Στη φτωχική καλύβα τους στην άκρη του δάσους, ένα αντρόγυνο βρισκόταν σε απελπισία. Η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει το 13ο παιδί τους και σύντομα η οικογένεια θα έμενε χωρίς τροφή και χρήματα.
In their ramshackle hut on the edge of the woods, a husband and wife were in despair. The woman had just given birth to their thirteenth child, and the growing family was quickly running out of food and money.
Ο πατέρας πήγε στο δάσος για να σκεφτεί το πρόβλημά τους. Μετά από ώρες περιπλάνησης μέσα στα δέντρα, συνάντησε δύο σκοτεινές φιγούρες. Η πρώτη ήταν ο Θεός του άντρα, ενώ η δεύτερη έμοιαζε με τον Διάβολο. Και οι δύο φιγούρες προσφέρθηκαν να ελαφρύνουν το βάρος του και να γίνουν νονοί του τελευταίου παιδιού του. Ο άντρας, όμως, αρνήθηκε την προσφορά τους. Δεν ήθελε να εμπιστευτεί τον γιο του σε αυτούς που έκριναν την ανθρώπινη ζωή.
The father walked into the woods to ponder their problem. After hours spent wandering through the trees, he encountered two shadowy silhouettes. The first figure appeared to be the man’s God, while the second resembled the Devil. Both figures offered to lighten the man’s burden, and act as Godfather to his most recent child. But the man refused their offer— he wouldn’t entrust his son to those who passed judgment on human life.
Προχώρησε πιο βαθιά μέσα στο πυκνό δάσος. Εδώ, στο σκοτεινότερο σημείο του δάσους, ο πατέρας διέκρινε μια τρίτη φιγούρα. Βαθουλωμένα μάτια τον κοίταζαν μέσα από ένα ισχνό πρόσωπο, στο οποίο σχηματίστηκε ένα στραβό χαμόγελο. Ήταν ο ίδιος ο Θάνατος, που είχε έρθει να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως νονός. Υποσχέθηκε να επιστρέψει όταν το παιδί θα ενηλικιωνόταν, για να του φέρει ευτυχία και ευημερία. Ο πατέρας - γνωρίζοντας ότι όλοι είναι ίσοι μπροστά στον θάνατο - δέχθηκε την προσφορά του.
He ventured deeper into the tangled thicket. Here in the darkest part of the woods, the father made out a third figure. Sunken eyes stared out of its gaunt face, which broke into a crooked smile. This was Death himself, come to offer his services as Godfather. He promised to return when the child came of age, to bring him happiness and prosperity. The father— knowing that all people are equal in the eyes of Death— accepted his offer.
Χρόνια μετά, όταν το παιδί είχε γίνει ένας φιλόδοξος νεαρός, ο σκελετωμένος νονός του τον επισκέφθηκε, όπως είχε υποσχεθεί. Στο παραμορφωμένο του χέρι κρατούσε ένα φλασκί που περιείχε τη γιατρειά για όλες τις ανθρώπινες αρρώστιες. Ο Θάνατος το είχε φέρει για τον βαφτισιμιό του, υποσχόμενος να τον κάνει επιτυχημένο γιατρό. Όμως, το ισχυρό φίλτρο είχε πολύ αυστηρούς κανόνες.
Years later, when the child had grown into an ambitious young man, his skeletal Godfather came for his promised visit. In his gnarled hand he held a flask containing the cure for all human ailments. Death had brought this flask for his Godson, promising to make him a successful doctor. But the powerful potion came with very strict rules.
Αν ο βαφτισιμιός του συναντούσε κάποιον άρρωστο και ο Θάνατος αιωρούταν πάνω από την κορυφή του κρεβατιού του, ο γιατρός θα μπορούσε να τον γιατρέψει απλά και μόνο με την οσμή του αντίδοτου. Αν, όμως, ο Θάνατος βρισκόταν στο πόδι του κρεβατιού, ο ασθενής ήταν ήδη δικός του κι ο γιατρός δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα γι′ αυτό.
If his Godson encountered a sick person and Death was hovering at the top of their bed, the doctor could heal them with just a waft of the antidote’s fumes. But if Death lingered at the foot of the bed, he’d already claimed the patient as his own— and the doctor could do nothing for them.
Με τον καιρό, το ισχυρό φίλτρο και τα απίστευτα ένστικτα του γιατρού έγιναν γνωστά σε όλη τη χώρα. Έγινε πλούσιος και διάσημος, αφήνοντας πίσω του τις δυσκολίες της παλιάς του ζωής.
In time, the doctor’s potent potion and uncanny instincts became known throughout the land. He grew rich and famous, casting off the hardships of his early life.
Όταν ο βασιλιάς αρρώστησε, κάλεσε τον διάσημο γιατρό να τον περιποιηθεί. Ο γιατρός μπήκε στο παλάτι, έτοιμος να επιδείξει τις ικανότητές του. Αλλά όταν μπήκε στην κάμαρα του βασιλιά, απογοητεύτηκε που είδε τον Θάνατο καθισμένο στο πόδι του κρεβατιού.
When the king fell ill, he summoned the famous physician to treat him. The doctor swept into the palace, ready to show off his skills. But when he entered the king’s chamber, he was dismayed to see Death settled at the foot of the bed.
Ο γιατρός ήθελε απελπισμένα να σώσει τον βασιλιά για να κερδίσει δόξα, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε την εξαπάτηση του νονού του. Έτσι, γύρισε γρήγορα το κρεβάτι και ανέστρεψε την θέση του Θανάτου και έτσι ήταν πλέον ελεύθερος να χορηγήσει το αντίδοτο. Ο Θάνατος ήταν έξαλλος. Προειδοποίησε τον αλαζόνα βαφτισιμιό του ότι αν τον εξαπατούσε ξανά, θα το πλήρωνε με τη ζωή του.
The doctor desperately wanted the glory of saving the king— even if it meant deceiving his Godfather. And so, he swiftly spun the bed around and reversed Death’s position, leaving the doctor free to administer the antidote. Death was livid. He warned his arrogant Godson that if he ever cheated Death again, he would pay for it with his life.
Ο Θάνατος και ο γιατρός συνέχισαν τα ταξίδια τους. Μετά από λίγο καιρό, οι αγγελιαφόροι του βασιλιά ήρθαν να ξαναπάρουν τον γιατρό. Η πριγκίπισσα ήταν πάρα πολύ άρρωστη και ο βασιλιάς είχε υποσχεθεί αμύθητα πλούτη σε όποιον τη γιάτρευε.
Death and the doctor continued their travels. After some time, the king’s messengers came to collect the doctor yet again. The princess was gravely ill, and the king had promised incredible riches to anyone who could cure her.
Ο γιατρός πλησίασε την κάμαρα της πριγκίπισσας με το χρυσάφι κατά νου. Όταν όμως είδε την κοιμωμένη πριγκίπισσα, η απληστία του εξαφανίστηκε. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της, που δεν πρόσεξε τον Θάνατο που παραμόνευε στα πόδια της. Θεράπευσε γρήγορα την πριγκίπισσα, αλλά πριν καν εκείνη μπορέσει να τον ευχαριστήσει, ο Θάνατος είχε πάρει τον ερωτευμένο του βαφτισιμιό μακριά.
The doctor approached the princesses’ chamber with gold in his eyes. But upon seeing the sleeping princess, his greed fell away. He was so struck by her grace, that he failed to notice Death lurking by her feet. He swiftly healed the princess, but before she could even utter her thanks, Death had dragged his lovesick Godson away.
Μέσα σε μια στιγμή, το παλάτι εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Ο γιατρός βρέθηκε μέσα σε μια τεράστια σπηλιά με αμέτρητα κεριά που τρεμόσβηναν, καθένα από τα οποία αντιπροσώπευε τη διάρκεια μιας ζωής. Σαν τιμωρία για την ανόητη απόπειρά του να κατακτήσει την αθανασία, ο Θάνατος έλιωσε το κερί του βαφτισιμιού του ως το φιτίλι.
In an instant, the palace dissolved around them. The doctor found himself in an immense cave lined with countless quivering candles, each representing the duration of a life. As punishment for his Godson’s foolish attempt to master mortality, Death whittled his candle down to its wick.
Βλέποντας το δικό του φως να αργοσβήνει, ο γιατρός ένιωσε τον φόβο που συχνά είχε δει στα μάτια των ασθενών του. Ικέτευσε απεγνωσμένα τον Θάνατο να μεταφέρει το φως του σε ένα νέο κερί. Ο νονός του σκέφτηκε το αίτημά του, αλλά η προδοσία του γιατρού ήταν πολύ μεγάλη. Χαλάρωσε το κράτημά του και το κερί του βαφτισιμιού του έπεσε στο πάτωμα. Ο Θάνατος στεκόταν ακίνητος, το ανέκφραστο πρόσωπό του προσηλωμένο στην αδύναμη φλόγα, μέχρι που ό,τι απέμεινε από τον γιατρό ήταν μια μικρή στήλη καπνού.
Seeing his own dwindling light, the doctor felt the fear he’d often glimpsed in his patients’ eyes. Desperately, he begged Death to transfer his dying light onto a new candle. His Godfather considered the request— but the doctor’s betrayal was too great. He loosened his bony grip, and his Godson’s candle fell to the floor. Death stood motionless, his inscrutable face fixed on the sputtering flame— until all that was left of the doctor was a wisp of smoke.