Σήμερα θα κάνουμε το γύρο του κόσμου σε 18 λεπτά. Η βάση δραστηριοτήτων μου είναι οι Η.Π.Α Αλλά ας ξεκινήσουμε από την άλλη μεριά του χάρτη, από το Κυότο της Ιαπωνίας, όπου ζούσα με μία Ιαπωνική οικογένειά κατά τη διάρκεια έρευνας για τη διατριβή μου πριν από 15 χρόνια. Ακόμη και τότε γνώριζα ότι θα συναντούσα πολιτιστικές διαφορές και παρεξηγήσεις, όμως εμφανίζονταν όταν δεν το περίμενα.
Today, I'm going to take you around the world in 18 minutes. My base of operations is in the U.S., but let's start at the other end of the map, in Kyoto, Japan, where I was living with a Japanese family while I was doing part of my dissertational research 15 years ago. I knew even then that I would encounter cultural differences and misunderstandings, but they popped up when I least expected it.
Την πρώτη μου μέρα, πήγα σε ένα εστιατόριο και παράγγειλα μια κούπα πράσινο τσάι με ζάχαρη. Μετά από μια παύση, ο σερβιτόρος είπε: "Δεν βάζουμε ζάχαρη στο πράσινο τσάι." "Το γνωρίζω."απάντησα: "Γνωρίζω το έθιμο. Αλλά μου αρέσει πολύ το τσάι μου να είναι γλυκό." Σε απάντηση, μου έδωσε μια ακόμη πιο ευγενική εκδοχή της ίδιας επεξήγησης. "Δεν βάζουμε ζάχαρη στο πράσινο τσάι." "Το αντιλαμβάνομαι," απάντησα, "ότι οι Ιάπωνες δεν βάζουν ζάχαρη στο πράσινο τσάι τους. Αλλά εγώ θα ήθελα να βάλω λίγη ζάχαρη στο δικό μου πράσινο τσάι." (Γέλιο) Έκπληκτος από την επιμονή μου, ο σερβιτόρος πήγε στον υπεύθυνο. Σε λίγο, έπειτα από μακρά συζήτηση, ο υπεύθυνος ήρθε προς το μέρος μου και είπε, "Σας ζητώ πραγματικά συγνώμη. Δεν έχουμε ζάχαρη." (Γέλιο) Αφού δεν μπορούσα να πιω το τσάι μου όπως το ήθελα, παρήγγειλα μια κούπα καφέ, την οποία ο σερβιτόρος έφερε αμέσως. Δίπλα στο πιατάκι βρίσκονταν δύο σακουλάκια ζάχαρης.
On my first day, I went to a restaurant, and I ordered a cup of green tea with sugar. After a pause, the waiter said, "One does not put sugar in green tea." "I know," I said. "I'm aware of this custom. But I really like my tea sweet." In response, he gave me an even more courteous version of the same explanation. "One does not put sugar in green tea." "I understand," I said, "that the Japanese do not put sugar in their green tea, but I'd like to put some sugar in my green tea." (Laughter) Surprised by my insistence, the waiter took up the issue with the manager. Pretty soon, a lengthy discussion ensued, and finally the manager came over to me and said, "I am very sorry. We do not have sugar." (Laughter) Well, since I couldn't have my tea the way I wanted it, I ordered a cup of coffee, which the waiter brought over promptly. Resting on the saucer were two packets of sugar.
Η αδυναμία μου να εξασφαλίσω μια κούπα γλυκό, πράσινο τσάι δεν οφειλόταν σε μια απλή παρεξήγηση. Οφειλόταν σε μια ουσιώδη διαφορά στις ιδέες μας σχετικά με τις επιλογές. Από την Αμερικανική οπτική μου, όταν μία πελάτης που πληρώνει, κάνει μια λογική απαίτηση σύμφωνα με τις προτιμήσεις της, έχει κάθε δικαίωμα αυτή της η απαίτηση να ικανοποιηθεί. Ο Αμερικανικός τρόπος, παραθέτοντας το Μπέργκερ Κίνγκ, είναι να "γίνεται όπως θες", διότι, όπως τα Στάρμπακς λένε, "η ευτυχία βρίσκεται στις επιλογές σας." (Γέλιο) Όμως από την Ιαπωνική οπτική, είναι καθήκον τους να προστατεύουν εκείνους που δεν γνωρίζουν -- (Γέλιο) σε αυτήν την περίπτωση, την αδαή ξένη - από το να κάνει τη λάθος επιλογή. Ας το παραδεχτούμε: έτσι όπως ήθελα το τσάι μου ήταν ανάρμοστο ως προς το πολιτιστικό πρότυπο και ήθελαν να κάνουν το καλύτερο δυνατό για να διατηρήσω την υπόληψή μου.
My failure to procure myself a cup of sweet, green tea was not due to a simple misunderstanding. This was due to a fundamental difference in our ideas about choice. From my American perspective, when a paying customer makes a reasonable request based on her preferences, she has every right to have that request met. The American way, to quote Burger King, is to "have it your way," because, as Starbucks says, "happiness is in your choices." (Laughter) But from the Japanese perspective, it's their duty to protect those who don't know any better -- (Laughter) in this case, the ignorant gaijin -- from making the wrong choice. Let's face it: the way I wanted my tea was inappropriate according to cultural standards, and they were doing their best to help me save face.
Οι Αμερικανοί τείνουν να πιστεύουν ότι έχουν φτάσει σε κάπιου είδους ζενίθ στην πραγματοποίηση των επιλογών τους. Πιστεύουν ότι η επιλογή, όπως φαίνεται από τον Αμερικανικό φακό, καλύπτει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κάποιο εγγενές και οικουμενικό πόθο για επιλογή που βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους. Δυστυχώς, αυτές οι πεποιθήσεις βασίζονται σε υποθέσεις οι οποίες δεν επαληθεύονται πάντα σε πολλά κράτη και πολλές κουλτούρες. Κάποιες φορές δεν επαληθεύονται και μέσα στα Αμερικανικά σύνορα. Θα ήθελα να συζητήσω κάποιες από αυτές τις υποθέσεις και τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτές. Και καθώς το κάνω, ελπίζω να σκεφτείτε και εσείς μερικές από τις δικές σας υποθέσεις και πώς έχουν διαμορφωθεί από τις εμπειρίες σας.
Americans tend to believe that they've reached some sort of pinnacle in the way they practice choice. They think that choice, as seen through the American lens best fulfills an innate and universal desire for choice in all humans. Unfortunately, these beliefs are based on assumptions that don't always hold true in many countries, in many cultures. At times they don't even hold true at America's own borders. I'd like to discuss some of these assumptions and the problems associated with them. As I do so, I hope you'll start thinking about some of your own assumptions and how they were shaped by your backgrounds.
Πρώτη υπόθεση: εάν μια επιλογή σας επηρεάζει, τότε θα πρέπει να την πάρετε εσείς. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσετε ότι οι προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντά σας θα καλυφθούν στο έπακρο. Είναι ουσιώδες για τη επιτυχία σας. Στην Αμερική, το πρωταρχικό κέντρο επιλογών είναι το άτομο. Τα άτομα πρέπει να διαλέγουν για τον εαυτό τους, διατηρώντας τη θέση τους, ανεξάρτητα από το τί ζητούν ή προτείνουν άλλοι. Αυτό λέγεται "να πιστεύεις στον εαυτό σου." Αλλά επωφελούνται όλα τα άτομα από αυτήν την προσέγγιση στις επιλογές; Ο Μαρκ Λίππερ και εγώ κάναμε μια σειρά από έρευνες στις οποίες αναζητήσαμε την απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Σε μια έρευνα, την οποία πραγματοποιήσαμε στην Τζαπάνταουν στο Σαν Φρανσίσκο, φέραμε παιδιά αγγλο- και ασιατικο- αμερικάνικης καταγωγής, ηλικίας 7 με 9 ετών, στο εργαστήριο, και τα χωρίσαμε σε τρεις ομάδες.
First assumption: if a choice affects you, then you should be the one to make it. This is the only way to ensure that your preferences and interests will be most fully accounted for. It is essential for success. In America, the primary locus of choice is the individual. People must choose for themselves, sometimes sticking to their guns, regardless of what other people want or recommend. It's called "being true to yourself." But do all individuals benefit from taking such an approach to choice? Mark Lepper and I did a series of studies in which we sought the answer to this very question. In one study, which we ran in Japantown, San Francisco, we brought seven- to nine-year-old Anglo- and Asian-American children into the laboratory, and we divided them up into three groups.
Όταν μπήκε η πρώτη ομάδα, τους υποδέχτηκε η κυρία Σμιθ, η οποία τους έδειξε έξι στοίβες με παζλ αναγραμματισμού. Τα παιδιά έπρεπε να διαλέξουν ποια στοίβα αναγραμματισμών θα ήθελαν να κάνουν. Και μπορούσαν να επιλέξουν ακόμα και με τί μαρκαρδόρο ήθελαν να γράψουν τις απαντήσεις τους. Όταν μπήκε η δεύτερη ομάδα, τους φέραμε στο ίδιο δωμάτιο, τους δείξαμε τους ίδιους αναγραμματισμούς, αλλά αυτή τη φορά η κυρία Σμιθ τους είπε ποιους αναγραμματισμούς να λύσουν και με τι μαρκαδόρους να γράψουν τις απαντήσεις τους. Όταν μπήκε η τρίτη ομάδα, ειδοποιήθηκαν ότι οι αναγραμματισμοί τους και οι μαρκαδόροι τους είχαν επιλεγεί από τις μητέρες τους. (Γέλιο) Στην πραγματικότητα, στα παιδιά που τους καθορίστηκε τί να κάνουν, είτε από την κυρία Σμιθ είτε από τις μητέρες τους, δόθηκε η ακριβώς ίδια δραστηριότητα, που οι συνομήλικοί τους στην πρώτη ομάδα είχαν επιλέξει από μόνοι τους.
The first group came in, and they were greeted by Miss Smith, who showed them six big piles of anagram puzzles. The kids got to choose which pile of anagrams they would like to do, and they even got to choose which marker they would write their answers with. When the second group of children came in, they were brought to the same room, shown the same anagrams, but this time Miss Smith told them which anagrams to do and which markers to write their answers with. Now when the third group came in, they were told that their anagrams and their markers had been chosen by their mothers. (Laughter) In reality, the kids who were told what to do, whether by Miss Smith or their mothers, were actually given the very same activity, which their counterparts in the first group had freely chosen.
Με αυτήν την διαδικασία, μπορούσαμε να διασφαλίσουμε ότι όλα τα παιδιά των τριών ομάδων θα έκαναν την ίδια δραστηριότητα, κάνοντας πιο εύκολη τη σύγκριση της απόδοσής τους. Oι μικρές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο διαχειριστήκαμε τη δραστηριότητα προκάλεσαν εντυπωσιακές διαφορές στο πόσο καλά απέδωσαν. Οι 'Αγγλο-Αμερικανοί, έκαναν 2,5 περισσότερους αναγραμματισμούς όταν τους επέλεγαν οι ίδιοι, από ότι όταν είχαν επιλεγεί για αυτούς από την κα Σμιθ ή τις μητέρες τους. Δεν είχε σημασία ποιος έκανε την επιλογή, αν η εργασία επιβάλλονταν από κάποιον άλλο, δεν είχαν καλή απόδοση. Μάλιστα, μερικά παιδιά έδειχναν εμφανώς ντροπιασμένα όταν πληροφορήθηκαν ότι οι μητέρες τους είχαν συμβουλευθεί. (Γέλιο) Ένα κορίτσι που λέγεται Μαίρη είπε: "Ρωτήσατε τη μητέρα μου;"
With this procedure, we were able to ensure that the kids across the three groups all did the same activity, making it easier for us to compare performance. Such small differences in the way we administered the activity yielded striking differences in how well they performed. Anglo-Americans, they did two and a half times more anagrams when they got to choose them, as compared to when it was chosen for them by Miss Smith or their mothers. It didn't matter who did the choosing, if the task was dictated by another, their performance suffered. In fact, some of the kids were visibly embarrassed when they were told that their mothers had been consulted. (Laughter) One girl named Mary said, "You asked my mother?"
(Γέλιο)
(Laughter)
Σε αντίθεση, τα Ασιατικο-Αμερικανάκια είχαν την καλύτερη απόδοση όταν πίστευαν ότι οι μητέρες τους είχαν κάνει την επιλογή, τη δεύτερη καλύτερη όταν επέλεγαν τα ίδια και τη λιγότερο καλή όταν την έκανε η κυρία Σμιθ. Ένα κορίτσι που λέγεται Νατσούμι πλησίασε μάλιστα την κα Σμιθ καθώς έφευγε από το δωμάτιο τράβηξε τη φούστα της και ρώτησε: "Μπορείτε να πείτε στη μαμά μου ότι το έκανα όπως ακριβώς το ζήτησε;" Τα παιδιά που ήταν Αμερικάνοι πρώτης γενιάς επηρεαζόταν πολύ από τον τρόπο που οι μετανάστες γονείς τους προσέγγιζαν τις επιλογές. Για εκείνους, οι επιλογές τους δεν ήταν μόνο ένας τρόπος για να ορίσουν και να επιβάλλουν την ατομικότητά τους, αλλά ένας τρόπος να δημιουργήσουν κοινωνικούς δεσμούς και αρμονία με το να συγκλίνουν με τις επιλογές των ανθρώπων που εμπιστεύονταν και σέβονταν. Αν είχαν κάποια ιδέα του να πιστεύεις στον εαυτό σου, τότε αυτός ο εαυτός, πολύ πιθανόν, αποτελούταν, όχι από ένα άτομο, αλλά από μια ομάδα. Η επιτυχία του ατόμου αφορά, στον ίδιο βαθμό, το να ικανοποιεί κεντρικά πρόσωπα όσο και να ικανοποιεί τις προσωπικές του προτιμήσεις. Ή, θα μπορούσαμε να πούμε οι ατομικές προτιμήσεις διαμορφώθηκαν από τις προτιμήσεις συγκεκριμένων άλλων ατόμων.
In contrast, Asian-American children performed best when they believed their mothers had made the choice, second best when they chose for themselves, and least well when it had been chosen by Miss Smith. A girl named Natsumi even approached Miss Smith as she was leaving the room and tugged on her skirt and asked, "Could you please tell my mommy I did it just like she said?" The first-generation children were strongly influenced by their immigrant parents' approach to choice. For them, choice was not just a way of defining and asserting their individuality, but a way to create community and harmony by deferring to the choices of people whom they trusted and respected. If they had a concept of being true to one's self, then that self, most likely, [was] composed, not of an individual, but of a collective. Success was just as much about pleasing key figures as it was about satisfying one's own preferences. Or, you could say that the individual's preferences were shaped by the preferences of specific others.
Η υπόθεση, τότε, ότι κάνουμε το καλύτερο όταν ο ιδιωτικός μας εαυτός επιλέγει ισχύει μόνο όταν αυτός ο εαυτός είναι σαφώς διαχωρισμένος από τα άλλα άτομα. Ενώ, σε αντίθεση, όταν δύο ή περισσότερα άτομα βλέπουν τις επιλογές και τα αποτελέσματά τους σαν στενά συνδεδεμένα, τότε μπορούν να αλληλοενισχύσουν την επιτυχία του καθενός με το να κατευθύνουν τις επιλογές τους σε μια ομαδική πράξη. Με το να επιμείνουν να επιλέγουν ανεξάρτητα, ίσως να θέσει σε κίνδυνο την απόδοση και των δύο καθώς και την σχέσης τους. Παρ' όλ' αυτά, αυτό ακριβώς είναι που απαιτεί το Αμερικανικό πρότυπο. Αφήνει λίγο χώρο για αλληλεξάρτηση ή κάποια αποδοχή ατομικών λαθών. Απαιτεί όλοι να αντιμετωπίζουν την επιλογή σαν μια ιδιωτική και αυτο-καθοριστική πράξη. Τα άτομα που έχουν μεγαλώσει με αυτό το πρότυπο μπορεί να το βρίσκουν προτρεπτικό. Αλλά είναι λάθος να υποθέσουμε ότι όλοι ευημερούν κάτω από την πίεση του να επιλέγουν μόνοι.
The assumption then that we do best when the individual self chooses only holds when that self is clearly divided from others. When, in contrast, two or more individuals see their choices and their outcomes as intimately connected, then they may amplify one another's success by turning choosing into a collective act. To insist that they choose independently might actually compromise both their performance and their relationships. Yet that is exactly what the American paradigm demands. It leaves little room for interdependence or an acknowledgment of individual fallibility. It requires that everyone treat choice as a private and self-defining act. People that have grown up in such a paradigm might find it motivating, but it is a mistake to assume that everyone thrives under the pressure of choosing alone.
Η δεύτερη υπόθεση που κατατοπίζει την αμερικανική οπτικής ως προς την επιλογή είναι κάπως έτσι: Όσο περισσότερες επιλογές έχεις, τόσο πιο πιθανό είναι να κάνεις την καλύτερη επιλογή. Οπότε να σε δούμε Γουόλμαρτ με τα 100.000 διαφορετικά προϊόντα, Άμαζον με τα 27 εκατομμύρια βιβλία και Match.com με - πόσες είναι τώρα; - 15 εκατομμύρια δυνατότητες να βρούμε ταίρι. Σίγουρα θα βρείτε το τέλειο ταίρι. Ας εξετάσουμε αυτήν την υπόθεση πηγαίνοντας στην Ανατολική Ευρώπη. Εδώ, πήρα συνέντευξεις από ανθρώπους που ήταν κάτοικοι πρώην κομουνιστικών κρατών, που είχαν όλοι αντιμετωπίσει την πρόκληση της μετάβασης σε μία πιο δημοκρατική και καπιταλιστική κοινωνία. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις ήρθε όχι από κάποια απάντηση σε ερώτηση, αλλά από μια απλή χειρονομία φιλοξενίας. Όταν οι συμμετέχοντες έφτασαν για τις συνεντεύξεις τους προσέφερα μια σειρά από αναψυκτικά, Kόκα Κόλα, Κόλα Διέτης, Σπράιτ - εφτά διαφορετικά, για να είμαι ακριβής.
The second assumption which informs the American view of choice goes something like this. The more choices you have, the more likely you are to make the best choice. So bring it on, Walmart, with 100,000 different products, and Amazon, with 27 million books and Match.com with -- what is it? -- 15 million date possibilities now. You will surely find the perfect match. Let's test this assumption by heading over to Eastern Europe. Here, I interviewed people who were residents of formerly communist countries, who had all faced the challenge of transitioning to a more democratic and capitalistic society. One of the most interesting revelations came not from an answer to a question, but from a simple gesture of hospitality. When the participants arrived for their interview, I offered them a set of drinks: Coke, Diet Coke, Sprite -- seven, to be exact.
Κατά την πρώτη περίοδο, η οποία ήταν στη Ρωσία, ένας από τους συμμετέχοντες έκανε ένα σχόλιο το οποίο πράγματι με έπιασε απροετοίμαστη. "Μα, δεν έχει νόημα. Όλα είναι αναψυκτικά. Η επιλογή είναι μόνο μία." (Μουρμουρητό) Ξαφνιάστηκα τόσο από αυτό το σχόλιο, που από τότε ξεκίνησα να προσφέρω σε όλους τους συμμετέχοντες αυτά τα εφτά αναψυκτικά. Και τους ρώτησα,"Πόσες επιλογές έχετε;" Ξανά και ξανά, αντιλαμβάνονταν τα εφτά διαφορετικά αναψυκτικά, όχι ως εφτά επιλογές, αλλά ως μία επιλογή: αναψυκτικό ή μη αναψυκτικό. Όταν εισήγαγα χυμό και νερό ως πρόσθετα στα εφτά αναψυκτικά, τώρα έβλεπαν ότι είχαν μόνο τρεις επιλογές - χυμό, νερό και αναψυκτικό. Συγκρίνετέ το τώρα αυτό με την πλήρη αφοσίωση πολλών Αμερικανών, όχι μόνο σε μία συγκεκριμένη γεύση αναψυκτικού, αλλά και σε μία συγκεκριμένη μάρκα. Ξέρετε, η έρευνα έχει επανειλημμένα δείξει ότι δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη διαφορά μεταξύ Κόκα Κόλα και Πέπσι. Φυσικά, εσείς κι εγώ γνωρίζουμε ότι η Κόκα Κόλα είναι η καλύτερη επιλογή.
During the very first session, which was run in Russia, one of the participants made a comment that really caught me off guard. "Oh, but it doesn't matter. It's all just soda. That's just one choice." (Murmuring) I was so struck by this comment that from then on, I started to offer all the participants those seven sodas, and I asked them, "How many choices are these?" Again and again, they perceived these seven different sodas, not as seven choices, but as one choice: soda or no soda. When I put out juice and water in addition to these seven sodas, now they perceived it as only three choices -- juice, water and soda. Compare this to the die-hard devotion of many Americans, not just to a particular flavor of soda, but to a particular brand. You know, research shows repeatedly that we can't actually tell the difference between Coke and Pepsi. Of course, you and I know that Coke is the better choice.
(Γέλια)
(Laughter)
Για τους μοντέρνους Αμερικανούς που εκτίθενται σε περισσότερες επιλογές και διαφημίσεις που αφορούν επιλογές όσο κανείς άλλος στον κόσμο, η επιλογή αφορά τόσο το ποιοί είναι όσο και το τί είναι το προϊόν. Συνδυάστε αυτό με την υπόθεση ότι είναι πάντα καλύτερο να έχουμε περισσότερες επιλογές κι έχετε μια ομάδα ανθρώπων για τους οποίους κάθε μικρή διαφορά είναι σημαντική και έτσι κάθε επιλογή μετράει. Όμως για τους Βαλκάνιους, η ξαφνική διαθεσιμότητα όλων αυτών των καταναλωτικών προϊόντων στην αγορά ήταν κατακλυσμική. Πλημμύρισαν με επιλογές πριν ακόμη μπορέσουν να διαμαρτυρηθούν ότι δεν ξέρουν να κολυμπούν. Όταν ρωτήσαμε, "Ποιες λέξεις και εικόνες συσχετίζετε με την επιλογή;" Ο Γρέγορς από τη Βαρσοβία είπε: "Α, για εμένα είναι ο φόβος. Βλέπε υπάρχουν διλήμματα. Έχω συνηθίσει να μην έχω επιλογές." Ο Μπούντιν από το Κίεβο είπε απαντώντας στο πως αισθάνεται με την νέα καταναλωτική αγορά, "Είναι πάρα πολύ. Δε χρειαζόμαστε όλα όσα είναι εκεί." Ένας κοινωνιολόγος από την Υπηρεσία Στατιστικών Ερευνών της Βαρσοβίας εξήγησε: "Η παλαιότερη γενιά πήδηξε από το τίποτα σε αναρίθμητες επιλογές παντού. Δεν τους δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να μάθουν πως να αντιδράσουν." Και ο Τομάς, ένας νέος Πολωνός είπε, "Δεν χρειάζομαι είκοσι είδη τσίχλας. Δεν εννοώ ότι δε θέλω να έχω επιλογές, αλλά αρκετές από αυτές είναι τεχνητές."
For modern Americans who are exposed to more options and more ads associated with options than anyone else in the world, choice is just as much about who they are as it is about what the product is. Combine this with the assumption that more choices are always better, and you have a group of people for whom every little difference matters and so every choice matters. But for Eastern Europeans, the sudden availability of all these consumer products on the marketplace was a deluge. They were flooded with choice before they could protest that they didn't know how to swim. When asked, "What words and images do you associate with choice?" Grzegorz from Warsaw said, "Ah, for me it is fear. There are some dilemmas you see. I am used to no choice." Bohdan from Kiev said, in response to how he felt about the new consumer marketplace, "It is too much. We do not need everything that is there." A sociologist from the Warsaw Survey Agency explained, "The older generation jumped from nothing to choice all around them. They were never given a chance to learn how to react." And Tomasz, a young Polish man said, "I don't need twenty kinds of chewing gum. I don't mean to say that I want no choice, but many of these choices are quite artificial."
Στην πραγματικότητα, πολλές επιλογές εμφανίζονται μεταξύ αντικειμένων που δεν είναι τόσο διαφορετικά. Η αξία της επιλογής βασίζεται στην ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τις διαφορές μεταξύ των επιλογών. Οι Αμερικανοί εκπαιδεύονται όλη τους τη ζωή να παίζουν "βρες τη διαφορά." Η πρακτική ξεκινάει από τόσο νεαρή ηλικία που φτάνουν να πιστεύουν ότι όλοι πρέπει να γεννιόνται με αυτήν την ικανότητα. Στην πραγματικότητα, ενώ όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται μια βασική ανάγκη και πόθο για επιλογή, δεν βλέπουμε όλοι επιλογές στα ίδια μέρη ή στο ίδιο εύρος. Όταν κάποιος δεν μπορεί να δει πως μια επιλογή είναι διαφορετική από κάποια άλλη, ή όταν υπάρχουν τόσες πολλές επιλογές να συγκρίνεις και να αντιπαραθέσεις, η διαδικασία της επιλογής μπορεί να προκαλέσει σύγχυση και απογοήτευση. Αντί να κάνουμε καλύτερες επιλογές, κατακλυζόμαστε από επιλογές, και μερικές φορές μάλιστα να τις φοβόμαστε. Η επιλογή δεν προσφέρει πια ευκαιρίες, αλλά επιβάλλει περιορισμούς. Δεν είναι απελευθερωτική, αλλά αποπνικτική λόγω ασήμαντων λεπτομερειών. Με άλλα λόγια, η επιλογή μπορεί να εξελιχθεί σε ακριβώς το αντίθετο από ό,τι αντιπροσωπεύει στην Αμερική όταν ρίχνεται σε εκείνους που δεν είναι επαρκώς έτοιμοι να την αντιμετωπίσουν. Όμως δεν είναι μόνο οι άλλοι άνθρωποι σε άλλα μέρη που αισθάνονται την πίεση των όλο και αυξανόμενων επιλογών. Οι Αμερικανοί οι ίδιοι ανακαλύπτουν ότι οι απεριόριστες επιλογές δείχνουν πιο ελκυστικές στη θεωρία απ' ότι είναι στην πράξη.
In reality, many choices are between things that are not that much different. The value of choice depends on our ability to perceive differences between the options. Americans train their whole lives to play "spot the difference." They practice this from such an early age that they've come to believe that everyone must be born with this ability. In fact, though all humans share a basic need and desire for choice, we don't all see choice in the same places or to the same extent. When someone can't see how one choice is unlike another, or when there are too many choices to compare and contrast, the process of choosing can be confusing and frustrating. Instead of making better choices, we become overwhelmed by choice, sometimes even afraid of it. Choice no longer offers opportunities, but imposes constraints. It's not a marker of liberation, but of suffocation by meaningless minutiae. In other words, choice can develop into the very opposite of everything it represents in America when it is thrust upon those who are insufficiently prepared for it. But it is not only other people in other places that are feeling the pressure of ever-increasing choice. Americans themselves are discovering that unlimited choice seems more attractive in theory than in practice.
Όλοι μας έχουμε υλικούς, πνευματικούς και συναισθηματικούς περιορισμούς που το κάνουν αδύνατο να επεξεργαστούμε κάθε μία επιλογή που συναντούμε, ακόμη και στο μανάβικο, πόσο μάλλον στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής μας. Αρκετές από τις έρευνές μου έχουν δείξει ότι όταν δίνεις στους ανθρώπους 10 ή περισσότερες επιλογές όταν έρχεται η ώρα να επιλέξουν, παίρνουν κακές αποφάσεις, είτε αφορά την ασφάλεια υγείας, είτε επενδύσεις είτε άλλα σημαντικά θέματα. Κι όμως, αρκετοί από εμάς πιστεύουν ότι πρέπει να κάνουμε εμείς όλες τις επιλογές μας και να ψάχνουμε ακόμη περισσότερες.
We all have physical, mental and emotional (Laughter) limitations that make it impossible for us to process every single choice we encounter, even in the grocery store, let alone over the course of our entire lives. A number of my studies have shown that when you give people 10 or more options when they're making a choice, they make poorer decisions, whether it be health care, investment, other critical areas. Yet still, many of us believe that we should make all our own choices and seek out even more of them.
Αυτό με φέρνει στη τρίτη και ίσως πιο προβληματική υπόθεση: "Δεν πρέπει πoτέ να λες όχι στην επιλογή." Για να το εξετάσουμε αυτό, ας πάμε πίσω στις Η.Π.Α και μετά ας διασχίσουμε τον ωκεανό προς τη Γαλλία. Ακριβώς έξω από το Σικάγο, ένα νεαρό ζευγάρι, η Σούζαν και ο Ντάνιελ Μίτσελ, ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το πρώτο τους παιδί. Είχαν ήδη διαλέξει ένα όνομα για εκείνη, Μπάρμπαρα, από τη γιαγιά της. Ένα βράδυ, όταν η Σούζαν ήταν εφτά μηνών έγκυος, άρχισε να αισθάνεται συστολές και μεταφέρθηκε άμεσα στα επείγοντα. Το μωρό γεννήθηκε μέσω καισαρικής, όμως η Μπάρμπαρα υπέστη εγκεφαλική ανοξία, έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο. Ανίκανη να αναπνεύσει από μόνη της, συνδέθηκε στον αναπνευστήρα. Δύο ημέρες αργότερα, οι γιατροί έδωσαν στους Μίτσελς μία επιλογή. Μπορούσαν είτε να βγάλουν τη Μπάρμπαρα από τα μηχανήματα υποστήριξης, στην οποία περίπτωση θα πέθαινε μέσα σε μερικές ώρες ή να την κρατήσουν στην μηχανική υποστήριξη, στην οποία περίπτωση ίσως να πέθαινε σε μερικές ημέρες. Εάν επιβίωνε, θα ήταν εγκεφαλικά νεκρή, ανίκανη ποτέ να περπατήσει, να μιλήσει ή να συναναστραφεί με άλλους. Τι έκαναν; Τι θα έκανε κάθε γονιός;
This brings me to the third, and perhaps most problematic, assumption: "You must never say no to choice." To examine this, let's go back to the U.S. and then hop across the pond to France. Right outside Chicago, a young couple, Susan and Daniel Mitchell, were about to have their first baby. They'd already picked out a name for her, Barbara, after her grandmother. One night, when Susan was seven months pregnant, she started to experience contractions and was rushed to the emergency room. The baby was delivered through a C-section, but Barbara suffered cerebral anoxia, a loss of oxygen to the brain. Unable to breathe on her own, she was put on a ventilator. Two days later, the doctors gave the Mitchells a choice: They could either remove Barbara off the life support, in which case she would die within a matter of hours, or they could keep her on life support, in which case she might still die within a matter of days. If she survived, she would remain in a permanent vegetative state, never able to walk, talk or interact with others. What do they do? What do any parent do?
Σε μία έρευνα που διεξήγαγα με τη Σιμόνα Μπόττι και την Κριστίνα Ορφάλι, πήραμε σε Αμερικανούς και Γάλλους γονείς συνεντεύξεις. Όλοι είχαν υποστεί την ίδια τραγωδία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η υποστήριξη ζωής αφαιρέθηκε και τα νεογνά είχαν αποβιώσει. Όμως υπήρξε μία μεγάλη διαφορά. Στη Γαλλία, οι γιατροί αποφάσιζαν εάν και πότε η υποστήριξη ζωής θα απομακρυνόταν, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, η τελική απόφαση αφηνόταν στους γονείς. Αναρωτηθήκαμε: Επηρεάζει αυτό πώς οι γονείς αντιμετωπίζουν την απώλεια του αγαπημένου τους; Ανακαλύψαμε ότι ήταν έτσι. Ακόμη και ένα χρόνο μετά, οι Αμερικανοί γονείς ήταν πιο πιθανό να εκφράσουν αρνητικά συναισθήματα, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους Γάλλους γονείς. Οι Γάλλοι γονείς ήταν πιο πιθανό να πουν πράγματα όπως, "Ο Νόα ήταν εδώ τόσο λίγο, αλλά μας έμαθε τόσα πολλά. Μας έδωσε μια νέα οπτική για τη ζωή."
In a study I conducted with Simona Botti and Kristina Orfali, American and French parents were interviewed. They had all suffered the same tragedy. In all cases, the life support was removed, and the infants had died. But there was a big difference. In France, the doctors decided whether and when the life support would be removed, while in the United States, the final decision rested with the parents. We wondered: does this have an effect on how the parents cope with the loss of their loved one? We found that it did. Even up to a year later, American parents were more likely to express negative emotions, as compared to their French counterparts. French parents were more likely to say things like, "Noah was here for so little time, but he taught us so much. He gave us a new perspective on life."
Οι Αμερικάνοι γονείς ήταν πιο πιθανό να πουν πράγματα όπως, "Τι θα συνέβαινε αν; Τι θα συνέβαινε αν;" Ένας άλλος γονιός παραπονιόταν: "Αισθάνομαι σαν να με βασάνισαν σκόπιμα. Πώς με έβαλαν να κάνω αυτό το πράγμα;" Ένας άλλος γονιός είπε: "Αισθάνομαι σαν να συμμετείχα σε μία εκτέλεση." Αλλά όταν οι Αμερικανοί γονείς ερωτήθηκαν αν θα ήθελαν καλύτερα οι γιατροί να είχαν πάρει την απόφαση, όλοι είπαν, "Όχι." Δεν μπορούσαν να φανταστούν να δώσουν αυτή την επιλογή σε κάποιον άλλο, ακόμη και αν το να κάνουν αυτή την επιλογή τους έκανε να αισθανθούν εγκλωβισμένοι, ένοχοι, οργισμένοι. Σε μερικές περιπτώσεις πέσαν μάλιστα σε μείζονα κατάθλιψη. Αυτοί οι γονείς δεν μπορούσαν να διανοηθούν να παρατήσουν την επιλογή, διότι με το να το κάνουν, θα εναντιώνονταν σε ό,τι είχαν μάθει και ό,τι είχαν φτάσει πια να πιστεύουν για την ισχύ και το σκοπό των επιλογών.
American parents were more likely to say things like, "What if? What if?" Another parent complained, "I feel as if they purposefully tortured me. How did they get me to do that?" And another parent said, "I feel as if I've played a role in an execution." But when the American parents were asked if they would rather have had the doctors make the decision, they all said, "No." They could not imagine turning that choice over to another, even though having made that choice made them feel trapped, guilty, angry. In a number of cases they were even clinically depressed. These parents could not contemplate giving up the choice, because to do so would have gone contrary to everything they had been taught and everything they had come to believe about the power and purpose of choice.
Στην εργασία της, "Το Λευκό Σημειωματάριο" η Τζόαν Ντίντιον γράφει: "Λέμε στους εαυτούς μας ιστορίες έτσι ώστε να ζήσουμε. Ερμηνεύουμε αυτά που βλέπουμε, επιλέγουμε τις πιο εφικτές από πολλαπλές επιλογές. Ζούμε εξ ολοκλήρου υπό την επιβολή ενός αφηγηματικού μίτου επάνω σε ανόμοιες παραστάσεις, στη σκιά ιδεών με τις οποίες μάθαμε να παγώνουμε την μεταλλασσόμενη φαντασμαγορία που είναι τα αληθινά μας βιώματα." Η ιστορία που διηγούνται οι Αμερικανοί, η ιστορία στην οποία στηρίζεται το Αμερικανικό όνειρο, είναι η ιστορία των απεριόριστων επιλογών. Αυτή η αφήγηση υπόσχεται τόσα πολλά: ελευθερία, ευτυχία, επιτυχία. Απλώνει τον κόσμο στα πόδια σου και λέει, "Μπορείς να έχεις οτιδήποτε, τα πάντα." Είναι εξαιρετική ιστορία και είναι κατανοητό γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να την επανεξετάσουν. Αλλά εάν τη δείτε πιο προσεχτικά, θα αρχίσετε να βλέπετε τα κενά και θα αρχίσετε να βλέπετε ότι η ιστορία μπορεί να ειπωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
In her essay, "The White Album," Joan Didion writes, "We tell ourselves stories in order to live. We interpret what we see, select the most workable of the multiple choices. We live entirely by the imposition of a narrative line upon disparate images, by the idea with which we have learned to freeze the shifting phantasmagoria, which is our actual experience." The story Americans tell, the story upon which the American dream depends, is the story of limitless choice. This narrative promises so much: freedom, happiness, success. It lays the world at your feet and says, "You can have anything, everything." It's a great story, and it's understandable why they would be reluctant to revise it. But when you take a close look, you start to see the holes, and you start to see that the story can be told in many other ways.
Οι Αμερικανοί έχουν προσπαθήσει τόσο πολύ να διαδώσουν τις ιδέες τους σχετικά με την επιλογή, πιστεύοντας ότι όλοι θα, ή θα έπρεπε να, τους υποδεχθούν με ανοιχτές καρδιές και μυαλό. Όμως τα βιβλία της ιστορίας καθώς και οι εφημερίδες μας λένε ότι δεν είναι πάντα έτσι. Η φαντασμαγορία, το αληθινό βίωμα που προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να οργανώσουμε μέσω της αφήγησης, διαφέρει από μέρος σε μέρος. Καμία αφήγηση δε μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική που μπορεί να εξυπηρετεί τους πάντες, παντού. Επιπλέον, οι Αμερικανοί οι ίδιοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την ενσωμάτωση νέων προοπτικών στη δική τους αφήγηση, η οποία οδηγεί τις επιλογές τους για τόσο καιρό.
Americans have so often tried to disseminate their ideas of choice, believing that they will be, or ought to be, welcomed with open hearts and minds. But the history books and the daily news tell us it doesn't always work out that way. The phantasmagoria, the actual experience that we try to understand and organize through narrative, varies from place to place. No single narrative serves the needs of everyone everywhere. Moreover, Americans themselves could benefit from incorporating new perspectives into their own narrative, which has been driving their choices for so long.
Ο Ρόμπερτ Φροστ είπε κάποτε: "Η ποίηση είναι αυτή που χάνεται στη μετάφραση." Αυτό υποδεικνύει ότι ό,τι είναι όμορφο και συγκινητικό, ό,τι μας κάνει να βλέπουμε με διαφορετικό τρόπο, δεν μπορεί να μεταδοθεί σε εκείνους που μιλούν διαφορετική γλώσσα. Όμως ο Τζόσεφ Μπρόντσκυ είπε ότι: "Είναι η ποίηση που αποκτάται στη μετάφραση", υποδεικνύοντας ότι η μετάφραση μπορεί να είναι μία δημιουργική, και μετασχηματιστική πράξη. Στο ζήτημα των επιλογών, έχουμε πολύ περισσότερα να κερδίσουμε από το να χάσουμε με το να έρθουμε σε επαφή με τις τόσες ερμηνείες των αφηγήσεων. Αντί να αντικαθιστούμε μια ιστορία με μία άλλη, μπορούμε να μάθουμε από και να απολαύσουμε τις τόσες εκδοχές που υπάρχουν καθώς και εκείνες που έπονται. Από όπου και αν είμαστε, όποια και αν είναι η αφήγησή μας, όλοι έχουμε την ευθύνη να ανοίξουμε τους εαυτούς μας σε μια ευρύτερη ποικιλία των δυνατοτήτων των επιλογών καθώς και το τι αναπαριστούν. Και αυτό δεν οδηγεί σε παράλυση του ηθικού σχετικισμού. Αντιθέτως, μας μαθαίνει πότε και πώς να δρούμε. Μας φέρνει πιο κοντά στο να αντιληφθούμε τις πλήρεις δυνατότητες των επιλογών, στο να εμπνεύσουμε την ελπίδα και να αποκτήσουμε την ελευθερία που υπόσχονται οι επιλογές, που όμως δε φέρνουν πάντα. Αν μάθουμε να μιλάμε ο ένας στον άλλο, ανεξάρτητα με το αν είναι μέσω μετάφρασης, τότε θα μπορέσουμε να δούμε τις επιλογές μέσα στην παραδοξότητα, την πολυπλοκότητα και την ακαταμάχητη ομορφιά τους.
Robert Frost once said that, "It is poetry that is lost in translation." This suggests that whatever is beautiful and moving, whatever gives us a new way to see, cannot be communicated to those who speak a different language. But Joseph Brodsky said that, "It is poetry that is gained in translation," suggesting that translation can be a creative, transformative act. When it comes to choice, we have far more to gain than to lose by engaging in the many translations of the narratives. Instead of replacing one story with another, we can learn from and revel in the many versions that exist and the many that have yet to be written. No matter where we're from and what your narrative is, we all have a responsibility to open ourselves up to a wider array of what choice can do, and what it can represent. And this does not lead to a paralyzing moral relativism. Rather, it teaches us when and how to act. It brings us that much closer to realizing the full potential of choice, to inspiring the hope and achieving the freedom that choice promises but doesn't always deliver. If we learn to speak to one another, albeit through translation, then we can begin to see choice in all its strangeness, complexity and compelling beauty.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)
Μπρούνο Γκιουσάνι: Σας ευχαριστούμε. Σίνα, υπάρχει μια λεπτομέρεια στο βιογραφικό σου που δεν έχουμε γράψει στο πρόγραμμα. Που όμως τώρα είναι εμφανής σε όλους εδώ μέσα. Είσαι τυφλή. Και νομίζω πως ένα από τα ερωτήματα που έχουν όλοι είναι: Πώς αυτό επηρεάζει τη μελέτη σου για τις επιλογές, καθότι είναι μια δραστηριότητα που για τους περισσότερους ανθρώπους σχετίζεται με οπτικά ερεθίσματα όπως η αισθητική, το χρώμα κ.ο.κ;
Bruno Giussani: Thank you. Sheena, there is a detail about your biography that we have not written in the program book. But by now it's evident to everyone in this room. You're blind. And I guess one of the questions on everybody's mind is: How does that influence your study of choosing because that's an activity that for most people is associated with visual inputs like aesthetics and color and so on?
Σίνα Λυένγκαρ: Ξέρετε, είναι ενδιαφέρον που το ρωτάτε, διότι ένα από τα πράγματα που είναι ενδιαφέροντα όντας κάποιος τυφλός, είναι ότι έχει στην πραγματικότητα μια πλεονεκτική θέση όταν παρατηρεί το τρόπο που κάνουν τις επιλογές τους άνθρωποι που βλέπουν. Και όπως μόλις αναφέρατε, υπάρχουν πολλές επιλογές εκεί έξω οι οποίες είναι κυρίως οπτικές στις μέρες μας. Ναί, -όπως αναμένατε - μπερδεύομαι αρκετά από επιλογές όπως τί χρώμα βερνίκι νυχιών να βάλω, γιατί πρέπει να στηριχθώ στις προτάσεις των άλλων. Και δε μπορώ να αποφασίσω. Κάποια στιγμή, βρισκόμουν σε ένα κέντρο αισθητικής και προσπαθούσα να αποφασίσω μεταξύ δύο πολύ ανοιχτών αποχρώσεων του ροζ. Η μία λεγόταν "Πουέντ." και η άλλη λεγόταν "Αξιολάτρευτο," (Γέλιο) Οπότε ρώτησα δύο κυρίες. Η μία κυρία μου είπε: "Πρέπει οπωσδήποτε να βάλετε το 'Πουέντ.'" "Και πώς μοιάζει, λοιπόν;" "Είναι μία πολύ κομψή απόχρωση του ροζ." "Εντάξει, τέλεια." Η άλλη κυρία μου είπε να βάλω το "Αξιολάτρευτο." "Πώς φαίνεται αυτό;" "Είναι μια εντυπωσιακή απόχρωση του ροζ." Οπότε ρώτησα και τις δύο: "Και πώς τις ξεχωρίζει κανείς; Τί είναι αυτό που τις διακρίνει;" Και εκείνες απάντησαν: "Η μία είναι κομψή, κι η άλλη εντυπωσιακή." Εντάξει, το έπιασα αυτό. Και το μόνο πράγμα στο οποίο συμφώνησαν ήταν ότι: ξέρετε, αν τις έβλεπα, θα μπορούσα ξεκάθαρα να δω τη διαφορά τους.
Sheena Iyengar: Well, it's funny that you should ask that because one of the things that's interesting about being blind is you actually get a different vantage point when you observe the way sighted people make choices. And as you just mentioned, there's lots of choices out there that are very visual these days. Yeah, I -- as you would expect -- get pretty frustrated by choices like what nail polish to put on because I have to rely on what other people suggest. And I can't decide. And so one time I was in a beauty salon, and I was trying to decide between two very light shades of pink. And one was called "Ballet Slippers." And the other one was called "Adorable." (Laughter) And so I asked these two ladies, and the one lady told me, "Well, you should definitely wear 'Ballet Slippers.'" "Well, what does it look like?" "Well, it's a very elegant shade of pink." "Okay, great." The other lady tells me to wear "Adorable." "What does it look like?" "It's a glamorous shade of pink." And so I asked them, "Well, how do I tell them apart? What's different about them?" And they said, "Well, one is elegant, the other one's glamorous." Okay, we got that. And the only thing they had consensus on: well, if I could see them, I would clearly be able to tell them apart.
(Γέλιο)
(Laughter)
Και αναρωτήθηκα εάν τους επηρέαζε το όνομα ή το περιεχόμενο του χρώματος. Οπότε αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα. Έφερα τα δύο βερνίκια στο εργαστήριο και αφαίρεσα τις ετικέτες. Έπειτα έφερα γυναίκες στο εργαστήριο και τις ρώτησα: "Ποιο από τα δύο θα επιλέγατε;" Το 50% των γυναικών με κατηγόρησαν ότι είναι κόλπο, ότι έβαλα το ίδιο βερνίκι και στα δύο μπουκαλάκια. (Γέλιο) (Χειροκρότημα) Οπότε στο σημείο αυτό αρχίζεις να αναρωτιέσαι ποιός πραγματικά εξαπατάται. Τώρα σχετικά με τις γυναίκες που τα ξεχώριζαν, όταν βγάλαμε τις ετικέτες, διάλεξαν το "Αξιολάτρευτο," και με τις ετικέτες στη θέση τους διάλεξαν το "Πουέντ." Έτσι, από όσο μπορώ να καταλαβαίνω, ένα ρόδο με ένα άλλο όνομα πιθανότατα να φαίνεται διαφορετικό κι ίσως ακόμη να μυρίζει και διαφορετικά.
And what I wondered was whether they were being affected by the name or the content of the color, so I decided to do a little experiment. So I brought these two bottles of nail polish into the laboratory, and I stripped the labels off. And I brought women into the laboratory, and I asked them, "Which one would you pick?" 50 percent of the women accused me of playing a trick, of putting the same color nail polish in both those bottles. (Laughter) (Applause) At which point you start to wonder who the trick's really played on. Now, of the women that could tell them apart, when the labels were off, they picked "Adorable," and when the labels were on, they picked "Ballet Slippers." So as far as I can tell, a rose by any other name probably does look different and maybe even smells different.
Μπ.Γκ.: Σε ευχαριστούμε. Σίνα Λυένγκαρ. Σε ευχαριστούμε Σέινα.
BG: Thank you. Sheena Iyengar. Thank you Sheena.
(Χειροκρότημα)
(Applause)