Πριν από δύο χρόνια, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Πριν από δύο χρόνια, ήξερα ακριβώς πώς ήταν ένα εμβληματικό έργο τέχνης. Κάπως έτσι. Εμβληματικό για όλους, αλλά σαφώς και η απόλυτα προβλέψιμη επιλογή για έναν επιμελητή πινάκων της Ιταλικής Αναγέννησης, που ήμουν τότε. Και κατά κάποιο τρόπο, αυτή είναι άλλη μια προβλέψιμη επιλογή. Αυτό το εξαίσια εκφραστικό πορτραίτο του Ντα Βίντσι, η «Κυρία με την Ερμίνα». Χρησιμοποιώ τη λέξη «εκφραστικό» επίτηδες. Υπάρχει και τούτο, ή μάλλον τούτα: Οι δύο εκδοχές της «Παρθένου των Βράχων» του Ντα Βίντσι. που θα εκτιθόταν μαζί για πρώτη φορά τότε, στο Λονδίνο. Σε μια έκθεση με τη διοργάνωση της οποίας πάλευα τότε. Ήμουν πνιγμένος στον Ντα Βίντσι επί τρία χρόνια. Είχε κάνει κατάληψη σε κάθε τμήμα του μυαλού μου. Ο Λεονάρντο μου είχε μάθει, εκείνα τα τρία χρόνια τι μπορεί να κάνει ένας πίνακας. Το πώς μπορεί να σε μεταφέρει από τον υλικό σου κόσμο σε έναν πνευματικό. Είχε πει πως πίστευε ότι η δουλειά του ζωγράφου είναι να ζωγραφίζει όλα όσα είναι ορατά και αόρατα στο σύμπαν. Τεράστια αποστολή. Και, παρόλα αυτά, το καταφέρνει. Μας δείχνει, νομίζω, την ανθρώπινη ψυχή. Μας δείχνει την ικανότητά μας να μεταφερόμαστε σε μια πνευματική σφαίρα. Να βλέπουμε μια προοπτική του κόσμου πιο τέλεια από τη δική μας. Να βλέπουμε το σχέδιο του ίδιου του Θεού. Αυτό, από μια άποψη, πίστευα πως ήταν ένα εμβληματικό έργο τέχνης. Εκείνη την εποχή περίπου, άρχισα να συζητάω με τον Τομ Κάμπελ, τον διευθυντή του Μητροπολιτικού Μουσείου για την επόμενη μου επαγγελματική κίνηση. Μια κίνηση προς τα πίσω, προς την παλαιότερή μου ενασχόληση στο Βρετανικό Μουσείο, σε έναν τρισδιάστατο κόσμο --της γλυπτικής και της διακοσμητικής τέχνης-- να αναλάβω το τμήμα Ευρωπαϊκής γλυπτικής και διακοσμητικής τέχνης, εδώ στο Μετ. Όμως τότε ήμουν απίστευτα απασχολημένος. Όλες οι συζητήσεις μας γινόταν τηλεφωνικά, και σε πολύ περίεργες ώρες. Στο τέλος, δέχτηκα τη θέση χωρίς να έχω καν έρθει εδώ. Είχα επισκεφτεί τη συλλογή πριν από μερικά χρόνια, αλλά όχι πρόσφατα. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η έκθεση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ξαναήρθα στο Μετ, στη Νέα Υόρκη για να δω το νέο μου περιβάλλον. Να δω πώς ήταν η γλυπτική και οι διακοσμητικές τέχνες της Ευρώπης, να δω πέρα από τις Αναγεννησιακές συλλογές τις οποίες γνώριζα τόσο καλά. Την πρώτη εκείνη μέρα, σκέφτηκα, καλύτερα να ξεναγηθώ στις πινακοθήκες. Πενήντα επτά πινακοθήκες -- όσες και οι ποικιλίες φασολιών σε κονσέρβα, νομίζω. Ξεκίνησα από εκεί που ένιωθα πιο άνετα, στην πινακοθήκη της Ιταλικής Αναγέννησης. Και σταδιακά περπάτησα παραπέρα. Και πού και πού ένιωθα λίγο χαμένος. Το κεφάλι μου ήταν ακόμα γεμάτο με εικόνες του Ντα Βίντσι από την έκθεση που θα άνοιγε, όταν συνάντησα αυτό. Και αναρωτήθηκα: «Τι στο καλό έχω κάνει;» Το μυαλό μου δε μπορούσε να κάνει καμία απολύτως σύνδεση και μάλιστα, αν ένιωθα κάτι ήταν κάποιου είδους αποστροφή. Ένιωθα το αντικείμενο εντελώς και απόλυτα ξένο. Ανόητο, σε ένα επίπεδο όπου δεν είχα αντιληφθεί ακόμη την ανοησία. Και μετά τα πράγματα έγιναν χειρότερα -- υπήρχαν δύο. (Γέλια) Έτσι, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί ακριβώς αντιπαθούσα αυτό το αντικείμενο τόσο πολύ; Πού στηριζόταν τέτοια απέχθεια; Ε, τόσος χρυσός, τόσο χυδαίο, τόσο νεοπλουτίστικο, για να είμαι ειλικρινής. Ο ίδιος ο Ντα Βίντσι κήρυττε κατά της χρήσης του χρυσού οπότε ήταν ανεπίτρεπτο για μένα εκείνη τη στιγμή. Και έχει και αυτά τα χαριτωμένα μπουκετάκια λουλουδιών παντού. (Γέλια) Και τέλος, το ροζ. Το καταραμένο το ροζ. Που είναι τόσο εκπληκτικά τεχνητό χρώμα. Εννοώ πως είναι ένα χρώμα που δε συναντάει κανείς στη φύση, τίποτα στη φύση δεν έχει τέτοια απόχρωση. Το αντικείμενό μας φοράει και φουστίτσα. (Γέλια) Ορίστε: αυτοί οι φραμπαλάδες, τα διακοσμητικά που έχει το βάζο στη βάση του. Μου θύμισε, με έναν περίεργο τρόπο τα πέμπτα γενέθλια της ανιψιάς μου, στα οποία τα κοριτσάκια ντύθηκαν όλα πριγκίπισσες ή νεράιδες. Εκτός από ένα που ντύθηκε πριγκίπισσα των νεραϊδών. Να βλέπατε πώς την κοιτούσαν! (Γέλια) Αντιλαμβάνομαι πως, στο μυαλό μου, αυτό το αντικείμενο το γέννησε το ίδιο μυαλό, η ίδια μήτρα με τη Μπάρμπι Μπαλαρίνα. (Γέλια) Έχουμε και τους ελέφαντες. (Γέλια) Αυτούς τους ασυνήθιστους ελέφαντες με το μικρό τους παράξενα δόλιο ύφος και τις βλεφαρίδες α λα Γκρέτα Γκάρμπο, τους χρυσές χαυλιόδοντες και τα λοιπά. Αυτός ο ελέφαντας προφανώς δεν είχε καμία σχέση με τη μεγαλειώδη διάβαση του ποταμού Σερενγκέτι. Ήταν εφιάλτης με πρωταγωνιστή το Ντάμπο το ελεφαντάκι. Συνέβαινε, όμως, και κάτι πιο βαθύ. Αυτά τα αντικείμενα, κατ' εμέ, ήταν η πεμπτουσία αυτού που εγώ και οι αριστεροί, φιλελεύθεροι φίλοι μου στο Λονδίνο λέγαμε πως αντιπροσώπευε την οικτρή Γαλλική αριστοκρατία του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τη λεζάντα, αυτά τα κομμάτια φτιάχτηκαν στο εργοστάσιο Σεβρ με πορσελάνη, στα τέλη της δεκαετίας του 1750, και τα σχεδίασε κάποιος Ζαν-Κλοντ Ντουπλεσί, κάποιος κύριος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης, όπως έμαθα αργότερα. Για μένα όμως, συνόψιζαν την ξεκάθαρη αχρηστία της αριστοκρατίας του 18ου αιώνα. Για μένα και τους συναδέλφους μου αυτά τα αντικείμενα εξηγούσαν απλά την ιδέα ότι, πώς να μη γίνει επανάσταση; Ή έστω, πως πάλι καλά που έγινε επανάσταση. Σκεφτόμασταν πως αν είχες ένα τέτοιο βάζο η μοίρα σου ήταν ξεκάθαρη. (Γέλια) Εκεί ήμουν λοιπόν -- σε έναν παροξυσμό τρόμου. Αλλά δέχτηκα τη θέση και συνέχισα να κοιτάω αυτά τα βάζα. Δε γινόταν αλλιώς, εξάλλου, είναι σε κεντρικό σημείο στο Μετ. Σχεδόν όπου και να πήγαινα, πετάγονταν μπροστά μου. Με συνέπαιρναν με περίεργο τρόπο σαν ένα τροχαίο δυστύχημα, που δε μπορείς να σταματήσεις να κοιτάς. Και όσο τα κοιτούσα, άρχισα να σκέφτομαι «Τι ακριβώς βλέπουμε εδώ;» Και άρχισα να τα αντιλαμβάνομαι σαν ένα εξαιρετικό δείγμα σχεδιασμού. Μου πήρε κάποιο καιρό. Αλλά, αυτή η φουστίτσα, για παράδειγμα -- σαν κομμάτι αυτό πραγματικά χορεύει ό,τι χορό θέλει. Έχει μια ασυνήθιστη ελαφρότητα ενώ συγχρόνως είναι εκπληκτικά ισορροπημένη. Έχει γλυπτικά στοιχεία. Επίσης, το παιχνίδι ανάμεσα στο προσεκτικά διατεταγμένο χρώμα και την επιχρύσωση και τη γλυπτική επιφάνεια είναι πραγματικά αξιοσημείωτο. Μετά κατάλαβα πως αυτό το κομμάτι μπήκε στον κλίβανο τέσσερεις, τουλάχιστον τέσσερεις φορές για να δώσει αυτό το αποτέλεσμα. Πόσα διαφορετικά ατυχήματα πιστεύετε πως θα μπορούσαν να συμβούν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας; Και, θυμηθείτε, δεν έχουμε ένα αλλά δύο. Παρήγαγε αυτό το βάζο σε δύο απαράλλαχτα κομμάτια. Έχουμε και το θέμα της χρησιμότητας. Τότε, οι προβοσκίδες συγκρατούσαν κεριά στις άκρες τους. Δηλαδή υπήρχαν κεριά σε κάθε πλευρά. Φανταστείτε το φως που θα έριχναν τα κεριά σε αυτή την επιφάνεια. Στο ελαφρώς διαφοροποιημένο ροζ, στο όμορφο χρυσό. Σε εσωτερικό χώρο θα άστραφτε σαν ένα μικρό πυροτέχνημα. Εκείνη τη στιγμή ένα πυροτέχνημα εξερράγη στο μυαλό μου. Κάποιος μου θύμισε πως η λέξη «φανταχτερός» --που, από μια άποψη χαρακτήριζε πλήρως αυτό το κομμάτι-- προέρχεται από την ίδια ρίζα με τη «φαντασία». Και έτσι αυτό το αντικείμενο έμοιαζε, με τον δικό του τρόπο, με πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ήταν μια πύλη προς έναν διαφορετικό κόσμο. Είναι ένα αντικείμενο φαντασίας. Αν σκεφτείτε τις υπερβολικές όπερες του 18ου αιώνα που λάβαιναν χώρα στην Ανατολή αν σκεφτείτε ανάκλιντρα, ακόμα και οράματα με ροζ ελέφαντες που προκάλεσε το όπιο, το αντικείμενο αυτό αρχίζει να βγάζει νόημα. Αφορά τη διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, μιας φυγής ρεαλιστικής, που η Γαλλική αριστοκρατία αναζητούσε ηθελημένα για να διαχωριστεί από τους απλούς ανθρώπους. Πάντως, δεν είναι είδος φυγής που εκτιμάμε σήμερα. Σκεφτόμουν ακόμη, με έναυσμα το βάζο, πως από κάποια άποψη είμαστε όλοι θύματα μιας κάποιας τυραννίας, του θριάμβου του μοντερνισμού, στον οποίο η μορφή και η χρήση ενός αντικειμένου πρέπει, ή είναι αναπόφευκτο, να είναι αλληλένδετες, και το διακοσμητικό χωρίς χρήση είναι, ουσιαστικά, εγκληματικό. Είναι ένας θρίαμβος των αξιών της μπουρζουαζίας απέναντι στις αριστοκρατικές αξίες. Το οποίο μας φαίνεται μια χαρά. Μόνο που περιορίζει τη φαντασία. Όπως ακριβώς, τον 20ό αιώνα, τόσοι άνθρωποι έχουν την ιδέα πως η πίστη τους λαμβάνει χώρα την Κυριακή και η υπόλοιπη ζωή τους --με τα πλυντήρια και τους ορθοδοντικούς-- λαμβάνει χώρα μια άλλη μέρα. Νομίζω πως έχουμε αρχίσει και εμείς να κάνουμε το ίδιο. Έχουμε επιτρέψει στον εαυτό μας να ζει φαντασιακές ζωές μπροστά σε οθόνες. Στα σκοτάδια του κινηματογράφου, ή με την τηλεόραση στη γωνία. Αποβάλλαμε, από μια άποψη, τη σταθερά της φαντασίας που αντιπροσώπευαν αυτά τα βάζα στη ζωή κάποιων. Ίσως να είναι καιρός να αναζητήσουμε αποκατάσταση. Και νομίζω πως αυτό έχει αρχίσει ήδη να συμβαίνει. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, με τα ιδιόμορφα κτίρια που χτίστηκαν τα τελευταία χρόνια, και αποπνέουν έναν αέρα επιστημονικής φαντασίας και το μετατρέπουν σε μια παιδική χαρά φαντασίας. Είναι πλέον πραγματικά εκπληκτική η θέα του Λονδίνου από ψηλά. Ακόμα και τώρα, όμως, υπάρχει αντίσταση. Οι Λονδρέζοι, αποκαλώντας αυτά τα κτίρια «αγγουράκι», «θραύσμα», «γουόκι-τόκι», τα κάνουν πιο πεζά. Υπάρχει η ιδέα πως δε θέλουμε αυτά τα αγχωτικά φαντασιακά ταξίδια να μας συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή. Νιώθω τυχερός από μια άποψη που συνάντησα αυτό το αντικείμενο. (Γέλια) Βρήκα αυτόν εδώ στο διαδίκτυο, όταν έψαχνα μια αναφορά. Εμφανίστηκε μπροστά μου, και αντίθετα με το ροζ βάζο με τους ελέφαντες, τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Μάλιστα τον παντρεύτηκα. Τον αγόρασα. Και τώρα κοσμεί το γραφείο μου. Είναι μια φιγούρα που φτιάχτηκε στο Στάντφορσιρ στα μέσα του 19ου αιώνα. Αντιπροσωπεύει τον ηθοποιό Έντμουντ Κιν να παίζει τον Ριχάρδο τον Τρίτο του Σαίξπηρ. Έχει, μάλιστα, στη βάση του, ένα πιο ανυψωμένο κομμάτι πορσελάνης. Αγάπησα, λοιπόν, σε επίπεδο ιστορικού τέχνης, αυτή την τεχνοτροπία. Πιο πολύ όμως, αγάπησα αυτόν. Με έναν τρόπο που νομίζω θα ήταν αδύνατος αν δεν είχα συναντήσει το ροζ βάζο στις Νταβιντσικές μου μέρες. Αγαπώ τη ροζ-πορτοκαλί του βράκα. Αγαπώ το γεγονός πως μοιάζει να φεύγει για τον πόλεμο, αφού πρώτα τέλειωσε το πλύσιμο. (Γέλια) Φαίνεται να έχει ξεχάσει και το σπαθί του. Αγαπώ τα μικρά ροζ μαγουλάκια του, τη μικροσκοπική του ενέργεια. Έχει γίνει ο άλλος μου εαυτός. Είναι, ελπίζω, λίγο αξιοπρεπής αλλά κυρίως είναι χυδαίος. (Γέλια) Και δραστήριος, ελπίζω. Τον άφησα να μπει στη ζωή μου επειδή μου το επέτρεψε το ροζ βάζο του Σεβρ. Και πριν από αυτό, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Κατάλαβα πως αυτό το αντικείμενο μπορούσε να γίνει μέρος της καθημερινότητάς μου, όπως κάθεται στο γραφείο μου. Ελπίζω πραγματικά πως και άλλοι, όλοι εσείς, όταν παρατηρείτε αντικείμενα στο μουσείο και παίρνετε την ανάμνηση τους σπίτι και τα βρίσκετε μόνοι σας, θα επιτρέψετε στα κομμάτια αυτά να ανθίσουν στις φαντασιακές ζωές σας. Σας ευχαριστώ πολύ. (Χειροκρότημα)
Two years ago, I have to say there was no problem. Two years ago, I knew exactly what an icon looked like. It looks like this. Everybody's icon, but also the default position of a curator of Italian Renaissance paintings, which I was then. And in a way, this is also another default selection. Leonardo da Vinci's exquisitely soulful image of the "Lady with an Ermine." And I use that word, soulful, deliberately. Or then there's this, or rather these: the two versions of Leonardo's "Virgin of the Rocks" that were about to come together in London for the very first time. In the exhibition that I was then in the absolute throes of organizing. I was literally up to my eyes in Leonardo, and I had been for three years. So, he was occupying every part of my brain. Leonardo had taught me, during that three years, about what a picture can do. About taking you from your own material world into a spiritual world. He said, actually, that he believed the job of the painter was to paint everything that was visible and invisible in the universe. That's a huge task. And yet, somehow he achieves it. He shows us, I think, the human soul. He shows us the capacity of ourselves to move into a spiritual realm. To see a vision of the universe that's more perfect than our own. To see God's own plan, in some sense. So this, in a sense, was really what I believed an icon was. At about that time, I started talking to Tom Campbell, director here of the Metropolitan Museum, about what my next move might be. The move, in fact, back to an earlier life, one I'd begun at the British Museum, back to the world of three dimensions -- of sculpture and of decorative arts -- to take over the department of European sculpture and decorative arts, here at the Met. But it was an incredibly busy time. All the conversations were done at very peculiar times of the day -- over the phone. In the end, I accepted the job without actually having been here. Again, I'd been there a couple of years before, but on that particular visit. So, it was just before the time that the Leonardo show was due to open when I finally made it back to the Met, to New York, to see my new domain. To see what European sculpture and decorative arts looked like, beyond those Renaissance collections with which I was so already familiar. And I thought, on that very first day, I better tour the galleries. Fifty-seven of these galleries -- like 57 varieties of baked beans, I believe. I walked through and I started in my comfort zone in the Italian Renaissance. And then I moved gradually around, feeling a little lost sometimes. My head, also still full of the Leonardo exhibition that was about to open, and I came across this. And I thought to myself: What the hell have I done? There was absolutely no connection in my mind at all and, in fact, if there was any emotion going on, it was a kind of repulsion. This object felt utterly and completely alien. Silly at a level that I hadn't yet understood silliness to be. And then it was made worse -- there were two of them. (Laughter) So, I started thinking about why it was, in fact, that I disliked this object so much. What was the anatomy of my distaste? Well, so much gold, so vulgar. You know, so nouveau riche, frankly. Leonardo himself had preached against the use of gold, so it was absolutely anathema at that moment. And then there's little pretty sprigs of flowers everywhere. (Laughter) And finally, that pink. That damned pink. It's such an extraordinarily artificial color. I mean, it's a color that I can't think of anything that you actually see in nature, that looks that shade. The object even has its own tutu. (Laughter) This little flouncy, spangly, bottomy bit that sits at the bottom of the vase. It reminded me, in an odd kind of way, of my niece's fifth birthday party. Where all the little girls would come either as a princess or a fairy. There was one who would come as a fairy princess. You should have seen the looks. (Laughter) And I realize that this object was in my mind, born from the same mind, from the same womb, practically, as Barbie Ballerina. (Laughter) And then there's the elephants. (Laughter) Those extraordinary elephants with their little, sort of strange, sinister expressions and Greta Garbo eyelashes, with these golden tusks and so on. I realized this was an elephant that had absolutely nothing to do with a majestic march across the Serengeti. It was a Dumbo nightmare. (Laughter) But something more profound was happening as well. These objects, it seemed to me, were quintessentially the kind that I and my liberal left friends in London had always seen as summing up something deplorable about the French aristocracy in the 18th century. The label had told me that these pieces were made by the Sèvres Manufactory, made of porcelain in the late 1750s, and designed by a designer called Jean-Claude Duplessis, actually somebody of extraordinary distinction as I later learned. But for me, they summed up a kind of, that sort of sheer uselessness of the aristocracy in the 18th century. I and my colleagues had always thought that these objects, in way, summed up the idea of, you know -- no wonder there was a revolution. Or, indeed, thank God there was a revolution. There was a sort of idea really, that, if you owned a vase like this, then there was really only one fate possible. (Laughter) So, there I was -- in a sort of paroxysm of horror. But I took the job and I went on looking at these vases. I sort of had to because they're on a through route in the Met. So, almost anywhere I went, there they were. They had this kind of odd sort of fascination, like a car accident. Where I couldn't stop looking. And as I did so, I started thinking: Well, what are we actually looking at here? And what I started with was understanding this as really a supreme piece of design. It took me a little time. But, that tutu for example -- actually, this is a piece that does dance in its own way. It has an extraordinary lightness and yet, it is also amazing balanced. It has these kinds of sculptural ingredients. And then the play between -- actually really quite carefully disposed color and gilding, and the sculptural surface, is really rather remarkable. And then I realized that this piece went into the kiln four times, at least four times in order to arrive at this. How many moments for accident can you think of that could have happened to this piece? And then remember, not just one, but two. So he's having to arrive at two exactly matched vases of this kind. And then this question of uselessness. Well actually, the end of the trunks were originally candle holders. So what you would have had were candles on either side. Imagine that effect of candlelight on that surface. On the slightly uneven pink, on the beautiful gold. It would have glittered in an interior, a little like a little firework. And at that point, actually, a firework went off in my brain. Somebody reminded me that, that word 'fancy' -- which in a sense for me, encapsulated this object -- actually comes from the same root as the word 'fantasy.' And that what this object was just as much in a way, in its own way, as a Leonardo da Vinci painting, is a portal to somewhere else. This is an object of the imagination. If you think about the mad 18th-century operas of the time -- set in the Orient. If you think about divans and perhaps even opium-induced visions of pink elephants, then at that point, this object starts to make sense. This is an object which is all about escapism. It's about an escapism that happens -- that the aristocracy in France sought very deliberately to distinguish themselves from ordinary people. It's not an escapism that we feel particularly happy with today, however. And again, going on thinking about this, I realize that in a way we're all victims of a certain kind of tyranny of the triumph of modernism whereby form and function in an object have to follow one another, or are deemed to do so. And the extraneous ornament is seen as really, essentially, criminal. It's a triumph, in a way, of bourgeois values rather than aristocratic ones. And that seems fine. Except for the fact that it becomes a kind of sequestration of imagination. So just as in the 20th century, so many people had the idea that their faith took place on the Sabbath day, and the rest of their lives -- their lives of washing machines and orthodontics -- took place on another day. Then, I think we've started doing the same. We've allowed ourselves to lead our fantasy lives in front of screens. In the dark of the cinema, with the television in the corner of the room. We've eliminated, in a sense, that constant of the imagination that these vases represented in people's lives. So maybe it's time we got this back a little. I think it's beginning to happen. In London, for example, with these extraordinary buildings that have been appearing over the last few years. Redolent, in a sense, of science fiction, turning London into a kind of fantasy playground. It's actually amazing to look out of a high building nowadays there. But even then, there's a resistance. London has called these buildings the Gherkin, the Shard, the Walkie Talkie -- bringing these soaring buildings down to Earth. There's an idea that we don't want these anxious-making, imaginative journeys to happen in our daily lives. I feel lucky in a way, I've encountered this object. (Laughter) I found him on the Internet when I was looking up a reference. And there he was. And unlike the pink elephant vase, this was a kind of love at first sight. In fact, reader, I married him. I bought him. And he now adorns my office. He's a Staffordshire figure made in the middle of the 19th century. He represents the actor, Edmund Kean, playing Shakespeare's Richard III. And it's based, actually, on a more elevated piece of porcelain. So I loved, on an art historical level, I loved that layered quality that he has. But more than that, I love him. In a way that I think would have been impossible without the pink Sèvres vase in my Leonardo days. I love his orange and pink breeches. I love the fact that he seems to be going off to war, having just finished the washing up. (Laughter) He seems also to have forgotten his sword. I love his pink little cheeks, his munchkin energy. In a way, he's become my sort of alter ego. He's, I hope, a little bit dignified, but mostly rather vulgar. (Laughter) And energetic, I hope, too. I let him into my life because the Sèvres pink elephant vase allowed me to do so. And before that Leonardo, I understood that this object could become part of a journey for me every day, sitting in my office. I really hope that others, all of you, visiting objects in the museum, and taking them home and finding them for yourselves, will allow those objects to flourish in your imaginative lives. Thank you very much. (Applause)