Θα μιλήσω για μια ξεχασμένη διαμάχη. Μια διαμάχη που σπάνια φτάνει στα πρωτοσέλιδα. Συμβαίνει σε αυτή τη χώρα, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
I want to speak about a forgotten conflict. It's a conflict that rarely hits the headlines. It happens right here, in the Democratic Republic of Congo.
Οι περισσότεροι που ζουν εκτός Αφρικής δεν ξέρουν πολλά για αυτόν τον πόλεμο, γι' αυτό θα σας δώσω μερικά βασικά στοιχεία. Είναι η διαμάχη με τα περισσότερα θύματα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει οδηγήσει σε σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια θανάτους. Εδώ και 18 χρόνια, αποσταθεροποιεί την περιοχή της Κεντρικής Αφρικής. Είναι η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση σε εξέλιξη παγκοσμίως.
Now, most people outside of Africa don't know much about the war in Congo, so let me give you a couple of key facts. The Congolese conflict is the deadliest conflict since World War II. It has caused almost four million deaths. It has destabilized most of Central Africa for the past 18 years. It is the largest ongoing humanitarian crisis in the world.
Γι' αυτόν τον λόγο πήγα πρώτη φορά στο Κονγκό το 2001. Ήμουν νέα, μέλος μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης, και γνώρισα μια συνομήλική μου. Τη λέγανε Ιζαμπέλ. Ντόπιοι πολιτοφύλακες είχαν επιτεθεί στο χωριό της Ιζαμπέλ. Σκότωσαν πολλούς άντρες, βίασαν πολλές γυναίκες. Λεηλάτησαν τα πάντα. Θέλησαν να πάρουν και την Ιζαμπέλ, αλλά ο άντρας της παρενέβη, λέγοντας: «Μη, σας παρακαλώ, μην πάρετε την Ιζαμπέλ. Πάρτε εμένα στη θέση της». Έτσι, οι πολιτοφύλακες τον πήραν στο δάσος, και η Ιζαμπέλ δεν τον ξαναείδε ποτέ.
That's why I first went to Congo in 2001. I was a young humanitarian aid worker, and I met this woman who was my age. She was called Isabelle. Local militias had attacked Isabelle's village. They had killed many men, raped many women. They had looted everything. And then they wanted to take Isabelle, but her husband stepped in, and he said, "No, please don't take Isabelle. Take me instead." So he had gone to the forest with the militias, and Isabelle had never seen him again.
Άνθρωποι σαν την Ιζαμπέλ και τον άντρα της με έκαναν να αφιερώσω την καριέρα μου στη μελέτη αυτού του άγνωστου πολέμου.
Well, it's because of people like Isabelle and her husband that I have devoted my career to studying this war that we know so little about.
Υπάρχει μια ιστορία, ωστόσο, που μπορεί να ξέρετε για το Κονγκό. Μια ιστορία για ορυκτά και βιασμούς. Οι πολιτικές δηλώσεις και οι αναφορές των Μ.Μ.Ε. συνήθως επικεντρώνονται στην κύρια αιτία βίας στο Κονγκό, που είναι η παράνομη εκμετάλλευση και διακίνηση των φυσικών πόρων, και, κατά συνέπεια, η σεξουαλική κακοποίηση γυναικών και κοριτσιών, σαν μέσο πολέμου.
Although there is one story about Congo that you may have heard. It's a story about minerals and rape. Policy statements and media reports both usually focus on a primary cause of violence in Congo -- the illegal exploitation and trafficking of natural resources -- and on a main consequence -- sexual abuse of women and girls as a weapon of war.
Όχι ότι αυτά τα δύο θέματα δεν είναι ουσιαστικά και τραγικά. Είναι. Όμως, σήμερα θέλω να σας πω μια διαφορετική ιστορία. Μια ιστορία που επικεντρώνεται στη βασική αιτία της συνεχιζόμενης διαμάχης. Η βία στο Κονγκό, σε μεγάλο βαθμό, ξεκινάει από τοπικές διαμάχες της βάσης που οι διεθνείς ειρηνευτικές απόπειρες δεν καταφέρνουν να διευθετήσουν.
So, not that these two issues aren't important and tragic. They are. But today I want to tell you a different story. I want to tell you a story that emphasizes a core cause of the ongoing conflict. Violence in Congo is in large part driven by local bottom-up conflicts that international peace efforts have failed to help address.
Η ιστορία ξεκινάει με το γεγονός πως το Κονγκό είναι γνωστό, όχι μόνο για τη χειρότερη παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση σε εξέλιξη, αλλά και γιατί είναι η βάση μιας από τις μεγαλύτερες διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές στον κόσμο. Το Κονγκό φιλοξενεί τη μεγαλύτερη και πιο δαπανηρή ειρηνευτική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών παγκοσμίως. Επιπλέον, ήταν το πεδίο δράσης της πρώτης ειρηνευτικής αποστολής υπό ευρωπαϊκή ηγεσία, ενώ, σαν πρώτη του υπόθεση, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο επέλεξε να διώξει Κογκολέζους πολέμαρχους. Το 2006, όταν έγιναν οι πρώτες ελεύθερες εθνικές εκλογές στην ιστορία του, πολλοί παρατηρητές πίστεψαν πως το τέλος της βίας είχε φτάσει. Η διεθνής κοινότητα επαίνεσε την επιτυχή διοργάνωση των εκλογών, σαν ένα παράδειγμα επιτυχούς διεθνούς μεσολάβησης σε ένα διαλυμένο κράτος.
The story starts from the fact that not only is Congo notable for being the world's worst ongoing humanitarian crisis, but it is also home to some of the largest international peacebuilding efforts in the world. Congo hosts the largest and most expensive United Nations peacekeeping mission in the world. It was also the site of the first European-led peacekeeping mission, and for its first cases ever, the International Criminal Court chose to prosecute Congolese warlords. In 2006, when Congo held the first free national elections in its history, many observers thought that an end to violence in the region had finally come. The international community lauded the successful organization of these elections as finally an example of successful international intervention in a failed state.
Όμως, οι ανατολικές επαρχίες συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και φρικιαστικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λίγο αφότου είχα επιστρέψει εκεί πέρσι το καλοκαίρι, έγινε μια τρομακτική σφαγή στην επαρχία του Νότιου Κίβου. Τριάντα τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά, με τους περισσότερους να έχουν κατακρεουργηθεί. Τα τελευταία οχτώ χρόνια, η διαμάχη στις ανατολικές επαρχίες αναζωπυρώνει τακτικά την εμφύλια και τη διεθνή σύρραξη. Βασικά, κάθε φορά που νιώθουμε ότι είμαστε ένα βήμα από την ειρήνη, η διαμάχη κλιμακώνεται πάλι.
But the eastern provinces have continued to face massive population displacements and horrific human rights violations. Shortly before I went back there last summer, there was a horrible massacre in the province of South Kivu. Thirty-three people were killed. They were mostly women and children, and many of them were hacked to death. During the past eight years, fighting in the eastern provinces has regularly reignited full-scale civil and international war. So basically, every time we feel that we are on the brink of peace, the conflict explodes again.
Γιατί; Γιατί οι μαζικές διεθνείς προσπάθειες έχουν αποτύχει στη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στο Κονγκό; Η απάντησή μου στο ερώτημα αυτό στρέφεται γύρω από δύο βασικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ένας από τους βασικούς λόγους της συνεχιζόμενης βίας στο Κονγκό είναι ουσιαστικά η βία σε τοπική κλίμακα. Κι όταν λέω τοπική, το εννοώ σε επίπεδο ατόμου, οικογένειας, φατρίας, δήμου, κοινότητας, περιφέρειας, ακόμα και φυλετικής ομάδας. Για παράδειγμα, θυμηθείτε την ιστορία που σας είπα για την Ιζαμπέλ. Ο λόγος, λοιπόν, που οι πολιτοφύλακες επιτέθηκαν στο χωριό της Ιζαμπέλ ήταν γιατί ήθελαν τη γη που οι αγρότες είχαν ανάγκη να καλλιεργήσουν και να επιβιώσουν.
Why? Why have the massive international efforts failed to help Congo achieve lasting peace and security? Well, my answer to this question revolves around two central observations. First, one of the main reasons for the continuation of violence in Congo is fundamentally local -- and when I say local, I really mean at the level of the individual, the family, the clan, the municipality, the community, the district, sometimes the ethnic group. For instance, you remember the story of Isabelle that I told you. Well, the reason why militias had attacked Isabelle's village was because they wanted to take the land that the villagers needed to cultivate food and to survive.
Η δεύτερη βασική παρατήρηση είναι ότι οι διεθνείς ειρηνευτικές απόπειρες απέτυχαν να βοηθήσουν στη διευθέτηση των τοπικών συγκρούσεων λόγω της υπάρχουσας ειρηνευτικής νοοτροπίας που επικρατεί. Αυτό που εννοώ είναι ότι οι Δυτικοί και Αφρικανοί διπλωμάτες, οι αποστολές των Ηνωμένων Εθνών, οι δωρητές, το προσωπικό στις περισσότερες μη κυβερνητικές οργανώσεις που δουλεύουν για τη λύση αυτής της διαμάχης, όλοι βλέπουν τον κόσμο από την ίδια οπτική γωνία. Ήμουν ένας από αυτούς τους ανθρώπους, και μοιραζόμουν αυτή τη νοοτροπία, οπότε ξέρω πολύ καλά τη δύναμή της. Σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εμπόλεμες ζώνες, αυτή η κοινή νοοτροπία είναι που πλάθει την κατανόηση του διαμεσολαβητή ως προς τις αιτίες της βίας, σαν κάτι που προϋπάρχει σε εθνικό και διεθνές στερέωμα. Αυτό πλάθει την κατανόηση της πορείας προς την ειρήνη, σαν κάτι που απαιτεί διαμεσολάβηση από την κορυφή προς τη βάση για τη διευθέτηση εθνικών και διεθνών κρίσεων. Συνάμα, πλάθει και την αντίληψή μας για τον ρόλο των ξένων φορέων που δρουν και συμμετέχουν σε εθνικές και διεθνείς ειρηνευτικές διαδικασίες. Ακόμα πιο σημαντικό είναι πως αυτή η κοινή νοοτροπία οδηγεί τους διεθνείς ειρηνοποιούς στο να αγνοούν τις μικροεντάσεις που συχνά θέτουν σε κίνδυνο τις συμφωνίες μεγάλης κλίμακας.
The second central observation is that international peace efforts have failed to help address local conflicts because of the presence of a dominant peacebuilding culture. So what I mean is that Western and African diplomats, United Nations peacekeepers, donors, the staff of most nongovernmental organizations that work with the resolution of conflict, they all share a specific way of seeing the world. And I was one of these people, and I shared this culture, so I know all too well how powerful it is. Throughout the world, and throughout conflict zones, this common culture shapes the intervener's understanding of the causes of violence as something that is primarily located in the national and international spheres. It shapes our understanding of the path toward peace as something again that requires top-down intervention to address national and international tensions. And it shapes our understanding of the roles of foreign actors as engaging in national and international peace processes. Even more importantly, this common culture enables international peacebuilders to ignore the micro-level tensions that often jeopardize the macro-level settlements.
Για παράδειγμα, στο Κονγκό, εξαιτίας της κοινωνικοποίησης και της εκπαίδευσής τους, υπάλληλοι των Ηνωμένων Εθνών, δωρητές, διπλωμάτες, το προσωπικό των περισσοτέρων μη κυβερνητικών οργανώσεων, όλοι, εκλαμβάνουν τις συνεχείς διαμάχες και σφαγές σαν ζήτημα της κορυφής. Γι' αυτούς, η βία που βλέπουν είναι συνέπεια της έντασης μεταξύ του Προέδρου Καμπίλα και των διαφόρων εθνικών του αντιπάλων, και της έντασης ανάμεσα στο Κονγκό, τη Ρουάντα και την Ουγκάντα. Επιπλέον, αυτοί οι διεθνείς ειρηνοποιοί αντιμετωπίζουν τις τοπικές διαμάχες απλώς σαν αποτέλεσμα των εθνικών και διεθνών κρίσεων, της ανεπαρκούς κρατικής εξουσίας, κι αυτού που ονομάζουν «έμφυτη κλίση των Κογκολέζων προς τη βία».
So for instance, in Congo, because of how they are socialized and trained, United Nations officials, donors, diplomats, the staff of most nongovernmental organizations, they interpret continued fighting and massacres as a top-down problem. To them, the violence they see is the consequence of tensions between President Kabila and various national opponents, and tensions between Congo, Rwanda and Uganda. In addition, these international peacebuilders view local conflicts as simply the result of national and international tensions, insufficient state authority, and what they call the Congolese people's so-called inherent penchant for violence.
Η κυρίαρχη αυτή τάση οικοδομεί τη διαμεσολάβηση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, σαν το μοναδικό φυσικό και θεμιτό έργο των Ηνωμένων Εθνών και των διπλωματών. Αυτό θέτει τη διοργάνωση γενικών εκλογών πάνω από όλα, που τώρα είναι σαν μια λύση για τα πάντα, σαν να είναι ο πιο κρίσιμος κρατικός μηχανισμός αναδιάρθρωσης, πάνω από άλλες, πιο εποικοδομητικές κρατικές προσεγγίσεις. Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στο Κονγκό αλλά και σε άλλες εμπόλεμες ζώνες.
The dominant culture also constructs intervention at the national and international levels as the only natural and legitimate task for United Nations staffers and diplomats. And it elevates the organization of general elections, which is now a sort of cure-all, as the most crucial state reconstruction mechanism over more effective state-building approaches. And that happens not only in Congo but also in many other conflict zones.
Ας ψάξουμε βαθύτερα, σε άλλες βασικές αιτίες της βίας. Στο Κονγκό, η συνεχιζόμενη βία πυροδοτείται, όχι μόνο από εθνικά και διεθνή αίτια, αλλά και από μακροχρόνια θέματα που ξεκινούν από τη βάση, με κύριους υποκινητές χωρικούς, παραδοσιακούς αρχηγούς, αρχηγούς της κοινότητας ή της φυλής. Πολλές διαμάχες γυρνούν γύρω από πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα, τα οποία είναι ξεκάθαρα τοπικά. Για παράδειγμα, επικρατεί μεγάλος ανταγωνισμός, σε επίπεδο χωριού ή περιφέρειας, για το ποιος θα είναι ο αρχηγός του χωριού ή της περιφέρειας με βάση τους πατροπαράδοτους νόμους, ή ποιος θα ελέγχει τη διανομή της γης και την εκμετάλλευση των τοπικών ορυχείων. Ο ανταγωνισμός αυτός οδηγεί συχνά σε περιορισμένες διαμάχες, ας πούμε σε ένα χωριό ή σε μια περιφέρεια, που συνήθως κλιμακώνονται σε γενικευμένη σύρραξη, σε ολόκληρη την επαρχία, κάποιες φορές ακόμα και σε γειτονικές χώρες.
But let's dig deeper, into the other main sources of violence. In Congo, continuing violence is motivated not only by the national and international causes but also by longstanding bottom-up agendas whose main instigators are villagers, traditional chiefs, community chiefs or ethnic leaders. Many conflicts revolve around political, social and economic stakes that are distinctively local. For instance, there is a lot of competition at the village or district level over who can be chief of village or chief of territory according to traditional law, and who can control the distribution of land and the exploitation of local mining sites. This competition often results in localized fighting, for instance in one village or territory, and quite frequently, it escalates into generalized fighting, so across a whole province, and even at times into neighboring countries.
Παράδειγμα, η διαμάχη για την προέλευση του Κονγκό και της Ρουάντας, και οι επονομαζόμενες αυτόχθονες κοινότητες των Κίβους. Αυτή η διαμάχη ξεκίνησε τη δεκαετία του '30, επί βελγικής αποικιοκρατίας, όταν οι δύο κοινότητες ανταγωνίζονταν για την κατοχή γης και τοπικής εξουσίας. Κατόπιν, το 1960, κλιμακώθηκε, μετά την ανεξαρτησία του Κονγκό, αφού κάθε καταυλισμός ήθελε να συμβαδίσει με την εθνική πολιτική αλλά και να προωθήσει τη δική του θεματολογία. Ύστερα, την περίοδο της γενοκτονίας στη Ρουάντα το 1994, αυτοί οι τοπικοί φορείς συνασπίστηκαν με τα στρατεύματα και των δύο χωρών, αλλά προώθησαν τα θέματά τους στις επαρχίες των Κιβούς. Από τότε, αυτές οι τοπικές αντιδικίες σε θέματα γης και τοπικής εξουσίας πυροδοτούν βία, και σαμποτάρουν συστηματικά τις εθνικές και διεθνείς συμφωνίες.
Take the conflict between Congolese of Rwandan descent and the so-called indigenous communities of the Kivus. This conflict started in the 1930s during Belgian colonization, when both communities competed over access to land and to local power. Then, in 1960, after Congolese independence, it escalated because each camp tried to align with national politicians, but still to advance their local agendas. And then, at the time of the 1994 genocide in Rwanda, these local actors allied with Congolese and Rwandan armed groups, but still to advance their local agendas in the provinces of the Kivus. And since then, these local disputes over land and local power have fueled violence, and they have regularly jeopardized the national and international settlements.
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, πώς υπό αυτές τις συνθήκες οι διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν να εφαρμόσουν τα τοπικά ειρηνευτικά προγράμματα. Η απάντηση είναι ότι οι διεθνείς μεσολαβητές θεωρούν τη διευθέτηση των απλοϊκών συγκρούσεων ένα έργο ασήμαντο, άσχετο και αθέμιτο. Η ίδια η ιδέα του να αναμειχθούν στα τοπικά θέματα συγκρούεται ριζικά με τα υπάρχοντα πολιτισμικά στεγανά, θέτοντας σε κίνδυνο βασικά οργανωτικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, η ίδια η ταυτότητα των Ηνωμένων Εθνών, ως ένας μεγάλης κλίμακας διπλωματικός οργανισμός, θα ανατρεπόταν, εάν εστίαζε στις τοπικές διαμάχες. Σαν αποτέλεσμα, ούτε οι εσωτερικές αντιδράσεις στον κυρίαρχο τρόπο δράσης, ούτε τα προκαλούμενα σοκ έχουν καταφέρει να πείσουν τους διεθνείς φορείς να επανεκτιμήσουν την αντίληψή τους περί βίας και διαμεσολάβησης. Μέχρι τώρα, υπήρξαν λίγες εξαιρέσεις. Υπήρξαν όντως εξαιρέσεις, αλλά πολύ λίγες για ένα τόσο ευρύ φάσμα.
So we can wonder why in these circumstances the international peacebuilders have failed to help implement local peacebuilding programs. And the answer is that international interveners deem the resolution of grassroots conflict an unimportant, unfamiliar, and illegitimate task. The very idea of becoming involved at the local level clashes fundamentally with existing cultural norms, and it threatens key organizational interests. For instance, the very identity of the United Nations as this macro-level diplomatic organization would be upended if it were to refocus on local conflicts. And the result is that neither the internal resistance to the dominant ways of working nor the external shocks have managed to convince international actors that they should reevaluate their understanding of violence and intervention. And so far, there have been only very few exceptions. There have been exceptions, but only very few exceptions, to this broad pattern.
Για να συνοψίσουμε, λοιπόν, αυτή είναι η ιστορία για το πώς μια επικρατούσα ειρηνευτική προσέγγιση πλάθει την αντίληψη του διαμεσολαβητή ως προς τα αίτια της βίας, για το πώς θα επιτευχθεί η ειρήνη, και για το τι θα έπρεπε να επιτυγχάνεται μέσω των παρεμβάσεων αυτών. Οι αντιλήψεις αυτές εμποδίζουν τους διεθνείς ειρηνοποιούς να λάβουν υπ' όψιν τις αρχές σε μικρή κλίμακα, που είναι τόσο αναγκαίες για μια βιώσιμη ειρήνη. Η επακόλουθη αδιαφορία προς τις τοπικές διαμάχες οδηγεί, βραχυπρόθεσμα, σε ανεπαρκή οικοδόμηση της ειρήνης, και, μακροπρόθεσμα, σε πιθανή αναζωπύρωση του πολέμου. Το συγκλονιστικό είναι πως η ανάλυση αυτή μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα πολλές περιπτώσεις συνεχούς διαμάχης και διεθνών διαμεσολαβητικών αποτυχιών στην Αφρική και αλλού. Οι τοπικές συγκρούσεις αναζωπυρώνουν τη βία στις περισσότερες εμπόλεμες και μεταπολεμικές ζώνες, από το Αφγανιστάν έως το Σουδάν και το Ανατολικό Τιμόρ, ενώ, σε σπάνιες περιπτώσεις ουσιαστικών ειρηνευτικών πρωτοβουλιών από τη βάση, οι προσπάθειες αυτές ήταν επιτυχείς για μια βιώσιμη ειρήνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντίθεση ανάμεσα στη σχετικά ήρεμη κατάσταση που επικρατεί στην Σομαλιλάνδη, που οφείλεται στις συνεχείς πρωτοβουλίες του τοπικού πληθυσμού για ειρήνη, και στην επικράτηση της βίας στην υπόλοιπη Σομαλία, όπου οι ειρηνευτικές προσπάθειες ξεκινάνε κυρίως από την κορυφή. Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις όπου η διευθέτηση των συγκρούσεων του ντόπιου πληθυσμού έκανε σημαντική διαφορά.
So to wrap up, the story I just told you is a story about how a dominant peacebuilding culture shapes the intervener's understanding of what the causes of violence are, how peace is made, and what interventions should accomplish. These understandings enable international peacebuilders to ignore the micro-level foundations that are so necessary for sustainable peace. The resulting inattention to local conflicts leads to inadequate peacebuilding in the short term and potential war resumption in the long term. And what's fascinating is that this analysis helps us to better understand many cases of lasting conflict and international intervention failures, in Africa and elsewhere. Local conflicts fuel violence in most war and post-war environments, from Afghanistan to Sudan to Timor-Leste, and in the rare cases where there have been comprehensive, bottom-up peacebuilding initiatives, these attempts have been successful at making peace sustainable. One of the best examples is the contrast between the relatively peaceful situation in Somaliland, which benefited from sustained grassroots peacebuilding initiatives, and the violence prevalent in the rest of Somalia, where peacebuilding has been mostly top-down. And there are several other cases in which local, grassroots conflict resolution has made a crucial difference.
Αν θέλουμε, λοιπόν, οι ειρηνευτικές προσπάθειες να αποδίδουν, πρέπει, σε συνδυασμό με την όποια κεντρική παρέμβαση, να προσπαθούμε και για την επίλυση των συγκρούσεων της βάσης. Όχι ότι οι εθνικές και διεθνείς εντάσεις δεν έχουν σημασία. Έχουν. Ούτε ότι οι εθνικές και διεθνείς ειρηνευτικές προσπάθειες δεν είναι απαραίτητες. Είναι. Όμως, για μια βιώσιμη ειρήνη, είναι απαραίτητες οι μεγάλης κλίμακας, αλλά και οι μικρής κλίμακας ειρηνευτικές προσπάθειες, με τις τοπικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, τους τοπικούς φορείς και τους κοινωνικούς εκπροσώπους να είναι οι κύριοι φορείς στις διεργασίες της βάσης.
So if we want international peacebuilding to work, in addition to any top-down intervention, conflicts must be resolved from the bottom up. And again, it's not that national and international tensions don't matter. They do. And it's not that national and international peacebuilding isn't necessary. It is. Instead, it is that both macro-level and micro-level peacebuilding are needed to make peace sustainable, and local nongovernmental organizations, local authorities and civil society representatives should be the main actors in the bottom-up process.
Βέβαια, υπάρχουν εμπόδια. Οι τοπικοί φορείς συχνά στερούνται χρηματοδότησης, ενώ υπάρχουν φορές που δεν έχουν τα λογιστικά μέσα και την τεχνογνωσία για την εφαρμογή αποτελεσματικών τοπικών ειρηνευτικών προγραμμάτων. Επομένως, οι διεθνείς φορείς θα πρέπει να επεκτείνουν τη χρηματοδότηση και την υποστήριξή τους και στην επίλυση των τοπικών θεμάτων.
So of course, there are obstacles. Local actors often lack the funding and sometimes the logistical means and the technical capacity to implement effective, local peacebuilding programs. So international actors should expand their funding and support for local conflict resolution.
Όσον αφορά στο Κονγκό, τι μπορεί να γίνει; Ύστερα από δύο δεκαετίες διαμάχης και εκατομμύρια θανάτους, είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να αλλάξουμε προσέγγιση. Βάση της επιτόπιας έρευνάς μου, πιστεύω πως πρέπει οι διεθνείς φορείς, μαζί με τους φορείς του Κονγκό να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στη διευθέτηση των ζητημάτων της γης, και την προώθηση της διακοινοτικής συμφιλίωσης. Για παράδειγμα, στην επαρχία των Κίβους, το Ινστιτούτο για τη Ζωή και την Ειρήνη και οι ντόπιοι εταίροι του έχουν εγκαθιδρύσει διακοινοτικές συγκεντρώσεις για τη συζήτηση των λεπτομερειών σε θέματα φιλονικιών για την γη, και με τις συγκεντρώσεις αυτές να έχουν βρει λύσεις στον περιορισμό της βίας. Τέτοιου είδους προγράμματα είναι πραγματικά απαραίτητα για όλο το ανατολικό Κονγκό. Μόνο με τέτοια προγράμματα είναι δυνατόν να βοηθήσουμε άτομα σαν την Ιζαμπέλ και τον άντρα της.
As for Congo, what can be done? After two decades of conflict and the deaths of millions, it's clear that we need to change our approach. Based on my field research, I believe that international and Congolese actors should pay more attention to the resolution of land conflict and the promotion of inter-community reconciliation. So for instance, in the province of the Kivus, the Life and Peace Institute and its Congolese partners have set up inter-community forums to discuss the specifics of local conflicts over land, and these forums have found solutions to help manage the violence. That's the kind of program that is sorely needed throughout eastern Congo. It's with programs like this that we can help people like Isabelle and her husband.
Δεν θα κουνήσουμε το μαγικό ραβδί μας, αλλά, λαμβάνοντας υπόψιν τις βαθιά ριζωμένες αιτίες της βίας, πραγματικά μπορούμε να αλλάξουμε το παιχνίδι.
So these will not be magic wands, but because they take into account deeply rooted causes of the violence, they could definitely be game-changers.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)