Ήμουν ένα από τα λίγα παιδιά στο πανεπιστήμιο που είχαν λόγο να πάνε στις ταχυδρομικές τους θυρίδες στο τέλος της μέρας, και αυτό συνέβαινε κυρίως γιατί η μητέρα μου δεν είχε ποτέ πίστη στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, στο Φέισμπουκ ή στα κινητά τηλέφωνα και τα μηνύματά τους. Και ενώ άλλα παιδιά έστελναν μηνύματα χρησιμοποιώντας τα Μπλάκμπερι τους, εγώ περίμενα κυριολεκτικά δίπλα στην ταχυδρομική θυρίδα για να πάρω ένα γράμμα από το σπίτι για να δω πως πήγε το σαββατοκύριακο, που ήταν λίγο εκνευριστίκο όταν η Γιαγιά ήταν στο νοσοκομείο, αλλά εγώ έψαχνα ένα ορνιθοσκάλισμα, λίγη πρόχειρη καλλιγραφία από την μητέρα μου.
I was one of the only kids in college who had a reason to go to the P.O. box at the end of the day, and that was mainly because my mother has never believed in email, in Facebook, in texting or cell phones in general. And so while other kids were BBM-ing their parents, I was literally waiting by the mailbox to get a letter from home to see how the weekend had gone, which was a little frustrating when Grandma was in the hospital, but I was just looking for some sort of scribble, some unkempt cursive from my mother.
Και όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη μετά το κολλέγιο και με έπιασε κορόιδο η κατάθλιψη, έκανα το μόνο πράγμα που μου ήρθε στο κεφάλι τότε. Έγραφα γράμματα σαν εκείνα που μου έγραφε η μητέρα μου για αγνώστους, και τα σκόρπιζα σε όλη την έκταση της πόλης, δεκάδες και δεκάδες. Τα άφηνα παντού, σε καφετέριες και βιβλιοθήκες, στον Ο.Η.Ε, παντού. Μπλόγκαρα γι'αυτά τα γράμματα και τις ημέρες που ήταν απαραίτητα, και έθεσα μιά τρελή υπόσχεση στο διαδίκτυο: ότι αν μου ζητούσες ένα χειρόγραφο γράμμα, θα σου έγραφα ένα, χωρίς ερωτήσεις. Την ίδια μέρα, τα εισερχόμενά μου μεταμορφώθηκαν σε ένα λιμάνι πληγωμένων καρδιών -- μια ανύπαντρη μητέρα στο Σακραμέντο, μια εκφοβισμένη κοπέλα στο επαρχιακό Κάνσας, όλοι ζητώντας από εμένα, μια 22-χρονη κοπέλα που μετά βίας ήξερε να παραγγείλει καφέ για τον εαυτό της, να τους γράψει ένα γράμμα αγάπης και να τους δώσει ένα λόγο να περιμένουν πλάι στο γραμματοκιβώτιό τους.
And so when I moved to New York City after college and got completely sucker-punched in the face by depression, I did the only thing I could think of at the time. I wrote those same kinds of letters that my mother had written me for strangers, and tucked them all throughout the city, dozens and dozens of them. I left them everywhere, in cafes and in libraries, at the U.N., everywhere. I blogged about those letters and the days when they were necessary, and I posed a kind of crazy promise to the Internet: that if you asked me for a hand-written letter, I would write you one, no questions asked. Overnight, my inbox morphed into this harbor of heartbreak -- a single mother in Sacramento, a girl being bullied in rural Kansas, all asking me, a 22-year-old girl who barely even knew her own coffee order, to write them a love letter and give them a reason to wait by the mailbox.
Λοιπόν, σήμερα συντηρώ μια παγκόσμια οργάνωση που συντηρείται από εκείνα τα ταξίδια στο γραμματοκιβώτιο, που συντηρείται από την αξιοποίηση των κοινωνικών δικτύων όπως δεν τα έχουμε αξιοποιήσει ποτέ για να γράφουμε και να στέλνουμε γράμματα σε αγνώστους όταν το χρειάζονται περισσότερο, αλλά που περισσότερο απ'όλα συντηρείται από κιβώτια αλληλογραφίας σαν κι αυτό, το πιστό μου κιβώτιο γεμάτο από γραφόμενα συνηθισμένων ανθρώπων, ξένων που αλληλογραφούν με άλλους ξένους όχι γιατί θα συναντηθούν και θα γελάσουν ποτέ μαζί, πίνοντας καφέ, αλλά επειδή έχουν βρει ο ένας τον άλλο μέσω αλληλογραφίας.
Well, today I fuel a global organization that is fueled by those trips to the mailbox, fueled by the ways in which we can harness social media like never before to write and mail strangers letters when they need them most, but most of all, fueled by crates of mail like this one, my trusty mail crate, filled with the scriptings of ordinary people, strangers writing letters to other strangers not because they're ever going to meet and laugh over a cup of coffee, but because they have found one another by way of letter-writing.
Αλλά, ξέρετε, αυτό που πάντα με εκπλήσσει με αυτά τα γράμματα είναι πως τα περισσότερα έχουν γραφτεί από άτομα που δεν έχουν αισθανθεί ποτέ αγαπημένοι μέσα σε μια κόλλα χαρτί. Δεν θα μπορούσαν να σου πουν για το μελάνι των δικών τους γραμμάτων αγάπης. Είναι αυτοί απο τη γενιά μου, όσοι από εμάς έχουν μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου όλα γίνονται χωρίς χαρτί, και όπου μερικές απ'τις καλύτερές μας συνομιλίες έχουν συμβεί πάνω σε μια οθόνη. Έχουμε μάθει να καταγράφουμε τον πόνο μας στο Φέισμπουκ, και ομιλούμε λακωνικά σε 140 χαρακτήρες ή λιγότερο.
But, you know, the thing that always gets me about these letters is that most of them have been written by people that have never known themselves loved on a piece of paper. They could not tell you about the ink of their own love letters. They're the ones from my generation, the ones of us that have grown up into a world where everything is paperless, and where some of our best conversations have happened upon a screen. We have learned to diary our pain onto Facebook, and we speak swiftly in 140 characters or less.
Αλλά τι κι αν δεν είναι σημαντική η αποδοτικότητα αυτη την φορά; Ήμουν στο μετρό χθες μ'αυτό το γραμματοκιβώτιο, που σας λέω, είναι μια αφετηρία συνομιλιών. Κι αν χρειαστείτε μια κάποια στιγμή, απλώς πάρτε ένα απ' αυτά μαζί σας. (Γέλια) Και ένας άντρας με κοιτούσε επίμονα και με ρώτησε, "Γιατί δεν χρησιμοποιείς το διαδίκτυο;" Έτσι σκέφτηκα, "Λοιπόν, κύριε, δεν είμαι στρατηγός, ούτε ειδικός. Είμαι απλώς αφηγητής παραμυθιών." Και έτσι θα μπορούσα να σου πω για μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος μόλις γύρισε σπίτι απο το Αφγανιστάν, και αυτή δυσκολεύεται να ξεκινήσει μια συζήτηση, και έτσι κρύβει ερωτικά γράμματα σ' ολόκληρο το σπίτι για να πει, "Γύρνα σε μένα. Βρες με όταν θα είσαι έτοιμος". Ή ένα κορίτσι που αποφασίζει να αφήσει γράμματα αγάπης στην πανεπιστημιούπολή της στο Ντουμπιούκ στην Αϊόβα, για να ανακαλύψει ότι οι προσπάθειές της πολλαπλασιάστηκαν όταν βγαίνει την επόμενη μέρα έξω και βρίσκει γράμματα αγάπης να κρέμονται από δέντρα, σε θάμνους και σε παγκάκια. Ή ο άντρας που αποφασίζει οτι θα αφήσει αυτόν τον κόσμο, που χρησιμοποιεί το Φέισμπουκ για να πεί αντίο σε φίλους και οικογένεια. Απόψε κοιμάται ασφαλής με μια στοίβα γραμμάτων όπως αυτό κάτω από το μαξιλάρι του, γραμμένα άπο ξένους που ήταν εκεί γι'αυτόν τότε.
But what if it's not about efficiency this time? I was on the subway yesterday with this mail crate, which is a conversation starter, let me tell you. If you ever need one, just carry one of these. (Laughter) And a man just stared at me, and he was like, "Well, why don't you use the Internet?" And I thought, "Well, sir, I am not a strategist, nor am I specialist. I am merely a storyteller." And so I could tell you about a woman whose husband has just come home from Afghanistan, and she is having a hard time unearthing this thing called conversation, and so she tucks love letters throughout the house as a way to say, "Come back to me. Find me when you can." Or a girl who decides that she is going to leave love letters around her campus in Dubuque, Iowa, only to find her efforts ripple-effected the next day when she walks out onto the quad and finds love letters hanging from the trees, tucked in the bushes and the benches. Or the man who decides that he is going to take his life, uses Facebook as a way to say goodbye to friends and family. Well, tonight he sleeps safely with a stack of letters just like this one tucked beneath his pillow, scripted by strangers who were there for him when.
Τέτοιου είδους ιστορίες με έχουν πείσει ότι η γραφή γραμμάτων δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να το παίξει αφ' υψηλού και να μιλήσει για αποδοτικότητα, επειδή τώρα αυτή είναι μια μορφή τέχνης, όλα τα μέρη της, η χειρογραφία, η αποστολή γραμμάτων οι μουντζούρες στα περιθώρια. Το γεγονός και μόνο ότι κάποιος θα κάθιζε, θα έβγαζε ένα κομμάτι χαρτί και θα σκεφτόταν κάποιον καθ'όλη την έκταση της επιστολής, με μια πρόθεση που είναι τόσο πιο δύσκολο να βρεθεί όταν ο φυλλομετρητής είναι ανοιχτός και το iPhone κάνει ήχους και έχουμε 6 εισερχόμενες συνομιλίες ταυτόχρονα, είναι τύπος τέχνης που δεν πέφτει στα πόδια του Γολιάθ του "γίνε γρηγορότερος" ανεξάρτητα από το πόσων κοινωνικών δικτύων γίνουμε μέλος. Ακόμη κρατάμε γερά αυτά τα γράμματα κοντά στο στήθος, τις λέξεις αυτές που έχουν το πιο βαθύ νόημα, όταν μεταμορφώνουμε τις σελίδες σε καμβά για να πούμε τα πράγματα που είχαμε ανάγκη να πούμε, τις λέξεις που είχαμε ανάγκη να γράψουμε, σε αδέλφια και ακόμη και σε αγνώστους, για πάρα πολύ καιρό. Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα) (Χειροκρότημα)
These are the kinds of stories that convinced me that letter-writing will never again need to flip back her hair and talk about efficiency, because she is an art form now, all the parts of her, the signing, the scripting, the mailing, the doodles in the margins. The mere fact that somebody would even just sit down, pull out a piece of paper and think about someone the whole way through, with an intention that is so much harder to unearth when the browser is up and the iPhone is pinging and we've got six conversations rolling in at once, that is an art form that does not fall down to the Goliath of "get faster," no matter how many social networks we might join. We still clutch close these letters to our chest, to the words that speak louder than loud, when we turn pages into palettes to say the things that we have needed to say, the words that we have needed to write, to sisters and brothers and even to strangers, for far too long. Thank you. (Applause) (Applause)