Μία μέρα το 1819, 3.000 μίλια από την ακτή της Χιλής σε μία από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Ειρηνικού Ωκεανού, 20 Αμερικάνοι ναυτικοί είδαν το πλοίο τους να πλημμυρίζει με θαλασσινό νερό. Χτυπήθηκαν από μια φάλαινα φυσητήρα, η οποία άνοιξε μια καταστροφική τρύπα στο κύτος του πλοίου. Καθώς το πλοίο άρχισε να βυθίζεται στα κύματα, οι άντρες στριμώχτηκαν σε τρία μικρά φαλαινοθηρικά. Βρίσκονταν 10.000 μίλια από το σπίτι τους, περισσότερο από 1.000 μίλια από την πλησιέστερη ακτή. Μέσα στις μικρές βάρκες, κουβαλούσαν μόνο στοιχειώδη εξοπλισμό πλοήγησης και περιορισμένα αποθέματα φαγητού και νερού. Αυτοί ήταν οι άντρες του φαλαινοθηρικού Έσσεξ και η ιστορία τους αργότερα ενέπνευσε μέρη του «Μόμπι Ντικ».
One day in 1819, 3,000 miles off the coast of Chile, in one of the most remote regions of the Pacific Ocean, 20 American sailors watched their ship flood with seawater. They'd been struck by a sperm whale, which had ripped a catastrophic hole in the ship's hull. As their ship began to sink beneath the swells, the men huddled together in three small whaleboats. These men were 10,000 miles from home, more than 1,000 miles from the nearest scrap of land. In their small boats, they carried only rudimentary navigational equipment and limited supplies of food and water. These were the men of the whaleship Essex, whose story would later inspire parts of "Moby Dick."
Ακόμα και σήμερα, η κατάστασή τους θα ήταν πραγματικά τρομερή, αλλά σκεφτείτε πόσο χειρότερη θα ήταν τότε. Κανείς στη στεριά δεν είχε ιδέα ότι κάτι είχε πάει στραβά. Καμία ομάδα διάσωσης δεν πήγαινε να ψάξει αυτούς τους άντρες. Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε ζήσει κάτι τόσο τρομαχτικό όσο αυτοί οι άντρες, αλλά όλοι ξέρουμε πώς είναι να νιώθεις φόβο. Ξέρουμε την αίσθηση του φόβου, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν περνάμε αρκετό χρόνο σκεπτόμενοι τι σημαίνουν οι φόβοι μας.
Even in today's world, their situation would be really dire, but think about how much worse it would have been then. No one on land had any idea that anything had gone wrong. No search party was coming to look for these men. So most of us have never experienced a situation as frightening as the one in which these sailors found themselves, but we all know what it's like to be afraid. We know how fear feels, but I'm not sure we spend enough time thinking about what our fears mean.
Καθώς μεγαλώνουμε, συχνά μας παροτρύνουν να σκεφτόμαστε το φόβο ως αδυναμία, σαν άλλο ένα παιδιάστικο πράγμα που πρέπει να ξεφορτωθούμε, όπως τα νεογιλά δόντια ή τα πατίνια. Πιστεύω πως δεν είναι τυχαίο ότι σκεφτόμαστε έτσι. Οι νευρολόγοι έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους αισιόδοξοι. Άρα μπορεί γι' αυτό να σκεφτόμαστε τον φόβο, μερικές φορές, ως έναν κίνδυνο από μόνο του. «Μη στεναχωριέσαι», μας αρέσει να λέμε ο ένας στον άλλον. «Μην πανικοβάλλεσαι». Στα Αγγλικά, ο φόβος είναι κάτι που υπερνικάμε είναι κάτι που παλεύουμε, που ξεπερνάμε. Αλλά εάν βλέπαμε τον φόβο με διαφορετικό τρόπο; Τι θα γινόταν εάν θεωρούσαμε τον φόβο ως ένα θαυμαστό προϊόν της φαντασίας, κάτι προφανές και διορατικό όπως η ίδια η αφήγηση; Είναι ευκολότερο να δείτε τη σχέση μεταξύ φόβου και φαντασίας στα παιδιά, όπου ο φόβος είναι συχνά εξαιρετικά έντονος. Όταν ήμουν μικρή, ζούσα στην Καλιφόρνια, που είναι ένα εξαιρετικά πολύ ωραίο μέρος για να ζεις αλλά για εμένα, η Καλιφόρνια ήταν επίσης λίγο τρομακτική. Θυμάμαι πόσο τρομακτικό ήταν να βλέπω το πολύφωτο που κρεμόταν πάνω από το τραπέζι μας να κουνιέται μπρος πίσω σε κάθε μικρό σεισμό, και μερικές φορές δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ φοβισμένη μη χτυπήσει ο Μεγάλος Σεισμός ενώ κοιμόμαστε. Αυτό που λέμε για τα παιδιά που έχουν φόβους σαν αυτόν είναι ότι έχουν έντονη φαντασία. Αλλά κάποια στιγμή, οι περισσότεροι από εμάς μαθαίνουμε να αφήνουμε πίσω αυτά τα οράματα και να ωριμάζουμε. Μαθαίνουμε ότι δεν υπάρχουν τέρατα κάτω από το κρεβάτι, και ότι δεν ισοπεδώνει κτίρια κάθε σεισμός. Ίσως δεν είναι σύμπτωση ότι ορισμένα από τα πιο δημιουργικά μας μυαλά δεν καταφέρνουν να αφήσουν πίσω τους αυτούς τους φόβους, ως ενήλικοι. Αυτές οι απίστευτες φαντασιώσεις που δημιούργησαν την «Καταγωγή των ειδών», την «Τζέιν Έυρ» και το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», δημιούργησαν επίσης έντονες ανησυχίες που στοίχειωναν την ενήλικη ζωή του Κάρολου Δαρβίνου, της Σαρλότ Μπροντέ και του Μαρσέλ Προυστ. Το ερώτημα είναι τι μπορούμε να μάθουμε για τον φόβο από τους ονειροπόλους και τα παιδιά;
As we grow up, we're often encouraged to think of fear as a weakness, just another childish thing to discard like baby teeth or roller skates. And I think it's no accident that we think this way. Neuroscientists have actually shown that human beings are hard-wired to be optimists. So maybe that's why we think of fear, sometimes, as a danger in and of itself. "Don't worry," we like to say to one another. "Don't panic." In English, fear is something we conquer. It's something we fight. It's something we overcome. But what if we looked at fear in a fresh way? What if we thought of fear as an amazing act of the imagination, something that can be as profound and insightful as storytelling itself? It's easiest to see this link between fear and the imagination in young children, whose fears are often extraordinarily vivid. When I was a child, I lived in California, which is, you know, mostly a very nice place to live, but for me as a child, California could also be a little scary. I remember how frightening it was to see the chandelier that hung above our dining table swing back and forth during every minor earthquake, and I sometimes couldn't sleep at night, terrified that the Big One might strike while we were sleeping. And what we say about kids who have fears like that is that they have a vivid imagination. But at a certain point, most of us learn to leave these kinds of visions behind and grow up. We learn that there are no monsters hiding under the bed, and not every earthquake brings buildings down. But maybe it's no coincidence that some of our most creative minds fail to leave these kinds of fears behind as adults. The same incredible imaginations that produced "The Origin of Species," "Jane Eyre" and "The Remembrance of Things Past," also generated intense worries that haunted the adult lives of Charles Darwin, Charlotte BrontĂŤ and Marcel Proust. So the question is, what can the rest of us learn about fear from visionaries and young children?
Ας επιστρέψουμε για λίγο στο έτος 1819, στην κατάσταση που βρισκόταν το πλήρωμα του φαλαινοθηρικού «Έσσεξ». Ας δούμε τους φόβους που οι φαντασιώσεις τους δημιουργούσαν καθώς πάλευαν με τα κύματα στη μέση του Ειρηνικού. Έχουν περάσει 24 ώρες από την ανατροπή του πλοίου. Είχε φτάσει η ώρα να σκεφτούν ένα σχέδιο, αλλά είχαν ελάχιστες επιλογές. Στη συναρπαστική του αφήγηση για την καταστροφή, ο Ναθάνιελ Φίλμπρικ έγραψε ότι αυτοί οι άντρες ήταν τόσο μακριά από τη στεριά που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε σημείο πάνω στη Γη. Γνώριζαν ότι τα κοντινότερα νησιά που μπορούσαν να φτάσουν ήταν οι Νήσοι Μαρκέζας, 1.200 μίλια μακρυά. Ωστόσο, είχαν ακούσει τρομακτικές φήμες. Τους είχαν πει ότι σε αυτά τα νησιά, καθώς και σε αρκετά παραπλήσια, κατοικούσαν κανίβαλοι. Έτσι φαντάστηκαν πως μόλις έφταναν στην ακτή θα τους σκότωναν και θα τους έτρωγαν για δείπνο. Ένας άλλος πιθανός προορισμός ήταν η Χαβάη, αλλά λόγω της εποχής, ο καπετάνιος φοβόταν πως θα συναντούσαν σφοδρές καταιγίδες. Η τελευταία επιλογή ήταν η πιο μεγάλη και η πιο δύσκολη: να ταξιδέψουν περίπου 1.500 μίλια νότια με την ελπίδα να φτάσουν σε μια περιοχή ανέμων η οποία ίσως να τους οδηγούσε προς τις ακτές της Νοτίου Αμερικής. Όμως ήξεραν πως η μεγάλη διάρκεια αυτού του ταξιδιού θα εξαντλούσε όλες τις προμήθειες τους σε τροφή και νερό. Να γίνουν τροφή για τους κανιβάλους, να χτυπηθούν από τις καταιγίδες, να πεθάνουν της πείνας πριν να φτάσουν στη στεριά. Αυτοί ήταν οι φόβοι που κυριάρχησαν στη φαντασία αυτών των ανδρών, και όπως φάνηκε, ο φόβος που επέλεξαν να ακούσουν προσδιόριζε το αν θα ζήσουν ή αν θα πεθάνουν. Μπορούμε να αποδώσουμε αυτούς τους φόβους με διαφορετικό όνομα. Αν αντί να τους αποκαλούμε φόβους, να τους αποκαλούσαμε ιστορίες; Επειδή, αν το σκεφτείτε, αυτό είναι πραγματικά ο φόβος Είναι ένα είδος ακούσιας αφήγησης που όλοι ξέρουμε να κάνουμε από τότε που γεννηθήκαμε. Ο φόβος και η αφήγηση αποτελούνται από τα ίδια μέρη. Έχουν την ίδια αρχιτεκτονική. Όπως όλες οι ιστορίες, έτσι και οι φόβοι έχουν χαρακτήρες. Στους φόβους μας οι χαρακτήρες είμαστε εμείς. Οι φόβοι έχουν επίσης πλοκή. Έχουν αρχή, μέση και τέλος. Επιβιβάζεσαι στο αεροπλάνο. Απογειώνεται. Παθαίνει βλάβη η μηχανή. Οι φόβοι μας επίσης τείνουν να έχουν αναπαραστάσεις που μπορεί να είναι τόσο ζωντανές όσο αυτές στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Φανταστείτε έναν κανίβαλο, ανθρώπινα δόντια να βυθίζονται σε ανθρώπινη σάρκα, η ανθρώπινη σάρκα να ψήνεται στη φωτιά. Επίσης οι φόβοι εμπεριέχουν το αίσθημα της αγωνίας. Εάν τελείωνα την αφήγησή μου σήμερα, θα αναρωτιόσασταν τι συνέβη με τους άντρες του φαλαινοθηρικού «Έσσεξ». Οι φόβοι μας προκαλούν σε εμάς μια παρόμοια μορφή αγωνίας. Όπως σε όλες τις μεγάλες ιστορίες, οι φόβοι επικεντρώνουν την προσοχή μας σε ένα ερώτημα, το ίδιο σημαντικό τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία: Τι γίνεται μετά; Με άλλα λόγια οι φόβοι μας κάνουν να σκεφτούμε το μέλλον. Παρεμπιπτόντως, οι άνθρωποι είναι τα μόνα όντα ικανά να σκέφτονται το μέλλον με αυτόν τον τρόπο, να προβάλλουμε τον εαυτό μας μπροστά στο χρόνο, και αυτό το νοητό ταξίδι στο χρόνο είναι ένα ακόμα κοινό στοιχείο μεταξύ του φόβου και της αφήγησης. Ως συγγραφέας, μπορώ να σας πω πως ένα μεγάλο μέρος της γραπτής μυθοπλασίας προβλέπει πως ένα γεγονός σε μια ιστορία θα επηρεάσει όλα τα υπόλοιπα γεγονότα, και ο φόβος λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Στο φόβο, όπως και στη μυθοπλασία, το ένα γεγονός οδηγεί πάντα σε ένα άλλο. Όταν έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Η εποχή των θαυμάτων», προσπαθούσα για μήνες να καταλάβω τι θα γινόταν εάν ξαφνικά άρχιζε να επιβραδύνεται η περιστροφή της Γης. Τι θα συνέβαινε στην ημέρα; Τι θα πάθαιναν τα σιτηρά; Τι θα συνέβαινε στο μυαλό μας; Τότε συνειδητοποίησα πόσο παρόμοιες ήταν αυτές οι ερωτήσεις που έκανα στον εαυτό μου όταν ήμουν παιδί, φοβισμένη μέσα στη νύχτα. Ανησυχούσα πως εάν χτυπούσε το βράδυ σεισμός τι θα γινόταν το σπίτι μας, η οικογένειά μου. Η απάντηση έπαιρνε πάντα τη μορφή μιας ιστορίας. Επομένως εάν αναλογιστούμε τους φόβους μας όχι απλά ως φόβους, αλλά ως ιστορίες, θα πρέπει να δούμε τον εαυτό μας ως τον συγγραφέα αυτών των ιστοριών. Αλλά πρέπει και να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας ως τους αναγνώστες των φόβων μας και πώς επιλέγουμε να διαβάζουμε τους φόβους μας μπορεί να έχει ένα έντονο αποτέλεσμα στη ζωή μας. Κάποιοι διαβάζουμε τους φόβους μας πιο προσεκτικά σε σχέση με τους άλλους. Διάβασα μια πρόσφατη μελέτη για επιτυχημένους επιχειρηματίες, και ο συγγραφέας ανακάλυψε πως αυτά τα άτομα είχαν μια κοινή συνήθεια που αποκαλούσε «παραγωγική παράνοια», δηλαδή αυτά τα άτομα αντί να αποβάλλουν τους φόβους τους τους διάβαζαν προσεκτικά, τους μελετούσαν και κατόπιν τους ερμήνευαν ως προετοιμασία για δράση. Εάν οι χειρότεροι φόβοι τους γίνονταν πραγματικότητα οι εταιρίες τους ήταν έτοιμες. Κάποιες φορές, όντως οι φόβοι μας γίνονται πραγματικοί. Αυτό είναι που κάνει τον φόβο παράξενο. Κάποιες φορές οι φόβοι μας προβλέπουν το μέλλον. Αλλά δεν γίνεται να είμαστε έτοιμοι για όλους τους φόβους που διαμορφώνει η φαντασία μας. Πώς μπορούμε να ξεχωρίζουμε τους φόβου που αξίζει να ακούμε από τους υπόλοιπους; Πιστεύω πως το τέλος της ιστορίας μας προσφέρει ένα λαμπρό, αν και τραγικό, παράδειγμα. Μετά από πολλή σκέψη τελικά αποφάσισαν. Φοβούμενοι τους κανιβάλους, αποφάσισαν να αποφύγουν τα κοντινά νησιά και να ξεκινήσουν την πιο μακριά και δύσκολη πορεία προς τη Νότια Αμερική. Μετά από δυο μήνες στη θάλασσα, τελειώσε η τροφή όπως ήξεραν πως θα γινόταν και βρίσκονταν ακόμα μακριά από τη στεριά. Όταν τελικά οι τελευταίοι επιζώντες σώθηκαν από διερχόμενα πλοία, λιγότεροι από τους μισούς ήταν ακόμα ζωντανοί και ορισμένοι είχαν αναπτύξει μια δικιά τους μορφή κανιβαλισμού. Ο Χέρμαν Μέλβιλ που βασίστηκε σε αυτήν την ιστορία για το «Μόμπι Ντικ» έγραψε χρόνια αργότερα, από τη στεριά, «Όλα αυτά τα δεινά που υπέστησαν οι άντρες του Έσσεξ, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, εάν αμέσως μετά το ναυάγιο, κατευθύνονταν προς την Ταϊτή». Αλλά, όπως είπε ο Μέλβιλ, «έτρεμαν τους κανιβάλους». Το ερώτημα είναι γιατί τους έτρεμαν περισσότερο από το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να πεινάσουν; Γιατί επηρεάστηκαν από τη μια ιστορία περισσότερο από την άλλη; Αν το δείτε από αυτή την οπτική γωνία, οι ίδιοι να γίνονται ιστορία για ανάγνωση. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ είπε πως ο καλύτερος αναγνώστης συνδυάζει δυο διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, την καλλιτεχνική και την επιστημονική. Ένας καλός αναγνώστης έχει το πάθος του καλλιτέχνη, τη θέληση να απορροφηθεί στην ιστορία, αλλά το ίδιο σημαντικά, ο αναγνώστης θέλει την αυστηρή κρίση ενός επιστήμονα, που επιδρά στη διάθεση και περιπλέκει τις ενστικτώδεις αντιδράσεις του στην ιστορία. Όπως είδαμε, οι άνδρες του Έσσεξ δεν είχαν πρόβλημα με το καλλιτεχνικό μέρος. Σκέφτηκαν διάφορα τρομακτικά σενάρια. Το πρόβλημα ήταν πως άκουσαν τη λάθος ιστορία. Απ' όλες τις ιστορίες που δημιούργησαν οι φόβοι τους, ανταποκρίθηκαν στον πιο τρομακτικό, τον πιο ζωντανό, αυτόν που ήταν πιο εύκολο να αποτυπωθεί στη φαντασία τους: τους κανιβάλους. Αλλά, εάν μπορούσαν να διαβάσουν τους φόβους τους, περισσότερο σαν επιστήμονες, με πιο αντικειμενική κρίση, θα άκουγαν τη λιγότερο βίαιη, αλλά με τις μεγαλύτερες πιθανότητες, ιστορία, αυτήν της πείνας, και θα πήγαιναν στην Ταϊτή, όπως σχολιάζει ο Μέλβιλ. Αν προσπαθούσαμε να διαβάσουμε τους φόβους μας, θα βρισκόμασταν λιγότερο συχνά σε δίλημμα, από τους πιο τρομερούς φόβους μας. Ίσως τότε να ξοδεύαμε λιγότερο χρόνο ανησυχώντας, για τους σχιζοφρενείς δολοφόνους και τις συντριβές αεροπλάνων, και περισσότερο σκεπτόμενοι, πιο διακριτικές, και πιο αργές καταστροφές: τη σιωπηλή απόφραξη των αρτηριών μας, τη σταδιακή αλλαγή του κλίματος. Όπως οι λιγότερο προφανείς ιστορίες στη λογοτεχνία είναι και οι πιο πλούσιες, έτσι και οι πιο περίπλοκοι φόβοι μας μπορεί να είναι αληθινοί. Εάν τους κατανοήσουμε σωστά, αποτελούν ένα καταπληκτικό δώρο της φαντασίας, ένα είδος διορατικότητας, ένας τρόπος να δούμε ποιο μπορεί να είναι το μέλλον, όταν υπάρχει ακόμα χρόνος να επηρεάσουμε το πώς θα εξελιχθεί. Όταν ερμηνευτούν σωστά, οι φόβοι μας προσφέρουν κάτι τόσο πολύτιμο, όσο τα αγαπημένα έργα της λογοτεχνίας: λίγη σοφία, λίγη διορατικότητα, και μια ερμηνεία του πιο ακαθόριστου πράγματος: της αλήθειας. Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)
Well let's return to the year 1819 for a moment, to the situation facing the crew of the whaleship Essex. Let's take a look at the fears that their imaginations were generating as they drifted in the middle of the Pacific. Twenty-four hours had now passed since the capsizing of the ship. The time had come for the men to make a plan, but they had very few options. In his fascinating account of the disaster, Nathaniel Philbrick wrote that these men were just about as far from land as it was possible to be anywhere on Earth. The men knew that the nearest islands they could reach were the Marquesas Islands, 1,200 miles away. But they'd heard some frightening rumors. They'd been told that these islands, and several others nearby, were populated by cannibals. So the men pictured coming ashore only to be murdered and eaten for dinner. Another possible destination was Hawaii, but given the season, the captain was afraid they'd be struck by severe storms. Now the last option was the longest, and the most difficult: to sail 1,500 miles due south in hopes of reaching a certain band of winds that could eventually push them toward the coast of South America. But they knew that the sheer length of this journey would stretch their supplies of food and water. To be eaten by cannibals, to be battered by storms, to starve to death before reaching land. These were the fears that danced in the imaginations of these poor men, and as it turned out, the fear they chose to listen to would govern whether they lived or died. Now we might just as easily call these fears by a different name. What if instead of calling them fears, we called them stories? Because that's really what fear is, if you think about it. It's a kind of unintentional storytelling that we are all born knowing how to do. And fears and storytelling have the same components. They have the same architecture. Like all stories, fears have characters. In our fears, the characters are us. Fears also have plots. They have beginnings and middles and ends. You board the plane. The plane takes off. The engine fails. Our fears also tend to contain imagery that can be every bit as vivid as what you might find in the pages of a novel. Picture a cannibal, human teeth sinking into human skin, human flesh roasting over a fire. Fears also have suspense. If I've done my job as a storyteller today, you should be wondering what happened to the men of the whaleship Essex. Our fears provoke in us a very similar form of suspense. Just like all great stories, our fears focus our attention on a question that is as important in life as it is in literature: What will happen next? In other words, our fears make us think about the future. And humans, by the way, are the only creatures capable of thinking about the future in this way, of projecting ourselves forward in time, and this mental time travel is just one more thing that fears have in common with storytelling. As a writer, I can tell you that a big part of writing fiction is learning to predict how one event in a story will affect all the other events, and fear works in that same way. In fear, just like in fiction, one thing always leads to another. When I was writing my first novel, "The Age Of Miracles," I spent months trying to figure out what would happen if the rotation of the Earth suddenly began to slow down. What would happen to our days? What would happen to our crops? What would happen to our minds? And then it was only later that I realized how very similar these questions were to the ones I used to ask myself as a child frightened in the night. If an earthquake strikes tonight, I used to worry, what will happen to our house? What will happen to my family? And the answer to those questions always took the form of a story. So if we think of our fears as more than just fears but as stories, we should think of ourselves as the authors of those stories. But just as importantly, we need to think of ourselves as the readers of our fears, and how we choose to read our fears can have a profound effect on our lives. Now, some of us naturally read our fears more closely than others. I read about a study recently of successful entrepreneurs, and the author found that these people shared a habit that he called "productive paranoia," which meant that these people, instead of dismissing their fears, these people read them closely, they studied them, and then they translated that fear into preparation and action. So that way, if their worst fears came true, their businesses were ready. And sometimes, of course, our worst fears do come true. That's one of the things that is so extraordinary about fear. Once in a while, our fears can predict the future. But we can't possibly prepare for all of the fears that our imaginations concoct. So how can we tell the difference between the fears worth listening to and all the others? I think the end of the story of the whaleship Essex offers an illuminating, if tragic, example. After much deliberation, the men finally made a decision. Terrified of cannibals, they decided to forgo the closest islands and instead embarked on the longer and much more difficult route to South America. After more than two months at sea, the men ran out of food as they knew they might, and they were still quite far from land. When the last of the survivors were finally picked up by two passing ships, less than half of the men were left alive, and some of them had resorted to their own form of cannibalism. Herman Melville, who used this story as research for "Moby Dick," wrote years later, and from dry land, quote, "All the sufferings of these miserable men of the Essex might in all human probability have been avoided had they, immediately after leaving the wreck, steered straight for Tahiti. But," as Melville put it, "they dreaded cannibals." So the question is, why did these men dread cannibals so much more than the extreme likelihood of starvation? Why were they swayed by one story so much more than the other? Looked at from this angle, theirs becomes a story about reading. The novelist Vladimir Nabokov said that the best reader has a combination of two very different temperaments, the artistic and the scientific. A good reader has an artist's passion, a willingness to get caught up in the story, but just as importantly, the readers also needs the coolness of judgment of a scientist, which acts to temper and complicate the reader's intuitive reactions to the story. As we've seen, the men of the Essex had no trouble with the artistic part. They dreamed up a variety of horrifying scenarios. The problem was that they listened to the wrong story. Of all the narratives their fears wrote, they responded only to the most lurid, the most vivid, the one that was easiest for their imaginations to picture: cannibals. But perhaps if they'd been able to read their fears more like a scientist, with more coolness of judgment, they would have listened instead to the less violent but the more likely tale, the story of starvation, and headed for Tahiti, just as Melville's sad commentary suggests. And maybe if we all tried to read our fears, we too would be less often swayed by the most salacious among them. Maybe then we'd spend less time worrying about serial killers and plane crashes, and more time concerned with the subtler and slower disasters we face: the silent buildup of plaque in our arteries, the gradual changes in our climate. Just as the most nuanced stories in literature are often the richest, so too might our subtlest fears be the truest. Read in the right way, our fears are an amazing gift of the imagination, a kind of everyday clairvoyance, a way of glimpsing what might be the future when there's still time to influence how that future will play out. Properly read, our fears can offer us something as precious as our favorite works of literature: a little wisdom, a bit of insight and a version of that most elusive thing -- the truth. Thank you. (Applause)