«Ήταν ευχάριστο να καις. Υπήρχε μια μοναδική ευχαρίστηση όταν έβλεπες πράγματα να παραδίδονται στις φλόγες, να καίγονται και να αλλάζουν». Το «Φαρενάιτ 451» ξεκινάει με μια φωτιά - και σύντομα μαθαίνουμε τι καίγεται.
“It was a pleasure to burn. It was a special pleasure to see things eaten, to see things blackened and changed.” Fahrenheit 451 opens in a blissful blaze - and before long, we learn what’s going up in flames.
Το μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι φαντάζεται έναν κόσμο όπου τα βιβλία είναι απαγορευμένα από όλους τους τομείς της ζωής και η κατοχή τους, πόσο μάλλον η ανάγνωσή τους, απαγορεύεται. Ο πρωταγωνιστής, ο Μόνταγκ, είναι ένας πυροσβέστης αρμόδιος για την καταστροφή των βιβλίων. Αλλά καθώς η απόλαυση του μετατρέπεται σε αμφισβήτηση, το βιβλίο θέτει κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το πώς μπορεί κάποιος να διατηρήσει τις σκέψεις του σε μια κοινωνία όπου η ελεύθερη βούληση, η έκφραση και η περιέργεια απαγορεύονται.
Ray Bradbury’s novel imagines a world where books are banned from all areas of life - and possessing, let alone reading them, is forbidden. The protagonist, Montag, is a fireman responsible for destroying what remains. But as his pleasure gives way to doubt, the story raises critical questions of how to preserve one’s mind in a society where free will, self-expression, and curiosity are under fire.
Στον κόσμο του Μόνταγκ, τα μέσα ενημέρωσης έχουν μονοπώλιο στην πληροφόρηση, εξαλείφοντας σχεδόν κάθε ικανότητα για ελεύθερη σκέψη. Στο μετρό, διαφημίσεις κατακλύζουν τους επιβάτες. Στο σπίτι, η γυναίκα του Μόνταγκ, η Μίλντρετ, ακούει ραδιόφωνο όλη τη μέρα, και σε τρεις από τους τοίχους στο σαλόνι της υπάρχουν οθόνες. Στη δουλειά, η μυρωδιά της κηροζίνης κατακλύζει τους συναδέλφους του Μόνταγκ, οι οποίοι καπνίζουν και περνούν την ώρα τους βάζοντας το μηχανικό λαγωνικό τους να κυνηγάει αρουραίους.
In Montag’s world, mass media has a monopoly on information, erasing almost all ability for independent thought. On the subway, ads blast out of the walls. At home, Montag’s wife Mildred listens to the radio around the clock, and three of their parlor walls are plastered with screens. At work, the smell of kerosene hangs over Montag’s colleagues, who smoke and set their mechanical hound after rats to pass the time. When the alarm sounds they surge out in salamander-shaped vehicles,
Όταν σημαίνει συναγερμός, ανεβαίνουν σε οχήματα στο σχήμα σαλαμάνδρας, μερικές φορές για να πυρπολήσουν συθέμελα βιβλιοθήκες. Αλλά, καθώς ο Μόνταγκ καίει βιβλία σαν «μαύρες πεταλούδες» κάθε μέρα, το μυαλό του συχνά βρίσκεται στα λαθραία βιβλία που κρύβει στο σπίτι του. Σταδιακά, αρχίζει να αμφισβητεί την ιδεολογική βάση της δουλειάς του. Ο Μόνταγκ συνειδητοποιεί ότι πάντα ένιωθε αβεβαιότητα άλλα ότι του έλειπαν περιγραφικές έννοιες για να εκφράσει τις σκέψεις του σε μια κοινωνία όπου ακόμα και η άρθρωση της φράσης «μια φορά και ένα καιρό» έχει ολέθριες συνέπειες.
sometimes to burn whole libraries to the ground. But as he sets tomes ablaze day after day like “black butterflies,” Montag’s mind occasionally wanders to the contraband that lies hidden in his home. Gradually, he begins to question the basis of his work. Montag realizes he’s always felt uneasy - but has lacked the descriptive words to express his feelings in a society where even uttering the phrase “once upon a time” can be fatal. Fahrenheit 451 depicts a world governed
Το «Φαρενάιτ 451» παρουσιάζει έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η παρακολούθηση, η ρομποτική και η εικονική πραγματικότητα - ένα όραμα εξαιρετικά προφητικό, που όμως ανταποκρινόταν στους προβληματισμούς του καιρού του. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1953, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. Η εποχή καλλιεργούσε ένα γενικευμένο κλίμα παράνοιας και φόβου ανά τις ΗΠΑ, την πατρίδα του Μπράντμπερι, ένα κλίμα που ενισχυόταν λόγω του ελέγχου των πληροφοριών και των στυγνών ερευνών της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, αυτό το «κυνήγι μαγισσών» στοχοποιούσε καλλιτέχνες και συγγραφείς που ήταν ύποπτοι για κομμουνιστικές δραστηριότητες.
by surveillance, robotics, and virtual reality- a vision that proved remarkably prescient, but also spoke to the concerns of the time. The novel was published in 1953, at the height of the Cold War. This era kindled widespread paranoia and fear throughout Bradbury’s home country of the United States, amplified by the suppression of information and brutal government investigations. In particular, this witch hunt mentality targeted artists and writers who were suspected of Communist sympathies. Bradbury was alarmed at this cultural crackdown.
Ο Μπράντμπερι θορυβήθηκε από αυτή τη λήψη περιοριστικών μέτρων. Πίστευε ότι δημιουργούσε ένα αρνητικό προηγούμενο για περαιτέρω λογοκρισία και θυμήθηκε την καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και το κάψιμο βιβλίων από τα φασιστικά καθεστώτα. Διερεύνησε αυτές τις ανατριχιαστικές ομοιότητες στο «Φαρενάιτ 451», του οποίου ο τίτλος αναφέρεται στη θερμοκρασία που καίγεται το χαρτί. Αν και η ακρίβεια της θερμοκρασίας έχει αμφισβητηθεί, δεν κλονίζει τη θέση που κατέχει το βιβλίο ως ένα αριστούργημα της δυστοπικής μυθοπλασίας. Η δυστοπική μυθοπλασία ως είδος εστιάζει σε ανησυχητικά χαρακτηριστικά του κόσμου μας και παρουσιάζοντάς τα στην ακραία μορφή τους, φαντάζεται τις επιπτώσεις τους.
He believed it set a dangerous precedent for further censorship, and was reminded of the destruction of the Library of Alexandria and the book-burning of Fascist regimes. He explored these chilling connections in Fahrenheit 451, titled after the temperature at which paper burns. The accuracy of that temperature has been called into question, but that doesn’t diminish the novel’s standing as a masterpiece of dystopian fiction. Dystopian fiction as a genre amplifies troubling features of the world around us and imagines the consequences of taking them to an extreme. In many dystopian stories,
Σε πολλές δυστοπικές ιστορίες, η κυβέρνηση θέτει περιορισμούς σε απρόθυμους πολίτες. Όμως στο «Φαρενάιτ 451», ο Μόνταγκ μαθαίνει ότι ήταν η απάθεια των πολιτών που ενίσχυσε το παρόν καθεστώς. Η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τη διάσπαση της προσοχής και την επιθυμία για παθητική διασκέδαση, εξαλείφοντας την ανταλλαγή ιδεών.
the government imposes constrictions onto unwilling subjects. But in Fahrenheit 451, Montag learns that it was the apathy of the masses that gave rise to the current regime. The government merely capitalized on short attention spans and the appetite for mindless entertainment, reducing the circulation of ideas to ash.
Καθώς ο πολιτισμός συρρικνώνεται, η φαντασία και η έκφραση ακολουθούν. Ακόμα και η ομιλία των ανθρώπων μοιάζει ακατανόητη, όπως όταν το αφεντικό του Μόνταγκ, ο λοχαγός Μπίτι, περιγράφει την ταχύτητα διάδοσης της μαζικής κουλτούρας: «Επιτάχυνε την ταινία, Μόνταγκ, γρήγορα. Κλικ; Στιγμιότυπο; Κοίτα, Μάτι, Τώρα, Άλλαξε, Εδώ, Εκεί, Γρήγορα, Προχώρα, Πάνω, Κάτω, Μέσα, Έξω, Γιατί, Πώς, Ποιος, Τι, Πού, ε; Μπαμ! Χτύπημα! Χαστούκι! Μπουμ! Αφομοίωσε- αφομοιώνει,αφομοίωσε,αφομοίωσε-αφομοιώνει. Πολιτική; Μία στήλη, δύο προτάσεις, μια επικεφαλίδα! Και ξαφνικά όλα εξαφανίζονται!» Σε αυτό τον άγονο κόσμο, ο Μόνταγκ μαθαίνει πόσο δύσκολο είναι να αντισταθεί όταν δεν υπάρχει κανενα έρεισμα. Συνολικά το «Φαρενάιτ 451» είναι ένα πορτραίτο της ελεύθερης σκέψης στο χείλος της εξαφάνισης και μια αλληγορία για μια κοινωνία συνυπεύθυνη στην εξάλειψη της ελεύθερης σκέψης.
As culture disappears, imagination and self-expression follow. Even the way people talk is short-circuited - such as when Montag’s boss Captain Beatty describes the acceleration of mass culture: "Speed up the film, Montag, quick. Click? Pic? Look, Eye, Now, Flick, Here, There, Swift, Pace, Up, Down, In, Out, Why, How, Who, What, Where, Eh? Uh! Bang! Smack! Wallop, Bing, Bong, Boom! Digest-digests, digest-digest-digests. Politics? One column, two sentences, a headline! Then, in mid-air, all vanishes!" In this barren world, Montag learns how difficult it is to resist when there's nothing left to hold on to. Altogether, Fahrenheit 451 is a portrait of independent thought on the brink of extinction - and a parable about a society which is complicit in its own combustion.