Είμαι η κόρη ενός παραχαράκτη. Όχι οποιουδήποτε παραχαράκτη... Όποτε ακούτε τη λέξη "παραχαράκτης" συχνά το ταυτίζετε με τη λέξη "εγκληματίας". Σκέφτεστε "πλαστά χαρτονομίσματα", "πλαστά έργα τέχνης". Ο πατέρας μου δεν είναι τέτοιος. Για 30 χρόνια, έφτιαχνε πλαστά έγγραφα -- ποτέ για τον εαυτό του, πάντα για άλλους, για να βοηθήσει τους διωγμένους και τους καταπιεσμένους. Επιτρέψτε μου να σας τον συστήσω. Εδώ βλέπετε τον πατέρα μου σε ηλικία 19 χρόνων. Τα πάντα ξεκίνησαν γι' αυτόν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στην ηλικία των 17 κατέληξε αναγκαστικά σε ένα εργαστήριο πλαστογραφίας. Σύντομα εξελίχθηκε σε ειδικό πλαστογραφίας για την Αντίσταση. Δεν είναι μια κοινότυπη ιστορία -- μετά την απελευθέρωση συνέχισε να δημιουργεί πλαστά έγγραφα μέχρι τη δεκαετία του '70.
I am the daughter of a forger, not just any forger ... When you hear the word “forger,” you often think “mercenary.” You think “forged currency,” “forged pictures.” My father is no such man. For 30 years of his life, he forged papers -- never for himself, always for other people, and to helpf the persecuted and the oppressed. Let me introduce him. Here is my father at age 19. It all began for him during World War II, when, aged 17, he found himself thrust into a forged documents workshop. He quickly became the forged paper expert of the Resistance. And this story became special as after the Liberation, he went on forging papers until the ’70s.
Κατα τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας όπως ήταν φυσικό, δεν ήξερα τίποτα απ' όλα αυτά. Αυτή στη μέση είμαι εγώ που κάνω γκριμάτσες. Μεγάλωσα στα προάστια του Παρισιού και ήμουν η μικρότερη από τα τρία παιδιά. Είχα "κανονική" ζωή όπως όλοι, εκτός από το γεγονός ότι ήταν 30 χρόνια μεγαλύτερος από... σίγουρα, ήταν τόσο μεγάλος που θα μπορούσε να ήταν παππούς μου. Όπως και να 'χει, ήταν φωτογράφος και δάσκαλος του δρόμου, και πάντα μας μάθαινε να υπακούμε αυστηρά στο νόμο. Και, όπως ήταν φυσικό, δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του σαν παραχαράκτης.
When I was a child, I knew nothing about this, of course. This is me, in the middle, making faces. I grew up in the Paris suburbs and I was the youngest of three children. I had a "normal" dad like everybody else, apart from the fact he was 30 years older than ... well, he was basically old enoug to be my grandfather. Anyway, he was a photographer and a street educator, and he always taught us to strictly obey the laws. And, of course, he never talked about his past life when he was a forger.
Υπήρξε, όμως, ένα γεγονός για το οποίο θα σας μιλήσω, το οποίο ίσως με οδήγησε στο να υποψιαστώ κάτι. Πήγαινα λύκειο και πήρα κακούς βαθμούς, κάτι σπάνιο για μένα, έτσι αποφάσισα να το κρύψω από τους γονείς μου. Για να το κάνω αυτό έπρεπε να πλαστογραφήσω την υπογραφή τους. Ξεκίνησα να προσπαθώ με την υπογραφή της μητέρας μου, διότι του πατέρα μου είναι εντελώς αδύνατο να πλαστογραφηθεί. Έτσι, άρχισα να εξασκούμαι. Πήρα μερικές κόλλες χαρτί και εξασκήθηκα, εξασκήθηκα, εξασκήθηκα, έως ότου έφτασα σε ένα σημείο που νόμιζα ότι συνήθισε το χέρι μου και ξεκίνησα την πλαστογράφηση. Αργότερα, καθώς έψαχνε τη σχολική μου τσάντα, η μητέρα μου βρήκε την πλαστή εργασία και αμέσως κατάλαβε ότι η υπογραφή της ήταν πλαστή. Μου έβαλε τις φωνές όπως ποτέ άλλοτε. Πήγα στο υπνοδωμάτιό μου, κρύφτηκα κάτω από τις κουβέρτες, και έπειτα περίμενα τον πατέρα μου που θα επέστρεφε από τη δουλειά. με, όπως θα έλεγε κανείς, μεγάλη ανησυχία. Τον άκουσα να μπαίνει στο σπίτι. Παρέμεινα κάτω από τις κουβέρτες. Μπήκε στο δωμάτιό μου, κάθισε στη γωνία του κρεβατιού, και ήταν σιωπηλός, έτσι έβγαλα το κεφάλι μου από την κουβέρτα, και όταν με είδε άρχισε να γελά. Γελούσε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να σταματήσει και κρατούσε την εργασία μου στο χέρι του. Και τότε είπε. "Αλήθεια Σάρα, μπορούσες να προσπαθήσεις περισσότερο! Δεν βλέπεις ότι είναι πολύ μικρή σε μέγεθος;¨ Όντως, είναι κάπως μικρή.
But there was an episode, I will tell you about, that might have tipped me off. I was in high school and got a bad grade, a rare event for me, so I decided to hide it from my parents. And to do that, I thought I would forge their signature. I started working on my mother’s signature, because my father’s one is absolutely impossible to forge. So, I got working, I took some sheets of paper and started practicing, practicing, practicing, until I reached what I thought was a steady hand, and went into action. Later, while checking my school bag, my mother found my assignment and saw the signature was forged. She yelled at me like never before. I went to hide in my bedroom, under the blankets, and then I waited for my father to come back from work with, one could say, much apprehension. I heard him come in. I remained under the blankets He entered my room, sat on the corner of the bed, and he was silent, so I pulled the blanket from my head, and when he saw me, he started laughing. He was laughing so hard, he could not stop, holding my assignment. Then he said, “Really, Sarah, you could have worked harder! It’s too small!” Indeed, it's rather small.
Γεννήθηκα στην Αλγερία. Εκεί συχνά άκουγα τον κόσμο να αποκαλεί τον πατέρα μου "μουτζάχιντ¨ που σημαίνει "μαχητής". Αργότερα, στη Γαλλία, μου άρεσε να κρυφακούω τις συζητήσεις των μεγάλων, και έτσι μάθαινα όλων των ειδών τις ιστορίες για την προηγούμενη ζωή του πατέρα μου, ειδικά ό,τι "έκανε" στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ό,τι "έκανε" στον πόλεμο της Αλγερίας. Και στο κεφάλι μου η λέξη "έκανε" σήμαινε για μένα ότι ήταν στρατιώτης. Αλλά γνωρίζοντας τον πατέρα μου, και ενθυμούμενη να λέει πόσο ειρηνιστής και κατά της βίας ήταν, το έβρισκα πολύ δύσκολο να τον φανταστώ με κράνος στο κεφάλι και όπλο στα χέρια. Και όντως, αυτές οι σκέψεις μου, απείχαν από την πραγματικότητα.
I was born in Algeria. There I would hear people say my father was a “moudjahid” and that means "fighter." Later on, in France, I loved eavesdroppin on grownups’ conversations, and I would hear all sorts of stories about my father’s former life, especially that he had “done” World War II, that he had "done" the Algerian war. In my head, I thought that “doing” a war meant being a soldier. But knowing my father, and how was a non-violent keen pacifist, I found it very hard to picture him with a helmet and gun. And indeed, I was very far from the mark.
Μία μέρα, καθώς ο πατέρας μου δούλευε με κάποια έγγραφα ώστε να αποκτήσουμε τη Γαλλική υπηκοότητα, έτυχε να δώ κάποια χαρτιά που τράβηξαν την προσοχή μου. Αυτά είναι πραγματικά! Είναι δικά μου, έχω γεννηθεί στην Αργεντινή. Αλλά το χαρτί που έτυχε να δω που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να πείσουμε τις αρχές ήταν ένα στρατιωτικό έγγραφο που ευχαριστούσε τον πατέρα μου για το έργο του εκ μέρους των μυστικών υπηρεσιών. Και τότε, ξαφνικά έμεινα άφωνη. Ο πατέρας μου, μυστικός πράκτορας; Θύμιζε ταινία με τον Τζέιμς Μποντ. Ήθελα να του κάνω ερωτήσεις, που δεν μου απαντούσε. Και αργότερα, είπα στον εαυτό μου ότι κάποια μέρα πρέπει να τον κάνω να μου πει. Έπειτα γέννησα το γιο μου και έγινα μητέρα, και τελικά αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα που οπωσδήποτε έπρεπε να μας μιλήσει. Εγώ είχα γίνει μητέρα και εκείνος γιόρταζε τα 77α γενέθλιά του, και ξαφνικά φοβόμουν πολύ. Φοβόμουν ότι θα φύγει διατηρώντας τη σιωπή του, και παίρνοντας τα μυστικά του μαζί του. Κατάφερα να τον πείσω ότι ήταν σημαντικό για εμάς αλλά ίσως και για τον υπόλοιπο κόσμο η ιστορία του να μαθευτεί. Αποφάσισε να μου την πει και έγραψα ένα βιβλίο, από το οποίο θα σας διαβάσω μερικά αποσπάσματα αργότερα.
One day, while my father was working on a file for us to obtain French nationality, I happened to see some documents. These are real! These are mine, I was born an Argentinean. But the document I happened to see, that would help us build a case for the authorities, was a document from the army thanking my father for his work on behalf of the secret services. And then, suddenly, I went "wow!" My father, a secret agent? It was very James Bond. I wanted to ask him questions, which he didn’t answer. And later, I told myself that one day I would have to question him. By then I was a mother of a little boy and thought it was now time, that he absolutely had to talk to us. I had just become a mother and he was celebrating his 77th birthday, and suddenly I was very, very afraid. I feared he'd go and take his silences with him, and take his secrets with him. I managed to convince him that it was important for us, but possibly also for other people that he shared his story. And so he did and I made a book of it, from which I will read you some excerpts later. Here’s his story: my father was born in Argentina.
Η ιστορία του λοιπόν. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Αργεντινή. Οι γονείς του ήταν ρώσικης καταγωγής. Ολόκληρη η οικογένεια μετανάστευσε στη Γαλλία τη δεκαετία του 30. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι, Ρώσοι και πάνω απ΄ όλα πολύ φτωχοί. Έτσι λοιπόν σε ηλικία 14 χρόνων ο πατέρας μου έπρεπε να δουλέψει. Και με το μόνο του πιστοποιητικό το απολυτήριο γυμνασίου του, βρέθηκε να δουλεύει σαν βαφέας - καθαριστής. Τότε ήταν που ανακάλυψε κάτι εντελώς μαγικό, που όταν μιλάει για αυτό, είναι καταπληκτικά -- είναι η μαγεία της βαφικής χημείας. Εκείνο τον καιρό συνέβαινε ο πόλεμος και η μητέρα του σκοτώθηκε όταν εκείνος ήταν 15. Αυτό συνέπεσε με την εποχή που ρίχτηκε ψυχή και σώματι στη χημεία γιατί ήταν η μοναδική παρηγοριά για τη θλίψη του. Όλη τη μέρα έκανε στο αφεντικό του ερωτήσεις για να μάθει, να συσσωρεύσει όσο το δυνατό περισσότερη γνώση, και τα βράδια, μακρυά από τα βλέμματα, έβαζε την εμπειρία του να δουλέψει. Ενδιαφερόταν κυρίως για τη λεύκανση του μελανιού.
His parents were of Russian descent. The whole family came to settle in France in the ’30s. His parents were Jewish, Russian and above all, very poor. So at the age of 14, my father had to work. And with his only diploma, the primary school certificate, he found work at a dry cleaner’s. That’s where he discovered something totally magical, when he talks about it, it’s fascinating -- it's the magic of dyeing chemistry. that was during the war and his mother had been killed when he was 15. This coincided with the time when he threw himself body and soul into chemistry as it was the only consolation for his sadness. He would ask his boss many questions all day long, to learn, to gather more and more knowledge, and at night, when no one was looking, he'd put his experience to practice. He was mostly interested in ink bleaching.
Όλα αυτά για να σας πώ ότι, ουσιαστικά, το ότι ο πατέρας μου έγινε παραχαράκτης συνέβη σχεδόν κατά λάθος. Η οικογένειά του ήταν Εβραίοι, οπότε ήταν κυνηγημένοι. Τελικά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ντρανσύ όπου κατάφεραν να γλυτώσουν την τελευταία στιγμή χάρη στα αργεντίνικα χαρτιά τους. Οπότε είχαν ξεφύγει, αλλά κινδύνευαν πάντα. Η μεγάλη στάμπα που έγραφε "Εβραίος" ήταν ακόμη πάνω στα χαρτιά τους. Ήταν ο παππούς μου που αποφάσισε ότι χρειάζονταν πλαστά έγγραφα. Ο πατέρας μου είχε τόσο μεγάλο σεβασμό για το νόμο που αν και ήδη διωκόταν, δεν σκέφτηκε ποτέ να κάνει πλαστογράφηση. Αλλά ήταν ο ίδιος που πήγε να συναντήσει έναν άνθρωπο της Αντίστασης.
All this to tell you that if my father became a forger, actually, it was almost by accident. His family was Jewish, so they were hunted down. They were all arrested eventually and taken to the Drancy camp. They got out at the last minute thanks to their Argentinean papers. They were out, but still in danger. The “Jew” stamp was still on their papers. It was my grandfather who decided they needed forged documents. My father had been instilled with such respect for the law that although he was being persecuted, he’d never thought of forged papers. But it was he who went to meet a man from the Resistance.
Εκείνες τις εποχές τα έγγραφα είχαν σκληρόδετα εξώφυλλα, συμπληρωμένα στο χέρι, και περιείχαν το επάγγελμα που κάνεις. Για να επιβιώσει, χρειαζόταν να επαγγέλλεται κάτι. Και έτσι είπε στον άνθρωπο εκείνο να γράψει στα χαρτιά "βαφέας". Ξαφνικά ο άντρας φάνηκε να ενδιαφέρεται πάρα πολύ. Σαν "βαφέας", γνωρίζεις πώς να αφαιρείς το μελάνι; Φυσικά και ήξερε. Και έτσι ξαφνικά εκείνος ο άντρας άρχισε να εξηγεί ότι ολόκληρο το κίνημα της Αντίστασης είχε ένα τεράστιο πρόβλημα: ακόμα και οι κορυφαίοι ειδικοί δεν μπορούσαν να αφαιρούν ένα είδος μελανιού, το λεγόμενο "ανεξίτηλο", το μπλέ μελάνι τύπου "Waterman". Και ο πατέρας μου αμέσως απάντησε ότι ήξερε ακριβώς πώς να το κάνει. Όπως ήταν φυσικό, αυτός ο άνθρωπος είχε εντυπωσιαστεί με τον δεκαεφτάχρονο νεαρό που θα μπορούσε να του δώσει άμεσα τη φόρμουλα, έτσι τον στρατολόγησε. Έτσι, χωρίς να το ξέρει, ο πατέρας μου είχε εφηύρει κάτι που το βρίσκουμε σε κάθε σχολική κασετίνα: το λεγόμενο "μπλάνκο". (Χειροκρότημα)
Back then, documents had hard covers, they were filled in by hand, and they stated your job. In order to survive, he needed work. He asked the man to write "dyer." Suddenly, the man looked very, very interested. “As a “dyer,” do you know how to bleach ink marks?” Of course, he knew. Suddenly, the man started explaining that actually the whole Resistance had a huge problem: even the top experts could not manage to bleach an ink called “indelible,” the "Waterman" blue ink. And my father immediately replied that he knew exactly how to bleach it. The man was very impressed with this 17-year-old who could immediately give him the formula, so he recruited him. Unknowingly, my father had just invented something you find in every schoolchild’s pencil case: the so-called "correction pen." (Applause)
Αλλά ήταν μόνο η αρχή. Αυτός είναι ο πατέρας μου. Με το που μπήκε στο εργαστήριο, παρόλο που ήταν ο νεότερος, αμέσως αντιλήφθηκε ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τα πλαστά έγγραφα. Όλα τα κινήματα σταματούσαν όταν έφταναν στη πλαστογράφηση. Αλλά η ζήτηση μεγάλωνε διαρκώς και ήταν δύσκολο να αλλοιώσεις ήδη υπάρχοντα έγγραφα. Έπεισε τον εαυτό του ότι ήταν αναγκαίο να τα κατασκευάζει από το μηδέν. Άρχισε να φτιάχνει πιεστήρια. Άρχισε να κάνει εγχαράξεις. Άρχισε να φτιάχνει σφραγίδες. Άρχισε να εφευρίσκει αντικείμενα όλων των ειδών -- χρησιμοποιώντας κάποια υλικά εφηύρε ένα φυγοκεντρωτή χρησιμοποιώντας μία ρόδα από ποδήλατο. Όπως και να 'χει, έπρεπε να τα κάνει όλα αυτά γιατί μέσα του βασανιζόταν από το τελικό αποτέλεσμα. Είχε κάνει έναν απλό υπολογισμό: μέσα σε μία ώρα μπορούσε να φτιάξει 30 πλαστά έγγραφα. Αν κοιμόταν μία ώρα, 30 άνθρωποι θα πέθαιναν.
But it was only the beginning. That's my father. As soon as he got to the lab, though he was the youngest, he immediately saw there was a problem with the making of forged documents. All the groups would stop at falsifying.. But demand was ever-growing and it was difficult to tamper with existing documents. He thought they should be made from scratch. He started a press and started photoengraving. He started making rubber stamps, inventing all kind of things -- he invented a centrifuge using a bicycle wheel. Anyway, he had to do all this because he was completel obsessed with output. He had made a simple calculation: In one hour, he could make 30 forged documents. If he slept one hour, 30 people would die.
Αυτή η ένοια ευθύνης απέναντι στις ανθρώπινες ζωές σε ηλικία μόλις 17 -- όπως και η ενοχή του σαν επιζώντας, απ' όταν απέδρασε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, όταν οι φίλοι του είχαν μείνει εκεί -- τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Και αυτή είναι ίσως η εξήγηση για τα 30 χρόνια, που πέρασε κάνοντας πλαστογραφήσεις με κόστος κάθε είδους θυσία. θα ήθελα να πω μερικά πράγματα γι' αυτές τις θυσίες, γιατί υπήρξαν πολλές. Υπήρξαν φυσικά οικονομικές θυσίες γιατί πάντα αρνιόταν να πληρωθεί. Γι' αυτόν, το να πληρώνεται, σήμαινε ότι δούλευε σαν μισθοφόρος. Αν είχε δεχθεί πληρωμές θα έχανε το δικαίωμα να λέει "ναι" ή "όχι" ανάλογα με το πώς ένοιωθε για το δίκαιο ή το άδικο μιας υπόθεσης. Την ημέρα δούλευε σαν φωτογράφος, και τη νύχτα σαν παραχαράκτης, για 30 χρόνια. Υπήρξε φτωχός όλη του τη ζωή.
This sense of responsability for other people’s lives when he was just 17 -- and also his guilt for being a survivor, since he had escaped the camp when his friends had not -- stayed with him all his life. And this is maybe explains why, for 30 years, he continued to make false papers at the cost of every sacrifice. I'd like to talk about those sacrifices, because there were many. There were obviously financial sacrifices because he always refused to be paid. To him, being paid would have meant being a mercenary. If he had accepted payment, he wouldn't be able to say "yes" or "no" depending on what he deemed a just or unjust cause. So he was a photographer by day, and a forger by night for 30 years. He was broke all of the time.
Και μετά υπήρξαν και οι συναισθηματικές θυσίες: Πώς μπορεί κάποιος να συζεί με μία γυναίκα έχοντας τόσα πολλά μυστικά; Πώς μπορεί κάποιος να εξηγήσει τι κάνει στο εργαστήριό του το βράδυ, κάθε βράδυ; Φυσικά, υπήρξε ακόμα ένα είδος θυσίας που αφορούσε την οικογένειά του και το οποίο κατάλαβα αργότερα. Μία μέρα ο πατέρας μου με σύστησε στην αδερφή μου. Μου εξήγησε επίσης ότι είχα και ένα αδερφό, και την πρώτη φορά που τους είδα πρέπει να ήμουν τριών ή τεσσάρων, και εκείνοι ήταν 30 χρόνια μεγαλύτεροι απο εμένα. Τώρα βρίσκονται και οι δύο στα εξήντα τους.
Then there were the emotional sacrifices: How can one live with a woman while having so many secrets? How can one explain what one does at night in the lab, every single night? Of course, there was another kind of sacrifice involving his family that I understood much later. One day my father introduced me to my sister. He also explained to me that I had a brother, too, and the first time I saw them I must have been three or four, and they were 30 years older than me. They are both in their sixties now.
Για να μπορέσω να γράψω το βιβλίο, έκανα ερωτήσεις στην αδερφή μου. Ήθελα να μάθω ποιος ήταν ο πατέρας μου, ποιος ήταν ο πατέρας που αυτή είχε γνωρίσει. Μου εξήγησε ότι ο πατέρας που είχε τους έλεγε ότι θα ερχόταν να τους πάρει την Κυριακή για μια βόλτα. Θα ετοιμάζονταν όλοι και θα τον περίμεναν, αλλά εκείνος δεν εμφανιζόταν σχεδόν ποτέ. Θα έλεγε ότι θα τηλεφωνήσει. Χωρίς να τηλεφωνούσε. Και τότε δεν θα ερχόταν. Ξαφνικά μια μέρα εξαφανίστηκε εντελώς . Ο καιρός περνούσε, και όλοι πίστευαν ότι σίγουρα τους είχε ξεχάσει, αρχικά. Στη συνέχεια καθώς ο καιρός περνούσε, έπειτα από διάστημα σχεδόν δύο ετών, σκέφτηκαν, "Ίσως ο πατέρας μας έχει πεθάνει¨. Και τότε ήταν που κατάλαβα ότι το να κάνω στον πατέρα μου τόσες ερωτήσεις του έφερνε ξανά στο μυαλό το παρελθόν για το οποίο πιθανών να μην ήθελε να μιλάει γιατί ήταν οδυνηρό. Και καθώς τα ετεροθαλή αδέρφια μου νόμιζαν ότι είχαν εγκαταλειφθεί, ορφανέψει, ο πατέρας μου πλαστογραφούσε έγγραφα. Και που δεν τους το είπε, ήταν φυσικά γιατί ήθελε να τους προστατέψει.
In order to write the book, I asked my sister questions. I wanted to know who my father was, who was the father she had known. She explained that the father that she’d had would tell them he’d come and pick them up on Sunday to go for a walk. They would get all dressed up and wait for him, but he would almost never come. He'd say, "I'll call." He wouldn't call. And then he would not come. Then one day he totally disappeared. Time passed, and they thought he had surely forgotten them, at first. Then as time passed, after almost two years, they thought, "Well, perhaps our father has died." And then I understood that asking my father so many questions was stirring up a whole past he probably didn’t feel like talking about because it was painful. And while my half brother and sister thought they’d been abandoned, orphaned, my father was making false papers. And if he did not tell them, it was of course to protect them.
Μετά την απελευθέρωση έκανε πλαστά έγγραφα για να επιτρέψει στους επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη πριν δημιουργηθεί το Ισραήλ. Και τότε, λόγω του ότι ήταν κατά των εποίκων, πλαστογραφούσε έγγραφα για του Αλγερινούς κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Μετά τον πόλεμο, μέσα στους πυρήνες των διεθνών κινημάτων αντίστασης, το όνομά του κυκλοφόρησε και όλος ο κόσμος χτύπησε την πόρτα του. Στην Αφρική υπήρχαν χώρες που μάχονταν για την ανεξαρτησία τους. Γουινέα, Γουινέα Μπισάου, Αγκόλα. Και τότε ο πατέρας μου ήρθε σε επαφή με το κόμμα κατά του απαρτχάιντ του Νέλσον Μαντέλα Έφτιαχνε πλαστά έγγραφα για διωγμένους νοτιοαφρικανούς.
After the Liberation, he made false papers so the survivors of concentration camps could immigrate to Palestine before the creation of Israel. As he was a staunch anti-colonialist, he made false papers for Algerians during the Algerian war. After the Algerian war, at the heart of the internationa resistance movements, his name circulated and the whole world came knocking at his door. In Africa there were countrie fighting for their independence: Guinea, Guinea-Bissau, Angola. And then my father connected with Nelson Mandela’ anti-apartheid party. He made forged papers for persecuted black South Africans.
Επίσης είχε βρεθεί στη Λατινική Αμερική. Ο πατέρας μου βοηθούσε αυτούς που αντιστέκονται στις δικτατορίες στη Δομινικανή Δημοκρατία, Αϊτή, και μετά ήρθε η σειρά της Βραζιλίας, Αργεντινής, Βενεζουέλας, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουας, Κολομβίας, Περού, Ουρουγουάης, Χιλής και Μεξικού. Μετά ήρθε ο πόλεμος του Βιετνάμ. Ο πατέρας μου έφτιαχνε πλαστά έγγραφα για τους Αμερικάνους λιποτάκτες που δεν ήθελαν να μάχονται τους Βιετναμέζους. Ούτε και η Ευρώπη γλύτωσε. Ο πατέρας μου έφτιαχνε πλαστά έγγραφα για τους αποστάτες ενάντια στον Φράνκο στην Ισπανία, το Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, ακόμα και στη Γαλλία. Τότε, συνέβη για μία και μοναδική φορά, το Μάιο του '68. Ο πατέρας μου παρακολουθούσε, καλοπροαίρετα, φυσικά, τις διαμαρτυρίες του Μαΐου, αλλά η καρδιά του βρισκόταν αλλού, το ίδιο και ο χρόνος του γιατί είχε πάνω από 15 χώρες να βοηθήσει.
There was also Latin America. My father helped those who resisted dictatorships in the Dominican Republic, Haiti, and then it was the turn of Brazil, Argentina, Venezuela, El Salvador, Nicaragua, Colombia, Peru, Uruguay, Chile and Mexico. Then there was the Vietnam War. My father made forged papers for the American deserters who refused to take up arms against the Vietnamese. Europe was not spared either. My father made forged papers for the dissidents against Franco in Spain, Salazar in Portugal, against the colonels’ dictatorship in Greece, and even in France. There, just once, it happened in May of 1968. My father watched, benevolently, of course, the demonstrations of the month of May, but his heart was elsewhere, and so was his time because he had over 15 countries to serve.
Μία φορά, συμφώνησε να κάνει πλαστά έγγραφα για κάποιον που μπορεί να αναγνωρίζετε. (Γέλια) Ήταν κατά πολύ νεότερος εκείνες τις μέρες, και ο πατέρας μου συμφώνησε να φτιάξει τα πλαστά έγγραφα ώστε να του επιτραπεί να επιστρέψει και να μιλήσει σε μια συνάντηση. Μου είπε ότι εκείνα τα έγγραφα ήταν τα πιο δημοφιλή στα μέσα και τα λιγότερο χρήσιμα που χρειάστηκε να πλαστογραφήσει στη ζωή του. Αλλά, συμφώνησε να το κάνει, ακόμα και χωρίς να βρίσκεται σε κίνδυνο η ζωή του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, μόνο και μόνο γιατί ήταν μια καλή ευκαιρία να γελοιοποιήσει τις αρχές, και για να δείξει ότι δεν υπάρχει τίποτα σαθρώτερο από τα σύνορα -- και ότι οι ιδέες δεν έχουν σύνορα.
Once, though, he agreed to make false papers for someone you might recognize. (Laughter) He was much younger in those days, and my father agreed to make false papers to enable him to come back and speak at a meeting. He told me that those false papers were the most media-relevant and the least useful he’d had to make in all his life. But, he agreed to do it, even though Daniel Cohn-Bendit’s life was not in danger, just because it was a good opportunity to mock the authorities, and to show them that there’s nothin more porous than borders -- and that ideas have no borders.
Όλη την παιδική μου ηλικία, οι πατεράδες των φίλων μου τους έλεγαν ιστορίες με νεράιδες, ο πατέρας μου, μου έλεγε ιστορίες με ταπεινούς ήρωες, με ισχυρές ουτοπίες που κατάφερναν θαύματα. Και αυτοί οι ήρωες δεν χρειάζονταν ένα στρατό πίσω τους. Όπως και να 'χει, κανείς δεν θα ακολουθούσε τότε εκτός από μια χούφτα άνδρες και γυναίκες με πείσμα και κουράγιο. Κατάλαβα αρκετά αργότερα ότι στην πραγματικότητα ο πατέρας μου, μου εξιστορούσε την δική του ιστορία σαν νανούρισμα. Τον ρώτησα, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις θυσίες που έπρεπε να κάνει, αν ποτέ μετάνιωσε. Είπε όχι. Μου είπε ότι θα του ήταν αδύνατο να γίνει μάρτυρας ή να υποστεί αδικίες και να μείνει με σταυρωμένα χέρια. Ήταν πεπεισμένος, και ακόμα είναι ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, ένας κόσμος όπου κανείς δεν θα χρειάζεται έναν παραχαράκτη. Ακόμα τον ονειρεύεται. Ο πατέρας μου είναι μαζί μας στην αίθουσα σήμερα. Το όνομά του είναι Αδόλφος Καμίνσκι και του ζητώ να σταθεί όρθιος. (Χειροκρότημα) Σας ευχαριστώ.
All my childhood, while my friends’ dads would tell them Grimm’s fairy tales, my father would tell me stories about very unassuming heroes with unshakeable utopias who managed to make miracles. And those heroes did not need an army behind them. Anyhow, nobody would have followed them, except for a handful [of] men and women of conviction and courage. I understood much later that it was his own story my father would tell me to get me to sleep. I asked him whether, considering the sacrifices he had to make, he ever had any regrets. He said no. He told me that he would have been unable to witness or submit to injustice without doing anything. He was persuaded, and he's still convinced that another world is possible -- a world where no one would ever need a forger. He's still dreaming about it. My father is here in the room today. His name is Adolfo Kaminsky and I’m going to ask him to stand up. (Applause) Thank you.