Στο βορειοδυτικό άκρο των Η.Π.Α., δίπλα στα σύνορα με τον Καναδά, υπάρχει η Λίμπι, μια μικρή πόλη της Μοντάνα που περιβάλλεται από πεύκα και λίμνες, και εκπληκτική άγρια ζωή και κάτι πανύψηλα δέντρα που κραυγάζουν προς τον ουρανό. Εκεί βρίσκεται μια μικρή πόλη που τη λένε Λίμπι, την οποία επισκέφτηκα και είναι κάπως μοναχική και λίγο απομονωμένη.
In the northwest corner of the United States, right up near the Canadian border, there's a little town called Libby, Montana, and it's surrounded by pine trees and lakes and just amazing wildlife and these enormous trees that scream up into the sky. And in there is a little town called Libby, which I visited, which feels kind of lonely, a little isolated.
Και στη Λίμπι της Μοντάνα ζει μια κάπως ασυνήθιστη γυναίκα που τη λένε Γκέιλα Μπένεφιλντ. Πάντα αισθανόταν λίγο σαν να μην ανήκει εκεί, παρ' όλο που εκεί ζούσε σχεδόν σε όλη της τη ζωή. Μια γυναίκα ρώσικης καταγωγής. Μου είπε πως όταν πήγαινε σχολείο, ήταν το μοναδικό κορίτσι που επέλεξε να ασχοληθεί με το μηχανολογικό σχέδιο.
And in Libby, Montana, there's a rather unusual woman named Gayla Benefield. She always felt a little bit of an outsider, although she's been there almost all her life, a woman of Russian extraction. She told me when she went to school, she was the only girl who ever chose to do mechanical drawing.
Αργότερα στη ζωή της βρήκε μια δουλειά και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι διαβάζοντας τους μετρητές κοινής ωφελείας. Μετρητές γκαζιού, μετρητές ηλεκτρικού. Και έκανε αυτή την εργασία στο μέσο της ημέρας, και ένα πράγμα της τράβηξε την προσοχή, και αυτό ήταν πως στη μέση της ημέρας συνάντησε πολλούς άντρες που ήταν στο σπίτι. Μεσήλικες και λίγο μεγαλύτεροι και πολλοί από αυτούς φαινόταν να χρησιμοποιούν φιάλες οξυγόνου. Της φάνηκε παράξενο. Μετά, μερικά χρόνια αργότερα, ο πατέρας της πέθανε στα 59, πέντε μέρες πριν πάρει σύνταξη. Ήταν εργάτης ορυχείου. Σκέφτηκε πως μάλλον τον είχε εξαντλήσει η δουλειά του.
Later in life, she got a job going house to house reading utility meters -- gas meters, electricity meters. And she was doing the work in the middle of the day, and one thing particularly caught her notice, which was, in the middle of the day she met a lot of men who were at home, middle aged, late middle aged, and a lot of them seemed to be on oxygen tanks. It struck her as strange. Then, a few years later, her father died at the age of 59, five days before he was due to receive his pension. He'd been a miner. She thought he must just have been worn out by the work.
Όμως μετά από μερικά χρόνια πέθανε και η μητέρα της και αυτό της φάνηκε ακόμα πιο παράξενο, επειδή η μητέρα της προερχόταν από μια οικογένεια της οποίας τα μέλη φαινόντουσαν πως ζούσαν για πάντα. Για την ακρίβεια, ο θείος της Γκέιλα ζει ακόμα και μαθαίνει πώς να χορεύει βαλς. Η Γκέιλα δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί η μητέρα της έπρεπε να πεθάνει τόσο νέα. Ήταν μια ανωμαλία και συνέχισε να προβληματίζεται για τις ανωμαλίες. Της ήρθαν και άλλες στο νου. Για παράδειγμα, θυμήθηκε πως όταν η μητέρα της είχε σπάσει το πόδι της και πήγε στο νοσοκομείο, της έκαναν πολλές ακτινογραφίες, και δύο από αυτές ήταν ακτινογραφίες του ποδιού, κάτι το οποίο ήταν λογικό, όμως έξι από αυτές ήταν ακτινογραφίες θώρακα και αυτό δεν ήταν λογικό.
But then a few years later, her mother died, and that seemed stranger still, because her mother came from a long line of people who just seemed to live forever. In fact, Gayla's uncle is still alive to this day, and learning how to waltz. It didn't make sense that Gayla's mother should die so young. It was an anomaly, and she kept puzzling over anomalies. And as she did, other ones came to mind. She remembered, for example, when her mother had broken a leg and went into the hospital, and she had a lot of x-rays, and two of them were leg x-rays, which made sense, but six of them were chest x-rays, which didn't.
Άρχισε να σπαζοκεφαλιάζει για κάθε κομμάτι της ζωής της και της ζωής των γονιών της, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς έβλεπε.
She puzzled and puzzled over every piece of her life and her parents' life, trying to understand what she was seeing.
Σκέφτηκε την πόλη της. Στην πόλη υπήρχε ένα ορυχείο βερμικουλίτη. Τον βερμικουλίτη τον χρησιμοποιούσαν σαν βελτιωτικό εδάφους για να μεγαλώνουν τα φυτά πιο γρήγορα και πιο καλά. Τον βερμικουλίτη τον χρησιμοποιούσαν για να μονώνουν τις σοφίτες, τοποθετούσαν τεράστιες ποσότητες κάτω από τη στέγη για να κρατάνε τα σπίτια ζεστά στους κρύους χειμώνες της Μοντάνα. Ο βερμικουλίτης υπήρχε στην παιδική χαρά. Υπήρχε στο γήπεδο ποδοσφαίρου. Υπήρχε στην πίστα του πατινάζ. Αυτό που δεν ήξερε μέχρι που άρχισε να εργάζεται πάνω σε αυτό το πρόβλημα είναι πως ο βερμικουλίτης είναι μια πολύ τοξική μορφή του ασβεστίου.
She thought about her town. The town had a vermiculite mine in it. Vermiculite was used for soil conditioners, to make plants grow faster and better. Vermiculite was used to insulate lofts, huge amounts of it put under the roof to keep houses warm during the long Montana winters. Vermiculite was in the playground. It was in the football ground. It was in the skating rink. What she didn't learn until she started working this problem is vermiculite is a very toxic form of asbestos.
Όταν έλυσε το αίνιγμα, άρχισε να λέει σε όποιον μπορούσε τι είχε συμβεί και τι είχε γίνει με τους γονείς της και με τους ανθρώπους που είχε δει να χρησιμοποιούν οξυγόνο τα απογεύματα στα σπίτια τους. Όμως έμεινε έκπληκτη. Σκέφτηκε πως όταν το μάθουν όλοι θα θελήσουν να κάνουν κάτι γι' αυτό, όμως στην πραγματικότητα κανείς δεν ήθελε να ξέρει. Για την ακρίβεια, έγινε τόσο ενοχλητική στην επιμονή της να πει αυτή την ιστορία στους γείτονες, στους φίλους της και σε άλλους ανθρώπους στην κοινότητα, που στο τέλος κάποιοι από αυτούς έφτιαξαν ένα αυτοκόλλητο για τους προφυλακτήρες το οποίο τοποθέτησαν πολύ περήφανα στα αυτοκίνητα τους και το οποίο έλεγε, «Ναι, είμαι από τη Λίμπι της Μοντάνα και όχι, δεν έχω ασβέστωση.»
When she figured out the puzzle, she started telling everyone she could what had happened, what had been done to her parents and to the people that she saw on oxygen tanks at home in the afternoons. But she was really amazed. She thought, when everybody knows, they'll want to do something, but actually nobody wanted to know. In fact, she became so annoying as she kept insisting on telling this story to her neighbors, to her friends, to other people in the community, that eventually a bunch of them got together and they made a bumper sticker, which they proudly displayed on their cars, which said, "Yes, I'm from Libby, Montana, and no, I don't have asbestosis."
Όμως η Γκέιλα δεν σταμάτησε. Συνέχισε την έρευνα της. Η εμφάνιση του διαδικτύου σίγουρα την βοήθησε. Μιλούσε με όποιον μπορούσε. Επιχειρηματολογούσε συνεχώς και τελικά στάθηκε τυχερή όταν ένας ερευνητής πέρασε από την πόλη επειδή σπούδαζε την ιστορία των ορυκτών της περιοχής και του είπε την ιστορία της και φυσικά στην αρχή, όπως και όλοι οι άλλοι, δεν την πίστεψε. Όμως πήγε πίσω στο Σιάτλ και έκανε μόνος του έρευνα και συνειδητοποίησε πως είχε δίκιο.
But Gayla didn't stop. She kept doing research. The advent of the Internet definitely helped her. She talked to anybody she could. She argued and argued, and finally she struck lucky when a researcher came through town studying the history of mines in the area, and she told him her story, and at first, of course, like everyone, he didn't believe her, but he went back to Seattle and he did his own research and he realized that she was right.
Έτσι τώρα είχε ένα σύμμαχο. Παρ' όλα αυτά οι άνθρωποι πάλι δεν ήθελαν να γνωρίζουν. Έλεγαν πράγματα όπως, «Αν ήταν τόσο επικίνδυνος, κάποιος θα μας το είχε πει.» «Αν αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που όλοι πεθαίνουν, θα μας το είχαν πει οι γιατροί.» Μερικοί άντρες που ήταν συνηθισμένοι σε πολύ σκληρές εργασίες, είπαν, «Δεν θέλω να είμαι θύμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι θύμα και όπως και να' χει, κάθε βιομηχανία έχει τα ατυχήματα της.»
So now she had an ally. Nevertheless, people still didn't want to know. They said things like, "Well, if it were really dangerous, someone would have told us." "If that's really why everyone was dying, the doctors would have told us." Some of the guys used to very heavy jobs said, "I don't want to be a victim. I can't possibly be a victim, and anyway, every industry has its accidents."
Όμως η Γκέιλα συνέχισε και στο τέλος κατάφερε να έρθει μια ομοσπονδιακή υπηρεσία στην πόλη και να περάσει από έλεγχο τους κατοίκους της πόλης, 15.000 άτομα -- και αυτό που ανακάλυψαν ήταν πως η πόλη είχε ένα δείκτη θνησιμότητας 80 φορές μεγαλύτερο από οποιοδήποτε μέρος στις Η.Π.Α.. Αυτό συνέβει το 2002 και ακόμα και τώρα, κανείς δεν σήκωσε το χέρι του και να πει, «Γκέιλα, κοίτα την παιδική χαρά στην οποία παίζουν τα παιδιά σου. Είναι στρωμένη με βερμικουλίτη.»
But still Gayla went on, and finally she succeeded in getting a federal agency to come to town and to screen the inhabitants of the town -- 15,000 people -- and what they discovered was that the town had a mortality rate 80 times higher than anywhere in the United States. That was in 2002, and even at that moment, no one raised their hand to say, "Gayla, look in the playground where your grandchildren are playing. It's lined with vermiculite."
Δεν μιλάμε για άγνοια. Μιλάμε για εθελοτυφλία. Η εθελοτυφλία είναι μια νομική έννοια που σημαίνει πως αν υπάρχουν πληροφορίες που θα μπορούσες και θα έπρεπε να γνωρίζεις, αλλά με κάποιο τρόπο κατάφερες να μη γνωρίζεις, ο νόμος θεωρεί πως εθελοτυφλείς. Έχεις επιλέξει να μην γνωρίζεις. Υπάρχει μεγάλη εθελοτυφλία στις μέρες μας. Μπορείς να δει κανείς τις τράπεζες να εθελοτυφλούν όταν χιλιάδες άνθρωποι πούλησαν στεγαστικά δάνεια σε ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα να τα αγοράσουν. Τους έβλεπες στις τράπεζες όταν «μαγειρεύαν» τα επιτόκια και όλοι εκεί γύρω ήξεραν τι συμβαίνει, αλλά όλοι το αγνοούσαν επιμελώς. Μπορείς να δεις την εθελοτυφλία στην Καθολική Εκκλησία, όπου δεκάδες κακοποιήσεις παιδιών αγνοήθηκαν. Μπορείς να δεις την εθελοτυφλία στο πώς οδηγηθήκαμε στον πόλεμο του Ιράκ. Η εθελοτυφλία υπάρχει σε τεράστιες κλίμακες, όπως αυτές, και υπάρχει επίσης και σε πολύ μικρές κλίμακες, στις οικογένειες, στα σπίτια και στις κοινότητες των ανθρώπων και ιδιαίτερα σε οργανισμούς και ιδρύματα. Σε εταιρίες που έχουν μελετηθεί για την εθελοτυφλία μπορεί να τους γίνουν ερωτήσεις όπως: «Υπάρχουν θέματα στον εργασιακό χώρο τα οποία οι άνθρωποι φοβούνται να αναφέρουν;» Όταν οι ακαδημαϊκοί έχουν κάνει έρευνες σαν και αυτή για εταιρίες στις Η.Π.Α., αυτό που ανακαλύπτουν είναι πως το 85 τοις εκατό των ανθρώπων λέει «Ναι». 85 τοις εκατό των ανθρώπων ξέρει πως υπάρχει πρόβλημα, αλλά δεν λένε τίποτα. Και όταν επανέλαβα αυτή την έρευνα στην Ευρώπη και έκανα τις ίδιες ερωτήσεις, βρήκα ακριβώς το ίδιο νούμερο. 85 τοις εκατό. Αυτό είναι μεγάλη σιωπή. Είναι μεγάλη τύφλωση. Και αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι πως όταν πηγαίνω σε εταιρίες στην Ελβετία, μου λένε, «Αυτό είναι ένα μοναδικό ελβετικό πρόβλημα.» Και όταν πηγαίνω στη Γερμανία, λένε, «Ω ναι, αυτή είναι η γερμανική ασθένεια.» Και όταν πηγαίνω σε εταιρίες στην Αγγλία, λένε, «Ω ναι, οι Βρετανοί είναι πράγματι κακοί σε αυτό.» Και η πραγματικότητα είναι πως είναι ανθρώπινο πρόβλημα. Κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις εθελοτυφλούμε όλοι μας.
This wasn't ignorance. It was willful blindness. Willful blindness is a legal concept which means, if there's information that you could know and you should know but you somehow manage not to know, the law deems that you're willfully blind. You have chosen not to know. There's a lot of willful blindness around these days. You can see willful blindness in banks, when thousands of people sold mortgages to people who couldn't afford them. You could see them in banks when interest rates were manipulated and everyone around knew what was going on, but everyone studiously ignored it. You can see willful blindness in the Catholic Church, where decades of child abuse went ignored. You could see willful blindness in the run-up to the Iraq War. Willful blindness exists on epic scales like those, and it also exists on very small scales, in people's families, in people's homes and communities, and particularly in organizations and institutions. Companies that have been studied for willful blindness can be asked questions like, "Are there issues at work that people are afraid to raise?" And when academics have done studies like this of corporations in the United States, what they find is 85 percent of people say yes. Eighty-five percent of people know there's a problem, but they won't say anything. And when I duplicated the research in Europe, asking all the same questions, I found exactly the same number. Eighty-five percent. That's a lot of silence. It's a lot of blindness. And what's really interesting is that when I go to companies in Switzerland, they tell me, "This is a uniquely Swiss problem." And when I go to Germany, they say, "Oh yes, this is the German disease." And when I go to companies in England, they say, "Oh, yeah, the British are really bad at this." And the truth is, this is a human problem. We're all, under certain circumstances, willfully blind.
Αυτό που δείχνει η έρευνα είναι πως κάποιοι άνθρωποι είναι τυφλοί από φόβο. Φοβούνται τα αντίποινα. Και κάποια άνθρωποι είναι τυφλοί επειδή σκέφτονται: «Είναι μάταιο να βλέπεις το οτιδήποτε. Τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ. Αν διαμαρτυρηθούμε, αν διαμαρτυρηθούμε ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ, τίποτα δεν θα αλλάξει οπότε γιατί να μπούμε στον κόπο; Καλύτερα να μην τα βλέπουμε όλα αυτά.»
What the research shows is that some people are blind out of fear. They're afraid of retaliation. And some people are blind because they think, well, seeing anything is just futile. Nothing's ever going to change. If we make a protest, if we protest against the Iraq War, nothing changes, so why bother? Better not to see this stuff at all.
Και αυτό που βλέπω να επαναλαμβάνεται συνεχώς είναι πως οι άνθρωποι λένε, «Λοιπόν, ξέρεις, οι άνθρωποι που πράγματι βλέπουν, είναι πληροφοριοδότες και όλοι ξέρουμε που καταλήγουν.» Υπάρχει λοιπόν όλη αυτή η μυθολογία γύρω από τους πληροφοριοδότες που λέει πως καταρχήν είναι όλοι τρελοί. Αλλά αυτό που ανακάλυψα καθώς γυρνούσα τον κόσμο και μιλούσα με πληροφοριοδότες είναι, πως για την ακρίβεια είναι πολύ πιστοί και συχνά πολύ συντηρητικοί άνθρωποι. Είναι πάρα πολύ αφοσιωμένοι στους οργανισμούς για τους οποίους εργάζονται και η αιτία για την οποία ορθώνουν το λόγο τους, η αιτία για την οποία επιμένουν να βλέπουν, είναι επειδή νοιάζονται πολύ για αυτόν τον οργανισμό και θέλουν να τον διατηρήσουν υγιή.
And the recurrent theme that I encounter all the time is people say, "Well, you know, the people who do see, they're whistleblowers, and we all know what happens to them." So there's this profound mythology around whistleblowers which says, first of all, they're all crazy. But what I've found going around the world and talking to whistleblowers is, actually, they're very loyal and quite often very conservative people. They're hugely dedicated to the institutions that they work for, and the reason that they speak up, the reason they insist on seeing, is because they care so much about the institution and want to keep it healthy.
Το άλλο που λένε συχνά οι άνθρωποι για τους πληροφοριοδότες είναι, «Δεν έχει νόημα γιατί βλέπεις τι παθαίνουν. Διαλύονται. Κανείς δεν θέλει να το ζήσει αυτό.» Παρ' όλα αυτά, όταν μιλάω στους πληροφοριοδότες, ο επαναλαμβανόμενος τόνος που ακούω είναι η περηφάνια.
And the other thing that people often say about whistleblowers is, "Well, there's no point, because you see what happens to them. They are crushed. Nobody would want to go through something like that." And yet, when I talk to whistleblowers, the recurrent tone that I hear is pride.
Σκέφτομαι τον Τζο Ντάρμπι. Όλοι θυμόμαστε τις φωτογραφίες από το Αμπού Γκράιμπ που σόκαραν τον κόσμο και έδειξαν τι είδους πόλεμος γινόταν στο Ιράκ. Όμως αναρωτιέμαι ποιος θυμάται τον Τζο Ντάρμπι, τον πολύ υπάκουο, καλό στρατιώτη που βρήκε αυτές τις φωτογραφίες και τις παρέδωσε. Και είπε, «Ξέρετε, δεν είμαι ο άνθρωπος που καρφώνει τους άλλους, όμως κάποια πράγματα ξεπερνάνε τα όρια. Λένε πως η άγνοια είναι ευδαιμονία, όμως δεν μπορείς να ανεχτείς τέτοια πράγματα.»
I think of Joe Darby. We all remember the photographs of Abu Ghraib, which so shocked the world and showed the kind of war that was being fought in Iraq. But I wonder who remembers Joe Darby, the very obedient, good soldier who found those photographs and handed them in. And he said, "You know, I'm not the kind of guy to rat people out, but some things just cross the line. Ignorance is bliss, they say, but you can't put up with things like this."
Μίλησα με τον Στιβ Μπόλσιν, έναν Βρετανό γιατρό, που πάλεψε πέντε χρόνια για να τραβήξει την προσοχή πάνω σε έναν επικίνδυνο χειρουργό που σκότωνε παιδιά. Τον ρώτησα γιατί το έκανε και είπε, «Στην πραγματικότητα η κόρη μου με προέτρεψε να το κάνω. Ένα βράδυ ήρθε και μου είπε, «Μπαμπά, δεν μπορείς να αφήσεις τα παιδιά να πεθάνουν.»
I talked to Steve Bolsin, a British doctor, who fought for five years to draw attention to a dangerous surgeon who was killing babies. And I asked him why he did it, and he said, "Well, it was really my daughter who prompted me to do it. She came up to me one night, and she just said, 'Dad, you can't let the kids die.'"
Ή σκέφτομαι την Σύνθια Τόμας, μια πραγματικά πιστή κόρη και σύζυγο στρατιωτικού, η οποία όταν είδε τους φίλους και τους γνωστούς να επιστρέφουν από τον πόλεμο στο Ιράκ, σοκαρίστηκε τόσο πολύ από την διανοητική τους κατάσταση και την άρνηση του στρατού να αναγνωρίσει και να βεβαιώσει το μετατραυματικό σύνδρομο άγχους, που έστησε ένα καφέ στη μέση μιας στρατιωτικής πόλης για να τους δώσει νομική, ψυχολογική και ιατρική βοήθεια. Μου είπε, «Ξέρεις Μάργκαρετ, πάντα έλεγα πως δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Όμως βρήκα αυτό το σκόπο και δεν θα είμαι ποτέ ξανά η ίδια.»
Or I think of Cynthia Thomas, a really loyal army daughter and army wife, who, as she saw her friends and relations coming back from the Iraq War, was so shocked by their mental condition and the refusal of the military to recognize and acknowledge post-traumatic stress syndrome that she set up a cafe in the middle of a military town to give them legal, psychological and medical assistance. And she said to me, she said, "You know, Margaret, I always used to say I didn't know what I wanted to be when I grow up. But I've found myself in this cause, and I'll never be the same."
Όλοι μας απολαμβάνουμε τόσες ελευθερίες σήμερα, ελευθερίες που κατακτήθηκαν με κόπο. Την ελευθερία να γράφουμε και να εκδίδουμε χωρίς το φόβο της λογοκρισίας, μια ελευθερία που δεν υπήρχε την τελευταία φορά που ήρθα στην Ουγγαρία. Την ελευθερία της ψήφου, για την οποία έπρεπε, οι γυναίκες ιδιαίτερα, να πολεμήσουν τόσο πολύ. Την ελευθερία των ανθρώπων από διαφορετικές εθνικότητες, κουλτούρες και σεξουαλικό προσανατολισμό να ζήσουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Όμως ελευθερία δεν υπάρχει αν δεν την χρησιμοποιείς και αυτό που κάνουν οι πληροφοριοδότες και οι άνθρωποι όπως η Γκέιλα Μπένεφιλντ είναι πως χρησιμοποιούν την ελευθερία που έχουν. Και είναι πολύ καλά προετοιμασμένοι να αναγνωρίσουν πως «Ναι, θα γίνει καυγάς και ναι, θα έχω πολλές φασαρίες με τους γείτονες και τους συναδέλφους και τους φίλους μου, όμως θα γίνω πολύ καλός σε αυτή τη σύγκρουση. Θα αποδεχτώ τους αρνητές επειδή θα κάνουν τα επιχειρήματα μου καλύτερα και δυνατότερα. Μπορώ να συνεργαστώ με τους αντιπάλους μου για να γίνω καλύτερος σε αυτό που κάνω.» Αυτοί είναι άνθρωποι τεράστιας επιμονής, απίστευτης υπομονής και απόλυτης αποφασιστικότητας να μην είναι τυφλοί και σιωπηλοί.
We all enjoy so many freedoms today, hard-won freedoms: the freedom to write and publish without fear of censorship, a freedom that wasn't here the last time I came to Hungary; a freedom to vote, which women in particular had to fight so hard for; the freedom for people of different ethnicities and cultures and sexual orientation to live the way that they want. But freedom doesn't exist if you don't use it, and what whistleblowers do, and what people like Gayla Benefield do is they use the freedom that they have. And what they're very prepared to do is recognize that yes, this is going to be an argument, and yes I'm going to have a lot of rows with my neighbors and my colleagues and my friends, but I'm going to become very good at this conflict. I'm going to take on the naysayers, because they'll make my argument better and stronger. I can collaborate with my opponents to become better at what I do. These are people of immense persistence, incredible patience, and an absolute determination not to be blind and not to be silent.
Όταν πήγα στο Λίμπι της Μοντάνα επισκέφτηκα την κλινική για τους ασθενείς που πάσχουν από ασβέστωση η οποία υπάρχει χάρη στη Γκέιλα Μπένεφιλντ, ένα μέρος στο οποίο αρχικά, οι άνθρωποι που ήθελαν βοήθεια και χρειαζόντουσαν ιατρική φροντίδα, έμπαιναν από την πίσω πόρτα επειδή δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν πως είχε δίκιο. Κάθισα σε ένα εστιατόριο και παρακολούθησα καθώς τα φορτηγά πηγαινοέρχονταν στον αυτοκινητόδρομο, φόρτωναν το χώμα από τους κήπους και το αντικαθιστούσαν με φρέσκο, αμόλυντο χώμα.
When I went to Libby, Montana, I visited the asbestosis clinic that Gayla Benefield brought into being, a place where at first some of the people who wanted help and needed medical attention went in the back door because they didn't want to acknowledge that she'd been right. I sat in a diner, and I watched as trucks drove up and down the highway, carting away the earth out of gardens and replacing it with fresh, uncontaminated soil.
Πήρα μαζί τη 12χρονη κόρη μου επειδή ήθελα πολύ να γνωρίσει την Γκέιλα
I took my 12-year-old daughter with me, because I really wanted her to meet Gayla.
και μου είπε, «Γιατί; Τι το σπουδαίο έχει;»
And she said, "Why? What's the big deal?"
Της είπα, «Δεν είναι σταρ του σινεμά, και δεν είναι διασημότητα και δεν είναι ειδικός και η Γκέιλα είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα έλεγε πως δεν είναι άγια. Αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό σε σχέση με τη Γκέιλα είναι πως είναι συνηθισμένη. Είναι σαν και σένα, είναι σαν και μένα. Είχε ελευθερία και ήταν έτοιμη να την εκμεταλλευτεί.»
I said, "She's not a movie star, and she's not a celebrity, and she's not an expert, and Gayla's the first person who'd say she's not a saint. The really important thing about Gayla is she is ordinary. She's like you, and she's like me. She had freedom, and she was ready to use it."
Σας ευχαριστώ πολύ.
Thank you very much.
(Χειροκροτήματα)
(Applause)