Πριν από ένα χρόνο, νοίκιασα ένα αυτοκίνητο στην Ιερουσαλήμ προκειμένου να αναζητήσω έναν άνδρα τον οποίο δεν είχα γνωρίσει ποτέ αλλά μου είχε αλλάξει τη ζωή. Δεν είχα το τηλέφωνο του για να τον ενημερώσω πως έρχομαι. Δε γνώριζα την ακριβή του διεύθυνση, αλλά ήξερα το όνομά του, Άμπεντ, ήξερα πως ζούσε σε μία πόλη 15.000 κατοίκων, στην Κφαρ Κάρα, και ήξερα πως πριν από 21 χρόνια, έξω από την ιερή αυτή πόλη μου προκάλεσε κάταγμα στον αυχένα. Έτσι λοιπόν, ένα συννεφιασμένο πρωινό του Ιανουαρίου, κατευθύνθηκα βόρεια με μία ασημί Σεβρολέ για να βρω έναν άνδρα, αλλά και την εσωτερική μου ηρεμία.
One year ago, I rented a car in Jerusalem to go find a man I never met but who had changed my life. I didn't have a phone number to call to say I was coming. I didn't have an exact address, but I knew his name, Abed, I knew that he lived in a town of 15,000, Kafr Qara, and I knew that, 21 years before, just outside this holy city, he broke my neck. And so, on an overcast morning in January, I headed north off in a silver Chevy, to find a man and some peace.
Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και βγήκα από την Ιερουσαλήμ. Έπειτα έστριψα στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου το μπλε του φορτηγό, γεμάτο με τέσσερις τόνους πλακάκια δαπέδου, είχε κατευθυνθεί με μεγάλη ταχύτητα προς την πίσω αριστερή γωνία του μικρού λεωφορείου στο οποίο επέβαινα. Ήμουν 19 ετών. Είχα ψηλώσει 12,5 εκατοστά και είχα κάνει περί τα 20.000 push ups μέσα σε οκτώ μήνες και τη βραδιά πριν το τροχαίο, απολάμβανα το νέο σώμα μου, έπαιζα μπάσκετ με φίλους μέχρι τα ξημερώματα μιας ημέρας του Μαίου. Χτυπούσα τη μπάλα με το μεγάλο δεξί μου χέρι και όταν το χέρι μου έφτανε το καλάθι, αισθανόμουν αήττητος. Είχα πάρει το λεωφορείο για να πάω να πάρω την πίτσα που είχα κερδίσει στο γήπεδο.
The road dropped, and I exited Jerusalem. I then rounded the very bend where his blue truck, heavy with four tons of floor tiles, had borne down with great speed onto the back left corner of the minibus where I sat. I was then 19 years old. I'd grown five inches and done some 20,000 pushups in eight months, and the night before the crash, I delighted in my new body, playing basketball with friends into the wee hours of a May morning. I palmed the ball in my large right hand, and when that hand reached the rim, I felt invincible. I was off in the bus to get the pizza I'd won on the court.
Δεν είδα τον Άμπεντ να πλησιάζει. Από τη θέση μου, ατένιζα μία πέτρινη πόλη πάνω σ' ένα λόφο, να λάμπει στον ήλιο του μεσημεριού, όταν από πίσω ακούστηκε ένας έντονος θόρυβος, δυνατός και βίαιος σαν έκρηξη βόμβας. Το κεφάλι μου τραβήχτηκε προς τα πίσω πάνω από το κόκκινο κάθισμά μου. Το τύμπανό μου έσπασε. Τα παπούτσια μου πετάχτηκαν από τα πόδια μου. Κι εγώ πετάχτηκα, το κεφάλι μου στηριζόταν σε σπασμένα κόκκαλα και όταν προσγειώθηκα ήμουν τετραπληγικός. Τους επόμενους μήνες, έμαθα να αναπνέω χωρίς βοήθεια, έπειτα έμαθα να κάθομαι, να στέκομαι και να περπατώ, αλλά το σώμα μου ήταν χωρισμένο κάθετα. Ήμουν ημιπληγικός, και στο σπίτι μου στη Νέα Υόρκη, χρησιμοποιούσα αναπηρικό καρότσι για τέσσερα χρόνια, καθόλη τη διάρκεια των σπουδών μου.
I didn't see Abed coming. From my seat, I was looking up at a stone town on a hilltop, bright in the noontime sun, when from behind there was a great bang, as loud and violent as a bomb. My head snapped back over my red seat, my eardrum blew, my shoes flew off. I flew too, my head bobbing on broken bones, and when I landed, I was a quadriplegic. Over the coming months, I learned to breathe on my own, then to sit and to stand and to walk. But my body was now divided vertically. I was a hemiplegic, and back home in New York, I used a wheelchair for four years, all through college.
Οι σπουδές ολοκληρώθηκαν και επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ για ένα χρόνο. Εκεί σηκώθηκα για τα καλά από το καρότσι, έγειρα πάνω στο μπαστούνι μου και έριξα μια ματιά στο παρελθόν, βρήκα όλους τους συνεπιβάτες μου στο λεωφορείο, αλλά και φωτογραφίες από το δυστύχημα, και όταν είδα αυτή τη φωτογραφία, δεν είδα ένα αιμόφυρτο και ακίνητο σώμα. Είδα τον υγιή όγκο ενός αριστερού δελτοειδή, και θρήνησα την απώλειά του, θρήνησα όλα όσα δεν είχα ακόμη κάνει, και τα οποία θα ήταν αδύνατον πια να κάνω.
College ended and I returned to Jerusalem for a year. There, I rose from my chair for good, I leaned on my cane, and I looked back, finding all, from my fellow passengers in the bus to photographs of the crash. And when I saw this photograph -- I didn't see a bloody and unmoving body. I saw the healthy bulk of a left deltoid, and I mourned that it was lost, mourned all I had not yet done, but was now impossible.
Τότε διάβασα την κατάθεση του Άμπεντ το πρωινό της επομένης του δυστυχήματος, ότι κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ στη δεξιά λωρίδα του δρόμου. Διαβάζοντας τα λόγια του, μου ήρθαν δάκρυα οργής. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα οργή προς αυτόν τον άνδρα, ως απόρροια σκέψεων που πίστευα πως μπορούν να μετουσιωθούν σε πράξεις. Σε αυτό το κομμάτι χαρτί, το δυστύχημα δεν είχε συμβεί ακόμη. O Άμπεντ μπορούσε ακόμη να στρίψει προς τα αριστερά έτσι ώστε να τον δω να με προσπερνάει από το παράθυρό μου και εγώ να μην πάθω τίποτα. «Πρόσεχε, Άμπεντ, πρόσεχε. Κόψε ταχύτητα.» Ο Άμπεντ όμως δεν έκοψε ταχύτητα, και στο κομμάτι αυτό χαρτί, ο αυχένας μου υπέστη και πάλι κάταγμα και για άλλη μία φορά, δεν μπορούσα να νιώσω θυμό.
It was then I read the testimony that Abed gave the morning after the crash, of driving down the right lane of a highway toward Jerusalem. Reading his words, I welled with anger. It was the first time I'd felt anger toward this man, and it came from magical thinking. On this xeroxed piece of paper, the crash had not yet happened. Abed could still turn his wheel left so that I would see him whoosh by out my window. and I would remain whole. "Be careful, Abed, look out. Slow down." But Abed did not slow, and on that xeroxed piece of paper, my neck again broke, and again, I was left without anger.
Αποφάσισα να βρω τον Άμπεντ, και όταν τον βρήκα, απάντησε στο εβραϊκό μου «γεια» τόσο ατάραχα, που θα πίστευε κανείς πως περίμενε το τηλεφώνημά μου. Ίσως να το περίμενε. Δεν ανέφερα στον Άμπεντ το μητρώο του στην τροχαία -- 27 παραβάσεις μέχρι τα 25 του, η τελευταία, το ό,τι δε χαμήλωσε ταχύτητα εκείνη τη μέρα του Μαίου -- και δεν ανέφερα το δικό μου ιστορικό -- την τετραπληγία και τους καθετήρες, την ανασφάλεια και την απώλεια -- και όταν ο Άμπεντ συνέχισε να μιλά για το πόσο είχε τραυματιστεί στο δυστύχημα, δεν του είπα πως ήξερα από την αναφορά της αστυνομίας πως δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά. Είπα πως ήθελα να συναντηθούμε. Ο Άμπεντ είπε να τον ξανακαλέσω μερικές βδομάδες αργότερα, και όταν το έκανα και ένα ηχογραφημένο μήνυμα με ενημέρωσε πως ο αριθμός εκείνος δεν ίσχυε πια, σταμάτησα να σκέφτομαι τον Άμπεντ και το δυστύχημα.
I decided to find Abed, and when I finally did, he responded to my Hebrew "Hello" which such nonchalance, it seemed he'd been awaiting my phone call. And maybe he had. I didn't mention to Abed his prior driving record -- 27 violations by the age of 25, the last, his not shifting his truck into a low gear on that May day -- and I didn't mention my prior record -- the quadriplegia and the catheters, the insecurity and the loss -- and when Abed went on about how hurt he was in the crash, I didn't say that I knew from the police report that he'd escaped serious injury. I said I wanted to meet. Abed said that I should call back in a few weeks, and when I did and a recording told me that his number was disconnected, I let Abed and the crash go.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Περπατούσα με το μπαστούνι μου και την επιστραγαλίδα και ένα σακίδιο σε ταξίδια σε έξι ηπείρους. Έπαιζα κάθε βδομάδα σε παιχνίδια σόφτμπολ τα οποία είχα ο ίδιος οργανώσει στο Σέντραλ Παρκ, και στη Νέα Υόρκη όπου έμενα, έγινα δημοσιογράφος και συγγραφέας και πληκτρολογούσα εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις μ' ένα δάχτυλο. Ένας φίλος μου επεσήμανε πως όλες οι σημαντικές μου ιστορίες καθρέφτιζαν τη δική μου, κάθε μία εστίαζε στη ζωή ενός ανθρώπου η οποία είχε αλλάξει μέσα σε μία στιγμή, αν όχι λόγω κάποιου δυστυχήματος, τότε λόγω κάποιας κληρονομιάς, ενός χτυπήματος με μπαστούνι, λόγω μιας φωτογραφίας ή μίας σύλληψης. Όλοι μας είχαμε ένα πριν και ένα μετά. Προσπαθούσα απ' ό,τι φαίνεται να συμφιλιωθώ με τη μοίρα μου μέσα από το έργο μου.
Many years passed. I walked with my cane and my ankle brace and a backpack on trips in six continents. I pitched overhand in a weekly softball game that I started in Central Park, and home in New York, I became a journalist and an author, typing hundreds of thousands of words with one finger. A friend pointed out to me that all of my big stories mirrored my own, each centering on a life that had changed in an instant, owing, if not to a crash, then to an inheritance, a swing of the bat, a click of the shutter, an arrest. Each of us had a before and an after. I'd been working through my lot after all.
Ωστόσο, ο Άμπεντ ήταν το τελευταία που σκεπτόμουν, όταν πέρυσι, επέστρεψα στο Ισραήλ για να γράψω για το δυστύχημα, και το βιβλίο το οποίο έγραψα, «Μισή ζωή», είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν συνειδητοποίησα πως ήθελα ακόμη να συναντήσω τον Άμπεντ και κατάλαβα επιτέλους το γιατί: για να ακούσω τον άνθρωπο αυτό να λέει μια λέξη: «Συγγνώμη». Ο κόσμος ζητά συγγνώμη και για πιο απλά πράγματα. Κι έτσι ζήτησα από έναν αστυνομικό να μου επιβεβαιώσει πως ο Άμπεντ έμενε ακόμη κάπου στην ίδια πόλη και κατευθύνθηκα οδικώς προς τα εκεί με ένα κίτρινο τριαντάφυλλο σε γλάστρα στην πίσω θέση, όταν ξαφνικά τα λουλούδια μου φάνηκαν γελοία επιλογή δώρου. Τι να προσφέρεις όμως στον άνθρωπο που σου έσπασε τον αυχένα; (Γέλια) Έφτασα στην πόλη Άμπου Γκος, και αγόρασα ένα κουτί με λουκούμια, φυστίκια με ροδόνερο. Καλύτερα.
Still, Abed was far from my mind, when last year, I returned to Israel to write of the crash, and the book I then wrote, "Half-Life," was nearly complete when I recognized that I still wanted to meet Abed. And finally, I understood why: to hear this man say two words: "I'm sorry." People apologize for less. And so I got a cop to confirm that Abed still lived somewhere in the same town, and I was now driving to it with a potted yellow rose in the back seat, when suddenly flowers seemed a ridiculous offering. But what to get the man who broke your fucking neck? (Laughter) I pulled into the town of Abu Ghosh, and bought a brick of Turkish delight: pistachios glued in rosewater. Better.
Πίσω στον αυτοκινητόδρομο 1, οραματιζόμουν αυτό που με περίμενε. Τον Άμπεντ να με αγκαλιάζει. Τον Άμπεντ να με φτύνει. Τον Άμπεντ να λέει, «Συγγνώμη». Άρχισα τότε να αναρωτιέμαι, όπως το είχα κάνει τόσες φορές στο παρελθόν, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μου αν ο άνθρωπος αυτός δε με είχε τραυματίσει, αν τα γονίδιά μου είχαν βιώσει μία διαφορετική εμπειρία. Ποιος ήμουν; Ήμουν αυτός που ήμουν πριν το τροχαίο, προτού ο δρόμος αυτός να χωρίσει τη ζωή μου στα δύο σαν ανοιχτό βιβλίο; Με καθόριζε αυτό που μου είχε συμβεί; Ήμαστε όλοι το αποτέλεσμα των όσων μας είχαν κάνει, των όσων είχαν κάνει για μας, η απιστία ενός γονέα ή συζύγου, τα χρήματα που κληρονομήσαμε; Ή μήπως είμασταν τα σώματά μας, με τα όσα κληρονομούν και τις ελλείψεις που έχουν; Είχα την αίσθηση πως δεν μπορούσαμε να είμαστε τίποτε περισσότερο από γονίδια και εμπειρίες, πώς όμως να διαχωρίσεις το ένα από το άλλο; Ο Γέιτς έθεσε το ίδιο αυτό καθολικό ερώτημα, «Ω σώμα που λικνίζεσαι με την μουσική, ω λαμπερή ματιά, πώς ξεχωρίζει κανείς το χορευτή από το χορό;» Είχα ήδη οδηγήσει για μία ώρα όταν κοίταξα στον καθρέφτη του οδηγού και είδα το λαμπερό μου βλέμμα. Το φως που είχαν τα μάτια μου όσο είχαν μπλε χρώμα. Τις προδιαθέσεις και τις παρορμήσεις που με ωθούσαν ως βρέφος να προσπαθώ να πέσω από μία βάρκα σε μια λίμνη του Σικάγο, που με ωθούσαν ως έφηβο να πηδήξω στα αφιλόξενα νερά του κόλπου του Κέιπ Κοντ μετά από έναν τυφώνα. Είδα, επίσης, στην αντανάκλασή μου πως, αν ο Άμπεντ δε με είχε τραυματίσει, θα ήμουν τώρα, κατά πάσα πιθανότητα, γιατρός και σύζυγος και πατέρας. Θα με απασχολούσαν λιγότερο ο χρόνος και ο θάνατος και, βεβαίως, δε θα ήμουν ανάπηρος, και δε θα υπέφερα από τα χιλιάδες βέλη που μου εκτόξευσε η μοίρα μου. Το συχνό σφίξιμο των δακτύλων μου, τα θραύσματα στα δόντια μου τα απέκτησα δαγκώνοντας όλα αυτά που δεν ανοίγουν μόνο μ' ένα χέρι. Ο χορευτής και ο χορός ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένοι.
Back on Highway 1, I envisioned what awaited. Abed would hug me. Abed would spit at me. Abed would say, "I'm sorry." I then began to wonder, as I had many times before, how my life would have been different had this man not injured me, had my genes been fed a different helping of experience. Who was I? Was I who I had been before the crash, before this road divided my life like the spine of an open book? Was I what had been done to me? Were all of us the results of things done to us, done for us, the infidelity of a parent or spouse, money inherited? Were we instead our bodies, their inborn endowments and deficits? It seemed that we could be nothing more than genes and experience, but how to tease out the one from the other? As Yeats put that same universal question, "O body swayed to music, o brightening glance, how can we know the dancer from the dance?" I'd been driving for an hour when I looked in my rear view mirror and saw my own brightening glance. The light my eyes had carried for as long as they had been blue. The predispositions and impulses that had propelled me as a toddler to try and slip over a boat into a Chicago lake, that had propelled me as a teen to jump into wild Cape Cod Bay after a hurricane. But I also saw in my reflection that, had Abed not injured me, I would now, in all likelihood, be a doctor and a husband and a father. I would be less mindful of time and of death, and, oh, I would not be disabled, would not suffer the thousand slings and arrows of my fortune. The frequent furl of five fingers, the chips in my teeth come from biting at all the many things a solitary hand cannot open. The dancer and the dance were hopelessly entwined.
Κόντευε 11 όταν βγήκα προς τα δεξιά από τον αυτοκινητόδρομο προς Αφούλα και πέρασα μπροστά από ένα μεγάλο λατομείο και σύντομα ήμουν στην Κφαρ Κάρα. Ένιωσα ταραγμένος. Όμως στο ραδιόφωνο έπαιζαν Σοπέν, επτά υπέροχες μαζούρκες και σταμάτησα σε ένα χώρος στάθμευσης δίπλα σ' ένα βενζινάδικο για να τις ακούσω και να ηρεμήσω.
It was approaching 11 when I exited right toward Afula, and passed a large quarry and was soon in Kafr Qara. I felt a pang of nerves. But Chopin was on the radio, seven beautiful mazurkas, and I pulled into a lot by a gas station to listen and to calm.
Μου έχουν πει πως στις αραβικές πόλεις, αρκεί να αναφέρεις το όνομα κάποιου σ' έναν ντόπιο και θα το αναγνωρίσει. Και ανέφερα τον Άμπεντ και τον εαυτό μου, επισημαίνοντας επίτηδες πως ερχόμουν εν ειρήνη, στους ανθρώπους της πόλης, όταν συνάντησα τον Μοχάμεντ έξω από ένα ταχυδρομείο το μεσημέρι. Με άκουσε.
I'd been told that in an Arab town, one need only mention the name of a local and it will be recognized. And I was mentioning Abed and myself, noting deliberately that I was here in peace, to the people in this town, when I met Mohamed outside a post office at noon. He listened to me.
Ξέρετε, κυρίως όταν μιλούσα με άλλους ανθρώπους αναρωτιόμουν που τελείωνα εγώ και που ξεκινούσε η αναπηρία μου, καθώς πολύ άνθρωποι μου έλεγαν πράγματα που δεν έλεγαν σε άλλους. Πολλοί έκλαιγαν. Και μία μέρα, όταν μία γυναίκα που συνάντησα στο δρόμο έκανε το ίδιο και αργότερα τη ρώτησα γιατί, μου είπε, απ' όσο μπορούσε να καταλάβει, τα δάκρυά της είχαν να κάνουν με το γεγονός πως ήμουν ευτυχισμένος και γερός, αλλά ταυτόχρονα και ευάλωτος. Άκουσα τα λόγια της. Υποθέτω πως ήταν αληθινά. Ήμουν ο εαυτός μου, αλλά πλέον ήμουν ο εαυτός μου παρότι κουτσαίνω, και αυτό, υποθέτω, ήταν που με προσδιόριζε πλέον.
You know, it was most often when speaking to people that I wondered where I ended and my disability began. For many people told me what they told no one else. Many cried. And one day, after a woman I met on the street did the same and I later asked her why, she told me that, best she could tell, her tears had had something to do with my being happy and strong, but vulnerable too. I listened to her words, I suppose they were true. I was me, but I was now me despite a limp, and that, I suppose, was what now made me, me.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μοχάμεντ μου είπε κάτι το οποίο ίσως να μην έλεγε σε κανέναν άλλο άγνωστο. Με οδήγησε σε ένα σπίτι βαμμένο με στόκο στο χρώμα της κρέμας και μετά έφυγε με το αυτοκίνητο. Και καθώς συλλογιζόμουν τι να πω, με προσέγγισε μία γυναίκα η οποία φορούσε μαύρη εσάρπα και μαύρα ρούχα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητό μου και είπα «Σαλόμ,» είπα ποιος ήμουν, και εκείνη μου είπε πως ο σύζυγός της, ο Άμπεντ θα επέστρεφε σπίτι από τη δουλειά σε τέσσερις ώρες. Τα εβραϊκά της δεν ήταν πολύ καλά και αργότερα μου εξομολογήθηκε πως νόμιζε πως είχα έρθει να εγκαταστήσω τη σύνδεση για το ίντερνετ. (Γέλια)
Anyway, Mohamed told me what perhaps he would not have told another stranger. He led me to a house of cream stucco, then drove off. And as I sat contemplating what to say, a woman approached in a black shawl and black robe. I stepped from my car and said "Shalom," and identified myself, and she told me that her husband Abed would be home from work in four hours. Her Hebrew was not good, and she later confessed that she thought that I had come to install the internet. (Laughter)
Έφυγα με το αυτοκίνητο και επέστρεψα στις 16:30, ευγνώμων για το μιναρέ στο βάθος του δρόμου που με βοήθησε να ξαναβρώ το σημείο. Καθώς πλησίαζα την μπροστινή πόρτα, ο Άμπεντ με είδε, με το τζιν, την μπλούζα μου και το μπαστούνι, και εγώ είδα τον Άμπεντ, έναν συνηθισμένο άνδρα μετρίου αναστήματος. Φορούσε ρούχα σε μαύρο και άσπρο: παπούτσια πάνω από κάλτσες, μία φθαρμένη φόρμα, ένα εμπριμέ πουλόβερ, ένα ριγέ σκουφί τραβηγμένο μέχρι το μέτωπο. Με περίμενε. Ο Μοχάμεντ είχε τηλεφωνήσει. Κι έτσι αμέσως, σφίξαμε τα χέρια και χαμογελάσαμε και του έδωσα το δώρο μου, και εκείνος με καλωσόρισε στο σπίτι του και καθίσαμε δίπλα-δίπλα σ' έναν υφασμάτινο καναπέ.
I drove off and returned at 4:30, thankful to the minaret up the road that helped me find my way back. And as I approached the front door, Abed saw me, my jeans and flannel and cane, and I saw Abed, an average-looking man of average size. He wore black and white, slippers over socks, pilling sweatpants, a piebald sweater, a striped ski cap pulled down to his forehead. He'd been expecting me, Mohamed had phoned. And so at once, we shook hands, and smiled, and I gave him my gift, and he told me I was a guest in his home, and we sat beside one another on a fabric couch.
Και τότε ο Άμπεντ συνέχισε αμέσως την αξιοθρήνητη ιστορία, την οποία ξεκίνησε στο τηλέφωνο πριν από 16 χρόνια. Είχε κάνει μόλις επέμβαση στα μάτια του, είπε. Είχε κι εκείνος προβλήματα με τα πλευρά του και τα πόδια του, και, α ναι, είχε χάσει τα δόντια του στο ατύχημα. Με ρώτησε αν ήθελα να τον δω να βγάζει τη μασέλα. Ο Άμπεντ μετά σηκώθηκε και άναψε την τηλεόραση για να μην είμαι μόνος μου όταν θα έβγαινε από το δωμάτιο, και επέστρεψε με φωτογραφίες πόλαροϊντ από το δυστύχημα και την παλιά του άδεια οδήγησης.
It was then that Abed resumed at once the tale of woe he had begun over the phone 16 years before. He'd just had surgery on his eyes, he said. He had problems with his side and his legs too, and, oh, he'd lost his teeth in the crash. Did I wish to see him remove them? Abed then rose and turned on the TV so that I wouldn't be alone when he left the room, and returned with Polaroids of the crash and his old driver's license.
«Ήμουν όμορφος», είπε.
"I was handsome," he said.
Στρέψαμε το βλέμμα μας στην μεταλλική κούπα του. Ο Άμπεντ ήταν μέτριας εμφάνισης, με πυκνά μαύρα μαλλιά, γεμάτο πρόσωπο και μακρύ λαιμό. Αυτός ήταν ο νεαρός, ο οποίος στις 16 Μαίου 1990 είχε σπάσει δύο αυχένες, συμπεριλαμβανομένου του δικού μου, είχε τραυματίσει έναν εγκέφαλο και αφαιρέσει μία ζωή. 21 χρόνια μετά, ήταν πλέον πιο αδύνατος από τη γυναίκα του, το δέρμα του προσώπου του χαλαρό, και κοιτάζοντας τον Άμπεντ να κοιτάζει τον νεαρό εαυτό του θυμήθηκα που κοιτούσα τη δική μου φωτογραφία του νεαρού εαυτού μου μετά το δυστύχημα και αναγνώρισα τη λαχτάρα που ένιωσε.
We looked down at his laminated mug. Abed had been less handsome than substantial, with thick black hair and a full face and a wide neck. It was this youth who on May 16, 1990, had broken two necks including mine, and bruised one brain and taken one life. Twenty-one years later, he was now thinner than his wife, his skin slack on his face, and looking at Abed looking at his young self, I remembered looking at that photograph of my young self after the crash, and recognized his longing.
«Το ατύχημα άλλαξε τη ζωή και των δύο μας», είπα.
"The crash changed both of our lives," I said.
Ο Άμπεντ έπειτα μου έδειξε μία φωτογραφία του κατεστραμμένου του φορτηγού, και είπε πως για το ατύχημα έφταιγε ο οδηγός ενός λεωφορείου στην αριστερή λωρίδα, ο οποίος δεν τον άφηνε να περάσει. Δεν ήθελα να κάνω ανασκόπηση του δυστυχήματος με τον Άμπεντ. Ήλπιζα για κάτι πιο απλό: να φάμε λουκούμια με δύο κουβέντες και μετά να αναχωρήσω. Και γι' αυτό δεν επεσήμανα πως στην κατάθεσή του το πρωινό μετά το δυστύχημα, ο Άμπεντ δεν ανέφερε καν τον οδηγό του λεωφορείου. Αλλά όχι, δεν είπα τίποτα. Δεν είπα τίποτα επειδή δεν είχα έρθει για να ακούσω κάποια αλήθεια. Είχα έρθει για μεταμέλειεα. Κι έτσι άρχισα να αναζητώ τη μεταμέλεια και πέταξα την αλήθεια απ' το παράθυρο.
Abed then showed me a picture of his mashed truck, and said that the crash was the fault of a bus driver in the left lane who did not let him pass. I did not want to recap the crash with Abed. I'd hoped for something simpler: to exchange a Turkish dessert for two words and be on my way. And so I didn't point out that in his own testimony the morning after the crash, Abed did not even mention the bus driver. No, I was quiet. I was quiet because I had not come for truth. I had come for remorse. And so I now went looking for remorse and threw truth under the bus.
«Καταλαβαίνω». είπα, «πως δε έφταιγες εσύ για το δυστύχημα, αλλά δεν αισθάνεσαι λύπη για τους ανθρώπους που υπέφεραν;»
"I understand," I said, "that the crash was not your fault, but does it make you sad that others suffered?"
Ο Άμπεντ είπε δύο λέξεις. «Ναι, υπέφερα.»
Abed spoke three quick words. "Yes, I suffered."
Έπειτα ο Άμπεντ μου είπε για ποιο λόγο υπέφερε. Είχε ζήσει μία άσωτη ζωή πριν από το ατύχημα, και επομένως ο Θεός είχε διατάξει το ατύχημα, ενώ τώρα, είπε, ήταν θρησκευόμενος και ο Θεός ευχαριστημένος.
Abed then told me why he'd suffered. He'd lived an unholy life before the crash, and so God had ordained the crash, but now, he said, he was religious, and God was pleased.
Και τότε ο Θεός έκανε την παρέμβασή του: μία είδηση στην τηλεόραση για ένα τροχαίο που ώρες πριν είχε παρασύρει στο θάνατο τρεις ανθρώπους στα βόρεια της χώρας. Κοιτάξαμε τα συντρίμμια.
It was then that God intervened: news on the TV of a car wreck that hours before had killed three people up north. We looked up at the wreckage.
«Περίεργο,» είπα.
"Strange," I said.
«Περίεργο,» συμφώνησε.
"Strange," he agreed.
Έκανα τη σκέψη πως εκεί, στην οδό 804, υπήρχαν υπαίτιοι και θύματα, δυάδες τις οποίες ένωνε ένα δυστύχημα. Κάποιοι, όπως και ο Άμπεντ, θα ξεχάσουν την ημερομηνία. Κάποιοι, όπως κι εγώ, θα τη θυμούνται. Το ρεπορτάζ ολοκληρώθηκε και ο Άμπεντ μίλησε.
I had the thought that there, on Route 804, there were perpetrators and victims, dyads bound by a crash. Some, as had Abed, would forget the date. Some, as had I, would remember. The report finished and Abed spoke.
«Είναι κρίμα,» είπε, «που η αστυνομία σε αυτήν τη χώρα δεν είναι πιο αυστηρή με τους κακούς οδηγούς.»
"It is a pity," he said, "that the police in this country are not tough enough on bad drivers."
Έμεινα εμβρόντητος.
(Laughter)
Ο Άμπεντ είχε πει κάτι αξιοσημείωτο. Ανέβαζε αυτό άραγε το βαθμό απαλλαγής του από την ευθύνη για το ατύχημα; Ήταν δείγμα ενοχής, ένας ισχυρισμός πως θα έπρεπε να τον έχουν βάλει στη φυλακή για περισσότερο καιρό; Είχε εκτίσει εξάμηνη ποινή στη φυλακή και είχε χάσει την άδειά του για το φορτηγό για μία δεκαετία. Αποφάσισα να μην είμαι διακριτικός.
I was baffled. Abed had said something remarkable. Did it point up the degree to which he'd absolved himself of the crash? Was it evidence of guilt, an assertion that he should have been put away longer? He'd served six months in prison, lost his truck license for a decade.
«Άμπεντ,» είπα, «Nόμιζα πως είχαν υπάρξει κάποια θεματάκια με την οδήγηση και πριν το ατύχημα.»
I forgot my discretion. "Um, Abed," I said, "I thought you had a few driving issues before the crash."
«Ναι», είπε, «μία φορά πήγα με 60 σε δρόμο με όριο τα 40.» 27 παραβιάσεις -- παραβίαση κόκκινου σηματοδότη, υπερβολική ταχύτητα, παραβίαση λωρίδας, και τέλος, το γεγονός ότι πατούσε και φρένο και γκάζι κατηφορίζοντας το λόφο -- όλα αυτά ήταν μόνο μία παράβαση.
"Well," he said, "I once went 60 in a 40." And so 27 violations -- driving through a red light, driving at excessive speed, driving on the wrong side of a barrier, and finally, riding his brakes down that hill -- reduced to one.
Και τότε κατάλαβα πως όσο ωμή κι αν είναι η πραγματικότητα, ο κάθε άνθρωπος την προσαρμόζει με τον πιο εύπεπτο τρόπο. Ο τράγος γίνεται ήρωας. Ο φταίχτης μετατρέπεται σε θύμα. Τότε κατανόησα πως ο Άμπεντ δε θα ζητούσε ποτέ συγγνώμη.
And it was then I understood that no matter how stark the reality, the human being fits it into a narrative that is palatable. The goat becomes the hero. The perpetrator becomes the victim. It was then I understood that Abed would never apologize.
Ο Άμπεντ κι εγώ καθίσαμε με τον καφέ μας. Περάσαμε 90 λεπτά μαζί, και πλέον τον γνώριζα. Δεν ήταν ιδιαίτερα κακός άνθρωπος ούτε ιδιαίτερα καλός. Ήταν ένας περιορισμένος άνθρωπος που είχε βρει τον τρόπο να είναι ευγενικός απέναντί μου. Όπως επιτάσσει και η εβραϊκή παράδοση, μου ευχήθηκε να κλείσω τα 120 χρόνια. Ωστόσο, ήταν δύσκολο για μένα να καταλάβω κάποιον ο οποίος είχε νύψει τας χείρας του σε τέτοιο βαθμό ως προς τις επικίνδυνες πράξεις του, κάποιον, ο οποίος δεν εξέταζε καθόλου τη ζωή του, σε σημείο να πει πως νόμιζε πως δύο άνθρωποι είχαν πεθάνει στο δυστύχημα.
Abed and I sat with our coffee. We'd spent 90 minutes together, and he was now known to me. He was not a particularly bad man or a particularly good man. He was a limited man who'd found it within himself to be kind to me. With a nod to Jewish custom, he told me that I should live to be 120 years old. But it was hard for me to relate to one who had so completely washed his hands of his own calamitous doing, to one whose life was so unexamined that he said he thought two people had died in the crash.
Ήθελα να πω τόσα πολλά στον Άμπεντ. Ήθελα να του πω πως το να αναγνωρίσει την αναπηρία μου δεν ήταν κάτι κακό, καθότι δεν κάνουν καλά όσοι εκφράζουν θαυμασμό για ανθρώπους σαν κι εμένα που χαμογελούν ενώ κουτσαίνουν. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πως έχουν περάσει χειρότερα, πως τα θέματα της καρδιάς τους χτυπούν με μεγαλύτερη δύναμη από ένα φορτηγό, πως τα προβλήματα του μυαλού είναι ακόμη μεγαλύτερα, πιο επιβλαβή, από εκατοντάδες σπασμένους αυχένες. Ήθελα να του πω πως αυτό που προσδιορίζει τους περισσότερους από εμάς πάνω απ' όλα δεν είναι το μυαλό μας, ούτε το σώμα μας ούτε τα όσα μας συμβαίνουν, αλλά πώς αντιδρούμε στα όσα μας συμβαίνουν. «Αυτή,» έγραψε ο ψυχίατρος Βίκτος Φρανκλ, «είναι και η τελευταία ανθρώπινη ελευθερία: η επιλογή της συμπεριφοράς μας κάτω από οποιεσδήποτες συνθήκες.» Ήθελα να του πω πως δεν είναι μόνο αυτός που προκαλεί την παράλυση κι αυτός που την υφίσταται που πρέπει να εξελιχθούν, να συμφιλιωθούν με την πραγματικότητα, αλλά πως όλοι μας πρέπει -- όσοι γερνάμε, όσοι είμαστε ανήσυχοι, χωρισμένοι και σιγά-σιγά φαλακροί και χρεωκοπημένοι και όλοι μας γενικότερα. Ήθελα να του πω πως δε χρειάζεται κάποιος να πει πως κάτι κακό είναι καλό, πως ένα δυστύχημα το προκαλεί ο Θεός, επομένως είναι κάτι καλό, πως ένας σπασμένος λαιμός είναι κάτι καλό. Μπορεί κανείς να πει πως κάτι κακό είναι φρικτό, αλλά πως παρόλα αυτά ο φυσικός αυτός κόσμος έχει και πολλά όμορφα πράγματα. Ήθελα να του πως πως, τελικά, η εντολή μας είναι ξεκάθαρη: Πρέπει να ξεπερνάμε την κακή μας τύχη. Πρέπει να είμαστε καλά και να απολαμβάνουμε το καλό, τις σπουδές, την εργασία, την περιπέτεια και τη φιλία -- βέβαια, τη φιλία -- τους γύρω μας και την αγάπη.
There was much I wished to say to Abed. I wished to tell him that, were he to acknowledge my disability, it would be OK, for people are wrong to marvel at those like me who smile as we limp. People don't know that they have lived through worse, that problems of the heart hit with a force greater than a runaway truck, that problems of the mind are greater still, more injurious than a hundred broken necks. I wished to tell him that what makes most of us who we are most of all is not our minds and not our bodies and not what happens to us, but how we respond to what happens to us. "This," wrote the psychiatrist Viktor Frankl, "is the last of the human freedoms: to choose one's attitude in any given set of circumstances." I wished to tell him that not only paralyzers and paralyzees must evolve, reconcile to reality, but we all must -- the aging and the anxious and the divorced and the balding and the bankrupt and everyone. I wished to tell him that one does not have to say that a bad thing is good, that a crash is from God and so a crash is good, a broken neck is good. One can say that a bad thing sucks, but that this natural world still has many glories. I wished to tell him that, in the end, our mandate is clear. We have to rise above bad fortune. We have to be in the good and enjoy the good -- study and work and adventure and friendship, oh, friendship, and community and love.
Πάνω απ' όλα, όμως, ήθελα να του πω αυτό που έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ, πως «για να ευχαριστηθείς την ανθρώπινη ζεστασιά, κάποια κομμάτια σου θα πρέπει να είναι ψυχρά καθότι τίποτα δεν έχει την ποιότητα που έχει σ' αυτόν τον κόσμο χωρίς την ύπαρξη του αντιθέτου του.» Ναι, το αντίθετο. Και αν συνειδητοποιείς τι δεν έχεις, τότε ίσως πραγματικά συνειδητοποιήσεις τι έχεις, και αν οι θεοί είναι καλοί μαζί σου, θα απολαύσεις πραγματικά αυτά που έχεις. Αυτό είναι το ένα εξαιρετικό δώρο το οποίο θα λάβεις εάν έχεις υπαρξιακές ανησυχίες. Ο θάνατος για παράδειγμα. Επομένως, θα ξυπνάς κάθε πρωί γεμάτος ενέργεια για τη ζωή. Ένα κομμάτι σου είναι ψυχρό, και γι' αυτό ένα άλλο απολαμβάνει πραγματικά τη ζεστασιά ή και το κρύο. Όταν ένα πρωί, χρόνια μετά το ατύχημα, πάτησα μια πέτρα και η πατούσα του αριστερού μου ποδιού αισθάνθηκε την κρύα επιφάνεια, τα νεύρα επιτέλους αφυπνισμένα, ήταν αναζωογονητικό, σαν το χιόνι.
But most of all, I wished to tell him what Herman Melville wrote, that truly "to enjoy bodily warmth, some small part of you must be cold, for there is no quality in this world that is not what it is merely by contrast." Yes, contrast. If you are mindful of what you do not have, you may be truly mindful of what you do have. And if the gods are kind, you may truly enjoy what you have. That is the one singular gift you may receive if you suffer in any existential way. You know death, and so may wake each morning pulsing with ruddy life. Some part of you is cold, and so another part may truly enjoy what it is to be warm, or even to be cold. When one morning, years after the crash, I stepped onto stone and the underside of my left foot felt the flash of cold, nerves at last awake, it was exhilarating, a gust of snow.
Αλλά αυτά δεν τα είπα στον Άμπεντ. Του είπα μόνο πως είχε σκοτώσει έναν άνδρα, όχι δύο. Του είπα το όνομα αυτού του άνδρα. Και μετά είπα, «Αντίο».
But I didn't say these things to Abed. I told him only that he had killed one man, not two. I told him the name of that man. And then I said, "Goodbye."
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα) Σας ευχαριστώ πολύ. (Χειροκρότημα)
(Applause) Thanks a lot. (Applause and cheers)