Σήμερα, θα δούμε τον κόσμο της αρχαίας Ρώμης μέσα απ' τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού. Να την εδώ που ζωγραφίζει το πορτραίτο της στο αίθριο του τεράστιου πατρικού της. Τ' όνομά της είναι Ντομίτια, και είναι μόλις 5 χρονών. Έχει έναν μεγαλύτερο αδερφό που είναι 14, τον Λούσιους Ντομίτιους Αχενομπάρμπους, που πήρε το όνομα του πατέρα της. Τα κορίτσια δεν παίρνουν μεγάλα ονόματα όπως τ' αγόρια. Το χειρότερο είναι ότι ο Πατέρας επιμένει να φωνάζει όλες τις κόρες του, Ντομίτια. «Ντομίτια!» Φωνάζει τη Ντομίτια που ζωγραφίζει στην κολόνα, την Ντομίτια Γ'. Έχει μια μεγαλύτερη αδερφή, την Ντομίτια Β', που είναι 7 χρονών. Και υπάρχει κι η Ντομίτια Α' που είναι 10. Θα υπήρχε και Ντομίτια Δ', αλλά η μαμά πέθανε πάνω στη γέννα πριν τρία χρόνια. Μπερδευτήκατε; Το ίδιο πάθαιναν κι οι Ρωμαίοι. Μπορούσαν να υπολογίσουν τη γενεαλογία από τους άρρενες απογόνους με τα ωραία, τριμερή ονόματα όπως Λούσιους Ντομίτιους Αχενομπάρμπους, αλλά ήταν μεγάλο μπέρδεμα το ποια Ντομίτια ήταν παντρεμένη με ποιον, κι αν ήταν αδερφή των παππούδων ή μητριά κάποιου από τους γονείς, κι αν ναι, ποιανού, όταν έπρεπε όλα αυτά να καταγραφούν. Η Ντομίτια Γ' δεν ζωγραφίζει απλώς στην κολόνα, αλλά παρακολουθεί και τι γίνεται. Βλέπετε, είναι ακόμα νωρίς, την ώρα που όλοι οι πελάτες και φίλοι του πατέρα της έρχονται να τον δουν και να υποβάλλουν τα σέβη τους. Ο Λούσιους Ποπίντιους Σεκούντους, ένας δεκαεπτάχρονος που θέλει να παντρευτεί την Ντομίτια Β' μέσα στα επόμενα πέντε με επτά χρόνια, έχει έρθει κι αυτός. Δεν φαίνεται όμως να φλερτάρει τόσο τη μελλοντική του γυναίκα όσο τον πατέρα της. Ο καημένος ο Λούσιους δεν γνωρίζει ότι ο πατέρας της Ντομίτια ξέρει μεν ότι είναι πλούσια οικογένεια, ωστόσο τους θεωρεί λεχρίτες απ' τη φτωχογειτονιές της Σουμπούρα. Στο κάτω-κάτω, είναι η περιοχή της Ρώμης όπου συχνάζουν μπαρμπέρηδες και πόρνες. Αλλά ξαφνικά, όλοι οι άντρες φεύγουν μαζί με τον Πατέρα. Είναι η δεύτερη ώρα, και η στιγμή να πάει στο δικαστήριο μαζί με ένα στιβαρό ακροατήριο από πελάτες που χειροκροτούν τη ρητορεία του και γιουχάρουν τους αντιπάλους. Το σπίτι είναι τώρα πιο ήσυχο. Οι άντρες θα λείπουν για επτά ώρες, μέχρι την ώρα του δείπνου. Αλλά τι συμβαίνει στο σπίτι αυτές τις επτά ώρες; Τι κάνουν η Ντομίτια, η Ντομίτια και η Ντομίτια όλην τη μέρα; Καθόλου εύκολη ερώτηση! Ό,τι γραπτό έχουμε σήμερα από τους Ρωμαίους γράφτηκε από άντρες. Αυτό κάνει δύσκολη την αναπαράσταση της ζωής των γυναικών. Παρ' όλ' αυτά, δεν γίνεται να γραφτεί η ιστορία μόνο με τους άντρες Ρωμαίους, οπότε ας δούμε τι έκαναν οι γυναίκες. Ας ξεκινήσουμε απ' το αίθριο. Υπάρχει ένας τεράστιος αργαλειός στον οποίο υφαίνει μια νέα τόγκα η τελευταία σύζυγος του πατέρα. Η Ντομίτια, η Ντομίτια κι η Ντομίτια έχουν αναλάβει να κλώθουν το μαλλί που θα χρησιμοποιηθεί για να υφάνουν αυτό το σημαντικό ένδυμα, εννιάμισι μέτρα και κάτι, και ελλειψοειδές σε σχήμα. Στου Ρωμαίους άρεσε πολύ η ιδέα οι γυναίκες τους να υφαίνουν μαλλί. Το ξέρουμε γιατί είναι γραμμένο στις επιτάφιες επιγραφές τόσων Ρωμαίων γυναικών. Αντίθετα με τις γυναίκες στην Ελλάδα, οι Ρωμαίες βγαίνουν απ' το σπίτι και περιφέρονται στην πόλη. Πάνε στα λουτρά το πρωί, για να αποφύγουν τους άντρες, ή σε ιδιαίτερα λουτρά που είναι μόνο για γυναίκες. Μερικές κιόλας δοκιμάζουν την καινούργια μόδα του 70 μ.Χ.: να κάνουν γυμνές ηλιοθεραπεία μπροστά σε άντρες. Δεν επιτρέπεται όμως να μπαίνουν όπου βρίσκονται οι άντρες: στην Αγορά, στα Δικαστήρια, και στη Σύγκλητο. Στη δημόσια ζωή η θέση τους είναι σε στοές με κολόνες, με κήπους, με αγάλματα, και με μονοπάτια για να κάνουν περίπατο. Όταν η Ντομίτια, η Ντομίτια κι η Ντομίτια θέλουν να βγουν και να πάνε κάπου, όπως στη Στοά της Λιβίας, πρέπει να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η Ντομίτια Β' και η Ντομίτια Γ' είναι έτοιμες, αλλά η Ντομίτια Α', η οποία πρόκειται να παντρευτεί σε δύο χρόνια τον αγαπημένο της Φιλάτους, δεν είναι έτοιμη. Δεν αργοπορεί, αλλά έχει πιο πολλά να κάνει. Ως αρραβωνιασμένη, πρέπει να φέρει τα χαρακτηριστικά εμβλήματα της μνηστείας: τα δαχτυλίδια του αρραβώνα, και όλα τα δώρα που της έκανε ο Φιλάτους, κοσμήματα, σκουλαρίκια, περιδέραια, και μενταγιόν. Μπορεί επίσης να φοράει κι ένα στέμμα από μυρτιές. Όλα αυτά τα χρυσαφικά φωνάζουν «Παντρεύομαι μ' αυτόν τον δεκαεννιάχρονο που μου έδωσε όλα αυτά που φοράω». Εν τω μεταξύ, οι Ντομίτια Β' και Γ' παίζουν με τις κούκλες τους, που δεν είναι παρά ομοιώματα της αδερφής τους στολισμένη με τα εμβλήματα του γάμου. Οι κούκλες αυτές θα δοθούν ως αφιέρωμα στους θεούς της Εστίας την ημέρα του γάμου τους. Ωραία, είμαστε έτοιμοι. Τα κορίτσια μπαίνουν σε παλανκίνα που μεταφέρουν κάποιοι σωματώδεις σκλάβοι. Έχουν επίσης μαζί τους μία συνοδό, και θα συναντήσουν μια θεία τους στη Στοά της Λιβίας. Σηκωμένες ψηλά στους ώμους των σκλάβων, τα κορίτσια κοιτάζουν μέσα απ' τις κουρτίνες βλέποντας κάτω τους δρόμους που σφύζουν από κόσμο. Διασχίζουν την πόλη, περνάνε το Κολοσσαίο, και μετά στρίβουν για να ανεβούν στον λόφο με τη Στοά της Λιβίας. Χτίστηκε από τη Λιβία, σύζυγο του πρώτου αυτοκράτορα Αυγούστου, εκεί που ήταν η οικία του Βέντιους Πόλιο. Δεν ήταν κι ο καλύτερος άνθρωπος. Μια φορά δοκίμασε να ρίξει έναν σκλάβο για τροφή στα χέλια στη λίμνη, μόνο και μόνο επειδή του έπεσε ένα πιάτο κάτω. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας ήταν παρών στο δείπνο και τον ηρέμησε. Τα παλανκίνα τοποθετούνται στο έδαφος, και τα κορίτσια βγαίνουν έξω πιασμένες αγκαζέ, δύο δύο, και ανεβαίνουν τα σκαλιά προς στους περιτοιχισμένους κήπους με τις πολλές κολόνες. Η Ντομίτια Γ' τρέχει και αρχίζει να ζωγραφίζει σε μια κολόνα. Η Ντομίτια Β' πάει μαζί της και προσπαθεί να διαβάσει τα διάφορα γκραφίτι ψηλά στην κολόνα. Εντοπίζει ένα σχέδιο με μονομάχους και προσπαθεί να τους φανταστεί να πολεμάνε, κάτι που ποτέ δεν θα της επιτραπεί να δει, εκτός από πίσω πίσω στο Κολοσσαίο. Από εκεί, θα έχει μεν καλή θέα των 50.000 θεατών, αλλά θα βλέπει πολύ λίγο την ίδια την αιματοχυσία. Αν όντως ήθελε μια καλή θέση, θα έπρεπε να έρθει ως ιερή παρθένα και θα καθόταν εντελώς μπροστά. Αλλά μια ζωή ολόκληρη να φυλάς τη φλόγα της θεάς Βέστα δεν ταιριάζει σε όλους. Η Ντομίτια Α' βρήκε μια άλλη δεκάχρονη που είναι επίσης στολισμένη με τα εμβλήματα του αρραβώνα. Ώρα να γυρίσουνε σπίτι. Όταν επιστρέφουν μετά την όγδοη ώρα, κάτι συμβαίνει. Στο πάτωμα βρίσκεται ένα σπασμένο πιάτο. Όλοι οι σκλάβοι είναι μαζεμένοι στο αίθριο και περιμένουν την επιστροφή του κυρίου τους. Ο Πατέρας σίγουρα θα εξοργισθεί. Δεν θα κτυπήσει τα παιδιά του, αλλά, όπως πολλοί Ρωμαίοι, πιστεύει ότι οι σκλάβοι πρέπει να τιμωρούνται. Το μαστίγιο είναι έτοιμο περιμένοντας την άφιξή του. Κανείς δε ξέρει ποιος έσπασε το πιάτο, αλλά ο Πατέρας θα φωνάξει τον επιστάτη για να τους κάνει να μαρτυρήσουν, έστω και με βασανισμό. Ο θυρωρός ανοίγει την μπροστινή πόρτα του σπιτιού. Οι φοβισμένοι σκλάβοι σιωπούν αμέσως. Μέσα μπαίνει όχι ο αφέντης, αλλά μια έγκυος έφηβη. Είναι η μεγαλύτερη κόρη του αφέντη, ηλικίας 15 χρονών, η οποία είναι ήδη βετεράνος του γάμου και των παιδιών. Μαντέψτε τ' όνομά της! Υπάρχει 5-10% πιθανότητα να μην επιζήσει τη γέννα του παιδιού της, αλλά για την ώρα έχει έρθει για δείπνο με την οικογένειά της. Σαν έφηβη μητέρα, έχει αποδείξει ότι είναι καλή σύζυγος κάνοντας παιδιά και απογόνους για τον άντρα της, που θα διαιωνίσουν τ' όνομά του στο μέλλον. Η οικογένεια κατευθύνεται προς την τραπεζαρία και τους σερβίρουν το δείπνο. Φαίνεται πως ο Πατέρας έχει προσκληθεί για δείπνο κάπου αλλού. Όταν ολοκληρώθηκε το γεύμα, τα κορίτσια διέσχισαν το αίθριο για να αποχαιρετίσουν τη μεγαλύτερη αδερφή τους, η οποία μεταφέρεται στο σπίτι με παλανκίνο και συνοδεία σωματοφυλάκων του Πατέρα. Γυρνώντας στο σπίτι, τα κορίτσια διασχίζουν και πάλι το αίθριο. Οι σκλάβοι, νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες, περιμένουν την επιστροφή του κυρίου τους. Όταν επιστρέψει, ίσως πάρει εκδίκηση για να εξασφαλίσει την εξουσία του πάνω στους σκλάβους, η οποία διατηρείται μέσω της βίας και του τρόμου που επιφυλάσσει ανά πάσα στιγμή για όλους τους σκλάβους. Αλλά τα κορίτσια, ανεβαίνουν επάνω για το βράδυ, έτοιμες για ύπνο.
Today, we're going to look at the world of Rome through the eyes of a young girl. Here she is, drawing a picture of herself in the atrium of her father's enormous house. Her name is Domitia, and she is just 5 years old. She has an older brother who is fourteen, Lucius Domitius Ahenobarbus, named after her dad. Girls don't get these long names that boys have. What is worse is that Dad insists on calling all his daughters Domitia. "Domitia!" His call to Domitia drawing on the column, Domitia III. She has an older sister, Domitia II, who is 7 years old. And then there's Domitia I, who is ten. There would have been a Domitia IV, but mom died trying to give birth to her three years ago. Confused? The Romans were too. They could work out ancestry through the male line with the nice, tripartite names such as Lucius Domitius Ahenobarbus. But they got in a real mess over which Domitia was married to whom and was either the great aunt or the great stepmother and so on to whom when they came to write it down. Domitia III is not just drawing on the pillar, she's also watching the action. You see, it's early, in the time of day when all her dad's clients and friends come to see him at home to pay their respects. Lucius Popidius Secundus, a 17 year old, he wants to marry Domitia II within the next five to seven years, has come as well. He seems to be wooing not his future wife, but her dad. Poor Lucius, he does not know that Domitia's dad thinks he and his family are wealthy but still scumbags from the Subura. Afterall, it is the part of Rome full of barbers and prostitutes. Suddenly, all the men are leaving with Dad. It's the second hour and time for him to be in court with a sturdy audience of clients to applaud his rhetoric and hiss at his opponent. The house is now quieter. The men won't return for seven hours, not until dinner time. But what happens in the house for those seven hours? What do Domitia, Domitia, and Domitia do all day? Not an easy question! Everything written down by the Romans that we have today was written by men. This makes constructing the lives of women difficult. However, we can't have a history of just Roman men, so here it goes. We can begin in the atrium. There is a massive loom, on which Dad's latest wife is working on a new toga. Domitia, Domitia, and Domitia are tasked with spinning the wool that will be used to weave this mighty garment, 30 or more feet long and elliptical in shape. Romans loved the idea that their wives work wool. We know that because it's written on the gravestones of so many Roman women. Unlike women in Greece, Roman women go out the house and move about the city. They go to the baths in the morning to avoid the men or to separate baths that are for women only. Some do go in for the latest fad of the AD 70s: nude bathing with men present. Where they have no place is where the men are: in the Forum, in the Law Court, or in the Senate House. Their place in public is in the porticos with gardens, with sculpture, and with pathways for walking in. When Domitia, Domitia, and Domitia want to leave the house to go somewhere, like the Portico of Livia, they must get ready. Domitia II and Domitia III are ready, but Domitia I, who is betrothed to be married in two years to darling Philatus, isn't ready. She's not slow, she just has more to do. Being betrothed means she wears the insignia of betrothal: engagement rings and all the gifts Pilatus has given her - jewels, earrings, necklaces, and the pendants. She may even wear her myrtle crown. All this bling shouts, "I'm getting married to that 19 year old who gave me all this stuff I'm wearing!" While as they wait, Domitia II and Domitia III play with their dolls that mirror the image of their sister decked out to be married. One day, these dolls will be dedicated to the household gods on the day of their wedding. Okay, we're ready. The girls step into litters carried by some burly slaves. They also have a chaperone with them and will be meeting an aunt at the Porticus of Livia. Carried high on the shoulders of these slaves, the girls look out through the curtains to see the crowded streets below them. They traverse the city, pass the Coliseum, but then turn off to climb up the hill to the Porticus of Livia. It was built by Livia, the wife of the first emperor Augustus, on the site of the house of Vedius Pollio. He wasn't such a great guy. He once tried to feed a slave to the eels in his fish pond for simply dropping a dish. Luckily, the emperor was at the dinner and tamed his temper. The litters are placed on the ground and the girls get out and arm in arm, two by two, they ascend the steps into the enclosed garden with many columns. Domitia III shot off and is drawing on a column. Domitia II joins her but seeks to read the graffiti higher up on the column. She spots a drawing of gladiators and tries to imagine seeing them fighting, something she will never be permitted to do, except from the very rear of the Coliseum. From there, she will have a good view of the 50,000 spectators but will see little by way of blood and gore. If she really wanted a decent view, she could become a vestal virgin and would sit right down the front. But a career tending the sacred flame of Vesta is not to everybody's taste. Domitia I has met another ten year old also decked out in the insignia of betrothal. Home time. When they get there after the eighth hour, something is up. A smashed dish lies on the floor. All the slaves are being gathered together in the atrium and await the arrival of their master. Dad is going to go mad. He will not hit his children, but like many other Romans, he believes that slaves have to be punished. The whip lies ready for his arrival. No one knows who smashed the dish, but Dad will call the undertaker to torture it out of them, if he must. The doorkeeper opens the front door to the house. A hush comes over the anxious slaves. In walks not their master but, instead, a pregnant teenager. It is the master's eldest daughter, age 15, who is already a veteran of marriage and child birth. Guess what her name is. There is a five to ten percent chance she won't survive giving birth to her child, but, for now, she has come to dinner with her family. As a teenage mother, she has proved that she is a successful wife by bringing children and descendants for her husband, who will carry on his name in the future. The family head off to the dining room and are served dinner. It would seem Dad has had an invite to dinner elsewhere. With dinner concluded, the girls crossed the atrium to bid farewell to their older sister who is carried home in a litter, escorted by some of Dad's bodyguards. Returning to the house, the girls cross the atrium. The slaves, young and old, male and female, await the return of their owner. When he returns, he may exact vengeance, ensuring his power over the slaves is maintained through violence and terror, to which any slave could be subjected. But, for the girls, they head upstairs for the night, ready for bed.