Ο Μπίλυ Πίλγκριμ δεν μπορεί να κοιμηθεί, επειδή γνωρίζει ότι οι εξωγήινοι θα 'ρθουν να τον απαγάγουν σε μία ώρα.
Billy Pilgrim can’t sleep because he knows aliens will arrive to abduct him in one hour.
Γνωρίζει ότι οι εξωγήινοι έρχονται, επειδή «έχει ξεκολλήσει» απ' τον χρόνο, κι έτσι βιώνει τα γεγονότα εκτός χρονολογικής σειράς. Όσο διαρκεί η αφήγηση του Σφαγείου Νούμερο Πέντε του Κουρτ Βόνεγκατ, παλινδρομεί ανάμεσα σε ένα ταξίδι που έκανε ως παιδί στο Γκραντ Κάνιον, στη ζωή του ως μεσήλικας οπτομέτρης, στην αιχμαλωσία του σ' έναν διαγαλαξιακό ζωολογικό κήπο, στις ταπεινώσεις που υπέστη ως αιχμάλωτος πολέμου, και σε πολλά άλλα.
He knows the aliens are coming because he has become “unstuck” in time, causing him to experience events out of chronological order. Over the course of Kurt Vonnegut’s Slaughterhouse-five, he hops back and forth between a childhood trip to the Grand Canyon, his life as a middle-aged optometrist, his captivity in an intergalactic zoo, the humiliations he endured as a war prisoner, and more.
Ο τίτλος του Σφαγείου Νούμερο Πέντε, όπως και αρκετό από το υλικό του προήλθαν από την προσωπική εμπειρία του Βόνεγκατ από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως αιχμάλωτος πολέμου, έζησε σ' ένα πρώην σφαγείο στη Δρέσδη, όπου βρήκε καταφύγιο σ' ένα υπόγειο ψυγείο κρεάτων, όσο οι Σύμμαχοι βομβάρδιζαν την πόλη. Όταν τελικά βγήκε μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους, βρήκαν τη Δρέσδη ολοκληρωτικά ισοπεδωμένη.
The title of Slaughterhouse-five and much of its source material came from Vonnegut’s own experiences in World War II. As a prisoner of war, he lived in a former slaughterhouse in Dresden, where he took refuge in an underground meat locker while Allied forces bombed the city. When he and the other prisoners finally emerged, they found Dresden utterly demolished.
Μετά τον πόλεμο, ο Βόνεγκατ προσπάθησε να καταλάβει την ανθρώπινη συμπεριφορά μελετώντας μια ασυνήθιστη πλευρά της ανθρωπολογίας: το σχήμα των ιστοριών, το οποίο επέμενε ότι ήταν τόσο ενδιαφέρον όσο το σχήμα των γλαστρών ή των λογχών. Με σκοπό να βρει το σχήμα, σχεδίαζε την τύχη του βασικού χαρακτήρα από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας. Οι τρελές καμπύλες που έφτιαξε έδειχναν κοινούς τύπους παραμυθιών και μύθων που αντηχούν σε πολλούς πολιτισμούς. Αλλά το συγκεκριμένο σχήμα ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον απ' όλα.
After the war, Vonnegut tried to make sense of human behavior by studying an unusual aspect of anthropology: the shapes of stories, which he insisted were just as interesting as the shapes of pots or spearheads. To find the shape, he graphed the main character’s fortune from the beginning to the end of a story. The zany curves he generated revealed common types of fairy tales and myths that echo through many cultures. But this shape can be the most interesting of all.
Σε μια ιστορία όπως αυτή είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς την καλή απ' την κακή τύχη του χαρακτήρα. Ο Βόνεγκατ πίστευε ότι αυτό το είδος ήταν το πλησιέστερο στην πραγματική ζωή, όπου είμαστε όλοι θύματα μιας σειράς ατυχημάτων, ανίκανοι να προβλέψουμε την επίδραση των γεγονότων πάνω μας μακροχρόνια. Ανακάλυψε τα τακτικά, επαναληπτικά τόξα πολλών ιστοριών που έρχονταν σ' αντίθεση μ' αυτή την πραγματικότητα και ξεκίνησε να διερευνήσει την αμφισημία ανάμεσα στην καλή και κακή τύχη στο δικό του έργο.
In a story like this, it’s impossible to distinguish the character’s good fortune from the bad. Vonnegut thought this kind of story was the truest to real life, in which we are all the victims of a series of accidents, unable to predict how events will impact us long term. He found the tidy, satisfying arcs of many stories at odds with this reality, and he set out to explore the ambiguity between good and bad fortune in his own work.
Όταν ο Βόνεγκατ άφηνε τις σαφείς τύχες εγκατέλειπε επίσης την ευθύγραμμη αφήγηση. Αντί να προχωρά κανονικά απ' την αρχή στο τέλος, στις ιστορίες του «Όλες οι στιγμές -παρελθόν, παρόν και μέλλον- πάντοτε υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν». Οι Τραφαλμαντοριανοί, οι εξωγήινοι που εμφανίζονται σε πολλά βιβλία του, βλέπουν ταυτόχρονα όλες τις στιγμές. Μπορούν «να δουν από πού έρχεται και πού πηγαίνει το κάθε αστέρι, έτσι ώστε οι ουρανοί είναι γεμάτοι με αιθέρια, φωτεινά σπαγγέτι». Αλλά, αν και βλέπουν το σύνολο του χρόνου, δεν προσπαθούν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων.
When Vonnegut ditched clear-cut fortunes, he also abandoned straightforward chronology. Instead of proceeding tidily from beginning to end, in his stories “All moments, past, present and future always have existed, always will exist.” Tralfamadorians, the aliens who crop up in many of his books, see all moments at once. They “can see where each star has been and where it is going, so that the heavens are filled with rarefied, luminous spaghetti.” But although they can see all of time, they don’t try to change the course of events.
Ενώ οι Τραφαλμαντοριανοί συμφιλιώθηκαν με την αδυναμία παρέμβασης, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του Βόνεγκατ ακόμη προσπαθούν να τη συνηθίσουν. Στο «Οι Σειρήνες του Τιτάνα», όταν αναζητούν το νόημα της ζωής στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, βρίσκουν μόνο «κενούς ηρωισμούς, φτηνή κωμωδία και θάνατο χωρίς νόημα». Τότε, απ' την πλεονεκτική τους θέση μέσα σ' ένα «χρονοσυνκλαστικό ινφουντίμπουλο», ένας άντρας κι ο σκύλος του βλέπουν το ολέθριο μέλλον των συνανθρώπων τους, χωρίς να μπορούν ν' αλλάξουν την πορεία των γεγονότων. Αν και δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, στο τέλος συμπεραίνουν ότι ο σκοπός της ζωής είναι « ν' αγαπάμε όποιον είναι διαθέσιμος να αγαπηθεί».
While the Trafalmadorians may be at peace with their lack of agency, Vonnegut’s human characters are still getting used to it. In The Sirens of Titan, when they seek the meaning of life in the vastness of the universe, they find nothing but “empty heroics, low comedy, and pointless death.” Then, from their vantage point within a “chrono-synclastic infundibulum,” a man and his dog see devastating futures for their earthly counterparts, but can’t change the course of events. Though there aren’t easy answers available, they eventually conclude that the purpose of life is “to love whoever is around to be loved.”
Στο «Η Φωλιά της Γάτας», οι χαρακτήρες του στρέφονται σε μια άλλη πηγή νοήματος: τον Μποκονονισμό, μια θρησκεία που βασίζεται σε αθώα ψέματα τα οποία όλοι οι οπαδοί του αναγνωρίζουν. Αν και γνωρίζουν για τα ψέματα του Μποκονονισμού, ζουν παρόλα αυτά τις ζωές τους σύμφωνα μ' αυτές τις αξίες, κι έτσι αναπτύσσουν ουσιαστική ελπίδα. Ζουν μαζί σε ομάδες που λέγονται Κάρασσις, οι οποίες αποτελούνται από ανθρώπους «που συναντούμε κατά τύχη [...] και με τους οποίους μένουμε από επιλογή» - κοσμικά συνδεδεμένους γύρω από έναν κοινό σκοπό. Αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με τους Γκρανφαλούνς, ομάδες ανθρώπων που αποδίδουν σημασία σε συνδέσεις χωρίς ουσιαστικό νόημα, όπως ο τόπος ανατροφής σου, τα πολιτικά κόμματα ή και ολόκληρα έθνη. Αν και διέθετε μια ζοφερή οπτική της ανθρώπινης κατάστασης, ο Βόνεγκατ υποστήριζε έντονα ότι «Είμαστε όλοι εδώ για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον να ξεπεράσουμε αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι». Μπορεί να εξουθενωνόμαστε και να αποκαρδιωνόμαστε, αλλά ο Βόνεγκατ διάνθιζε τις δυσοίωνες τοποθετήσεις του με αρκετές δόσεις ελπίδας. Το φανταστικό άλλο εγώ του, ο Κίλγκορ Τράουτ, διηγείται την παραβολή: «Δύο μύκητες καθόντουσαν και μιλούσαν για τους πιθανούς σκοπούς της ζωής, ενώ έτρωγαν ζάχαρη και ασφυκτιούσαν μέσα στα ίδια τους τα περιττώματα. Λόγω της περιορισμένης νοημοσύνης τους, δεν κατάφεραν ποτέ να υποπτευτούν ότι δημιουργούσαν σαμπάνια». Παρά την επιμονή του ότι βρισκόμαστε εδώ για να περιφερόμαστε άσκοπα, παρά την έντονη αγωνία του για την εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Βόνεγκατ ανέπτυξε την πιθανότητα, όσο μικρή κι αν παραμένει, ότι ενδεχομένως στο τέλος καταφέρνουμε να δημιουργούμε κάτι όμορφο. Κι αν αυτό δεν είναι καλό, τότε τι είναι;
In Cat’s Cradle, Vonnegut’s characters turn to a different source of meaning: Bokonism, a religion based on harmless lies that all its adherents recognize as lies. Though they’re aware of Bokonism’s lies, they live their lives by these tenets anyway, and in so doing develop some genuine hope. They join together in groups called Karasses, which consist of people we “find by accident but […] stick with by choice”— cosmically linked around a shared purpose. These are not to be confused with Granfalloons, groups of people who appoint significance to actually meaningless associations, like where you grew up, political parties, and even entire nations. Though he held a bleak view of the human condition, Vonnegut believed strongly that “we are all here to help each other get through this thing, whatever it is." We might get pooped and demoralized, but Vonnegut interspersed his grim assessments with more than a few morsels of hope. His fictional alter ego, Kilgore Trout, supplied this parable: two yeast sat “discussing the possible purposes of life as they ate sugar and suffocated in their own excrement. Because of their limited intelligence, they never came close to guessing that they were making champagne.” In spite of his insistence that we’re all here to fart around, in spite of his deep concerns about the course of human existence, Vonnegut also advanced the possibility, however slim, that we might end up making something good. And if that isn’t nice, what is?