Γεια σας. Θα ήθελα να σας μιλήσω λίγο για τους ανθρώπους που κατασκευάζουν τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε καθημερινά: τα παπούτσια μας, τις τσάντες μας, τους υπολογιστές και τα κινητά μας τηλέφωνα. Είναι μια συζήτηση που συχνά μας προκαλεί πολλές ενοχές. Φανταστείτε την έφηβη αγρότισσα που κερδίζει λιγότερα από ένα δολάριο την ώρα, ράβοντας τα αθλητικά σας παπούτσια ή το νεαρό Κινέζο που πηδάει από μια ταράτσα αφού έχει δουλέψει υπερωρίες για να συναρμολογήσει το δικό σας iPad. Εμείς, οι ευεργετημένοι της παγκοσμιοποίησης, φαίνεται να εκμεταλλευόμαστε αυτά τα θύματα με κάθε αγορά προϊόντος που κάνουμε και η αδικία μοιάζει να έχει ενσωματωθεί στα ίδια τα προϊόντα. Εξάλλου, τι κακό έχει ένας κόσμος, στον οποίο ένας εργάτης σε μια αλυσίδα συναρμολόγησης του iPhone δεν έχει καν τη δυνατότητα να το αγοράσει; Θεωρείται δεδομένο ότι τα κινέζικα εργοστάσια είναι καταπιεστικά κι ότι η επιθυμία μας για φτηνά προϊόντα είναι που τα κάνει έτσι.
Hi. So I'd like to talk a little bit about the people who make the things we use every day: our shoes, our handbags, our computers and cell phones. Now, this is a conversation that often calls up a lot of guilt. Imagine the teenage farm girl who makes less than a dollar an hour stitching your running shoes, or the young Chinese man who jumps off a rooftop after working overtime assembling your iPad. We, the beneficiaries of globalization, seem to exploit these victims with every purchase we make, and the injustice feels embedded in the products themselves. After all, what's wrong with a world in which a worker on an iPhone assembly line can't even afford to buy one? It's taken for granted that Chinese factories are oppressive, and that it's our desire for cheap goods that makes them so.
Λοιπόν, αυτός ο απλοϊκός ισχυρισμός που εξισώνει τη ζήτηση της Δύσης με τα δεινά της Κίνας είναι προσφιλής, ιδιαίτερα τώρα που πολλοί από εμάς αισθάνονται ήδη ένοχοι για την επίδραση που ασκούμε στον κόσμο, είναι, όμως, επίσης ανακριβής και παράλογος. Πρέπει να είμαστε κατά περίεργο τρόπο εγωκεντρικοί για να πιστεύουμε ότι εμείς έχουμε τη δύναμη να εξωθούμε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους απ' την άλλη άκρη του πλανήτη στη μετανάστευση και στη δυστυχία κατά τόσο ανόσιο τρόπο. Στην πραγματικότητα, η Κίνα κατασκευάζει προϊόντα για τις αγορές όλου του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της δικής της, χάρις σε ένα συνδυασμό παραγόντων: το χαμηλό εργατικό της κόστος, το τεράστιο και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό της και ένα ελαστικό σύστημα παραγωγής που ανταποκρίνεται γρήγορα στις απαιτήσεις της αγοράς. Με το να επικεντρωνόμαστε τόσο στους εαυτούς μας και τις συσκευές μας, καθιστούμε τα άτομα στην άλλη πλευρά αφανή, μικροσκοπικά και ανταλλάξιμα όσο και τα κομμάτια ενός κινητού τηλεφώνου.
So, this simple narrative equating Western demand and Chinese suffering is appealing, especially at a time when many of us already feel guilty about our impact on the world, but it's also inaccurate and disrespectful. We must be peculiarly self-obsessed to imagine that we have the power to drive tens of millions of people on the other side of the world to migrate and suffer in such terrible ways. In fact, China makes goods for markets all over the world, including its own, thanks to a combination of factors: its low costs, its large and educated workforce, and a flexible manufacturing system that responds quickly to market demands. By focusing so much on ourselves and our gadgets, we have rendered the individuals on the other end into invisibility, as tiny and interchangeable as the parts of a mobile phone.
Οι κινέζοι εργάτες δεν εξαναγκάζονται να δουλεύουν στα εργοστάσια εξαιτίας της ακόρεστης επιθυμίας μας για iPod. Επιλέγουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, προκειμένου να κερδίσουν χρήματα, να μάθουν νέες δεξιότητες και να δουν τον κόσμο. Στη συνεχή αντιπαράθεση σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση αυτό που λείπει είναι οι φωνές των ίδιων των εργατών.
Chinese workers are not forced into factories because of our insatiable desire for iPods. They choose to leave their homes in order to earn money, to learn new skills, and to see the world. In the ongoing debate about globalization, what's been missing is the voices of the workers themselves.
Εδώ είναι κάποιες.
Here are a few.
Μπάο Γιονξιό: "Η μητέρα μου μού λέει να γυρίσω στο σπίτι και να παντρευτώ, αλλά αν παντρευτώ τώρα, προτού ολοκληρωθώ σαν προσωπικότητα, θα μπορέσω απλώς να παντρευτώ ένα συνηθισμένο εργάτη, γι' αυτό, λοιπόν, δε βιάζομαι".
Bao Yongxiu: "My mother tells me to come home and get married, but if I marry now, before I have fully developed myself, I can only marry an ordinary worker, so I'm not in a rush."
Τσεν Γινγκ: "Όταν πήγα σπίτι για την Πρωτοχρονιά, όλοι μου έλεγαν πως έχω αλλάξει. Με ρωτούσαν τι έκανα και άλλαξα τόσο πολύ; Τους είπα πως διάβαζα και δούλευα πολύ. Αν τους πεις περισσότερα, έτσι κι αλλιώς δε θα καταλάβουν".
Chen Ying: "When I went home for the new year, everyone said I had changed. They asked me, what did you do that you have changed so much? I told them that I studied and worked hard. If you tell them more, they won't understand anyway."
Γου Τσουνμίνγκ: "Ακόμα κι αν αποκτήσω πολλά λεφτά δε θα είμαι ικανοποιημένη. Το νόημα της ζωής δεν είναι, απλώς, να κάνεις λεφτά".
Wu Chunming: "Even if I make a lot of money, it won't satisfy me. Just to make money is not enough meaning in life."
Σιάο Τσιν: "Τώρα, όταν σχολάω απ' τη δουλειά, διαβάζω αγγλικά, γιατί στο μέλλον οι πελάτες μας δε θα είναι μόνο Κινέζοι, γι' αυτό πρέπει να μάθουμε περισσότερες γλώσσες".
Xiao Jin: "Now, after I get off work, I study English, because in the future, our customers won't be only Chinese, so we must learn more languages."
Παρεμπιπτόντως, όλοι αυτοί οι ομιλητές είναι νεαρές γυναίκες 18 ή 19 ετών.
All of these speakers, by the way, are young women, 18 or 19 years old.
Πέρασα, λοιπόν, δύο χρόνια γνωρίζοντας εργάτες σε αλυσίδες συναρμολόγησης όπως αυτούς στη βιομηχανική πόλη Ντονγκουάν της Νότιας Κίνας. Ανέκυπταν διαρκώς συγκεκριμένα ζητήματα: Πόσα χρήματα έβγαζαν, τι σύζυγο εύχονταν να παντρευτούν, αν θα ΄πρεπε να πάνε σε άλλο εργοστάσιο ή να παραμείνουν σ' αυτό που ήταν. Σχεδόν ποτέ δεν ανέκυπταν άλλα ζητήματα, όπως οι συνθήκες διαβίωσης που σε εμένα έμοιαζαν σαν κι αυτές της φυλακής: 10 ή 15 εργάτες σε ένα δωμάτιο, 50 άνθρωποι να μοιράζονται την ίδια τουαλέτα, ημέρες και νύκτες να καθορίζονται απ' το ρολόι του εργοστασίου. Όλοι όσους ήξεραν ζούσαν κάτω απ' τις ίδιες συνθήκες κι ήταν και πάλι καλύτερα απ' τους κοιτώνες και τα σπίτια της επαρχιακής Κίνας.
So I spent two years getting to know assembly line workers like these in the south China factory city called Dongguan. Certain subjects came up over and over: how much money they made, what kind of husband they hoped to marry, whether they should jump to another factory or stay where they were. Other subjects came up almost never, including living conditions that to me looked close to prison life: 10 or 15 workers in one room, 50 people sharing a single bathroom, days and nights ruled by the factory clock. Everyone they knew lived in similar circumstances, and it was still better than the dormitories and homes of rural China.
Οι εργάτες σπάνια μιλούσαν για τα προϊόντα που κατασκεύαζαν και συχνά δυσκολεύονταν να εξηγήσουν τι ακριβώς έκαναν. Όταν ρώτησα τη Λου Τσινμίν, τη νεαρή κοπέλα που γνώριζα καλύτερα, τι ακριβώς έκανε στη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου, μου ανέφερε κάτι στα Κινέζικα που ακουγόταν σαν "τσιού σι". Πολύ μετά συνειδητοποίησα ότι αυτό που έλεγε ήταν "ΕΠ" ή έλεγχος ποιότητας. Δεν ήταν σε θέση να μου εξηγήσει τι έκανε στη γραμμή παραγωγής του εργοστασίου. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παπαγαλίσει μια μπερδεμένη συντομογραφία σε μια γλώσσα που ούτε καν καταλάβαινε.
The workers rarely spoke about the products they made, and they often had great difficulty explaining what exactly they did. When I asked Lu Qingmin, the young woman I got to know best, what exactly she did on the factory floor, she said something to me in Chinese that sounded like "qiu xi." Only much later did I realize that she had been saying "QC," or quality control. She couldn't even tell me what she did on the factory floor. All she could do was parrot a garbled abbreviation in a language she didn't even understand.
Ο Καρλ Μαρξ θεωρούσε πως αυτό είναι η τραγωδία του καπιταλισμού, η αποξένωση του εργάτη απ' το προϊόν της εργασίας του. Αντίθετα, ας πούμε, από έναν παραδοσιακό κατασκευαστή παπουτσιών ή ντουλαπιών, ο εργάτης ενός βιομηχανικού εργοστασίου δεν έχει τον έλεγχο, τη χαρά και την αληθινή ικανοποίηση ή κατανόηση της δουλειάς του. Αλλά, ανάμεσα στις θεωρίες που ο Μαρξ ανέπτυξε, καθισμένος στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, σε αυτήν έσφαλε. Το ότι ένα άτομο αφιερώνει το χρόνο του για να φτιάξει κάτι, δε σημαίνει ότι μετατρέπεται σε αυτό το κάτι. Αυτό που κάνει με τα χρήματα που κερδίζει, αυτά που μαθαίνει σ' αυτό το μέρος και το πώς αυτά τον αλλάζουν, αυτά είναι που έχουν σημασία. Ποτέ δεν έχει σημασία τι κατασκευάζει το εργοστάσιο και οι εργάτες δεν ενδιαφέρονται για το ποιος αγοράζει τα προϊόντα τους.
Karl Marx saw this as the tragedy of capitalism, the alienation of the worker from the product of his labor. Unlike, say, a traditional maker of shoes or cabinets, the worker in an industrial factory has no control, no pleasure, and no true satisfaction or understanding in her own work. But like so many theories that Marx arrived at sitting in the reading room of the British Museum, he got this one wrong. Just because a person spends her time making a piece of something does not mean that she becomes that, a piece of something. What she does with the money she earns, what she learns in that place, and how it changes her, these are the things that matter. What a factory makes is never the point, and the workers could not care less who buys their products.
Τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ για τα κινέζικα εργοστάσια, απ' την άλλη, προβάλλουν αυτή τη σχέση ανάμεσα στους εργάτες και τα προϊόντα που κατασκευάζουν. Σε πολλά άρθρα κάνουν υπολογισμούς: Πόσο θα χρειαζόταν να δουλέψει ένας εργάτης, ώστε να κερδίσει αρκετά χρήματα για να αγοράσει αυτά που κατασκευάζει; Για παράδειγμα, ένας εργάτης, με τα απαραίτητα προσόντα, σε μια αλυσίδα συναρμολόγησης ενός εργοστασίου της iPhone στην Κίνα, θα έπρεπε να πληρώσει τους μισθούς δυόμισι μηνών για ένα iPhone.
Journalistic coverage of Chinese factories, on the other hand, plays up this relationship between the workers and the products they make. Many articles calculate: How long would it take for this worker to work in order to earn enough money to buy what he's making? For example, an entry-level-line assembly line worker in China in an iPhone plant would have to shell out two and a half months' wages for an iPhone.
Αλλά πόση σημασία έχει αυτός ο υπολογισμός στην πράξη; Για παράδειγμα, έγραψα πρόσφατα ένα άρθρο στο περιοδικό Νιου Γιόρκερ, αλλά τα οικονομικά μου δε μου επιτρέπουν να βάλω διαφήμιση στο περιοδικό. Τι με νοιάζει; Δε θέλω διαφήμιση στο Νιου Γιόρκερ κι οι περισσότεροι απ' αυτούς τους εργάτες δε θέλουν iPhone. Οι υπολογισμοί τους διαφέρουν. Πόσο πρέπει να μείνω σε αυτό το εργοστάσιο; Πόσα χρήματα μπορώ να αποταμιεύσω; Πόσο θα κοστίσει να αγοράσω ένα διαμέρισμα ή ένα αυτοκίνητο να παντρευτώ ή να στείλω το παιδί μου στο σχολείο;
But how meaningful is this calculation, really? For example, I recently wrote an article in The New Yorker magazine, but I can't afford to buy an ad in it. But, who cares? I don't want an ad in The New Yorker, and most of these workers don't really want iPhones. Their calculations are different. How long should I stay in this factory? How much money can I save? How much will it take to buy an apartment or a car, to get married, or to put my child through school?
Οι εργάτες που έτυχε να γνωρίσω είχαν μια συγκεχυμένη σχέση με το προϊόν της εργασίας τους. Περίπου ένα χρόνο αφότου γνώρισα τη Γιου Τσίμιν ή Μιν, με προσκάλεσε στο χωριό της οικογένειάς της για την κινέζικη Πρωτοχρονιά. Στο δρόμο μου έδωσε ένα δώρο: ένα πορτοφόλι μάρκας Coach, με καφέ δερμάτινη διακόσμηση. Την ευχαρίστησα, υποθέτοντας ότι είναι ψεύτικο, όπως σχεδόν όλα τα προϊόντα στη Ντονγκουάν. Όταν φτάσαμε σπίτι, η Μιν έδωσε στη μητέρα της ένα άλλο δώρο: μια ροζ τσάντα Dooney & Bourke και λίγες μέρες μετά, η αδερφή της μας επιδείκνυε μια μπορντό, κρεμαστή τσάντα Le Sportsac. Σιγά σιγά άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι αυτές οι τσάντες κατασκευάστηκαν στα εργοστάσιά τους και ήταν όλες τους αυθεντικές.
The workers I got to know had a curiously abstract relationship with the product of their labor. About a year after I met Lu Qingmin, or Min, she invited me home to her family village for the Chinese New Year. On the train home, she gave me a present: a Coach brand change purse with brown leather trim. I thanked her, assuming it was fake, like almost everything else for sale in Dongguan. After we got home, Min gave her mother another present: a pink Dooney & Bourke handbag, and a few nights later, her sister was showing off a maroon LeSportsac shoulder bag. Slowly it was dawning on me that these handbags were made by their factory, and every single one of them was authentic.
Η αδερφή της Μιν είπε στους γονείς της: "Στην Αμερική αυτή η τσάντα πωλείται 320 δολάρια". Οι γονείς της που είναι κι οι δύο αγρότες την κοίταξαν άφωνοι. "Κι όχι μόνο αυτό. Η Coach θα κυκλοφορήσει μια νέα σειρά, την 2191", είπε, "Μια τσάντα θα πωλείται για 6.000". Έκανε μια παύση και συνέχισε "Δεν ξέρω αν είναι 6.000 γιεν ή 6.000 αμερικάνικα δολάρια, αλλά όπως και να 'χει, είναι 6.000". (Γέλια)
Min's sister said to her parents, "In America, this bag sells for 320 dollars." Her parents, who are both farmers, looked on, speechless. "And that's not all -- Coach is coming out with a new line, 2191," she said. "One bag will sell for 6,000." She paused and said, "I don't know if that's 6,000 yuan or 6,000 American dollars, but anyway, it's 6,000." (Laughter)
Ο φίλος της αδερφής της Μιν που είχε έρθει μαζί της για την Πρωτοχρονιά, είπε: "Δε φαίνεται να αξίζει τόσα πολλά".
Min's sister's boyfriend, who had traveled home with her for the new year, said, "It doesn't look like it's worth that much."
Η αδερφή της Μιν γύρισε και του είπε: "Κάποιοι άνθρωποι πραγματικά καταλαβαίνουν την αξία αυτών των πραγμάτων. Εσύ δεν καταλαβαίνεις Χριστό".
Min's sister turned to him and said, "Some people actually understand these things. You don't understand shit."
(Γέλια) (Χειροκρότημα)
(Laughter) (Applause)
Στο περιβάλλον της Μιν οι τσάντες Coach είχαν μια περίεργη αξία. Δεν ήταν ακριβώς ευτελείς, αλλά και δεν άξιζαν πραγματικά τα λεφτά τους, γιατί σχεδόν κανείς από όσους γνωριζαν δεν ήθελε να αγοράσει μία ή ήξερε πόσο άξιζε. Κάποτε, όταν παντρεύτηκε η φίλη της μεγαλύτερης αδερφής της Μιν της αγόρασε μια τσάντα ως δώρο γάμου. Μια άλλη φορά, αφότου η Μιν είχε ήδη φύγει απ' το εργοστάσιο με τις τσάντες, την επισκέφτηκε η αδερφή της, φέρνοντάς της για δώρο δύο τσάντες Coach Signature.
In Min's world, the Coach bags had a curious currency. They weren't exactly worthless, but they were nothing close to the actual value, because almost no one they knew wanted to buy one, or knew how much it was worth. Once, when Min's older sister's friend got married, she brought a handbag along as a wedding present. Another time, after Min had already left the handbag factory, her younger sister came to visit, bringing two Coach Signature handbags as gifts.
Κοίταξα στο εσωτερικό τσεπάκι της μίας και βρήκα μια τυπωμένη κάρτα στα αγγλικά που έγραφε "Γνήσιο αμερικανικό προϊόν. Το 1941, η γυαλισμένη επικάλυψη από ένα αμερικανικό γάντι του μπέιζμπολ ενέπνευσε τον ιδρυτή της Coach να δημιουργήσει μια καινούργια συλλογή από τσάντες, φτιαγμένες απ' το ίδιο μαλακό, δέρμα πολυτελείας με το γάντι. Έξι δεξιοτέχνες δερματοτεχνίτες δημιούργησαν 12 τσάντες Signature με τέλειες συμμετρίες και διαχρονική κομψότητα. Ήταν πρωτοποριακές, λειτουργικές κι οι γυναίκες παντού τις λάτρευαν. Ένα νέο, γνήσιο, αμερικανικό προϊόν είχε γεννηθεί".
I looked in the zippered pocket of one, and I found a printed card in English, which read, "An American classic. In 1941, the burnished patina of an all-American baseball glove inspired the founder of Coach to create a new collection of handbags from the same luxuriously soft gloved-hand leather. Six skilled leatherworkers crafted 12 Signature handbags with perfect proportions and a timeless flair. They were fresh, functional, and women everywhere adored them. A new American classic was born."
Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν ο Καρλ Μαρξ για τη Μιν και τις αδερφές της. Η σχέση τους με το προϊόν της εργασίας τους ήταν πολύ πιο περίπλοκη, εκπληκτική και αστεία απ' ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί. Παρ' όλα αυτά η κοσμοθεωρία του υπερισχύει, όπως και η τάση μας να βλέπουμε τους εργάτες σαν απρόσωπες μάζες, να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να γνωρίζουμε τι πραγματικά σκέφτονται.
I wonder what Karl Marx would have made of Min and her sisters. Their relationship with the product of their labor was more complicated, surprising and funny than he could have imagined. And yet, his view of the world persists, and our tendency to see the workers as faceless masses, to imagine that we can know what they're really thinking.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τη Μιν είχε μόλις ενηλικιωθεί κι είχε παραιτηθεί από την πρώτη της δουλειά στην αλυσίδα συναρμολόγησης ενός εργοστασίου με ηλεκτρονικά είδη. Μες τα επόμενα δύο χρόνια, την παρακολούθησα να αλλάζει πέντε δουλειές, καταλαμβάνοντας τελικά ένα επικερδές πόστο στο τμήμα πωλήσεων ενός εργοστασίου με εξαρτήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αργότερα, παντρεύτηκε έναν εργάτη μετανάστη και συνάδερφό της, μετακόμισε μαζί του στο χωριό του, γέννησε δύο κόρες και αποταμίευσε αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσει μια μεταχειρισμένη Buick για την ίδια και ένα διαμέρισμα για τους γονείς της. Πρόσφατα επέστρεψε στη Ντονγκουάν μόνη της για να πιάσει δουλειά σε ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει γερανούς, αφήνοντας προσωρινά το σύζυγο και τα παιδιά της πίσω στο χωριό.
The first time I met Min, she had just turned 18 and quit her first job on the assembly line of an electronics factory. Over the next two years, I watched as she switched jobs five times, eventually landing a lucrative post in the purchasing department of a hardware factory. Later, she married a fellow migrant worker, moved with him to his village, gave birth to two daughters, and saved enough money to buy a secondhand Buick for herself and an apartment for her parents. She recently returned to Dongguan on her own to take a job in a factory that makes construction cranes, temporarily leaving her husband and children back in the village.
Σε πρόσφατο ιμέιλ που μου έστειλε, μου εξηγούσε "Ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει φιλοδοξίες όσο είναι νέος έτσι ώστε στα γεράματα να ανατρέχει στη ζωή του και να αισθάνεται ότι δεν έζησε χωρίς σκοπό".
In a recent email to me, she explained, "A person should have some ambition while she is young so that in old age she can look back on her life and feel that it was not lived to no purpose."
Υπάρχουν 150 εκατομμύρια εργάτες σαν κι αυτήν σε όλη την Κίνα το 1/3 απ' αυτούς γυναίκες που άφησαν τα χωριά τους για να δουλέψουν στα εργοστάσια, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα εργοτάξια οικοδομών των μεγάλων πόλεων. Μαζί συγκροτούν το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα στην ιστορία και είναι η παγκοσμιοποίηση, αυτή η αλυσίδα που αρχίζει από ένα αγροτικό χωριό της Κίνας και καταλήγει με iPhone στις τσέπες μας, Nike στα πόδια μας και Coach τσάντες στους ώμους μας, που έχει αλλάξει τον τρόπο, με τον οποίο αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων δουλεύουν και παντρεύονται και ζουν και σκέφτονται. Ελάχιστοι απ' αυτούς θα ήθελαν να επιστρέψουν στον τρόπο που ήταν παλιά τα πράγματα.
Across China, there are 150 million workers like her, one third of them women, who have left their villages to work in the factories, the hotels, the restaurants and the construction sites of the big cities. Together, they make up the largest migration in history, and it is globalization, this chain that begins in a Chinese farming village and ends with iPhones in our pockets and Nikes on our feet and Coach handbags on our arms that has changed the way these millions of people work and marry and live and think. Very few of them would want to go back to the way things used to be.
Όταν πρωτοπήγα στη Ντονγκουάν, ανησυχούσα πως θα ήταν καταθλιπτικά να περάσω τόσο πολύ καιρό με εργάτες. Ανησυχούσα, επίσης, πως τίποτα ποτέ δε θα συμβεί σ' αυτούς ή πως δε θα είχαν να μου πουν τίποτα. Αντιθέτως, βρήκα νέες κοπέλες που ήταν έξυπνες και διασκεδαστικές γενναίες και μεγαλόψυχες. Ανοίγοντας τις ζωές τους σε εμένα μου δίδαξαν τόσα πολλά για τα εργοστάσια για την Κίνα και για το πώς να ζεις στον κόσμο.
When I first went to Dongguan, I worried that it would be depressing to spend so much time with workers. I also worried that nothing would ever happen to them, or that they would have nothing to say to me. Instead, I found young women who were smart and funny and brave and generous. By opening up their lives to me, they taught me so much about factories and about China and about how to live in the world.
Αυτό είναι το πορτοφόλι Coach που μου χάρισε η Μιν στο τρένο για το χωριό της. Το έχω μαζί μου για να μου υπενθυμίζει τους δεσμούς που με συνδέουν με τις νεαρές κοπέλες για τις οποίες έγραψα, δεσμοί όχι οικονομικοί, αλλά εκ φύσεως προσωπικοί που αποτιμώνται όχι σε χρήμα, αλλά σε αναμνήσεις. Αυτό το πορτοφόλι μου υπενθυμίζει, επίσης, ότι τα πράγματα που εσείς φαντάζεστε, καθώς κάθεστε στο γραφείο σας ή στη βιβλιοθήκη, δεν είναι όπως τα βρίσκετε όταν θα βγείτε στον πραγματικό κόσμο.
This is the Coach purse that Min gave me on the train home to visit her family. I keep it with me to remind me of the ties that tie me to the young women I wrote about, ties that are not economic but personal in nature, measured not in money but in memories. This purse is also a reminder that the things that you imagine, sitting in your office or in the library, are not how you find them when you actually go out into the world.
Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα) (Χειροκρότημα)
Thank you. (Applause) (Applause)
Κρις Άντερσον: Σ' ευχαριστούμε Λέσλι, αυτή ήταν μια εικόνα την οποία πολλοί από εμάς δεν γνώριζαν. Είμαι, όμως, περίεργος. Αν είχες ένα λεπτό, ας πούμε, με τον επικεφαλής της παραγωγής της Apple τι θα του έλεγες;
Chris Anderson: Thank you, Leslie, that was an insight that a lot of us haven't had before. But I'm curious. If you had a minute, say, with Apple's head of manufacturing, what would you say?
Λέσλι Τσανγκ: Ένα λεπτό;
Leslie Chang: One minute?
Κ.Α.: Ένα λεπτό. (Γέλιο)
CA: One minute. (Laughter)
Λ.Τ.: Ξέρεις, αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε σε σχέση με τους εργάτες είναι τα εσωτερικά κίνητρα που διαθέτουν, πόσο επινοητικοί είναι κι αυτό που ανακάλυψα είναι ότι αυτό που επιθυμούν περισσότερο είναι η παιδεία, η μάθηση γιατί οι περισσότεροι προέρχονται από πολύ φτωχό περιβάλλον. Εγκαταλείπουν συνήθως το σχολείο στο γυμνάσιο. Οι γονείς τους συχνά είναι αγράμματοι κι έπειτα έρχονται στην πόλη κι από μόνοι τους το βράδυ, τα σαββατοκύριακα, θα παρακολουθήσουν ένα μάθημα για υπολογιστές ένα μάθημα αγγλικών και θα μάθουν κυριολεκτικά στοιχειώδη πράγματα, για παράδειγμα, πώς να γράφεις ένα κείμενο στο Word ή πώς να λες πολύ απλά πράγματα στα αγγλικά. Γι' αυτό, λοιπόν, αν πραγματικά θέλετε να βοηθήσετε αυτούς τους εργάτες αρχίστε με αυτά τα μικρά, συγκεκριμένα, πολύ πρακτικά μαθήματα σ' αυτά τα σχολεία κι αυτό που πρόκειται να συμβεί είναι όλοι σας οι εργάτες να εξελιχθούν και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα εξελιχθούν σε ανώτερες θέσεις μέσα στην Apple και μπορείτε να βοηθήσετε στην κοινωνική τους ανέλιξη και τη βελτίωση της ζωής τους. Όταν μιλάς στους εργάτες αυτό ζητάνε. Δε λένε: "Θέλω πιο πολύ ζεστό νερό στο ντους. Θέλω πιο όμορφο δωμάτιο. Θέλω μια τηλεόραση". Δεν εννοώ πως θα ΄ταν άσχημο να έχουν κι αυτά, αλλά δεν είναι αυτό για το οποίο βρίσκονται στην πόλη και δεν είναι αυτό που τους ενδιαφέρει.
LC: You know, what really impressed me about the workers is how much they're self-motivated, self-driven, resourceful, and the thing that struck me, what they want most is education, to learn, because most of them come from very poor backgrounds. They usually left school when they were in 7th or 8th grade. Their parents are often illiterate, and then they come to the city, and they, on their own, at night, during the weekends, they'll take a computer class, they'll take an English class, and learn really, really rudimentary things, you know, like how to type a document in Word, or how to say really simple things in English. So, if you really want to help these workers, start these small, very focused, very pragmatic classes in these schools, and what's going to happen is, all your workers are going to move on, but hopefully they'll move on into higher jobs within Apple, and you can help their social mobility and their self-improvement. When you talk to workers, that's what they want. They do not say, "I want better hot water in the showers. I want a nicer room. I want a TV set." I mean, it would be nice to have those things, but that's not why they're in the city, and that's not what they care about.
Κ.Α.: Υπήρχε η αίσθηση στα λόγια τους ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και άσχημα ή αυτό που έλεγαν ήταν ότι υπάρχει ένα επίπεδο ανάπτυξης, ότι τα πράγματα με τον καιρό βελτιώνονται;
CA: Was there a sense from them of a narrative that things were kind of tough and bad, or was there a narrative of some kind of level of growth, that things over time were getting better?
Λ.Τ.: Βέβαια, βέβαια. Εννοώ πως ήταν ενδιαφέρον, γιατί αφιέρωσα, κατά βάση, δύο χρόνια πηγαίνοντας συχνά σ' αυτή την πόλη, τη Ντονγκουάν και όλο αυτό το διάστημα έβλεπες τεράστια αλλαγή στη ζωή κάθε ατόμου: προς τα πάνω, προς τα κάτω, λοξά αλλά σε γενικές γραμμές προς τα πάνω. Αν περάσεις αρκετό καιρό, είναι προς τα πάνω και συνάντησα ανθρώπους που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη πριν από 10 χρόνια και που τώρα είναι βασικά μεσοαστοί, γι' αυτό, λοιπόν, η πορεία είναι σίγουρα ανοδική. Απλά είναι δύσκολο να το αντιληφθείς όταν βρίσκεσαι ξαφνικά χαμένος μες την πόλη. Σου φαίνεται ότι όλοι είναι φτωχοί κι απελπισμένοι, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Σίγουρα, οι συνθήκες στο εργοστάσιο είναι πολύ σκληρές και ούτε εσύ ούτε εγώ θα 'θελα να κάνω κάτι τέτοιο από τη δική τους, όμως, σκοπιά, εκεί απ' όπου προέρχονται είναι πολύ χειρότερα κι εκεί που πηγαίνουν είναι ενδεχομένως πολύ καλύτερα κι απλά ήθελα να μεταφέρω τι συμβαίνει μέσα στο δικό τους μυαλό, όχι τι συμβαίνει μέσα στο δικό σας.
LC: Oh definitely, definitely. I mean, you know, it was interesting, because I spent basically two years hanging out in this city, Dongguan, and over that time, you could see immense change in every person's life: upward, downward, sideways, but generally upward. If you spend enough time, it's upward, and I met people who had moved to the city 10 years ago, and who are now basically urban middle class people, so the trajectory is definitely upward. It's just hard to see when you're suddenly sucked into the city. It looks like everyone's poor and desperate, but that's not really how it is. Certainly, the factory conditions are really tough, and it's nothing you or I would want to do, but from their perspective, where they're coming from is much worse, and where they're going is hopefully much better, and I just wanted to give that context of what's going on in their minds, not what necessarily is going on in yours.
Κ.Α.: Σ' ευχαριστούμε πολύ για την ομιλία σου. Σ' ευχαριστούμε πολύ. (Χειροκρότημα)
CA: Thanks so much for your talk. Thank you very much. (Applause)