(Τραγουδώντας) Βλέπω το φεγγάρι. Το φεγγάρι με βλέπει. Το φεγγάρι βλέπει κάποιον που εγώ δεν βλέπω. Θεέ, ευλόγησε το φεγγάρι, και Θεέ, ευλόγησε εμένα. Θεέ, ευλόγησε αυτόν που δεν βλέπω. Αν φτάσω στον παράδεισο πριν από εσένα, θα κάνω μια τρύπα και θα σε τραβήξω μέσα. Και θα γράψω το όνομά σου σε κάθε αστέρι, και έτσι ο κόσμος δεν θα φαίνεται τόσο μακριά.
(Singing) I see the moon. The moon sees me. The moon sees somebody that I don't see. God bless the moon, and God bless me. And God bless the somebody that I don't see. If I get to heaven, before you do, I'll make a hole and pull you through. And I'll write your name on every star, and that way the world won't seem so far.
Ο αστροναύτης δεν θα πάει στη δουλειά του σήμερα. Ενημέρωσε ότι είναι άρρωστος. Έκλεισε το κινητό του, το λάπτοπ του, τον βομβητή του, το ξυπνητήρι του. Μια χοντρή κίτρινη γάτα κοιμάται στον καναπέ του, βροχοσταλίδες στο παράθυρο και ούτε ιδέα από καφέ στον αέρα της κουζίνας. Όλοι βρίσκονται σε έξαψη. Οι μηχανικοί στον 15ο όροφο σταμάτησαν να δουλεύουν στη μηχανή σωματιδίων. Το δωμάτιο της αντιβαρύτητας έχει διαρροή, κι ακόμη το παιδί με τις φακίδες και τα γυαλιά που μόνο βγάζει έξω τα σκουπίδια, είναι νευρικός, κι απ' τη σακούλα του πέφτουν μια μπανανόφλουδα και ένα ποτηράκι. Περνά απαρατήρητο. Όλοι είναι απασχολημένοι υπολογίζοντας τι σημαίνουν όλα. Πόσους γαλαξίες χάνουμε ανά δευτερόλεπτο; Πότε θα εκτοξευθεί ο επόμενος πύραυλος; Κάπου ένα ηλεκτρόνιο φεύγει από το ενεργειακό νέφος του. Μια μαύρη τρύπα εμφανίστηκε. Μια μητέρα έχει ετοιμάσει το τραπέζι για δείπνο. Ένας μαραθώνιος του «Νόμος και Τάξη» ξεκινά. Ο αστροναύτης κοιμήθηκε. Ξέχασε να σβήσει το ρολόι του, που ακούγεται σαν μεταλλικός παλμός στον καρπό του. Δεν το ακούει. Ονειρεύεται κοραλλιογενείς υφάλους και πλαγκτόν. Τα δάχτυλα του πιάνουν τα κατάρτια της μαξιλαροθήκης. Γυρίζει πλευρό, ανοίγει τα μάτια του αμέσως. Πιστεύει ότι οι δύτες πρέπει να έχουν την πιο υπέροχη δουλειά στον κόσμο. Τόσο νερό να διασχίσεις!
The astronaut will not be at work today. He has called in sick. He has turned off his cell phone, his laptop, his pager, his alarm clock. There is a fat yellow cat asleep on his couch, raindrops against the window and not even the hint of coffee in the kitchen air. Everybody is in a tizzy. The engineers on the 15th floor have stopped working on their particle machine. The anti-gravity room is leaking, and even the freckled kid with glasses, whose only job is to take out the trash, is nervous, fumbles the bag, spills a banana peel and a paper cup. Nobody notices. They are too busy recalculating what this all mean for lost time. How many galaxies are we losing per second? How long before next rocket can be launched? Somewhere an electron flies off its energy cloud. A black hole has erupted. A mother finishes setting the table for dinner. A Law & Order marathon is starting. The astronaut is asleep. He has forgotten to turn off his watch, which ticks, like a metal pulse against his wrist. He does not hear it. He dreams of coral reefs and plankton. His fingers find the pillowcase's sailing masts. He turns on his side, opens his eyes at once. He thinks that scuba divers must have the most wonderful job in the world. So much water to glide through!
(Χειροκρότημα)
(Applause)
Ευχαριστώ.
Thank you.
Όταν ήμουν μικρή, δεν μπορούσα να καταλάβω ότι μπορούσες να ζήσεις μόνο μία ζωή. Δεν το εννοώ μεταφορικά. Πραγματικά πίστευα ότι θα μπορούσα να κάνω ό,τι υπήρχε να κάνω και να είμαι ό,τι υπήρχε. Ήταν απλά θέμα χρόνου. Δεν υπήρχε περιορισμός φύλου ή ηλικίας ή εθνικότητας ή σωστής στιγμής. Ήμουν σίγουρη ότι θα μπορούσα να βιώσω το να είμαι αρχηγός του κινήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ένας δεκάχρονος που ζούσε σε μια φάρμα τη δεκαετία του '30 ή αυτοκράτορας της δυναστείας των Τανγκ στην Κίνα. Η μαμά μου λέει όταν με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, η συνήθης απάντησή μου ήταν: πριγκίπισσα-μπαλαρίνα-αστροναύτης. Αυτό που δε καταλαβαίνει είναι ότι δεν προσπαθούσα να εφεύρω κάποιο συνδυασμό υπερ-επαγγελμάτων. Έλεγα πράγματα που πίστευα ότι θα μπορούσα να γίνω: πριγκίπισσα και μπαλαρίνα και αστροναύτης. Και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η λίστα πιθανόν συνεχιζόταν. Συνήθως με έκοβαν. Δε ρωτούσαν ποτέ αν θα κατάφερνα να κάνω κάτι αλλά πότε θα τα κάνω.
When I was little, I could not understand the concept that you could only live one life. I don't mean this metaphorically. I mean, I literally thought that I was going to get to do everything there was to do and be everything there was to be. It was only a matter of time. And there was no limitation based on age or gender or race or even appropriate time period. I was sure that I was going to actually experience what it felt like to be a leader of the civil rights movement or a ten-year old boy living on a farm during the dust bowl or an emperor of the Tang dynasty in China. My mom says that when people asked me what I wanted to be when I grew up, my typical response was: princess-ballerina-astronaut. And what she doesn't understand is that I wasn't trying to invent some combined super profession. I was listing things I thought I was gonna get to be: a princess and a ballerina and an astronaut. and I'm pretty sure the list probably went on from there. I usually just got cut off. It was never a question of if I was gonna get to do something so much of a question of when.
Ήμουν σίγουρη ότι αν θα τα έκανα όλα, έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, γιατί ήταν πολλά που έπρεπε να κάνω. Έτσι στη ζωή μου συνεχώς έτρεχα. Φοβόμουν ότι έμενα πίσω. Και επειδή μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη, απ' ό,τι έβλεπα, το τρέξιμο ήταν αρκετά φυσιολογικό. Όμως όσο μεγάλωνα, είχα την τραγική διαπίστωση, ότι δε θα μπορούσα να ζήσω πάνω από μία ζωές. Ήξερα μόνο πώς νιώθεις σαν έφηβο κορίτσι στη Νέα Υόρκη, όχι σαν έφηβο αγόρι στη Νέα Ζηλανδία, όχι σαν βασίλισσα του χορού στο Κάνσας. Έβλεπα μόνο μέσα από τον φακό μου. Και γύρω σε εκείνη την εποχή έγινα μανιώδης με τις ιστορίες επειδή μέσα από τις ιστορίες μπορούσα να δω μέσα από τον φακό άλλου, αν και εν συντομία ή με ατέλειες. Άρχισα να θέλω να ακούω εμπειρίες άλλων επειδή ζήλευα πολύ που υπήρχαν ολόκληρες ζωές που δε θα ζούσα ποτέ, και ήθελα να ακούσω όσα έχανα. Και με τη μεταβατική ιδιότητα, κατάλαβα ότι μερικά άτομα δε θα ζήσουν ποτέ πώς νιώθει ένα έφηβο κορίτσι στη Νέα Υόρκη. Που σήμαινε ότι δε θα μάθαιναν ποτέ πώς νιώθεις στο τρένο μετά το πρώτο σου φιλί, ή την ησυχία όταν χιονίζει. Ήθελα να μάθουν, ήθελα να τους πω.
And I was sure that if I was going to do everything, that it probably meant I had to move pretty quickly, because there was a lot of stuff I needed to do. So my life was constantly in a state of rushing. I was always scared that I was falling behind. And since I grew up in New York City, as far as I could tell, rushing was pretty normal. But, as I grew up, I had this sinking realization, that I wasn't gonna get to live any more than one life. I only knew what it felt like to be a teenage girl in New York City, not a teenage boy in New Zealand, not a prom queen in Kansas. I only got to see through my lens. And it was around this time that I became obsessed with stories, because it was through stories that I was able to see through someone else's lens, however briefly or imperfectly. And I started craving hearing other people's experiences because I was so jealous that there were entire lives that I was never gonna get to live, and I wanted to hear about everything that I was missing. And by transitive property, I realized that some people were never gonna get to experience what it felt like to be a teenage girl in New York city. Which meant that they weren't gonna know what the subway ride after your first kiss feels like, or how quiet it gets when its snows. And I wanted them to know, I wanted to tell them.
Έγινε το κέντρο της εμμονής μου. Απασχολούσα τον εαυτό μου λέγοντας, μοιράζοντας και μαζεύοντας ιστορίες. Και μέχρι πρότινος κατάλαβα ότι δε μπορείς να πιέσεις την ποίηση. Τον Απρίλη, τον μήνα εθνικής ποίησης, υπάρχει ένας διαγωνισμός όπου συμμετέχουν πολλοί από την ποιητική κοινότητα, και λέγετε πρόκληση 30/30. Η ιδέα είναι ότι γράφεις ένα νέο ποίημα κάθε μέρα για όλο τον Απρίλη. Πέρσι, το δοκίμασα για πρώτη φορά και ενθουσιάστηκα από το πόσο εύκολα μπορούσα να παράγω ποίηση. Στο τέλος του μήνα, κοίταξα τα 30 ποιήματα που είχα γράψει και είδα ότι όλα προσπαθούσαν να πουν τη ίδια ιστορία, αλλά μου πήρε 30 προσπάθειες να βρω πώς θα την έλεγα. Και κατάλαβα ότι αυτό μάλλον συμβαίνει και με άλλες ιστορίες. Υπάρχουν ιστορίες που προσπαθώ να πω εδώ και χρόνια, γράφοντας και ξαναγράφοντας, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις.
And this became the focus of my obsession. I busied myself telling stories and sharing stories and collecting them. And it's not until recently that I realized that I can't always rush poetry. In April for National Poetry Month, there's this challenge that many poets in the poetry community participate in, and its called the 30/30 Challenge. The idea is you write a new poem every single day for the entire month of April. And last year, I tried it for the first time and was thrilled by the efficiency at which I was able to produce poetry. But at the end of the month, I looked back at these 30 poems I had written and discovered that they were all trying to tell the same story, it had just taken me 30 tries to figure out the way that it wanted to be told. And I realized that this is probably true of other stories on an even larger scale. I have stories that I have tried to tell for years, rewriting and rewriting and constantly searching for the right words.
Υπάρχει ένας Γάλλος ποιητής και συγγραφέας, ο Πωλ Βαλερύ, που είπε ότι ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ, μόνο εγκαταλείπεται. Αυτό με τρομάζει επειδή σημαίνει ότι θα μπορούσα να διορθώνω και ξαναγράφω για πάντα, και είναι στο χέρι μου να αποφασίσω πότε ένα ποίημα έχει τελειώσει και πότε θα το αφήσω. Αυτό αντιτίθεται πλήρως στην πολύ εμμονική φύση μου να προσπαθήσω να βρω τη σωστή απάντηση και τις τέλειες λέξεις και σύνταξη. Χρησιμοποιώ ποίηση στη ζωή μου, ως έναν τρόπο να αντιμετωπίσω και να περάσω κάποια πράγματα. Επειδή τελειώνω το ποίημα, δε σημαίνει ότι έχω λύσει ό,τι με προβλημάτιζε. Συνηθίζω να ξαναδιαβάζω παλιά ποίηση γιατί μου δείχνει ακριβώς πώς ένιωθα εκείνη τη στιγμή, και τι προσπαθούσα να λύσω, και τις λέξεις που διάλεξα για να με βοηθήσουν.
There's a French poet and essayist by the name of Paul Valéry who said a poem is never finished, it is only abandoned. And this terrifies me because it implies that I could keep re-editing and rewriting forever and its up to me to decide when a poem is finished and when I can walk away from it. And this goes directly against my very obsessive nature to try to find the right answer and the perfect words and the right form. And I use poetry in my life, as a way to help me navigate and work through things. But just because I end the poem, doesn't mean that I've solved what it was I was puzzling through. I like to revisit old poetry because it shows me exactly where I was at that moment and what it was I was trying to navigate and the words that I chose to help me.
Τώρα, έχω μια ιστορία που με βασανίζει χρόνια τώρα και δεν είμαι σίγουρη αν βρήκα την κατάλληλη σύνταξη, ή αν είναι απλώς μια ακόμη προσπάθεια, και θα προσπαθήσω να το ξαναγράψω αργότερα προσπαθώντας να τη πω καλύτερα. Ξέρω ότι αργότερα, κοιτώντας πίσω, θα ξέρω ότι εδώ ήμουν αυτή τη στιγμή και αυτό προσπαθούσα να λύσω, με αυτές τις λέξεις, εδώ, σε αυτό το δωμάτιο, μαζί σας.
Now, I have a story that I've been stumbling over for years and years and I'm not sure if I've found the perfect form, or whether this is just one attempt and I will try to rewrite it later in search of a better way to tell it. But I do know that later, when I look back I will be able to know that this is where I was at this moment and this is what I was trying to navigate, with these words, here, in this room, with you.
Γι' αυτό - Χαμογελάστε.
So -- Smile.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε έπρεπε να λερώσεις τα χέρια σου. Μέσα στο σκοτεινό θάλαμο, τις περισσότερες φορές το ψάξιμο ήταν δεδομένο. Αν ήθελες περισσότερη αντίθεση, περισσότερo κορεσμό στο χρώμα, πιο έντονο μαύρο και φωτεινότερα χρώματα, το ονόμαζαν εκτεταμένη εμφάνιση. Σήμαινε ότι θα ανέπνεες και θα είχες τα χέρια σου στα χημικά περισσότερη ώρα. Δεν ήταν πάντα εύκολο. Ο παππούς Στιούαρτ ήταν φωτογράφος στο ναυτικό. Νεαρός, κόκκινος στο πρόσωπο, με τα μανίκια γυρισμένα, δάκτυλα σαν χοντρά δέματα νομισμάτων, έμοιαζε λες και ζωντάνεψε ο Ποπάι ο ναύτης. Λοξό χαμόγελο, δασύ στήθος, πήγε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με χαμόγελο και χόμπι. Όταν τον ρώτησαν αν ήξερε από φωτογραφία, είπε ψέματα και έμαθε την Ευρώπη σαν χάρτη, ανάποδα, από το ύψος ενός μαχητικού αεροπλάνου, βγάζοντας φωτογραφίες, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του, στα πιο σκοτεινά σκοτάδια και στα φωτεινότερα φώτα. Έμαθε τον πόλεμο σαν τον δρόμο του για το σπίτι.
It didn't always work this way. There's a time you had to get your hands dirty. When you were in the dark, for most of it, fumbling was a given. If you needed more contrast, more saturation, darker darks and brighter brights, they called it extended development. It meant you spent longer inhaling chemicals, longer up to your wrist. It wasn't always easy. Grandpa Stewart was a Navy photographer. Young, red-faced with his sleeves rolled up, fists of fingers like fat rolls of coins, he looked like Popeye the sailor man come to life. Crooked smile, tuft of chest hair, he showed up to World War II, with a smirk and a hobby. When they asked him if he knew much about photography, he lied, learned to read Europe like a map, upside down, from the height of a fighter plane, camera snapping, eyelids flapping the darkest darks and brightest brights. He learned war like he could read his way home.
Όταν επέστρεφαν οι άλλοι άντρες άφηναν τα όπλα τους, αλλά αυτός έφερε πίσω φακούς και κάμερες μαζί του σπίτι. Άνοιξε μαγαζί, το έκανε οικογενειακή επιχείρηση. Ο πατέρας μου γεννήθηκε σε αυτόν τον ασπρόμαυρο κόσμο. Τα τεράστια χέρια του έμαθαν τα μικρά κλικ και τη μετάβαση φακών σε κάδρο, φίλμ σε κάμερα, χημικού σε πλαστικό κάλαθο. Ο πατέρας του ήξερε τον εξοπλισμό αλλά όχι την τέχνη. Ήξερε τα σκοτάδια αλλά όχι τα φωτεινά. Ο πατέρας μου έμαθε τη μαγεία, πέρασε το χρόνο του κυνηγώντας το φως. Κάποτε ταξίδεψε στην άλλη άκρη της χώρας ακολουθώντας μια φωτιά σε δάσος, την κυνηγούσε με την κάμερα για μια βδομάδα. «Ακολούθησε το φως», έλεγε. «Ακολούθησε το φως».
When other men returned, they would put their weapons out to rest, but he brought the lenses and the cameras home with him. Opened a shop, turned it into a family affair. My father was born into this world of black and white. His basketball hands learned the tiny clicks and slides of lens into frame, film into camera, chemical into plastic bin. His father knew the equipment but not the art. He knew the darks but not the brights. My father learned the magic, spent his time following light. Once he traveled across the country to follow a forest fire, hunted it with his camera for a week. "Follow the light," he said. "Follow the light."
Υπάρχουν κομμάτια μου που αναγνωρίζω μόνο από φωτογραφίες. Το διαμέρισμα στην οδό Γούστερ με διαδρόμους που έτριζαν, τα ταβάνια τριάμισι μέτρων, άσπροι τοίχοι και κρύα πατώματα. Αυτό ήταν το σπίτι της μητέρας μου, πριν γίνει μητέρα. Πριν γίνει σύζυγος, ήταν καλλιτέχνης. Και τα μόνα δύο δωμάτια στο σπίτι, με τοίχους που έφταναν μέχρι το ταβάνι, και πόρτες που ανοιγόκλειναν, ήταν το μπάνιο και ο σκοτεινός θάλαμος. Τον σκοτεινό θάλαμο τον έκτισε μόνη της, με ειδικά κατασκευασμένους ανοξείδωτους νιπτήρες, ένα 8x10 μεγεθυντή, που ανεβοκατέβαινε με ένα τεράστιο μηχανισμό, μια συστοιχία από ισορροπημένα φώτα, άσπρο γυάλινο τοίχο να βλέπει εκτυπώσεις, πάγκο στεγνώματος που έβγαινε από τον τοίχο. Η μητέρα μου έφτιαξε μόνη έναν σκοτεινό θάλαμο. Το έκανε σπίτι της. Ερωτεύτηκε ένα άντρα με χέρια για μπάσκετ, με τον τρόπο που έβλεπε το φως.
There are parts of me I only recognize from photographs. The loft on Wooster Street with the creaky hallways, the twelve-foot ceilings, white walls and cold floors. This was my mother's home, before she was mother. Before she was wife, she was artist. And the only two rooms in the house, with walls that reached all the way up to the ceiling, and doors that opened and closed, were the bathroom and the darkroom. The darkroom she built herself, with custom-made stainless steel sinks, an 8x10 bed enlarger that moved up and down by a giant hand crank, a bank of color-balanced lights, a white glass wall for viewing prints, a drying rack that moved in and out from the wall. My mother built herself a darkroom. Made it her home. Fell in love with a man with basketball hands, with the way he looked at light.
Παντρεύτηκαν. Έκαναν παιδί. Μετακόμισαν σε σπίτι κοντά σε πάρκο. Αλλά κράτησαν το διαμέρισμα στη Γούστερ για πάρτι γενεθλίων και κυνήγι θησαυρού. Το μωρό τους έβγαλε από το μαυρόασπρο, γέμισε τα άλμπουμ των γονιών με κόκκινα μπαλόνια και κίτρινο γλάσο. Το μωρό έγινε κορίτσι χωρίς φακίδες, με στραβό χαμόγελο, που δεν καταλάβαινε γιατί οι φίλοι της δεν είχαν σκοτεινό θάλαμο σπίτι τους, δεν είδε τους γονείς της να φιλιούνται, δεν τους είδε ποτέ χέρι-χέρι.
They got married. Had a baby. Moved to a house near a park. But they kept the loft on Wooster Street for birthday parties and treasure hunts. The baby tipped the grayscale, filled her parents' photo albums with red balloons and yellow icing. The baby grew into a girl without freckles, with a crooked smile, who didn’t understand why her friends did not have darkrooms in their houses, who never saw her parents kiss, who never saw them hold hands.
Αλλά μια μέρα, εμφανίστηκε άλλο ένα μωρό. Είχε τέλεια ίσια μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Το ονόμασαν γλυκοπατάτα. Όταν γελούσε, γελούσε τόσο δυνατά που φόβιζε τα περιστέρια στον ακάλυπτο και οι τέσσερις τους έμεναν σε εκείνο το σπίτι κοντά στο πάρκο. Το κορίτσι χωρίς φακίδες, το αγόρι γλυκοπατάτα, ο πατέρας μπασκετμπολίστας και η μητέρα του σκοτεινού θαλάμου και άναβαν κεριά και έλεγαν προσευχές, και οι άκρες των φωτογραφιών γύριζαν.
But one day, another baby showed up. This one with perfect straight hair and bubble gum cheeks. They named him sweet potato. When he laughed, he laughed so loudly he scared the pigeons on the fire escape And the four of them lived in that house near the park. The girl with no freckles, the sweet potato boy, the basketball father and darkroom mother and they lit their candles and said their prayers, and the corners of the photographs curled.
Μια μέρα, κάποιοι πύργοι έπεσαν. Το σπίτι κοντά στο πάρκο γέμισε στάχτες, έτσι δραπέτευσαν με σακίδια, με ποδήλατα σε σκοτεινούς θαλάμους. Αλλά το διαμέρισμα στη Γούστερ κτίστηκε για καλλιτέχνη, όχι οικογένεια με περιστέρια, και οι τοίχοι που δεν φτάνουν το ταβάνι δεν κρύβουν τα ουρλιαχτά και ο άντρας με τα χέρια μπάσκετ αφήνει τα όπλα του. Δεν μπορούσε να παλέψει αυτό το πόλεμο και οι χάρτες δεν έδειχναν το σπίτι. Η κάμερα δε χωρούσε πλέον στα χέρια του, ούτε στης γυναίκας του, ούτε στο σώμα του. Το αγόρι γλυκοπατάτα έβαζε τα χέρια στο στόμα μέχρι που δεν είχε κάτι να πει.
One day, some towers fell. And the house near the park became a house under ash, so they escaped in backpacks, on bicycles to darkrooms But the loft of Wooster Street was built for an artist, not a family of pigeons, and walls that do not reach the ceiling do not hold in the yelling and the man with basketball hands put his weapons out to rest. He could not fight this war, and no maps pointed home. His hands no longer fit his camera, no longer fit his wife's, no longer fit his body. The sweet potato boy mashed his fists into his mouth until he had nothing more to say.
Έτσι το κορίτσι χωρίς φακίδες πήγε στο δικό της κυνήγι θησαυρού. Στην οδό Γούστερ, στο κτίριο με τους διαδρόμους που τρίζουν και το διαμέρισμα με τα ταβάνια τριάμισι μέτρων, τον σκοτεινό θάλαμο με τους νεροχύτες, κάτω από τα φώτα, βρήκε ένα σημείωμα, στερεωμένο με πινέζα, ξεχασμένο από παλιά, από την εποχή πριν τα μωρά. Έλεγε, «Κάποιος αγαπάει το κορίτσι που εργάζεται στον σκοτεινό θάλαμο». Μετά από έναν χρόνο ο πατέρας μου ξαναπήρε κάμερα στα χέρια του. Πρώτη φορά έξω, ακολούθησε τα χριστουγεννιάτικα φώτα, που αχνοφαινόνταν μέσα από τα δέντρα της Νέας Υόρκης, μικρές κουκκίδες φωτός, αναβόσβηναν γι' αυτόν μέσα από το βαθύ σκοτάδι.
So, the girl without freckles went treasure hunting on her own. And on Wooster Street, in a building with the creaky hallways and the loft with the 12-foot ceilings and the darkroom with too many sinks under the color-balanced lights, she found a note, tacked to the wall with a thumb-tack, left over from a time before towers, from the time before babies. And the note said: "A guy sure loves the girl who works in the darkroom." It was a year before my father picked up a camera again. His first time out, he followed the Christmas lights, dotting their way through New York City's trees, tiny dots of light, blinking out at him from out of the darkest darks.
Έναν χρόνο μετά ταξίδεψε σε όλη τη χώρα ακολουθώντας μια δασική πυρκαγιά, έμεινε μια βδομάδα με την κάμερα του, εξαπλωνόταν στη Δυτική Ακτή, τρώγοντας 18-τροχα φορτηγά στο πέρασμά της. Στην άλλη πλευρά της χώρας, πήγα για μάθημα και έγραψα ένα ποίημα στο περιθώριο του τετραδίου. Μάθαμε και οι δύο την τέχνη της σύλληψης. Ίσως μαθαίνουμε τη τέχνη να αγκαλιάζουμε. Ίσως μαθαίνουμε την τέχνη του να αφήνουμε.
A year later he traveled across the country to follow a forest fire stayed for a week hunting it with his camera, it was ravaging the West Coast eating 18-wheeler trucks in its stride. On the other side of the country, I went to class and wrote a poem in the margins of my notebook. We have both learned the art of capture. Maybe we are learning the art of embracing. Maybe we are learning the art of letting go.
(Χειροκρότημα)
(Applause)