dangers, frustrations and setbacks. It often takes a generation to accomplish, but it also requires us, today's generation, to take responsibility and to learn the right lessons about leadership, diplomacy and institutional design, so that the child soldiers of today can become the children of tomorrow.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)