Είμαι βετεράνος του αστρόπλοιου Εντερπράιζ. Ταξίδεψα σε όλο τον γαλαξία οδηγώντας ένα τεράστιο αστρόπλοιο με πλήρωμα από ανθρώπους από όλον τον κόσμο, πολλές διαφορετικές φυλές, πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί, πολλές διαφορετικές κληρονομιές, όλοι να δουλεύουν μαζί, και η αποστολή μας ήταν να εξερευνήσουμε άγνωστους νέους κόσμους, να αναζητήσουμε νέα ζωή και νέους πολιτισμούς, να πάμε τολμηρά εκεί που δεν έχει πάει ποτέ κανένας.
I'm a veteran of the starship Enterprise. I soared through the galaxy driving a huge starship with a crew made up of people from all over this world, many different races, many different cultures, many different heritages, all working together, and our mission was to explore strange new worlds, to seek out new life and new civilizations, to boldly go where no one has gone before.
Λοιπόν - (Χειροκρότημα) - Είμαι εγγονός μεταναστών από την Ιαπωνία που πήγαν στην Αμερική, πηγαίνοντας τολμηρά σε έναν άγνωστο νέο κόσμο, ψάχνοντας για νέες ευκαιρίες. Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Σακραμέντο, στην Καλιφόρνια. Ο πατέρας μου ήταν από το Σαν Φρανσίσκο. Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στο Λος Άντζελες, και εγώ γεννήθηκα εκεί.
Well — (Applause) — I am the grandson of immigrants from Japan who went to America, boldly going to a strange new world, seeking new opportunities. My mother was born in Sacramento, California. My father was a San Franciscan. They met and married in Los Angeles, and I was born there.
Ήμουν τεσσάρων ετών όταν βομβαρδίστηκε το Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941 από την Ιαπωνία, και μέσα σε μια νύχτα, ο κόσμος βυθίστηκε σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Ξαφνικά η Αμερική καταλήφθηκε από υστερία. Οι Ιαπωνοαμερικανοί, Αμερικανοί πολίτες με ιαπωνική καταγωγή, αντιμετωπίζονταν με υποψία και φόβο και ξεκάθαρο μίσος απλά επειδή τύχαινε να μοιάζουμε με αυτούς που βομβάρδισαν το Περλ Χάρμπορ. Και η υστερία μεγάλωνε και μεγάλωνε μέχρι που τον Φεβρουάριο του 1942, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ, διέταξε όλοι οι Ιαπωνοαμερικανοί στη Δυτική Ακτή της Αμερικής να περιοριστούν με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς απαγγελία κατηγοριών, χωρίς δίκη, χωρίς νόμιμη οδό. Η νόμιμη οδός είναι ένας βασικός πυλώνας του δικαστικού συστήματός μας. Όλα αυτά εξαφανίστηκαν. Έπρεπε να μας μαζέψουν και να μας φυλακίσουν σε 10 στρατόπεδα φυλακών με συρματόπλεγμα σε μερικά από τα πιο απομακρυσμένα σημεία στην Αμερική: την καυτή έρημο της Αριζόνα, τους αποπνικτικούς βάλτους του Άρκανσας, τις άγονες εκτάσεις του Ουαϊόμινγκ, Άινταχο, Γιούτα, Κολοράντο, και δύο από τα πιο ερημωμένα σημεία στην Καλιφόρνια.
I was four years old when Pearl Harbor was bombed on December 7, 1941 by Japan, and overnight, the world was plunged into a world war. America suddenly was swept up by hysteria. Japanese-Americans, American citizens of Japanese ancestry, were looked on with suspicion and fear and with outright hatred simply because we happened to look like the people that bombed Pearl Harbor. And the hysteria grew and grew until in February 1942, the president of the United States, Franklin Delano Roosevelt, ordered all Japanese-Americans on the West Coast of America to be summarily rounded up with no charges, with no trial, with no due process. Due process, this is a core pillar of our justice system. That all disappeared. We were to be rounded up and imprisoned in 10 barbed-wire prison camps in some of the most desolate places in America: the blistering hot desert of Arizona, the sultry swamps of Arkansas, the wastelands of Wyoming, Idaho, Utah, Colorado, and two of the most desolate places in California.
Στις 20 Απριλίου γιόρτασα τα πέμπτα μου γενέθλια, και μόλις μερικές εβδομάδες μετά τα γενέθλιά μου, οι γονείς μου πήραν τον μικρό μου αδελφό, την αδελφούλα μου κι εμένα νωρίς το πρωί, και μας έντυσαν βιαστικά. Ο αδελφός μου κι εγώ ήμασταν στο σαλόνι και κοιτούσαμε έξω από το μπροστινό παράθυρο, και είδαμε δύο στρατιώτες να έρχονται στην είσοδό μας. Έφεραν ξιφολόγχες στα τουφέκια τους. Βάδισαν βαριά στην μπροστινή βεράντα και χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Ο πατέρας μου την άνοιξε, και οι στρατιώτες μας διέταξαν να βγούμε από το σπίτι μας. Ο πατέρας μου έδωσε στον αδελφό μου κι εμένα να κρατήσουμε μικρές αποσκευές, και βγήκαμε έξω και σταθήκαμε στον δρόμο περιμένοντας να βγει η μητέρα μας, και όταν τελικά βγήκε η μητέρα μας, είχε το μωρό στο ένα χέρι, και ένα τεράστιο σακίδιο στο άλλο, και δάκρυα κυλούσαν και στα δυό της μάγουλα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Είναι μόνιμα αποτυπωμένη στη μνήμη μου.
On April 20th, I celebrated my fifth birthday, and just a few weeks after my birthday, my parents got my younger brother, my baby sister and me up very early one morning, and they dressed us hurriedly. My brother and I were in the living room looking out the front window, and we saw two soldiers marching up our driveway. They carried bayonets on their rifles. They stomped up the front porch and banged on the door. My father answered it, and the soldiers ordered us out of our home. My father gave my brother and me small luggages to carry, and we walked out and stood on the driveway waiting for our mother to come out, and when my mother finally came out, she had our baby sister in one arm, a huge duffel bag in the other, and tears were streaming down both her cheeks. I will never be able to forget that scene. It is burned into my memory.
Μας πήραν από το σπίτι μας και μας φορτώσαν σε βαγόνια με άλλες Ιαπωνοαμερικάνικες οικογένειες. Είχαν τοποθετήσει φρουρούς στα δύο άκρα κάθε βαγονιού, λες και ήμασταν εγκληματίες. Διανύσαμε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, κλυδωνιζόμενοι στο τρένο για τέσσερις μέρες και τρεις νύχτες, στους βάλτους του Άρκανσας. Ακόμη θυμάμαι τον φράχτη με το συρματόπλεγμα που με περιόριζε. Θυμάμαι τον ψηλό πύργο φρουράς με τα πολυβόλα να μας στοχεύουν. Θυμάμαι τον προβολέα που με ακολουθούσε όταν έτρεχα το βράδυ από τον κοιτώνα μου στα αποχωρητήρια. Αλλα ως πεντάχρονο παιδί, μου φαινόταν ευγενικό που μου φώτιζαν τον δρόμο για να πάω να κατουρήσω. Ήμουν παιδί, πολύ μικρό να καταλάβω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρισκόμουν εκεί.
We were taken from our home and loaded on to train cars with other Japanese-American families. There were guards stationed at both ends of each car, as if we were criminals. We were taken two thirds of the way across the country, rocking on that train for four days and three nights, to the swamps of Arkansas. I still remember the barbed wire fence that confined me. I remember the tall sentry tower with the machine guns pointed at us. I remember the searchlight that followed me when I made the night runs from my barrack to the latrine. But to five-year-old me, I thought it was kind of nice that they'd lit the way for me to pee. I was a child, too young to understand the circumstances of my being there.
Τα παιδιά έχουν εκπληκτική προσαρμοστικότητα. Αυτό που θα ήταν τερατωδώς μη φυσιολογικό έγινε για μένα καθημερινότητα στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Έγινε ρουτίνα για μένα να στήνομαι στην ουρά τρεις φορές την ημέρα για να φάω άθλιο φαγητό σε μια θορυβώδη αίθουσα εστίασης. Ήταν κανονικό για μένα να πηγαίνω με τον πατέρα μου να κάνω μπάνιο στο κοινόχρηστο ντους. Το να είμαι στη φυλακή, ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων με συρματόπλεγμα, έγινε για μένα φυσιολογικό.
Children are amazingly adaptable. What would be grotesquely abnormal became my normality in the prisoner of war camps. It became routine for me to line up three times a day to eat lousy food in a noisy mess hall. It became normal for me to go with my father to bathe in a mass shower. Being in a prison, a barbed-wire prison camp, became my normality.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, μας απελευθέρωσαν, και μας έδωσαν ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για οπουδήποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι γονείς μου αποφάσισαν να επιστρέψουμε σπίτι στο Λος Άντζελες, αλλά το Λος Άντζελες δεν ήταν ένας φιλόξενος τόπος. Ήμασταν άφραγκοι. Μας είχαν πάρει τα πάντα, και η εχθρότητα ήταν έντονη. Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Σκιντ Ρόου το χειρότερο κομμάτι της πόλης μας, και ζούσαμε με άστεγους, μέθυσους και τρελούς, η δυσοσμία από ούρα παντού, στον δρόμο, στο σοκάκι, στο χωλ. Ήταν μια απαίσια εμπειρία, και εμάς τα παιδιά, μας τρομοκρατούσε. Θυμάμαι μια φορά ήρθε ένας μέθυσος παραπατώντας, έπεσε ακριβώς μπροστά μας, και ξέρασε. Η αδελφούλα μου είπε, «Μαμά, πάμε πίσω στο σπίτι», επειδή πίσω από τα συρματοπλέγματα ήταν για μας το σπίτι.
When the war ended, we were released, and given a one-way ticket to anywhere in the United States. My parents decided to go back home to Los Angeles, but Los Angeles was not a welcoming place. We were penniless. Everything had been taken from us, and the hostility was intense. Our first home was on Skid Row in the lowest part of our city, living with derelicts, drunkards and crazy people, the stench of urine all over, on the street, in the alley, in the hallway. It was a horrible experience, and for us kids, it was terrorizing. I remember once a drunkard came staggering down, fell down right in front of us, and threw up. My baby sister said, "Mama, let's go back home," because behind barbed wires was for us home.
Οι γονείς μου δούλεψαν σκληρά για να σταθούν και πάλι στα πόδια τους. Είχαμε χάσει τα πάντα. Ήταν στο μέσο της ζωής τους και ξεκινούσαν πάλι από την αρχή. Ξεπατώθηκαν στη δουλειά, και τελικά μπόρεσαν να μαζέψουν το κεφάλαιο για να αγοράσουν ένα σπίτι με τρία υπνοδωμάτια σε μια καλή γειτονιά. Ήμουν έφηβος, και μου κίνησε την περιέργεια η φυλάκιση της παιδικής μου ηλικίας. Είχα διαβάσει βιβλία αγωγής του πολίτη που μου έλεγαν για τα ιδανικά της Αμερικανικής δημοκρατίας. Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, έχουμε ένα αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την αναζήτηση της ευτυχίας, και αυτό δεν ταίριαζε με τη φυλάκιση που έζησα στα παιδικά μου χρόνια. Διάβασα βιβλία ιστορίας, και δεν μπόρεσα να βρω κάτι γι' αυτό. Έτσι μετά το δείπνο, έκανα με τον πατέρα μου μακρόχρονες και συχνά φορτισμένες συζητήσεις. Κάναμε πολλές τέτοιες συζητήσεις, και αυτό που μου έμεινε από αυτές ήταν η σοφία του πατέρα μου. Ήταν αυτός που υπέφερε περισσότερο σε αυτές τις συνθήκες φυλάκισης, και όμως κατανοούσε την αμερικανική δημοκρατία. Μου είπε ότι η δημοκρατία μας είναι μια δημοκρατία του λαού, και θα είναι τόσο σπουδαία όσο και ο λαός, αλλά και τόσο σφαλερή όσο είναι και ο λαός. Μου είπε ότι η αμερικανική δημοκρατία εξαρτάται ζωτικά από τους καλούς ανθρώπους που αγαπούν τα ιδεώδη του συστήματός μας και εμπλέκονται ενεργά στη διαδικασία της εφαρμογής της δημοκρατίας. Με πήγε σε ένα εκλογικό κέντρο - ο κυβερνήτης του Ιλινόις ήταν υποψήφιος για την προεδρία - και μου έμαθε τα βασικά της αμερικανικής εκλογικής πολιτικής. Επίσης μου μίλησε για τους νεαρούς Ιαπωνοαμερικανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
My parents worked hard to get back on their feet. We had lost everything. They were at the middle of their lives and starting all over. They worked their fingers to the bone, and ultimately they were able to get the capital together to buy a three-bedroom home in a nice neighborhood. And I was a teenager, and I became very curious about my childhood imprisonment. I had read civics books that told me about the ideals of American democracy. All men are created equal, we have an inalienable right to life, liberty and the pursuit of happiness, and I couldn't quite make that fit with what I knew to be my childhood imprisonment. I read history books, and I couldn't find anything about it. And so I engaged my father after dinner in long, sometimes heated conversations. We had many, many conversations like that, and what I got from them was my father's wisdom. He was the one that suffered the most under those conditions of imprisonment, and yet he understood American democracy. He told me that our democracy is a people's democracy, and it can be as great as the people can be, but it is also as fallible as people are. He told me that American democracy is vitally dependent on good people who cherish the ideals of our system and actively engage in the process of making our democracy work. And he took me to a campaign headquarters — the governor of Illinois was running for the presidency — and introduced me to American electoral politics. And he also told me about young Japanese-Americans during the Second World War.
Όταν βομβαρδίστηκε το Περλ Χάρμπορ, οι νεαροί Ιαπωνοαμερικανοί, όπως όλοι οι νέοι Αμερικάνοι, έτρεξαν να καταταγούν για να πολεμήσουν εθελοντικά για την πατρίδα μας. Αυτή η πράξη πατριωτισμού απαντήθηκε με ένα χαστούκι. Μας αρνήθηκαν να υπηρετήσουμε, και μας κατηγοριοποιήσαν ως μη αλλοδαπούς εχθρούς. Ήταν εξωφρενικό να σε αποκαλούν εχθρό όταν δηλώνεις εθελοντικά πως θέλεις να πολεμήσεις για την πατρίδα σου, αλλά αυτό συνδυαζόταν με το χαρακτηρισμό «μη-αλλοδαπός», που είναι μια φράση που σημαίνει «πολίτης» αρνητικά. Μας στέρησαν ακόμη και τη λέξη «πολίτης» και τους φυλάκισαν για έναν ολόκληρο χρόνο.
When Pearl Harbor was bombed, young Japanese-Americans, like all young Americans, rushed to their draft board to volunteer to fight for our country. That act of patriotism was answered with a slap in the face. We were denied service, and categorized as enemy non-alien. It was outrageous to be called an enemy when you're volunteering to fight for your country, but that was compounded with the word "non-alien," which is a word that means "citizen" in the negative. They even took the word "citizen" away from us, and imprisoned them for a whole year.
Και μετά η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι υπήρχε έλλειψη σε πολεμικό ανθρώπινο δυναμικό, και όσο ξαφνικά μας μάζεψαν, άλλο τόσο επέτρεψαν τη στρατιωτική υπηρεσία σε νεαρούς Ιαπωνοαμερικανούς. Ήταν τελείως παράλογο, αλλά το εκπληκτικό, το πρωτοφανές, ήταν ότι χιλιάδες νεαροί και νεαρές Ιαπωνοαμερικανοί έφυγαν μέσα από τους φράχτες με το συρματόπλεγμα, έβαλαν την ίδια στολή με τους φύλακές μας, αφήνοντας τις οικογένειές τους στη φυλακή, για να πολεμήσουν γι' αυτήν τη χώρα.
And then the government realized that there's a wartime manpower shortage, and as suddenly as they'd rounded us up, they opened up the military for service by young Japanese-Americans. It was totally irrational, but the amazing thing, the astounding thing, is that thousands of young Japanese-American men and women again went from behind those barbed-wire fences, put on the same uniform as that of our guards, leaving their families in imprisonment, to fight for this country.
Είπαν ότι θα πολεμούσαν όχι μόνο για να ελευθερώσουν τις οικογένειές τους από τους φράχτες με το συρματόπλεγμα, αλλά επειδή αγαπούσαν το ιδεώδες που αντιπροσωπεύει η κυβέρνησή μας, που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει, και αυτό ακυρωνόταν από αυτό που ήδη γινόταν.
They said that they were going to fight not only to get their families out from behind those barbed-wire fences, but because they cherished the very ideal of what our government stands for, should stand for, and that was being abrogated by what was being done.
Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι. Και πήγαν και πολέμησαν γι' αυτήν τη χώρα. Τους έβαλαν σε μια ξεχωριστή μονάδα μόνο με Ιαπωνοαμερικανούς και τους έστειλαν στα πεδία μάχης της Ευρώπης, και έπεσαν με τα μούτρα σε αυτά. Πολέμησαν με εκπληκτικό, απίστευτο θάρρος και ανδρεία. Τους έστελναν στις πιο επικίνδυνες αποστολές και υπέστησαν το υψηλότερο ποσοστό θυμάτων στη μάχη αναλογικά με οποιαδήποτε μονάδα.
All men are created equal. And they went to fight for this country. They were put into a segregated all Japanese-American unit and sent to the battlefields of Europe, and they threw themselves into it. They fought with amazing, incredible courage and valor. They were sent out on the most dangerous missions and they sustained the highest combat casualty rate of any unit proportionally.
Υπάρχει μια μάχη που το αντικατοπτρίζει αυτό. Ήταν η μάχη για τη Γοτθική Γραμμή. Οι Γερμανοί είχαν οχυρωθεί σε αυτή τη βουνοπλαγιά, τη βραχώδη πλαγιά, σε απόρθητες σπηλιές, και τρία συμμαχικά τάγματα τους σφυροκοπούσαν για έξι μήνες, και ήταν σε αδιέξοδο. Κάλεσαν το 442ο τάγμα για να μπει στη μάχη, αλλά οι άντρες του 442ου σκέφτηκαν μια μοναδική αλλά επικίνδυνη ιδέα: Το πίσω μέρος του βουνού ήταν ένας ένα απόκρημνος βράχος. Οι Γερμανοί νόμιζαν ότι μια επίθεση από την πίσω πλευρά θα ήταν αδύνατη. Οι άντρες του 442ου αποφάσισαν να κάνουν το αδύνατο. Σε μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι, άρχισαν να σκαρφαλώνουν αυτόν τον πέτρινο τοίχο, ύψους πάνω από 300 μετρά, με πλήρες εξοπλισμό μάχης. Σκαρφάλωναν όλη νύχτα σε αυτόν τον απόκρυμνο βράχο. Στο σκοτάδι, μερικοί έχασαν το κράτημα ή το στήριγμα του ποδιού τους και έχασαν τη ζωή τους πέφτοντας στη χαράδρα από κάτω. Όλοι τους έπεσαν σιωπηλά. Ούτε ένας δεν φώναξε, για να μη μαρτυρήσει τη θέση τους. Οι άντρες σκαρφάλωναν για οκτώ συνεχόμενες ώρες, και αυτοί που τα κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή έμειναν εκεί μέχρι το πρώτο φως της αυγής, και μόλις χάραξε, επιτέθηκαν. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, και το 442ο κατέλαβε τον λόφο και έσπασε τη Γοτθική Γραμμή. Το εξάμηνο αδιέξοδο έσπασε από το 442ο μέσα σε 32 λεπτά.
There is one battle that illustrates that. It was a battle for the Gothic Line. The Germans were embedded in this mountain hillside, rocky hillside, in impregnable caves, and three allied battalions had been pounding away at it for six months, and they were stalemated. The 442nd was called in to add to the fight, but the men of the 442nd came up with a unique but dangerous idea: The backside of the mountain was a sheer rock cliff. The Germans thought an attack from the backside would be impossible. The men of the 442nd decided to do the impossible. On a dark, moonless night, they began scaling that rock wall, a drop of more than 1,000 feet, in full combat gear. They climbed all night long on that sheer cliff. In the darkness, some lost their handhold or their footing and they fell to their deaths in the ravine below. They all fell silently. Not a single one cried out, so as not to give their position away. The men climbed for eight hours straight, and those who made it to the top stayed there until the first break of light, and as soon as light broke, they attacked. The Germans were surprised, and they took the hill and broke the Gothic Line. A six-month stalemate was broken by the 442nd in 32 minutes.
Ήταν μια εκπληκτική πράξη, και όταν τελείωσε ο πόλεμος, το 442ο επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες ως η πιο παρασημοφορημένη μονάδα ολόκληρου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τους χαιρέτησε στον κήπο του Λευκού Οίκου ο Πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος τους είπε, «Πολεμήσατε όχι μόνο τον εχθρό αλλά και την προκατάληψη, και νικήσατε».
It was an amazing act, and when the war ended, the 442nd returned to the United States as the most decorated unit of the entire Second World War. They were greeted back on the White House Lawn by President Truman, who said to them, "You fought not only the enemy but prejudice, and you won."
Είναι οι ήρωές μου. Επέμειναν στην πίστη τους στα λαμπρά ιδεώδη αυτής της χώρας, και απέδειξαν ότι το να είσαι Αμερικάνος δεν μόνο για μερικούς ανθρώπους, ότι η φυλή δεν προσδιορίζει αν είσαι Αμερικάνος. Επέκτειναν την έννοια του Αμερικάνου, να συμπεριλαμβάνει τους Ιαπωνοαμερικανούς που τους φοβούνταν και υποψιάζονταν και μισούσαν. Ήταν οι παράγοντες αλλαγής, και μου άφησαν μια κληρονομιά. Είναι οι ήρωές μου και ο πατέρας μου είναι ο ήρωάς μου, που καταλάβαινε τη δημοκρατία και μου την έμαθε. Μου έδωσαν μια κληρονομιά, και με αυτήν την κληρονομιά έρχεται και μια ευθύνη, και έχω αφιερωθεί στο να κάνω τη χώρα μου μια ακόμη καλύτερη Αμερική, στο να κάνω την κυβέρνησή μας μια ακόμη πιο πραγματική δημοκρατία, κι εξαιτίας των ηρώων που έχω και των αγώνων που έχουμε δώσει, μπορώ να στέκομαι μπροστά σας ως ένας ομοφυλόφιλος Ιαπωνοαμερικάνος, αλλά περισσότερο από αυτό, είμαι ένας υπερήφανος Αμερικάνος.
They are my heroes. They clung to their belief in the shining ideals of this country, and they proved that being an American is not just for some people, that race is not how we define being an American. They expanded what it means to be an American, including Japanese-Americans that were feared and suspected and hated. They were change agents, and they left for me a legacy. They are my heroes and my father is my hero, who understood democracy and guided me through it. They gave me a legacy, and with that legacy comes a responsibility, and I am dedicated to making my country an even better America, to making our government an even truer democracy, and because of the heroes that I have and the struggles that we've gone through, I can stand before you as a gay Japanese-American, but even more than that, I am a proud American.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Thank you very much.
(Χειροκρότημα)
(Applause)