Φανταστείτε εσείς και ένας φίλος να περπατάτε σε μια έκθεση τέχνης και ένας εντυπωσιακός πίνακας σας τραβάει τη προσοχή. Το ζωντανό κόκκινο σας φαίνεται ως σύμβολο της αγάπης, αλλά ο φίλος σας είναι πεπεισμένος ότι είναι σύμβολο πολέμου. Και εκεί που βλέπετε αστέρια σε ένα ρομαντικό ουρανό, ο φίλος σας το ερμηνεύει ως ρύπους που προκαλούν την παγκόσμια θερμότητα. Για να λύσετε τη διαφωνία, απευθύνεστε στο διαδίκτυο, όπου διαβάζετε ότι ο πίνακας είναι πιστό αντίγραφο εργασίας του καλλιτέχνη στην πρώτη τάξη: το κόκκινο είναι το αγαπημένο της χρώμα και οι ασημί τελείες είναι νεράιδες.
Imagine you and a friend are strolling through an art exhibit and a striking painting catches your eye. The vibrant red appears to you as a symbol of love, but your friend is convinced it's a symbol of war. And where you see stars in a romantic sky, your friend interprets global warming-inducing pollutants. To settle the debate, you turn to the internet, where you read that the painting is a replica of the artist's first-grade art project: Red was her favorite color and the silver dots are fairies.
Τώρα γνωρίζετε τις ακριβείς προθέσεις που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του έργου. Κάνατε λάθος που το απολαύσατε ως κάτι που δεν σκόπευε ο καλλιτέχνης; Σας αρέσει λιγότερο τώρα που ξέρετε την αλήθεια; Πόσο θα έπρεπε ο σκοπός του καλλιτέχνη να επηρεάζει την ερμηνεία σας για το έργο; Είναι μία ερώτηση που γίνεται από φιλοσόφους και κριτικούς για δεκαετίες, χωρίς ομοφωνία στον ορίζοντα.
You now know the exact intentions that led to the creation of this work. Are you wrong to have enjoyed it as something the artist didn’t intend? Do you enjoy it less now that you know the truth? Just how much should the artist's intention affect your interpretation of the painting? It's a question that's been tossed around by philosophers and art critics for decades, with no consensus in sight.
Στα μέσα του 20ου αιώνα, ο λογοτεχνικός κριτικός Ο. Κ. Γουίμσατ και ο φιλόσοφος Μονρό Μπίρντσλι υποστήριξαν ότι η καλλιτεχνική πρόθεση ήταν άσχετη. Το ονόμασαν Σκόπιμη Πλάνη: την πεποίθηση ότι το να εκτιμάς τον σκοπό του καλλιτέχνη ήταν λανθασμένη. Το επιχείρημα τους ήταν διπλό: Πρώτον, οι καλλιτέχνες που μελετούμε δεν ζουν πλέον, δεν κατέγραψαν τις προθέσεις τους, ή απλά δεν είναι διαθέσιμοι να απαντήσουν ερωτήσεις για τη δουλεία τους. Δεύτερον, ακόμα και να υπήρχε πληθώρα σχετικών πληροφοριών, Ο Γουίμσατ και ο Μπίρντσλι πίστευαν ότι θα μας αποσπούσε από τις ιδιότητες του ίδιου του έργου. Σύγκριναν την τέχνη με ένα επιδόρπιο: Όταν δοκιμάζετε μια πουτίγκα, οι προθέσεις του σεφ δεν επηρεάζουν το αν απολαμβάνετε τη γεύση ή την υφή της. Το μόνο που έχει σημασία, είπαν, είναι ότι η πουτίγκα «λειτουργεί».
In the mid-20th century, literary critic W.K. Wimsatt and philosopher Monroe Beardsley argued that artistic intention was irrelevant. They called this the Intentional Fallacy: the belief that valuing an artist's intentions was misguided. Their argument was twofold: First, the artists we study are no longer living, never recorded their intentions, or are simply unavailable to answer questions about their work. Second, even if there were a bounty of relevant information, Wimsatt and Beardsley believed it would distract us from the qualities of the work itself. They compared art to a dessert: When you taste a pudding, the chef's intentions don't affect whether you enjoy its flavor or texture. All that matters, they said, is that the pudding "works."
Φυσικά, τι «λειτουργεί» για ένα άτομο μπορεί να μη «λειτουργεί» για ένα άλλο. Και αφού διαφορετικές ερμηνείες εμφανίζονται στον καθένα, οι ασημί τελείες στο έργο θα μπορούσαν λογικά να ερμηνευτούν ως νεράιδες, αστέρια, ή ρύποι. Με τη λογική του Γουίμσατ και του Μπίρντσλι, η ερμηνεία του ίδιου του καλλιτέχνη για τη δουλειά του θα ήταν μία από τις πολλές εξίσου αποδεκτές πιθανότητες.
Of course, what "works" for one person might not "work" for another. And since different interpretations appeal to different people, the silver dots in our painting could be reasonably interpreted as fairies, stars, or pollutants. By Wimsatt and Beardsley's logic, the artist's interpretation of her own work would just be one among many equally acceptable possibilities.
Αν το βρίσκετε προβληματικό αυτό, ίσως συμφωνείτε περισσότερο με τον Στίβεν Ναπ και τον Ουόλτερ Μπέν Μάικλς, δύο θεωρητικούς λογοτεχνίας που απέρριψαν τη Σκόπιμη Πλάνη. Ισχυρίστηκαν ότι το σκόπιμο νόημα του καλλιτέχνη δεν ήταν απλά μία πιθανή ερμηνεία, αλλά η μόνη πιθανή ερμηνεία. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι περπατάς κατά μήκος μιας παραλίας και συναντάς μια σειρά σημάτων στην άμμο που παρουσιάζουν έναν στίχο ποίησης. Ο Ναπ και ο Μάικλς πιστεύουν ότι το ποίημα θα έχανε το νόημα του αν ανακαλύπτατε ότι αυτά τα σημάδια δεν ήταν δουλειά ανθρώπου, αλλά μια παράξενη σύμπτωση δημιουργημένη από τα κύματα.
If you find this problematic, you might be more in line with Steven Knapp and Walter Benn Michaels, two literary theorists who rejected the Intentional Fallacy. They argued that an artist's intended meaning was not just one possible interpretation, but the only possible interpretation. For example, suppose you're walking along a beach and come across a series of marks in the sand that spell out a verse of poetry. Knapp and Michaels believed the poem would lose all meaning if you discovered these marks were not the work of a human being, but an odd coincidence produced by the waves.
Πιστεύουν ένας σκόπιμος δημιουργός είναι αυτό που κάνει το αντικείμενο του ποιήματος κατανοητό. Άλλοι στοχαστές υποστηρίζουν μια μέση λύση, υποδηλώνοντας ότι η πρόθεση είναι μόνο ένα κομμάτι σε ένα μεγαλύτερο παζλ. Ο σύγχρονος φιλόσοφος Νόελ Κάρολ πήρε αυτή τη στάση, υποστηρίζοντας ότι οι προθέσεις ενός καλλιτέχνη είναι σχετικές με το ακροατήριό του με τον ίδιο τρόπο που οι προθέσεις ενός ομιλητή είναι σχετικές με του ατόμου που συμμετέχει στην συζήτηση, Για να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν οι προθέσεις σε συζήτηση, Ο Κάρολ είπε να φανταστούμε κάποιον να κρατάει τσιγάρο και να ζητά σπίρτο. Απαντάτε με το να του δίνετε αναπτήρα, συμπεραίνοντας ότι το κίνητρο τους είναι να ανάψουν το τσιγάρο. Οι λέξεις με τις οποίες έκανα την ερώτηση είναι σημαντικές, αλλά οι προθέσεις πίσω από την ερώτηση υπαγορεύουν την κατανόησή και τελικά, την απάντηση σας.
They believed an intentional creator is what makes the poem subject to understanding at all. Other thinkers advocate for a middle ground, suggesting that intention is just one piece in a larger puzzle. Contemporary philosopher Noel Carroll took this stance, arguing that an artist's intentions are relevant to their audience the same way a speaker's intentions are relevant to the person they’re engaging in conversation. To understand how intentions function in conversation, Carroll said to imagine someone holding a cigarette and asking for a match. You respond by handing them a lighter, gathering that their motivation is to light their cigarette. The words they used to ask the question are important, but the intentions behind the question dictate your understanding and ultimately, your response.
Έτσι προς ποιο τέλος αυτού του φάσματος κλίνετε; Πιστεύετε, όπως οι Γουίμσατ και Μπίρντσλι, ότι όταν έχει να κάνει με την τέχνη, η απόδειξη πρέπει να είναι στην πουτίγκα; Ή νομίζετε ότι τα σχέδια ενός καλλιτέχνη και τα κίνητρα για τη δουλειά τους επηρεάζουν το νόημά της; Η καλλιτεχνική ερμηνεία είναι ένας σύνθετος ιστός που πιθανότατα δεν θα προσφέρει ποτέ μια οριστική απάντηση.
So which end of this spectrum do you lean towards? Do you, like Wimsatt and Beardsley, believe that when it comes to art, the proof should be in the pudding? Or do you think that an artist's plans and motivations for their work affect its meaning? Artistic interpretation is a complex web that will probably never offer a definitive answer.