«Από την άκρη κάθε κλαδιού, σαν ένα χοντρό μοβ σύκο, ένα υπέροχο μέλλον μου έκανε νόημα και μου έγνεψε... αλλά επιλέγοντας το ένα θα έχανα όλα τα υπόλοιπα και ενώ καθόμουν εκεί αναποφάσιστη, τα σύκα άρχισαν να μαραίνονται και να σαπίζουν και ένα-ένα έπεφταν στο έδαφος κοντά μου». Σε αυτό το απόσπασμα από τον «Γυάλινο Κώδωνα» της Σύλβια Πλαθ, μια νεαρή γυναίκα φαντάζεται ένα αβέβαιο μέλλον και αναφέρεται στον καθολικό φόβο της αδράνειάς της μπροστά στο ενδεχόμενο της λανθασμένης επιλογής.
“From the tip of every branch, like a fat purple fig, a wonderful future beckoned and winked… but choosing one meant losing all the rest, and, as I sat there, unable to decide, the figs began to wrinkle and go black, and, one by one, they plopped to the ground at my feet.” In this passage from Sylvia Plath’s "The Bell Jar," a young woman imagines an uncertain future– and speaks to the universal fear of becoming paralyzed
Παρόλο που η Πλαθ σκέφτηκε διάφορες σταδιοδρομίες,
by the prospect of making the wrong choice.
τελικά επέλεξε την καλλιτεχνία. Είχε ιδιαίτερο ταλέντο στην ποίηση. Με την οξυδερκή ματιά της, συνηθισμένα αντικείμενα μετατρέπονταν σε μοναδικές εικόνες: ένα «νέο άγαλμα σε ένα ψυχρό μουσείο», μια σκιά σε έναν καθρέφτη, μια παχιά πλάκα σαπουνιού. Τρομερά ευφυής, διεισδυτική και πνευματώδης, η Πλαθ είχε διαγνωστεί με κλινική κατάθλιψη. Χρησιμοποίησε την ποίηση για να εξερευνήσει τις διάφορες σκέψεις της με τον πιο προσωπικό τρόπο και η μαγευτική προοπτική της στο συναίσθημα, στη φύση και στην τέχνη συνεχίζει να γοητεύει και να συγκλονίζει.
Although she considered other careers, Plath chose the artist’s way. Poetry was her calling. Under her shrewd eye and pen, everyday objects became haunting images: a “new statue in a drafty museum,” a shadow in a mirror, a slab of soap. Fiercely intelligent, penetrating and witty, Plath was also diagnosed with clinical depression. She used poetry to explore her own states of mind in the most intimate terms, and her breathtaking perspectives on emotion, nature and art continue to captivate and resonate.
Στην πρώτη της ποιητική συλλογή, τον «Κολοσσό», έγραψε για το αίσθημα του κενού και της ανυπαρξίας: «λευκό: μια επιδερμίδα του μυαλού». Ταυτόχρονα, βρήκε παρηγοριά στη φύση, από μια «μπλε ομίχλη» «που τραβάει την λίμνη» ως τα λευκά λουλούδια που «ανθίζουν και καταρρέουν» και τα μύδια «που είναι συγκεντρωμένα σαν βολβοί».
In her first collection of poems, "The Colossus," she wrote of a feeling of nothingness: "white: it is a complexion of the mind.” At the same time, she found solace in nature, from “a blue mist” “dragging the lake,” to white flowers that “tower and topple,” to blue mussels “clumped like bulbs.”
Μετά τον «Κολοσσό», η Πλαθ δημοσίευσε τον «Γυάλινο Κώδωνα», το μοναδικό της μυθιστόρημα, το οποίο καταγράφει την περίοδο που η ίδια πέρασε στο περιοδικό «Mademoiselle» στη Νέα Υόρκη όσο ήταν στο κολέγιο. Το μυθιστόρημα εστιάζει στην Έστερ, καθώς βυθίζεται σε βαριά κατάθλιψη, ενώ ταυτόχρονα το βιβλίο περιλαμβάνει διασκεδαστικές και εύστοχες περιγραφές στιλάτων σνομπ πάρτυ και ραντεβού με βαρετούς άνδρες
After "The Colossus" she published "The Bell Jar," her only novel, which fictionalizes the time she spent working for Mademoiselle magazine in New York during college. The novel follows its heroine, Esther, as she slides into a severe depressive episode, but also includes wickedly funny and shrewd depictions of snobby fashion parties and dates with dull men.
Σύντομα μετά την έκδοση του «Γυάλινου Κώδωνος», η Πλαθ αυτοκτόνησε σε ηλικία 30 ετών. Δύο χρόνια μετά, μια συλλογή ποιημάτων που έγραψε σε μια έκρηξη δημιουργικού οίστρου κατά τους μήνες πριν τον θάνατό της δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Άριελ». Αναγνωρισμένο ως το αριστούργημά της, το βιβλίο «Άριελ» δείχνει την ειλικρίνεια και τη φαντασία που χρησιμοποίησε η Πλαθ για να αποτυπώσει τον πόνο της.
Shortly after the publication of "The Bell Jar," Plath died by suicide at age 30. Two years later, the collection of poems she wrote in a burst of creative energy during the months before her death was published under the title "Ariel." Widely considered her masterpiece, Ariel exemplifies the honesty and imagination Plath harnessed to capture her pain. In one of "Ariel's" most forceful poems,
Σε ένα από τα πιο δυνατά ποιήματά του «Άριελ», την «Λαίδη Λάζαρος», εξερευνά τις απόπειρες αυτοκτονίας της μέσω του Λαζάρου, της βιβλικής φιγούρας που αναστήθηκε από τους νεκρούς. Γράφει, «και εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα, είμαι μόλις τριάντα και σαν τις γάτες έχω εννιά ζωές για να πεθάνω». Αλλά το ποίημα αποτελεί μαρτυρία και για την επιβίωση: «Ανασταίνομαι με πυρρόξανθα μαλλιά και καταβροχθίζω τους άντρες σαν τον άνεμο». Η ατρόμητη γλώσσα της έχει καταστήσει την Πλαθ σημείο αναφοράς για αμέτρητους αναγνώστες και συγγραφείς που προσπάθησαν να σπάσουν τη σιωπή τους για τα τραύματα, τις απογοητεύσεις και τη σεξουαλικότητά τους.
"Lady Lazarus," she explores her attempts to take her own life through Lazarus, the biblical figure who rose from the dead. She writes, “and I a smiling woman/ I am only thirty/ And like the cat I have nine times to die.” But the poem is also a testament to survival: “I rise with my red hair/ And I eat men like air.” This unflinching language has made Plath an important touchstone for countless other readers and writers who sought to break the silence surrounding issues of trauma, frustration, and sexuality. "Ariel" is also filled with moving meditations on heartbreak and creativity.
Το βιβλίο «Άριελ» είναι γεμάτο στοχασμούς σχετικά με τον σπαραγμό και τη δημιουργικότητα. Το ομότιτλο ποίημα ξεκινάει: «Αδράνεια στη σιωπή. Και μετά άυλο μπλε. Γεμάτο λόφους και αποστάσεις». Έτσι προετοιμάζεται μια γυμνή πρωινή βόλτα πάνω στο άλογο, μια από τις πιο αξιομνημόνευτες περιγραφές της Πλαθ σχετικά με τη χαρά της δημιουργίας. Αλλά το ποίημα περιέχει και σκοτεινές εικόνες, όπως «το κλάμα ενός παιδιού» που «λιώνει στον τοίχο» και «ένα κόκκινο μάτι, η χύτρα της μέρας».
The title poem begins “Stasis in darkness/ Then the substanceless blue/ Pour of tor and distances.” This sets the scene for a naked ride on horseback in the early morning— one of Plath’s most memorable expressions of the elation of creative freedom. But it is also full of foreboding imagery, such as “a child's cry” that “melts in the wall” and a “red/eye, the cauldron of morning.” This darkness is echoed throughout the collection,
Η εικόνα του σκοταδιού είναι υπαρκτή σε όλη την συλλογή, που περιλαμβάνει αμφιλεγόμενες αναφορές στο ολοκαύτωμα και στους Καμικάζι. Ακόμα και οι μνήμες ευτυχισμένων εποχών περιγράφονται ως μαρτυρικές από την Πλαθ: «Ο σύζυγος και το παιδί μου χαμογελούν στη φωτογραφία, Το χαμόγελό τους γραπώνει το δέρμα μου, σαν μικροί χαμογελαστοί γάντζοι».
which includes controversial references to the holocaust and the Kamikazes. Even the relics of seemingly happier times are described as crucifying the author: “My husband and child smiling out of the family photo; Their smiles catch onto my skin, little smiling hooks.” Her domestic dissatisfaction and her husband’s mistreatment of her
Η απογοήτευση στο σπίτι της και η κακοποίηση από τον άντρα της αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα της ύστερης ποίησης της Πλαθ. Μετά το θάνατό της, ο σύζυγός της κληρονόμησε την περιουσία της και κατηγορήθηκε ότι δεν εξέδωσε μέρος του έργου της.
are constant themes in her later poetry. After her death, he inherited her estate, and has been accused of excluding some of her work from publication.
Παρά τις πιθανές παραλείψεις και τον πρόωρο θάνατό της, ό,τι απομένει αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές εργογραφίες ποιήτριας του εικοστού αιώνα. Παρόλο που τα έργα της μπορεί να σοκάρουν με την οργή και τον πόνο που εκφράζουν, η Πλαθ καθιστά τους αναγνώστες της μάρτυρες όχι μόνο της ειλικρίνειας σχετικά με την ψυχοσύνθεσή της, αλλά και της ικανότητάς της να εκφράζει ό,τι συχνά παραμένει άρρητο.
Despite these possible omissions and her untimely death, what survives is one of the most extraordinary bodies of work by a twentieth century poet. While her work can be shocking in its rage and trauma, Plath casts her readers as witnesses– not only to the truth of her psychological life, but to her astounding ability to express what often remains inexpressible.