Μετά από μια σκληρή ναυμαχία και 8 ολόκληρες μέρες πάλης με τα κύματα, ο Βαϊναμόινεν, ένας ισχυρός βάρδος και μάγος τόσο παλιός όσο ο ίδιος ο κόσμος, κατέληξε στις ακτές της μακρινής Πόχιολα.
After a savage seafaring skirmish and eight long days of being battered by waves, Väinämöinen— a powerful bard and sage as old as the world itself— washed up on the shores of distant Pohjola.
Σε αντίθεση με την πατρίδα του, την Καλεβάλα,
Unlike his home Kalevala, Pohjola was a dark and frozen land,
η Πόχιολα ήταν μια σκοτεινή και παγωμένη χώρα την οποία κυβερνούσε η Λόουχι, «η γριά μάγισσα του Βορρά». Η πανούργα μάγισσα περιέθαλψε τον Βαϊναμόινεν, αλλά απαίτησε να την ανταμείψει για να τον γυρίσει στην πατρίδα του. Η Λόουχι δεν ήθελε απλά χρυσάφι και ασήμι, αλλά αυτό που δεν υπήρχε ακόμη: το Σάμπο. Θα δημιουργούταν από «τις άκρες των φτερών λευκού κύκνου», «το καλύτερο γάλα», «έναν μόνο κόκκο κριθαριού» και από «το καλύτερο μαλλί προβάτου», και το τεχνούργημα αυτό θεωρούταν αστείρευτη πηγή πλούτου. Όμως, ο Βαϊναμόινεν ήξερε ότι μόνο ο Σέπο Ιλμαρίνεν, ο Αιώνιος Σφυροκόπος που είχε κατασκευάσει τον ίδιο τον ουράνιο θόλο, θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι τέτοιο. Έτσι, έπεισε την Λόουχι να τον στείλει πίσω για να της φέρει τον σιδηρουργό.
ruled by Louhi, “the gap-tooth hag of the North." The cunning witch nursed Väinämöinen back to health but demanded a reward for returning him home. Not content with mere gold or silver, Louhi wanted what did not yet exist— the Sampo. To be forged from “the tips of white-swan feathers," “the milk of greatest virtue," “a single grain of barley," and “the finest wool of lambskins," this artifact was said to be an endless font of wealth. But Väinämöinen knew that only Seppo Ilmarinen, the Eternal Hammerer who forged the sky-dome itself, could craft such an object. So he convinced Louhi to send him home and fetch the smith.
Αν και το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο, ο βάρδος τελικά επέστρεψε στην Καλεβάλα. Ο Ιλμαρίνεν όμως αρνούταν να πάει στον σκοτεινό Βορρά, μια χώρα μαγισσών και ανθρωποφάγων. Τηρώντας όμως την υπόσχεσή του, ο Βαϊναμόινεν ξεγέλασε τον Ιλμαρίνεν ώστε να σκαρφαλώσει σε ένα τεράστιο δέντρο και έπειτα προκάλεσε μια δυνατή καταιγίδα για να τον μεταφέρει μέχρι την Πόχιολα. Ο Ιλμαρίνεν έτυχε θερμής υποδοχής στον Βορρά. Η Λόουχι περιποιήθηκε τον καλεσμένο της με πολύ μεγάλη φιλοξενία και του υποσχέθηκε το χέρι της πανέμορφης κόρης της, αν μπορούσε να κατασκευάσει αυτό που επιθυμούσε. Όταν τελικά ρώτησε αν ο Ιλμαρίνεν ήταν ικανός να δημιουργήσει το Σάμπο, ο πανίσχυρος σιδηρουργός δήλωσε ότι μπορούσε να φέρει εις πέρας το έργο. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως να «δαμάσει» το σιδηρουργείο, οι φλόγες του παρήγαγαν μόνο άλλα τεχνουργήματα, όμορφα στην εμφάνιση, αλλά δόλια στη φύση τους: μια κομψή βαλλίστρα που διψούσε για αίμα και ένα αστραφτερό αλέτρι που κατέστρεφε τα καλλιεργημένα χωράφια, μεταξύ άλλων.
Though the journey was far from easy, the bard finally made it back to Kalevala. But Ilmarinen refused to go to the gloomy North— a land of witches and man-eaters. But keeping true to his word, Väinämöinen tricked Ilmarinen into climbing a giant tree, before summoning a mighty storm to carry the smith all the way to Pohjola. Ilmarinen was well received in the North. Louhi lavished her guest with extravagant hospitality and promised him the hand of her beautiful daughter— if he could craft what she wished. When she finally asked if Ilmarinen was capable of forging the Sampo, the powerful smith declared he could indeed accomplish the task. But try as he might to bend the forge to his will, its fires only produced other artifacts— beautiful in appearance but ill-mannered in nature. An elegant crossbow that thirsted for blood and a gleaming plow that ruined cultivated fields among others.
Τελικά, κάλεσε τους ίδιους τους ανέμους να δουλέψουν το φυσερό και μέσα σε 3 μέρες, από τις φλόγες του σιδηρουργείου έβγαλε το Σάμπο, με το πολύχρωμο καπάκι του. Στις πλευρές του ο σιδηρουργός κατασκεύασε προσεκτικά έναν μύλο σιτηρών, έναν μύλο αλατιού και έναν μελιού. Η Λόουχι ήταν τόσο χαρούμενη με την απίστευτη παραγωγική δύναμη του αντικειμένου, που έτρεξε να κλειδώσει τον θησαυρό της μέσα σε ένα βουνό. Όταν όμως ο Ιλμαρίνεν προσπάθησε να πάρει το βραβείο του, η κόρη αρνήθηκε να τον παντρευτεί, κι έτσι, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω μόνος του.
Finally, Ilmarinen summoned the winds themselves to work the bellows, and in three days time he pulled the Sampo, with its lid of many colors from the forge’s flames. On its sides the smith carefully crafted a grain mill, a salt mill, and a money mill. Louhi was so delighted with the object’s limitless productive power that she ran off to lock her treasure inside a mountain. But when Ilmarinen tried to claim his prize, the promised maiden refused to marry him, and the smith had to return home alone.
Τα χρόνια περνούσαν, και, ενώ η Πόχιολα ευημερούσε, ο Ιλμαρίνεν και ο Βαϊναμόινεν δεν είχαν ούτε συζύγους ούτε πλούτη. Γεμάτος πικρία για αυτή την αδικία, ο βάρδος πρότεινε να πάρουν πίσω το Σάμπο, και έτσι, οι δυο τους έπλευσαν βόρεια με τη βοήθεια του Λεμινκάινεν, ενός όμορφου νεαρού, γνωστού για τους μπελάδες που προκαλούσε.
Years passed, and while Pohjola prospered, Ilmarinen and Väinämöinen were without wives or great wealth. Bitter about this injustice, the bard proposed a quest to retrieve the Sampo, and the two sailed north with the help of Lemminkäinen— a beautiful young man with a history of starting trouble.
Μόλις έφτασαν, ο Βαϊναμόινεν ζήτησε τα μισά κέρδη του Σάμπο ως αποζημίωση, αλλιώς θα το έπαιρναν με τη βία. Έξαλλη με αυτό το αίτημα, η Λόουχι κάλεσε τις δυνάμεις της να πολεμήσουν τους ήρωες. Αλλά καθώς ο στρατός της ετοιμαζόταν για πόλεμο, ο βάρδος έπαιξε τη μαγική του άρπα, την Κάντελε, μαγεύοντας όλους όσους την άκουσαν και βυθίζοντας την Πόχιολα σε ύπνο. Ανεμπόδιστοι, οι τρεις άντρες πήραν το Σάμπο και ξεγλίστρησαν αθόρυβα.
Upon arrival, Väinämöinen requested half the Sampo’s profits as compensation— or they’d take the artifact by force. Outraged at this request, Louhi summoned her forces to fight the heroes. But as her army readied for war, the bard played his magic harp, Kantele, entrancing all who heard it and sending Pohjola into a deep slumber. Unimpeded, the three men took the Sampo and quietly made their escape.
Ο Λεμινκάινεν ήταν ενθουσιασμένος με την επιτυχία τους και ζήτησε να τραγουδήσει ο Βαϊναμόινεν για τον θρίαμβό τους. Ο βάρδος αρνήθηκε, επειδή ήξερε ότι ο κίνδυνος ήταν ακόμα υπαρκτός. Μετά από 3 μέρες ταξιδιού όμως, ο Λεμινκάινεν κυριεύτηκε από τον ενθουσιασμό του και άρχισε να τραγουδά απερίσκεπτα. Η φρικτή φωνή του ξύπνησε έναν κοντινό γερανό, του οποίου οι διαπεραστικές κραυγές ξύπνησαν τις ορδές της Πόχιολα. Ο στρατός τούς καταδίωξε. Καθώς το πλοίο τους τους πλησίασε, ο Βαϊναμόινεν ύψωσε έναν βράχο για να τρυπήσει το σκάφος τους. Απτόητη, η Λόουχι μεταμορφώθηκε σε τεράστιο αετό, μεταφέροντας στην πλάτη της τον στρατό της ενώ αυτός επετίθετο στο σκάφος των ηρώων. Κατάφερε να αρπάξει το Σάμπο με τα νύχια της, αλλά την ίδια στιγμή έπεσε στη θάλασσα, διαλύθηκε σε αμέτρητα κομμάτια και βούλιαξε τόσο βαθιά, που δεν μπορούσε πλέον να το φτάσει.
Lemminkäinen was ecstatic at their success, and demanded that Väinämöinen sing of their triumph. The bard refused, knowing the dangers of celebrating too early. But after three days of traveling, Lemminkäinen’s excitement overwhelmed him, and he recklessly broke out in song. His awful singing voice woke a nearby crane, whose screeching cries roused the Pohjolan horde. The army made chase. As their warship closed in, Väinämöinen raised a rock to breach their hull. Undeterred, Louhi transformed into a giant eagle, carrying her army on her back as they attacked the heroes’ vessel. She managed to grab the Sampo in her claw, but just as quickly, it dropped into the sea, shattering into pieces and sinking deep beyond her talon’s reach.
Θαμμένα στον βυθό του ωκεανού, τα απομεινάρια αυτής της πανίσχυρης συσκευής παραμένουν στο βασίλειο του Άχτι, του θεού του νερού, όπου δημιουργούν αλάτι για τις θάλασσες μέχρι και σήμερα.
Buried on the ocean floor, the remnants of this powerful device remain in the realm of Ahti, god of water— where they grind salt for the seas to this very day.