Η Νόορ Ιναγιάτ Καν βρισκόταν στη διαδικασία μιας απόδρασης. Είχε φυλακιστεί ως κατάσκοπος των Συμμαχικών Δυνάμεων. Με ένα κατσαβίδι, αυτή και δύο συγκρατούμενοί της κατάφεραν να βγουν έξω από τη φυλακή. Όπως έτρεχε, άρχισε να σκέφτεται τα γεγονότα που την είχαν οδηγήσει ως εκεί.
Noor Inayat Khan was in the midst of a desperate escape. She had been imprisoned for her activities as an Allied spy, but with the help of a screwdriver and two other prisoners, she was back under the Parisian stars. As she began to run, her thoughts leapt to the whirlwind of events that had brought her here…
Κόρη ενός Ινδού μουσουλμάνου πατέρα και μιας Αμερικάνας μητέρας, γεννήθηκε το 1914 στη Μόσχα και μεγάλωσε σε πολύ ήρεμο περιβάλλον. Οι γονείς της ήταν Σούφι ειρηνιστές, και πίστευαν στη δύναμη της μουσικής και της συμπόνιας. Μετακόμισαν στο Παρίσι, όπου η Νόορ σπούδασε παιδική ψυχολογία και έγραψε παιδικά βιβλία. Όμως όλα άλλαξαν με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν τον Μάιο του 1940 οι Γερμανοί πλησίαζαν το Παρίσι, η Νόορ και ο αδελφός της πήραν μια δύσκολη απόφαση. Ενώ ως ειρηνιστές πίστευαν πως όλα λύνονται χωρίς τη βία, η καταστροφή της Ευρώπης τους ώθησε να μην μείνουν με τα χέρια σταυρωμένα.
Born in Moscow in 1914 to an Indian Muslim father and an American mother, Noor was raised in a profoundly peaceful home. Her parents were Sufi pacifists, who put their faith in the power of music and compassion. They moved to Paris, where Noor studied child psychology and published children’s books. But all this changed with the advent of the Second World War. In May 1940, with the German army ready to occupy Paris, Noor and her brother were faced with a difficult choice. As pacifists, they believed that all disputes should be settled non-violently. But witnessing the devastation across Europe, they decided that standing on the sidelines was not an option.
Η Νόορ πήγε στην Αγγλία, κατετάγη ως εθελόντρια στην Πολεμική Αεροπορία Γυναικών, και έγινε χειρίστρια ασυρμάτου. Ασχολήθηκε κατά κόρον με τηλεπικοινωνίες και κώδικα Μορς – χωρίς να ξέρει ότι την παρακολουθεί μια μυστική οργάνωση. Η βρετανική ομάδα «Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών» είχε ιδρυθεί για να υπονομεύει τους Γερμανούς στις κατεχόμενες χώρες. Θεώρησαν τη Νόορ καλή υποψήφια για την ομάδα, καθώς ήταν χειρίστρια ασυρμάτου, μιλούσε άπταιστα Γαλλικά και ήξερε καλά το Παρίσι. Πριν την προσλάβουν, την προειδοποίησαν πως η δουλειά της ήταν πολύ επικίνδυνη. Οι χειριστές έπρεπε να μεταφέρουν έναν μεγάλο ραδιοπομπό σε εχθρική περιοχή, και αν τους έπιαναν οι αντίπαλοι, κανείς δεν μπορούσε να τους προστατέψει. Αποδέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη.
Traveling to England, Noor volunteered for the Women’s Auxiliary Air Force and trained as a radio operator. She immersed herself in wireless operations and Morse code– unaware that she was being monitored by a secret organization. The British Special Operations Executive was established to sabotage the Germans in Nazi-occupied countries. As a trained radio operator who knew Paris well and spoke fluent French, Noor was an attractive recruit. In her interview, she was warned that wireless operation was some of the most dangerous work in the intelligence field. Operators had to lug a conspicuous transmitter through enemy territory, and the clandestine agency couldn’t protect her if she was caught. Noor accepted her assignment immediately.
Παρόλο που ήθελε να μείνει πιστή στις ειρηνιστικές της αρχές, έπρεπε να μάθει την τέχνη της κατασκοπείας. Έμαθε πώς να έρχεται σε επαφή με δίκτυα πληροφοριών, να παραβιάζει κλειδαριές, να αντεπεξέρχεται στις ανακρίσεις, και να πυροβολεί. Τον Ιούνιο του 1943 προσγειώθηκε στην Ανζέρ, νότια του Παρισιού, και κατευθύνθηκε προς την πόλη έχοντας πάνω της ένα πλαστό διαβατήριο, ένα πιστόλι και λίγα γαλλικά φράγκα. Όμως η ομάδα της προδόθηκε. Μία εβδομάδα μετά την αποστολή της, όλοι οι συνάδελφοί της συνελήφθησαν και της ζητήθηκε να γυρίσει πίσω.
While she was determined to take her pacifist principles as far as possible, Noor had to learn the art of espionage. She learned how to contact intelligence networks, pick a lock, resist interrogation and fire a gun. In June 1943 she landed in Angers, south of Paris, and made her way to the city armed with a false passport, a pistol and a few French francs. But her network was compromised. Within a week of her deployment, all her fellow agents were arrested, and Noor was called home.
Έπεισε τους ανωτέρους της να την αφήσουν να μείνει – έτσι θα έκανε μόνη της τη δουλειά έξι ασυρματιστών. Σε λίγους μήνες, κατάφερε να παρέχει εφόδια στη Γαλλική Αντίσταση, έστελνε αναφορές στο Λονδίνο για τη δραστηριότητα των Ναζί, και φρόντιζε την ασφαλή μεταφορά συμμάχων στρατιωτών. Οι πράξεις της συνέδραμαν ουσιαστικά να ενισχυθεί η Γαλλική Αντίσταση και τα συμμαχικά δίκτυα πληροφοριών – και εντέλει στο να λήξει ο πόλεμος.
She convinced her supervisors to let her stay– which meant doing the work of six radio operators singlehandedly. Over the following months, she tracked and transported supplies to the French resistance, sent reports of Nazi activity back to London and arranged safe passage for allied soldiers. This work was essential to building the French resistance and Allied intelligence networks– and, ultimately, ending the war.
Με μόνα όπλα της την ευστροφία και τη γοητεία, υπεξέφευγε συχνά ανακρίσεις. Όταν η Γκεστάπο της έκανε έλεγχο πάνω στο τρένο, τους απέσπασε την προσοχή με τον προτζέκτορά της για ταινίες. Όταν ένας αξιωματικός την είδε να αναρτά μια κεραία, αυτή άρχισε να του λέει πόσο λάτρευε τη μουσική από το ραδιόφωνο – και με τη γοητεία της τον έβαλε να περάσει το καλώδιο. H θητεία της κράτησε τέσσερις μήνες και ήταν πάντα εύστροφη και ευέλικτη. Αλλά η γοητεία της είχε προκαλέσει θανάσιμη ζήλια. Τον Οκτώβριο του 1943, η αδελφή ενός συναδέλφου της, από ζήλια που ο πράκτορας που αγαπούσε ήταν ερωτευμένος με τη Νόορ, πούλησε τη διεύθυνσή της στην Γκεστάπο.
Protected only by her quick thinking and charisma, she frequently talked her way out of questioning. When the Gestapo searched her on the train, she gave them a casual tour of her “film projector.” When an officer spotted her hanging her aerial, she chatted about her passion for listening to music on the radio– and charmed him into helping her set up the cable. In her entire four month tenure, her sharp wits and stealth never failed her. But her charm had inspired lethal jealousy. In October 1943, the sister of a colleague, in love with an agent that loved Noor, sold her address to the Gestapo.
Η Νόορ δεν αποκάλυψε τίποτα για την ομάδα της και σχεδίαζε την απόδρασή της. Κατάφερε να κρύψει ένα κατσαβίδι και έτσι μπόρεσαν να αποδράσουν τη νύχτα από τον φεγγίτη. Αλλά μόλις άρχισαν να τρέχουν για να φύγουν, ήχησαν οι σειρήνες για αεροπορική επίθεση. Ξανασυνέλαβαν τη Νόορ και την έστειλαν σε φυλακή στη Γερμανία, και μετά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου.
Noor refused to give away any information, focusing instead on her escape. Secreting a screwdriver away from the guards, they were able to loosen a skylight and slip out into the night. But just as the prisoners began to run for their lives, an air raid siren alerted her captors. Noor was caught once again and sent to a German prison. Then, on to Dachau concentration camp.
Παρά τα βασανιστήρια, τις στερήσεις και την απομόνωση, δεν αποκάλυψε τίποτα. Πριν την εκτέλεσή της φημολογείται πως φώναξε «Ελευθερία!» Μετά την ηρωική της αυτοθυσία, η Νόορ τιμήθηκε ως ηρωίδα που πολέμησε μυστικά πίσω από τις γραμμές του εχθρού, και ετοίμασε τον δρόμο για την ελευθερία χωρίς να στερήσει ούτε μία ζωή.
Despite being tortured, deprived and isolated, Noor gave nothing away. In the moments before her execution she is thought to have shouted “Liberté!” Since her heroic sacrifice, Noor has been honoured as a hero who waged secret battles behind enemy lines– paving the way for freedom without ever taking a life.