Όταν ήμουν οκτώ ετών, ήρθε ένα καινούργιο κορίτσι στην τάξη, και ήταν πολύ εντυπωσιακή, όπως φαίνεται πως είναι πάντα το καινούργιο κορίτσι. Είχε πολλά και πολύ λαμπερά μαλλιά και μια χαριτωμένη μικρή κασετίνα, ήξερε όλες τις πρωτεύουσες των πολιτειών, συλλάβιζε εξαιρετικά. Kι εκείνη τη χρονιά έσκαγα από τη ζήλια μου, μέχρι που συνέλαβα το σατανικό μου σχέδιο. Έτσι, μια μέρα έμεινα λίγο παραπάνω στο σχολείο, αρκετά παραπάνω, και κρύφτηκα στις τουαλέτες των κοριτσιών. Όταν το πεδίο ήταν ελεύθερο, βγήκα, σύρθηκα στην τάξη, και πήρα από την έδρα της δασκάλας μου το βιβλίο της βαθμολογίας. Και τότε το έκανα. «Μαγείρεψα» λιγάκι τους βαθμούς της αντιπάλου μου, λιγάκι μόνο, υποβίβασα μερικά από τα άριστα. Όλα τα άριστα. (Γέλια) Και ήμουν έτοιμη να επιστρέψω το βιβλίο στο συρτάρι, όταν, για περίμενε, μερικοί από τους συμμαθητές μου είχαν επίσης απαράδεκτα καλούς βαθμούς. Έτσι, μέσα σε φρενίτιδα, διόρθωσα τους βαθμούς όλων, όχι με ιδιαίτερη φαντασία. Έδωσα σε όλους μια σειρά από «Καλά» και έδωσα στον εαυτό μου μια σειρά από «Άριστα», ξέρετε, μιας που ήμουν εκεί, γιατί όχι;
So when I was eight years old, a new girl came to join the class, and she was so impressive, as the new girl always seems to be. She had vast quantities of very shiny hair and a cute little pencil case, super strong on state capitals, just a great speller. And I just curdled with jealousy that year, until I hatched my devious plan. So one day I stayed a little late after school, a little too late, and I lurked in the girls' bathroom. When the coast was clear, I emerged, crept into the classroom, and took from my teacher's desk the grade book. And then I did it. I fiddled with my rival's grades, just a little, just demoted some of those A's. All of those A's. (Laughter) And I got ready to return the book to the drawer, when hang on, some of my other classmates had appallingly good grades too. So, in a frenzy, I corrected everybody's marks, not imaginatively. I gave everybody a row of D's and I gave myself a row of A's, just because I was there, you know, might as well.
Είμαι ακόμη μπερδεμένη με τη συμπεριφορά μου. Δεν καταλαβαίνω από πού είχε έρθει αυτή η ιδέα. Δεν καταλαβαίνω γιατί αισθανόμουν τόσο υπέροχα όταν το έκανα. Αισθανόμουν υπέροχα. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν με έπιασαν ποτέ. Εννοώ πως θα έπρεπε να ήταν εντελώς προφανές. Δεν με έπιασαν ποτέ. Αλλά πάνω από όλα, με προβληματίζει ακόμα το γιατί με είχε πειράξει τόσο πολύ ότι αυτό το μικρό κορίτσι, αυτό το μικροσκοπικό κορίτσι, ήταν τόσο καλή στην ορθογραφία; Η ζήλια με μπερδεύει. Είναι τόσο μυστηριώδης και τόσο διαβρωτική. Γνωρίζουμε πως τα μωρά υποφέρουν από ζήλια. Το ίδιο και τα πρωτεύοντα θηλαστικά. Ο γαλαζοκότσυφας είναι ιδιαίτερα επιρρεπής. Γνωρίζουμε πως η ζήλια είναι η πρώτη αιτία συζυγικών φόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και παρ' όλα αυτά, δεν έχω διαβάσει ποτέ μια έρευνα που να μπορεί να μου εξηγήσει τη μοναξιά της, τη μακροβιότητά της, ή τη ζοφερή συγκίνησή της. Για όλα αυτά, πρέπει να ανατρέξουμε στη λογοτεχνία γιατί το μυθιστόρημα είναι το εργαστήριο που έχει μελετήσει τη ζήλια σε όλες τις πιθανές μορφές της. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω αν είναι υπερβολή να πω πως αν δεν υπήρχε η ζήλια, θα υπήρχε άραγε η λογοτεχνία; Χωρίς την άπιστη Ελένη, δεν θα υπήρχε η «Οδύσσεια». Χωρίς ζηλιάρηδες βασιλείς, δεν θα υπήρχαν οι «Χίλιες και Μια Νύχτες». Δεν θα υπήρχε ο Σαίξπηρ. Τι θα διάβαζαν τα παιδιά στο σχολείο αν δεν υπήρχε «Η Βουή και η Αντάρα»; Θα χάναμε τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ», το «Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά», την «Μαντάμ Μποβαρύ», την «Άννα Καρένινα». Χωρίς ζήλια, δεν υπάρχει ο Προυστ. Ξέρω πως είναι της μόδας να λέμε πως ο Προυστ έχει όλες τις απαντήσεις, αλλά στην περίπτωση της ζήλιας, με κάποιο τρόπο τις έχει. Φέτος είναι η εκατονταετηρίδα του «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο» που είναι η πιο εξαντλητική μελέτη της σεξουαλικής ζήλιας και του απλού ανταγωνισμού, -το σήμα κατατεθέν μου- που θα μπορούσαμε να έχουμε. (Γέλια) Όταν αναλογιζόμαστε τον Προυστ, σκεφτόμαστε τα συναισθηματικά μέρη, σωστά; Σκεφτόμαστε ένα μικρό αγόρι που προσπαθεί να κοιμηθεί. Σκεφτόμαστε ένα μαντλέν βουτηγμένο σε τσάι λεβάντας. Ξεχνάμε πόσο σκληρό ήταν το όραμά του. Ξεχνάμε πως δεν έχει οίκτο. Εννοώ, πως αυτά είναι βιβλία για τα οποία η Βιρτζίνια Γουλφ είχε πει πως είναι σκληρά όσο τα έντερα της γάτας. Δεν ξέρω τι είναι τα έντερα της γάτας, αλλά ας υποθέσουμε πως είναι αξιοθαύμαστα.
And I am still baffled by my behavior. I don't understand where the idea came from. I don't understand why I felt so great doing it. I felt great. I don't understand why I was never caught. I mean, it should have been so blatantly obvious. I was never caught. But most of all, I am baffled by, why did it bother me so much that this little girl, this tiny little girl, was so good at spelling? Jealousy baffles me. It's so mysterious, and it's so pervasive. We know babies suffer from jealousy. We know primates do. Bluebirds are actually very prone. We know that jealousy is the number one cause of spousal murder in the United States. And yet, I have never read a study that can parse to me its loneliness or its longevity or its grim thrill. For that, we have to go to fiction, because the novel is the lab that has studied jealousy in every possible configuration. In fact, I don't know if it's an exaggeration to say that if we didn't have jealousy, would we even have literature? Well no faithless Helen, no "Odyssey." No jealous king, no "Arabian Nights." No Shakespeare. There goes high school reading lists, because we're losing "Sound and the Fury," we're losing "Gatsby," "Sun Also Rises," we're losing "Madame Bovary," "Anna K." No jealousy, no Proust. And now, I mean, I know it's fashionable to say that Proust has the answers to everything, but in the case of jealousy, he kind of does. This year is the centennial of his masterpiece, "In Search of Lost Time," and it's the most exhaustive study of sexual jealousy and just regular competitiveness, my brand, that we can hope to have. (Laughter) And we think about Proust, we think about the sentimental bits, right? We think about a little boy trying to get to sleep. We think about a madeleine moistened in lavender tea. We forget how harsh his vision was. We forget how pitiless he is. I mean, these are books that Virginia Woolf said were tough as cat gut. I don't know what cat gut is, but let's assume it's formidable.
Ας δούμε γιατί ταιριάζουν τόσο πολύ το μυθιστόρημα με τη ζήλια και η ζήλια με τον Προυστ. Είναι κάτι τόσο προφανές όσο το ότι η ζήλια, που συνοψίζεται σε: άτομο, επιθυμία, εμπόδιο, αποτελεί μια σταθερή αφηγηματική βάση; Δεν ξέρω. Nομίζω πως αυτό πλησιάζει την αλήθεια, επειδή ας σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν αισθανόμαστε ζήλια. Όταν ζηλεύουμε, λέμε στον εαυτό μας μια ιστορία. Λέμε στον εαυτό μας μια ιστορία για τις ζωές άλλων ανθρώπων, και αυτές οι ιστορίες μας κάνουν να αισθανόμαστε απαίσια, επειδή είναι φτιαγμένες για να μας κάνουν να αισθανόμαστε απαίσια. Και καθώς είμαστε και ο αφηγητής και το κοινό αυτής της ιστορίας, γνωρίζουμε ακριβώς ποιες λεπτομέρειες να συμπεριλάβουμε για να καρφώσουμε το μαχαίρι βαθιά. Σωστά; Η ζήλια μας κάνει όλους ερασιτέχνες μυθιστοριογράφους, και αυτό είναι κάτι που κατανοούσε ο Προυστ.
Let's look at why they go so well together, the novel and jealousy, jealousy and Proust. Is it something as obvious as that jealousy, which boils down into person, desire, impediment, is such a solid narrative foundation? I don't know. I think it cuts very close to the bone, because let's think about what happens when we feel jealous. When we feel jealous, we tell ourselves a story. We tell ourselves a story about other people's lives, and these stories make us feel terrible because they're designed to make us feel terrible. As the teller of the tale and the audience, we know just what details to include, to dig that knife in. Right? Jealousy makes us all amateur novelists, and this is something Proust understood.
Στον πρώτο τόμο, «Από τη μεριά του Σουάν», της σειράς των βιβλίων, ο Σουάν, ένας από τους βασικούς χαρακτήρες, σκέφτεται πολύ τρυφερά την ερωμένη του και πόσο φανταστική είναι στο κρεβάτι, και ξαφνικά, μέσα σε λίγες προτάσεις, και μιλάμε για προτάσεις του Προυστ, που είναι μακρές όσο ένας ποταμός, όμως μέσα σε λίγες προτάσεις, ξαφνικά αναπηδά και συνειδητοποιεί, «Για μισό λεπτό. Όλα όσα αγαπώ σε αυτή τη γυναίκα, μπορεί να τα αγαπήσει και κάποιος άλλος σε αυτή τη γυναίκα. Όλα όσα κάνει και μου δίνουν ευχαρίστηση, θα μπορούσαν να δίνουν σε κάποιον άλλον ευχαρίστηση, ίσως και αυτή τη στιγμή.» Και αυτή είναι η ιστορία που αρχίζει να λέει στον εαυτό του και από εκείνη τη στιγμή, ο Προυστ γράφει πως ό,τι γοητευτικό ανακαλύπτει ο Σουάν στην ερωμένη του, το προσθέτει στην προσωπική του «συλλογή οργάνων βασανισμού».
In the first volume, Swann's Way, the series of books, Swann, one of the main characters, is thinking very fondly of his mistress and how great she is in bed, and suddenly, in the course of a few sentences, and these are Proustian sentences, so they're long as rivers, but in the course of a few sentences, he suddenly recoils and he realizes, "Hang on, everything I love about this woman, somebody else would love about this woman. Everything that she does that gives me pleasure could be giving somebody else pleasure, maybe right about now." And this is the story he starts to tell himself, and from then on, Proust writes that every fresh charm Swann detects in his mistress, he adds to his "collection of instruments in his private torture chamber."
Πρέπει να ομολογήσουμε, πως ο Σουάν και ο Προυστ ήταν διαβόητα ζηλιάρηδες. Ξέρετε, οι σύντροφοι του Προυστ έπρεπε να φύγουν από τη χώρα όταν ήθελαν να τον χωρίσουν. Όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς τόσο ζηλιάρης για να παραδεχτεί πως αυτό είναι σκληρή δουλειά. Σωστά; Η ζήλια είναι εξαντλητική. Είναι ένα πεινασμένο συναίσθημα. Θέλει τάισμα.
Now Swann and Proust, we have to admit, were notoriously jealous. You know, Proust's boyfriends would have to leave the country if they wanted to break up with him. But you don't have to be that jealous to concede that it's hard work. Right? Jealousy is exhausting. It's a hungry emotion. It must be fed.
Και τι αρέσει στη ζήλια; Στη ζήλια αρέσει η πληροφόρηση. Στη ζήλια αρέσουν οι λεπτομέρειες. Στη ζήλια αρέσουν τα πολλά, λαμπερά μαλλιά, οι χαριτωμένες κασετίνες. Στη ζήλια αρέσουν οι φωτογραφίες. Γι' αυτό έχει τόσο μεγάλη επιτυχία το Ίνσταγκραμ. (Γέλια) Για την ακρίβεια, ο Προυστ συνδέει τη λόγια γλώσσα με τη γλώσσα της ζήλιας. Όταν ο Σουάν βρίσκεται μέσα στην αγωνία της ζήλιας και ξαφνικά κρυφακούει στους διαδρόμους και δωροδοκεί τους υπηρέτες της ερωμένης του, υπερασπίζεται αυτές τις συμπεριφορές. Λέει, «Κοιτάξτε. Το ξέρω πως νομίζετε ότι αυτό είναι απεχθές, αλλά δεν διαφέρει από την ερμηνεία ενός αρχαίου κειμένου ή από το να κοιτάς ένα μνημείο.» Λέει, «Υπάρχουν επιστημονικές έρευνες με πραγματική διανοητική αξία.» Ο Προυστ προσπαθεί να μας δείξει ότι η ζήλια μπορεί να φαίνεται ανυπόφορη και μας κάνει να φαινόμαστε παράλογοι, όμως στην ουσία της, είναι μια αναζήτηση της γνώσης, μια αναζήτηση για την αλήθεια, την επώδυνη αλήθεια. Και πράγματι, σε ό,τι αφορά τον Προυστ, όσο πιο επώδυνη είναι η αλήθεια, τόσο το καλύτερο. Θλίψη, εξευτελισμός, απώλεια: Αυτές είναι οι οδοί προς τη σοφία, για τον Προυστ. Λέει, «Μια γυναίκα που την έχουμε ανάγκη, που μας κάνει να υποφέρουμε, βγάζει από μέσα μας μια γκάμα από συναισθήματα πολύ πιο βαθιά και ζωτικά από ότι ένας ευφυής άντρας που μας ενδιαφέρει.» Μας λέει να πάμε να βρούμε σκληρές γυναίκες; Όχι. Νομίζω πως προσπαθεί να πει, πως η ζήλια μας αποκαλύπτει τον εαυτό μας. Υπάρχει κάποιο άλλο συναίσθημα που να μας ανοίγει διάπλατα κατ' αυτόν τον τρόπο; Υπάρχει άλλο συναίσθημα που να μας αποκαλύπτει την επιθετικότητα μας, την απεχθή φιλοδοξία μας, και αυτά που δικαιούμαστε; Υπάρχει κάποιο άλλο συναίσθημα που να μας διδάσκει να κοιτάμε με τέτοια ιδιαίτερη ένταση;
And what does jealousy like? Jealousy likes information. Jealousy likes details. Jealousy likes the vast quantities of shiny hair, the cute little pencil case. Jealousy likes photos. That's why Instagram is such a hit. (Laughter) Proust actually links the language of scholarship and jealousy. When Swann is in his jealous throes, and suddenly he's listening at doorways and bribing his mistress' servants, he defends these behaviors. He says, "You know, look, I know you think this is repugnant, but it is no different from interpreting an ancient text or looking at a monument." He says, "They are scientific investigations with real intellectual value." Proust is trying to show us that jealousy feels intolerable and makes us look absurd, but it is, at its crux, a quest for knowledge, a quest for truth, painful truth, and actually, where Proust is concerned, the more painful the truth, the better. Grief, humiliation, loss: These were the avenues to wisdom for Proust. He says, "A woman whom we need, who makes us suffer, elicits from us a gamut of feelings far more profound and vital than a man of genius who interests us." Is he telling us to just go and find cruel women? No. I think he's trying to say that jealousy reveals us to ourselves. And does any other emotion crack us open in this particular way? Does any other emotion reveal to us our aggression and our hideous ambition and our entitlement? Does any other emotion teach us to look with such peculiar intensity?
Ο Φρόιντ θα έγραφε γι' αυτό αργότερα. Μια μέρα, επισκέφτηκε τον Φρόιντ ένας πολύ αγχωμένος νεαρός που είχε εμμονή με τη σκέψη πως η γυναίκα του τον απατούσε. Και ο Φρόιντ είπε πως πάρχει κάτι περίεργο σε αυτόν τον τύπο γιατί δεν κοιτάζει τι κάνει η γυναίκα του. Επειδή είναι αθώα. Όλοι το γνωρίζουν. Το κακόμοιρο πλάσμα θεωρείται ύποπτο χωρίς κανένα λόγο. Όμως αυτός κοιτάζει αυτά που κάνει η γυναίκα του χωρίς να τα καταλαβαίνει τις συμπεριφορές που δεν έχουν πρόθεση. Χαμογελάει πλατιά τη μια στιγμή, ή κατά λάθος ακούμπησε έναν άντρα την άλλη; [Ο Φρόιντ] λέει πως ο άντρας γίνεται ο υπεύθυνος του υποσυνείδητου της γυναίκας του.
Freud would write about this later. One day, Freud was visited by this very anxious young man who was consumed with the thought of his wife cheating on him. And Freud says, it's something strange about this guy, because he's not looking at what his wife is doing. Because she's blameless; everybody knows it. The poor creature is just under suspicion for no cause. But he's looking for things that his wife is doing without noticing, unintentional behaviors. Is she smiling too brightly here, or did she accidentally brush up against a man there? [Freud] says that the man is becoming the custodian of his wife's unconscious.
Το μυθιστόρημα είναι πολύ καλό σε αυτό το σημείο. Το μυθιστόρημα περιγράφει πολύ καλά πώς η ζήλια μας εκπαιδεύει να κοιτάμε έντονα, αλλά όχι με ακρίβεια. Στην πραγματικότητα, όσο πιο έντονα ζηλεύουμε, τόσο περισσότερο γινόμαστε κάτοικοι της φαντασίας. Και γι' αυτό, νομίζω, η ζήλια δεν μας προκαλεί απλώς να κάνουμε βίαια πράγματα ή παράνομα πράγματα. Η ζήλια μας ωθεί να συμπεριφερθούμε με τρόπους που είναι εντελώς εφευρετικοί. Παραδέχομαι πως τώρα σκέφτομαι τον εαυτό μου στα οκτώ, όμως σκέφτομαι επίσης αυτή την ιστορία που άκουσα στις ειδήσεις. Πιάσανε μια γυναίκα 52 ετών από το Μίσιγκαν, που είχε δημιουργήσει ένα ψεύτικο λογαριασμό στο Φέισμπουκ, από τον οποίο έστελνε αισχρά και προσβλητικά μηνύματα στον εαυτό της, για ένα χρόνο. Για ένα χρόνο. Ένα χρόνο. Προσπαθούσε να παγιδέψει την καινούργια φιλενάδα του πρώην φίλου της, και πρέπει να παραδεχτώ πως όταν το άκουσα αυτό, η αντίδραση μου ήταν θαυμασμός. (Γέλια) Εννοώ, ας είμαστε ρεαλιστές. Τι τρομερή -αν και για λάθος χρήση- δημιουργικότητα. Σωστά; Αυτό είναι σαν να έχει βγει από μυθιστόρημα. Αυτό είναι κάτι από μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ.
The novel is very good on this point. The novel is very good at describing how jealousy trains us to look with intensity but not accuracy. In fact, the more intensely jealous we are, the more we become residents of fantasy. And this is why, I think, jealousy doesn't just provoke us to do violent things or illegal things. Jealousy prompts us to behave in ways that are wildly inventive. Now I'm thinking of myself at eight, I concede, but I'm also thinking of this story I heard on the news. A 52-year-old Michigan woman was caught creating a fake Facebook account from which she sent vile, hideous messages to herself for a year. For a year. A year. And she was trying to frame her ex-boyfriend's new girlfriend, and I have to confess when I heard this, I just reacted with admiration. (Laughter) Because, I mean, let's be real. What immense, if misplaced, creativity. Right? This is something from a novel. This is something from a Patricia Highsmith novel.
Η Χάισμιθ είναι ιδιαίτερα αγαπημένη μου. Είναι μια λαμπρή και παράξενη γυναίκα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Είναι η συγγραφέας του «Ξένοι στο Τρένο» και του «Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», βιβλία που έχουν σχέση με το πώς η ζήλια, θολώνει το μυαλό μας, και άπαξ και βρεθούμε στη σφαίρα, στο πεδίο της ζήλιας, η μεμβράνη ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θα μπορούσε να είναι, μπορεί να διαπεραστεί σε μια στιγμή. Δείτε τον Τομ Ρίπλεϊ, τον πιο διάσημο χαρακτήρα της. Ο Τομ Ρίπλεϊ πηγαίνει από το να σε θέλει, ή να θέλει αυτά που έχεις, στο να γίνει εσύ και να έχει αυτά που κάποτε είχες και εσύ βρίσκεσαι κάτω από το παρκέ, και απαντάει στο δικό σου όνομα, φοράει τα δαχτυλίδια σου, και αδειάζει τον τραπεζικό σου λογαριασμό. Αυτή είναι μια επιλογή.
Now Highsmith is a particular favorite of mine. She is the very brilliant and bizarre woman of American letters. She's the author of "Strangers on a Train" and "The Talented Mr. Ripley," books that are all about how jealousy, it muddles our minds, and once we're in the sphere, in that realm of jealousy, the membrane between what is and what could be can be pierced in an instant. Take Tom Ripley, her most famous character. Now, Tom Ripley goes from wanting you or wanting what you have to being you and having what you once had, and you're under the floorboards, he's answering to your name, he's wearing your rings, emptying your bank account. That's one way to go.
Όμως τι κάνουμε; Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε το δρόμο του Τομ ΡίπλεΪ. Δεν μπορώ να δώσω στον κόσμο βαθμολογία «Καλά», παρ' όλο που κάποιες μέρες θα το ήθελα. Και είναι κρίμα, επειδή ζούμε σε εποχές φθόνου. Ζούμε σε εποχές ζήλιας. Εννοώ πως είμαστε όλοι καλοί πολίτες των κοινωνικών δικτύων, έτσι δεν είναι, όπου το το νόμισμα είναι ο φθόνος;
But what do we do? We can't go the Tom Ripley route. I can't give the world D's, as much as I would really like to, some days. And it's a pity, because we live in envious times. We live in jealous times. I mean, we're all good citizens of social media, aren't we, where the currency is envy?
Μας δείχνει το μυθιστόρημα κάποια διέξοδο; Δεν είμαι σίγουρη. Οπότε ας κάνουμε αυτό που κάνουν πάντα οι χαρακτήρες όταν δεν είναι σίγουροι, όταν έχουν στα χέρια τους ένα μυστήριο. Πάμε στον αριθμό 221Β της Μπέικερ Στριτ και θα ζητήσουμε τον Σέρολκ Χολμς. Όταν οι άνθρωποι σκέφτονται τον Χολμς, σκέφτονται πως η νέμεσις του είναι ο καθηγητής Μοριάρτι, αυτός ο εγκληματικός εγκέφαλος. Όμως πάντα προτιμούσα τον [Επιθεωρητή] Λεστρέιντ, τον ποντικομούρη αρχηγό της Σκότλαντ Γιάρντ που χρειάζεται απεγνωσμένα τον Χολμς, που χρειάζεται την ιδιοφυΐα του Χολμς, αλλά τον απεχθάνεται. Ω, αυτό μου είναι τόσο γνώριμο. Οπότε ο Λεστρέιντ χρειάζεται τη βοήθειά του, τον απεχθάνεται, και κατά κάποιο τρόπο βράζει μέσα στην πικρία για την πορεία των μυστηρίων. Όμως καθώς συνεργάζονται, κάτι αρχίζει να αλλάζει, και επιτέλους, στο «Η περιπέτεια των έξι Ναπολεόντων», μόλις εμφανίζεται ο Χολμς και μαγεύει τους πάντες με τη λύση του, ο Λεστρέιντ γυρίζει προς τον Χολμς και του λέει, «Δεν σας ζηλεύουμε, κύριε Χόλμς. Είμαστε περήφανοι για σας.» Και λέει πως δεν υπάρχει άντρας στη Σκότλαντ Γιάρντ που να μην θέλει να σφίξει το χέρι του Σέρολκ Χολμς.
Does the novel show us a way out? I'm not sure. So let's do what characters always do when they're not sure, when they are in possession of a mystery. Let's go to 221B Baker Street and ask for Sherlock Holmes. When people think of Holmes, they think of his nemesis being Professor Moriarty, right, this criminal mastermind. But I've always preferred [Inspector] Lestrade, who is the rat-faced head of Scotland Yard who needs Holmes desperately, needs Holmes' genius, but resents him. Oh, it's so familiar to me. So Lestrade needs his help, resents him, and sort of seethes with bitterness over the course of the mysteries. But as they work together, something starts to change, and finally in "The Adventure of the Six Napoleons," once Holmes comes in, dazzles everybody with his solution, Lestrade turns to Holmes and he says, "We're not jealous of you, Mr. Holmes. We're proud of you." And he says that there's not a man at Scotland Yard who wouldn't want to shake Sherlock Holmes' hand.
Είναι μια από τις λίγες φορές που βλέπουμε τον Χολμς να συγκινείται μέσα στα μυστήρια, και βρίσκω αυτή τη μικρή σκηνή πολύ συγκινητική, αλλά επίσης και μυστηριώδη, σωστά; Μοιάζει να αντιμετωπίζει τη ζήλια ως πρόβλημα γεωμετρίας και όχι ως συναίσθημα. Ξέρετε, τη μια στιγμή ο Χολμς είναι απέναντι από τον Λεστρέιντ. Την άλλη στιγμή βρίσκονται στην ίδια πλευρά. Ξαφνικά, ο Λεστρέιντ αφήνεται να θαυμάσει το μυαλό για το οποίο είχε απέχθεια. Μπορεί άραγε να είναι τόσο απλό; Τι και αν η ζήλεια είναι πράγματι ένα ζήτημα γεωμετρίας, ένα ζήτημα, του πού επιτρέπουμε στον εαυτό μας να στέκεται σε σχέση με κάποιον άλλον; Ίσως τοτε δεν θα χρειαζόταν να απεχθανόμαστε την υπεροχή κάποιου άλλου. Θα μπορούσαμε να ευθυγραμμιστούμε με αυτή.
It's one of the few times we see Holmes moved in the mysteries, and I find it very moving, this little scene, but it's also mysterious, right? It seems to treat jealousy as a problem of geometry, not emotion. You know, one minute Holmes is on the other side from Lestrade. The next minute they're on the same side. Suddenly, Lestrade is letting himself admire this mind that he's resented. Could it be so simple though? What if jealousy really is a matter of geometry, just a matter of where we allow ourselves to stand in relation to another? Well, maybe then we wouldn't have to resent somebody's excellence. We could align ourselves with it.
Όμως μου αρέσουν τα σχέδια έκτακτης ανάγκης. Οπότε καθώς περιμένουμε να συμβεί αυτό, ας θυμηθούμε πως έχουμε τη λογοτεχνία για παρηγοριά. Η λογοτεχνία από μόνη της απομυθοποιεί τη ζήλια. Η λογοτεχνία την εξημερώνει, την προσκαλεί στο τραπέζι. Και δείτε ποιους μαζεύει: τον γλυκό Λεστρέιντ, τον τρομακτικό Τομ Ρίπλεϊ, τον τρελό Σουάν, τον ίδιο τον Μαρσέλ Προυστ. Έχουμε εξαιρετική παρέα. Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)
But I like contingency plans. So while we wait for that to happen, let us remember that we have fiction for consolation. Fiction alone demystifies jealousy. Fiction alone domesticates it, invites it to the table. And look who it gathers: sweet Lestrade, terrifying Tom Ripley, crazy Swann, Marcel Proust himself. We are in excellent company. Thank you. (Applause)