Πριν μερικά χρόνια, η μητέρα μου εμφάνισε ρευματοειδή αρθρίτιδα. Πρήστηκαν οι καρποί, τα γόνατα και τα δάχτυλα προκαλώντας της χρόνιο πόνο. Κατέθεσε αίτηση αναπηρίας. Σταμάτησε να έρχεται στο τοπικό μας τζαμί. Κάποια πρωινά δεν μπορούσε να πλύνει τα δόντια της από τον πόνο. Ήθελα να βοηθήσω. Αλλά δεν ήξερα τον τρόπο. Δεν είμαι γιατρός.
A few years ago, my mom developed rheumatoid arthritis. Her wrists, knees and toes swelled up, causing crippling, chronic pain. She had to file for disability. She stopped attending our local mosque. Some mornings it was too painful for her to brush her teeth. I wanted to help. But I didn't know how. I'm not a doctor.
Αυτό που είμαι, είναι ιστορικός ιατρικής. Οπότε ξεκίνησα να ερευνώ την ιστορία του χρόνιου πόνου. Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια έχει ολόκληρο ιστορικό σχετικά με τον πόνο στα αρχεία του. Και βρήκα μια ιστορία, μια φανταστική ιστορία, ενός άνδρα που έσωσε - λύτρωσε - εκατομμύρια ανθρώπους από τον πόνο. Ανθρώπους σαν τη μητέρα μου. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ μου. Δεν υπήρχε καμία βιογραφία του, καμία ταινία του Χόλυγουντ για αυτόν. Τον έλεγαν Τζον Τζ. Μπονίκα. Αλλά στην αρχή της ιστορίας μας, ήταν ευρύτερα γνωστός ως Τζόνι «Ταύρος» Γουόκερ.
So, what I am is a historian of medicine. So I started to research the history of chronic pain. Turns out, UCLA has an entire history of pain collection in their archives. And I found a story -- a fantastic story -- of a man who saved -- rescued -- millions of people from pain; people like my mom. Yet, I had never heard of him. There were no biographies of him, no Hollywood movies. His name was John J. Bonica. But when our story begins, he was better known as Johnny "Bull" Walker.
Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα του 1941. Στη μικρή πόλη του Μπρούκφιλντ της Νέας Υόρκης είχε έρθει το τσίρκο. Θεατές μαζεύονταν για να δουν όσους περπατούσαν σε σύρματα, τους κλόουν, κι αν ήταν τυχεροί, την ανθρώπινη βόμβα κανονιού. Έρχονταν επίσης να δουν το σωματαρά, Τζόνι «Ταύρο» Γουόκερ, ένα μυώδη νταή που θα σε έβαζε κάτω για ένα δολάριο. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, μια φωνή ακούστηκε στα μεγάφωνα του τσίρκου. Χρειαζόταν άμεσα ένας γιατρός στη σκηνή με τα ζωντανά ζώα. Κάτι είχε πάει στραβά με το γητευτή των λιονταριών. Η κορύφωση του νούμερου του είχε άσχημη κατάληξη, και το κεφάλι του είχε κολλήσει στο στόμα του λιονταριού. Ξέμενε από αέρα, το κοινό παρακολουθούσε με τρόμο καθώς πάσχιζε και τελικά λιποθύμησε. Όταν τελικά το λιοντάρι χαλάρωσε τα σαγόνια του, ο γητευτής έπεσε απλώς ακίνητος στο έδαφος. Όταν λίγα λεπτά μετά συνήλθε, είδε μία γνωστή φιγούρα να γέρνει πάνω του. Ήταν ο Ταύρος Γουόκερ. Ο σωματαράς του είχε κάνει τεχνητή αναπνοή και του έσωσε τη ζωή.
It was a summer day in 1941. The circus had just arrived in the tiny town of Brookfield, New York. Spectators flocked to see the wire-walkers, the tramp clowns -- if they were lucky, the human cannonball. They also came to see the strongman, Johnny "Bull" Walker, a brawny bully who'd pin you for a dollar. You know, on that particular day, a voice rang out over the circus P.A. system. They needed a doctor urgently, in the live animal tent. Something had gone wrong with the lion tamer. The climax of his act had gone wrong, and his head was stuck inside the lion's mouth. He was running out of air; the crowd watched in horror as he struggled and then passed out. When the lion finally did relax its jaws, the lion tamer just slumped to the ground, motionless. When he came to a few minutes later, he saw a familiar figure hunched over him. It was Bull Walker. The strongman had given the lion tamer mouth-to-mouth, and saved his life.
Ο σωματαράς δεν το είχε πει σε κανέναν αλλά στην πραγματικότητα ήταν τριτοετής φοιτητής Iατρικής. Περιόδευε με το τσίρκο τα καλοκαίρια για να πληρώσει τα δίδακτρα, αλλά το κράτησε κρυφό για να προστατεύσει την εικόνα του. Υποτίθεται ότι ήταν ένας αγροίκος, ένας κακός, όχι ένας σπασίκλας καλοθελητής. Ούτε κι οι συμφοιτητές του γνώριζαν το μυστικό του. Όπως έλεγε, «Αν είσαι αθλητής, είσαι ένας χαζός παλιομοδίτης». Οπότε δεν τους είπε για το τσίρκο, ή πως πάλευε επαγγελματικά τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα. Χρησιμοποιούσε ένα ψευδώνυμο όπως το «Ταύρος Γουόκερ», ή αργότερα, το «Μασκοφόρο Θαύμα». Την ίδια χρονιά κράτησε επίσης κρυφή τη στέψη του ως Πρωταθλητής Ελαφρών Βαρέων Βαρών παγκοσμίως.
Now, the strongman hadn't told anyone, but he was actually a third-year medical student. He toured with the circus during summers to pay tuition, but kept it a secret to protect his persona. He was supposed to be a brute, a villain -- not a nerdy do-gooder. His medical colleagues didn't know his secret, either. As he put it, "If you were an athlete, you were a dumb dodo." So he didn't tell them about the circus, or about how he wrestled professionally on evenings and weekends. He used a pseudonym like Bull Walker, or later, the Masked Marvel. He even kept it a secret that same year, when he was crowned the Light Heavyweight Champion of the world.
Με τα χρόνια, ο Τζον Τζ. Μπονίκα ζούσε παράλληλες ζωές. Ήταν παλαιστής. Ήταν γιατρός. Ήταν ένας αγροίκος. Ήταν ένας ήρωας. Προκαλούσε πόνο, και τον θεράπευε. Κι αν και δεν το γνώριζε τότε, στις επόμενες πέντε δεκαετίες, θα χρησιμοποιούσε αυτές τις αντιμαχόμενες ταυτότητες για να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο σκέψης για τον πόνο. Θα άλλαζε τόσο πολύ τα νέα φάρμακα ώστε δεκαετίες αργότερα, το περιοδικό Time θα τον αποκαλούσε πατέρα της ανακούφισης από τον πόνο. Αλλά όλα αυτά έγιναν αργότερα.
Over the years, John J. Bonica lived these parallel lives. He was a wrestler; he was a doctor. He was a heel; he was a hero. He inflicted pain, and he treated it. And he didn’t know it at the time, but over the next five decades, he'd draw on these dueling identities to forge a whole new way to think about pain. It'd change modern medicine so much so, that decades later, Time magazine would call him pain relief's founding father. But that all happened later.
Το 1942, ο Μπονίκα αποφοίτησε από την Ιατρική και παντρεύτηκε την Έμμα, την αγαπημένη του, που είχε γνωρίσει σε έναν από τους αγώνες του πριν χρόνια. Ακόμα πάλευε κρυφά, ήταν αναγκασμένος. Η πρακτική του στο νοσοκομείο του Αγ. Βικεντίου δεν του πλήρωνε τίποτα. Με τη ζώνη του πρωταθλητή, πάλευε σε ακριβούς χώρους, όπως το Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, ενάντια σε ισχυρούς αντιπάλους, όπως ο Έβερετ «Ξανθιά Αρκούδα» Μάρσαλ, ή τον τρεις φορές πρωταθλητή, Άντζελο Σαβόλντι.
In 1942, Bonica graduated medical school and married Emma, his sweetheart, whom he had met at one of his matches years before. He still wrestled in secret -- he had to. His internship at New York's St. Vincent's Hospital paid nothing. With his championship belt, he wrestled in big-ticket venues, like Madison Square Garden, against big-time opponents, like Everett "The Blonde Bear" Marshall, or three-time world champion, Angelo Savoldi.
Οι αγώνες είχαν επιπτώσεις στο σώμα του. Είχε τραβήγματα στο ισχίο, σπασμένα πλευρά. Ένα βράδυ, το μεγάλο δάχτυλο του Τρομερού Τούρκου του έκανε μια ουλή σε όλο το πρόσωπό του. Την επόμενη μέρα στη δουλειά φόρεσε χειρουργική μάσκα για να την καλύψει. Δύο φορές ο Μπονίκα πήγε στα επείγοντα με το ένα μάτι τόσο μελανιασμένο, ώστε ήταν αδύνατον να δει. Το χειρότερο όμως ήταν τα τσακισμένα σαν κουνουπίδι αυτιά του. Έλεγε ότι τα ένιωθε σαν δύο μπάλες του μπέιζμπολ στο κεφάλι του. Στη ζωή του ο πόνος συνέχισε να συσσωρεύεται.
The matches took a toll on his body; he tore hip joints, fractured ribs. One night, The Terrible Turk's big toe scratched a scar like Capone's down the side of his face. The next morning at work, he had to wear a surgical mask to hide it. Twice Bonica showed up to the O.R. with one eye so bruised, he couldn't see out of it. But worst of all were his mangled cauliflower ears. He said they felt like two baseballs on the sides of his head. Pain just kept accumulating in his life.
Στη συνέχεια, είδε τη γυναίκα του να γεννάει στο νοσοκομείο του. Φούσκωνε κι έσπρωχνε, με μεγάλη οδύνη. Ο μαιευτήρας της κάλεσε τον ειδικευόμενο σε βάρδια για να της δώσει λίγο αιθέρα για να την ανακουφίσει από τον πόνο. Αλλά ο ειδικευόμενος ήταν νέος, και δούλευε μόνο τρεις εβδομάδες, ήταν νευρικός, κι όπως της έδινε τον αιθέρα, ερέθισε το λαιμό της Έμμα. Έκανε εμετό και πνίγηκε, και άρχισε να γίνεται μπλε. Ο Μπονίκα, που παρακολουθούσε, τον έσπρωξε μακριά, καθάρισε τον αεραγωγό της, κι έσωσε τη γυναίκα του και την αγέννητη κόρη του. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην αναισθησιολογία. Αργότερα, θα βοηθούσε ακόμα στο σχεδιασμό του επισκληριδίου για τον τοκετό. Αλλά πριν μπορέσει να αφοσιωθεί στη μαιευτική, ο Μπονίκα έπρεπε να παρουσιαστεί για τη βασική εκπαίδευση.
Next, he watched his wife go into labor at his hospital. She heaved and pushed, clearly in anguish. Her obstetrician called out to the intern on duty to give her a few drops of ether to ease her pain. But the intern was a young guy, just three weeks on the job -- he was jittery, and in applying the ether, irritated Emma's throat. She vomited and choked, and started to turn blue. Bonica, who was watching all this, pushed the intern out of the way, cleared her airway, and saved his wife and his unborn daughter. At that moment, he decided to devote his life to anesthesiology. Later, he'd even go on to help develop the epidural, for delivering mothers. But before he could focus on obstetrics, Bonica had to report for basic training.
Την περίοδο της απόβασης στη Νορμανδία, ο Μπονίκα παρουσιάστηκε στο Στρατιωτικό Ιατρικό Κέντρο Μάντιγκαν, κοντά στην Τακόμα. Με 7.700 κρεβάτια, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά νοσοκομεία. Εκει, ο Mπονίκα ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο του πόνου. Ήταν μόνο 27 χρονών. Νοσηλεύοντας τόσους ασθενείς, ο Μπονίκα άρχισε να παρατηρεί κρούσματα που έρχονταν σε αντίθεση με όσα είχε διδαχθεί. Υποτίθεται ότι ο πόνος ήταν κώδωνας κινδύνου, με την καλή έννοια, ο τρόπος που το σώμα έδινε σήμα για τραυματισμό, όπως ένα σπασμένο χέρι. Αλλά σε μερικές περιπτώσεις, όπως όταν είχαν ακρωτηριάσει το πόδι ενός ασθενούς, ο ασθενής συνέχιζε να διαμαρτύρεται ότι πονούσε στο κομμένο του πόδι. Αλλά αν είχε θεραπευτεί ο τραυματισμός, γιατί ηχούσε ακόμα ο κώδωνας; Υπήρχαν περιστατικά όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως ένδειξη τραυματισμού, αλλά ωστόσο, ο ασθενής πονούσε.
Right around D-Day, Bonica showed up to Madigan Army Medical Center, near Tacoma. At 7,700 beds, it was one of the largest army hospitals in America. Bonica was in charge of all pain control there. He was only 27. Treating so many patients, Bonica started noticing cases that contradicted everything he had learned. Pain was supposed to be a kind of alarm bell -- in a good way -- a body's way of signaling an injury, like a broken arm. But in some cases, like after a patient had a leg amputated, that patient might still complain of pain in that nonexistent leg. But if the injury had been treated, why would the alarm bell keep ringing? There were other cases in which there was no evidence of an injury whatsoever, and yet, still the patient hurt.
Ο Μπονίκα συγκέντρωσε όλους τους ειδικούς του νοσοκομείου - χειρούργους, νευρολόγους, ψυχιάτρους και τους υπόλοιπους. Προσπάθησε να πάρει τη γνώμη τους για αυτούς τους ασθενείς. Κράτησε τόσο καιρό, ώστε οργάνωνε ομαδικές συγκεντρώσεις στο μεσημεριανό. Ήταν σαν ομάδα του μποξ από ειδικούς για να γιατρέψουν τον πόνο του ασθενούς. Κανείς παλιότερα δεν είχε εστιάσει τόσο στο θέμα του πόνου.
Bonica tracked down all the specialists at his hospital -- surgeons, neurologists, psychiatrists, others. And he tried to get their opinions on his patients. It took too long, so he started organizing group meetings over lunch. It would be like a tag team of specialists going up against the patient's pain. No one had ever focused on pain this way before.
Μετά από αυτό, το έριξε στο διάβασμα. Διάβαζε όποιο ιατρικό εγχειρίδιο έπεφτε στα χέρια του, σημειώνοντας προσεκτικά κάθε αναφορά της λέξης «πόνος». Από τις 14.000 σελίδες που διάβασε, η λέξη «πόνος» αναφερόταν σε 17 και μισή από αυτές. 17 και μισή. Για το πιο βασικό, το πιο κοινό, το πιο οδυνηρό μέρος της ασθένειας. Ο Μπονίκα ξαφνιάστηκε, όπως ανέφερε, «Σε τι είδους συμπέρασμα μπορείς να καταλήξεις; Το πιο σημαντικό πράγμα από τη μεριά του ασθενούς, δεν αναφέρεται πουθενά».
After that, he hit the books. He read every medical textbook he could get his hands on, carefully noting every mention of the word "pain." Out of the 14,000 pages he read, the word "pain" was on 17 and a half of them. Seventeen and a half. For the most basic, most common, most frustrating part of being a patient. Bonica was shocked -- I'm quoting him, he said, "What the hell kind of conclusion can you come to there? The most important thing from the patient's perspective, they don't talk about."
Για τα επόμενα οκτώ χρόνια, ο Μπονίκα θα το συζητούσε αρκετά. Θα έγραφε σχετικά, θα έγραφε αυτές τις σελίδες που έλειπαν. Έγραφε αυτό που έγινε αργότερα γνωστό ως η Βίβλος του Πόνου. Σε αυτήν, πρότεινε νέες στρατηγικές, νέες θεραπείες με τη χρήση ενέσεων για τον αποκλεισμό των νεύρων. Πρότεινε ένα νέο ίδρυμα, την Κλινική του Πόνου, βασιζόμενο στις μεσημεριανές συναντήσεις. Το πιο σημαντικό όμως για το βιβλίο του ήταν ότι αποτέλεσε ένα συναισθηματικό κώδωνα κινδύνου για την ιατρική. Μια απεγνωσμένη έκκληση στους γιατρούς για να πάρουν στα σοβαρά τον πόνο για τις ζωές των ασθενών. Μετέπλασε το βασικό σκοπό της ιατρικής. Ο στόχος δεν ήταν να καλυτερεύσει τους ασθενείς. Αλλά να τους κάνει να αισθανθούν καλύτερα. Προώθησε το σχέδιο του για δεκαετίες, προτού τελικά καθιερωθεί στα μέσα της δεκαετίας του '70. Εκατοντάδες κλινικές πόνου ξεφύτρωσαν σε όλον τον κόσμο.
So over the next eight years, Bonica would talk about it. He'd write about it; he'd write those missing pages. He wrote what would later be known as the Bible of Pain. In it he proposed new strategies, new treatments using nerve-block injections. He proposed a new institution, the Pain Clinic, based on those lunchtime meetings. But the most important thing about his book was that it was kind of an emotional alarm bell for medicine. A desperate plea to doctors to take pain seriously in patients' lives. He recast the very purpose of medicine. The goal wasn't to make patients better; it was to make patients feel better. He pushed his pain agenda for decades, before it finally took hold in the mid-'70s. Hundreds of pain clinics sprung up all over the world.
Αλλά με τη δημιουργία τους, έγινε μια τραγική στροφή. Τα χρόνια πάλης του Μπονίκα τον πρόλαβαν. Για πάνω από 20 χρόνια απείχε από το ρινγκ αλλά οι 1.500 επαγγελματικοί γύροι είχαν αφήσει το σημάδι τους στο σώμα του. Περίπου στα 50 του, έπασχε από σοβαρή οστεοαρθρίτιδα. Στα επόμενα 20 χρόνια θα έκανε 22 χειρουργεία, μεταξύ άλλων τέσσερις εγχειρήσεις σπονδυλικής στήλης, και απανωτές αντικαταστάσεις γοφού. Με το ζόρι σήκωνε το χέρι του, έστριβε το λαιμό του. Περπατούσε μόνο με πατερίτσες. Οι φίλοι και παλιοί μαθητές του έγιναν οι γιατροί του. Ένας είπε πως έκανε τις περισσότερες ενέσεις για αποκλεισμό των νεύρων από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Σαν εργασιομανής, δούλευε ακόμα περισσότερο, 15 με 18 ώρες τη μέρα. Το να γιατρεύει έγινε παραπάνω από επάγγελμα, ήταν ο δικός του πιο πετυχημένος τρόπος ανακούφισης. «Αν δεν ήμουν τόσο απασχολημένος,» είπε σε έναν δημοσιογράφο, «θα ήμουν παντελώς ανάπηρος».
But as they did -- a tragic twist. Bonica's years of wrestling caught up to him. He had been out of the ring for over 20 years, but those 1,500 professional bouts had left a mark on his body. Still in his mid-50s, he suffered severe osteoarthritis. Over the next 20 years he'd have 22 surgeries, including four spine operations, and hip replacement after hip replacement. He could barely raise his arm, turn his neck. He needed aluminum crutches to walk. His friends and former students became his doctors. One recalled that he probably had more nerve-block injections than anyone else on the planet. Already a workaholic, he worked even more -- 15- to 18-hour days. Healing others became more than just his job, it was his own most effective form of relief. "If I wasn't as busy as I am," he told a reporter at the time, "I would be a completely disabled guy."
Σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Φλόριντα στις αρχές του 1980, ο Μπονίκα είπε σε ένα παλιό μαθητή του να τον πάει στο Χάιντ Παρκ, στην Τάμπα. Οδήγησαν δίπλα σε φοίνικες και σταμάτησαν σε μια παλιά έπαυλη, με τεράστια ασημένια οβιδοβόλα κανόνια κρυμμένα στο γκαράζ. To σπίτι ήταν της οικογένειας Ζακίνι, που ήταν κάτι σαν οι γαλαζοαίματοι του Αμερικανικού τσίρκου. Πριν από δεκαετίες, ο Μπονίκα τους είχε παρακολουθήσει, ντυμένους με τις ασημένιες φόρμες και τα ματογυάλια, να εκτελούν το πρωτοπόρο τους νούμερο, την Ανθρώπινη Μπάλα Κανονιού. Αλλά τώρα, όπως κι εκείνος, είχαν αποσυρθεί. Πλέον, όλη αυτή η γενιά έχει πεθάνει, όπως και ο Μπονίκα, οπότε δεν μπορούμε ακριβώς να γνωρίζουμε τι είπαν εκείνη τη μέρα. Μου αρέσει όμως να το φαντάζομαι. Ο σωματαράς και οι ανθρώπινες οβίδες να ξανασυναντιούνται, επιδεικνύοντας τα παλιά και τα νέα σημάδια τους. Μπορεί ο Μπονίκα να τους συμβούλευσε ιατρικά. Ίσως είπε αυτό που είπε αργότερα σε μία προφορική ιστορία. ότι τα χρόνια στο τσίρκο και στην πάλη διαμόρφωσαν σημαντικά τη ζωή του.
On a business trip to Florida in the early 1980s, Bonica got a former student to drive him to the Hyde Park area in Tampa. They drove past palm trees and pulled up to an old mansion, with giant silver howitzer cannons hidden in the garage. The house belonged to the Zacchini family, who were something like American circus royalty. Decades earlier, Bonica had watched them, clad in silver jumpsuits and goggles, doing the act they pioneered -- the Human Cannonball. But now they were like him: retired. That generation is all dead now, including Bonica, so there's no way to know exactly what they said that day. But still, I love imagining it. The strongman and the human cannonballs reunited, showing off old scars, and new ones. Maybe Bonica gave them medical advice. Maybe he told them what he later said in an oral history, which is that his time in the circus and wrestling deeply molded his life.
Ο Μπονίκα βίωσε από κοντά τον πόνο. Τον ένιωσε. Τον έζησε. Και δεν μπορούσε με τίποτα να τον αγνοεί στους άλλους. Νιώθοντας έτσι, ανακάλυψε ένα τελείως καινούργιο πεδίο, είχε σπουδαίο ρόλο στη λήψη φαρμάκων για την αναγνώριση του πόνου τόσο και του ίδιου.
Bonica saw pain close up. He felt it. He lived it. And it made it impossible for him to ignore in others. Out of that empathy, he spun a whole new field, played a major role in getting medicine to acknowledge pain in and of itself.
Στην ίδια προφορική ιστορία, ο Μπονίκα ισχυρίστηκε ότι ο πόνος είναι η πιο περίπλοκη ανθρώπινη εμπειρία. Εκείνη που αφορά το παρελθόν σου, το παρόν σου, τη συμπεριφορά σου, τη ζωή σου. Κάτι τέτοιο ήταν απολύτως αληθινό για τον Μπονίκα.
In that same oral history, Bonica claimed that pain is the most complex human experience. That it involves your past life, your current life, your interactions, your family. That was definitely true for Bonica.
Αλλά ήταν επίσης και για τη μητέρα μου. Είναι εύκολο για τους γιατρούς να βλέπουν τη μητέρα μου ως έναν επαγγελματία ασθενή, ως μία γυναίκα που περνάει απλώς τις μέρες της στην αίθουσα αναμονής. Κάποιες φορές κολλάω κι εγώ και τη βλέπω με τον ίδιο τρόπο. Αλλά βλέποντας τον πόνο του Μπονίκα, μια απόδειξη για το πως έζησε πλήρως τη ζωή του, άρχισα να θυμάμαι όλα όσα έχει ο πόνος της μητέρας μου. Πριν πρηστούν και γίνουν αρθριτικά, τα δάχτυλα της μητέρας μου κροτάλιζαν στο τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού στο νοσοκομείο που δούλευε. Τύλιγαν πίτες σαμόσα για όλο το τζαμί. Όταν ήμουν παιδί, έκοβαν τα μαλλιά μου, σκούπιζαν τη μύτη μου, έδεναν τα κορδόνια μου.
But it was also true for my mom. It's easy for doctors to see my mom as a kind of professional patient, a woman who just spends her days in waiting rooms. Sometimes I get stuck seeing her that same way. But as I saw Bonica's pain -- a testament to his fully lived life -- I started to remember all the things that my mom's pain holds. Before they got swollen and arthritic, my mom's fingers clacked away in the hospital H.R. department where she worked. They folded samosas for our entire mosque. When I was a kid, they cut my hair, wiped my nose, tied my shoes.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)