Είμαι συγγραφέας. Η συγγραφή βιβλίων δεν είναι μόνο το επάγγελμά μου, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η μεγάλη αγάπη και προσήλωση της ζωής μου. Και δεν νομίζω ότι αυτό θ' αλλάξει ποτέ. Παρόλ' αυτά κάτι παράξενο συνέβη πρόσφατα στη ζωή και στην καριέρα μου, που μ' έχει κάνει να αναθεωρήσω όλη μου τη σχέση με τη δουλειά μου. Και το παράξενο πράγμα είναι ότι πρόσφατα έγραψα ένα βιβλίο, τις αναμνήσεις με τίτλο "Eat, Pray, Love" το οποίο σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία μου είχε για κάποιο λόγο απήχηση στον κόσμο, και δημιούργησε μια μεγάλη σούπερ-εντύπωση, έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ. Με αποτέλεσμα, όπου κι αν βρεθώ σήμερα να με αντιμετωπίζουν σαν καταδικασμένη. Αλήθεια -- καταδικασμένη, καταδικασμένη! Με πλησιάζουν, ας πούμε, όλο ανησυχία, και μου λένε: "Δε φοβάσαι μήπως δεν μπορέσεις ποτέ να κάνεις κάτι καλύτερο;" "Δε φοβάσαι ότι θα συνεχίσεις να γράφεις όλη σου τη ζωή αλλά δε θα ξαναμπορέσεις να γράψεις ένα βιβλίο που να ενδιαφέρει οποιονδήποτε στον κόσμο, έστω και λίγο, ποτέ ξανά;"
I am a writer. Writing books is my profession but it's more than that, of course. It is also my great lifelong love and fascination. And I don't expect that that's ever going to change. But, that said, something kind of peculiar has happened recently in my life and in my career, which has caused me to have to recalibrate my whole relationship with this work. And the peculiar thing is that I recently wrote this book, this memoir called "Eat, Pray, Love" which, decidedly unlike any of my previous books, went out in the world for some reason, and became this big, mega-sensation, international bestseller thing. The result of which is that everywhere I go now, people treat me like I'm doomed. Seriously -- doomed, doomed! Like, they come up to me now, all worried, and they say, "Aren't you afraid you're never going to be able to top that? Aren't you afraid you're going to keep writing for your whole life and you're never again going to create a book that anybody in the world cares about at all, ever again?"
Πολύ ενθαρρυντικό· όπως καταλαβαίνετε. Θα μπορούσε να'ναι και χειρότερα, εκτός από τότε που, θυμάμαι, πριν από 20 χρόνια, όταν πρωτάρχισα να λέω -- στην εφηβεία μου -- ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, συνάντησα την ίδια τρομοκρατημένη αντίδραση. Μου λέγανε "Δε φοβάσαι μήπως δεν κάνεις ποτέ επιτυχία;" Δε φοβάσαι ότι η ταπείνωση και η απόρριψη θα σε σκοτώσουν; Δε φοβάσαι μήπως δουλέψεις όλη σου τη ζωή σ' αυτή την τέχνη και δεν επέρθει τίποτα από αυτό και καταλήξεις να πεθάνεις πάνω σ' ένα σωρό θρυμματισμένα όνειρα με το στόμα γεμάτο πικρή στάχτη αποτυχίας; (Γέλια) Έτσι, που λέτε.
So that's reassuring, you know. But it would be worse, except for that I happen to remember that over 20 years ago, when I was a teenager, when I first started telling people that I wanted to be a writer, I was met with this same sort of fear-based reaction. And people would say, "Aren't you afraid you're never going to have any success? Aren't you afraid the humiliation of rejection will kill you? Aren't you afraid that you're going to work your whole life at this craft and nothing's ever going to come of it and you're going to die on a scrap heap of broken dreams with your mouth filled with bitter ash of failure?" (Laughter) Like that, you know.
Η απάντηση -- μονολεκτική απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι "Ναι". Ναι, τα φοβάμαι όλα αυτά. Πάντα τα φοβόμουνα. Και φοβάμαι πολλά ακόμα πράγματα που κανείς δεν μπορεί να τα φαντάστει. Τα φύκια, ας πούμε, και άλλα πράγματα που είναι τρομαχτικά. Όταν όμως πρόκειται για το γράψιμο εκείνο που μ' απασχολεί τώρα τελευταία και με κάνει ν' αναρωτιέμαι, είναι γιατί; Ξέρετε, είναι λογικό; Είναι λογικό να θεωρούμε φυσικό ότι κάποιος φοβάται τη δουλειά για την οποία αισθάνεται ότι είναι πλασμένος πάνω στη Γη. Ξέρετε, τι είναι αυτό στα δημιουργικά επαγγέλματα, που φαίνεται να μας κάνει ν' ανησυχούμε ιδιαίτερα για την ψυχική μας υγεία, ενώ σ' άλλα επαγγέλματα δεν συμβαίνει; Ο μπαμπάς μου, ας πούμε, ήταν χημικός μηχανικός και δεν θυμάμαι ούτε μία φορά στα 40 χρόνια καριέρας να τον ρωτά κανείς μήπως φοβόταν που ήταν χημικός μηχανικός. Ποτέ -- ¨Με εκείνο το χημικό στοιχείο, Τζων, πώς πάει;" Δεν υπήρχε κανένα απολύτως θέμα. Για να λέμε του στραβού το δίκιο, οι χημικοί μηχανικοί ως ομάδα δεν απέκτησαν ποτέ τη φήμη, στη διάρκεια των αιώνων, ότι είναι αλκοολικοί μανιο-καταθλιπτικοί. (Γέλια)
The answer -- the short answer to all those questions is, "Yes." Yes, I'm afraid of all those things. And I always have been. And I'm afraid of many, many more things besides that people can't even guess at, like seaweed and other things that are scary. But, when it comes to writing, the thing that I've been sort of thinking about lately, and wondering about lately, is why? You know, is it rational? Is it logical that anybody should be expected to be afraid of the work that they feel they were put on this Earth to do. And what is it specifically about creative ventures that seems to make us really nervous about each other's mental health in a way that other careers kind of don't do, you know? Like my dad, for example, was a chemical engineer and I don't recall once in his 40 years of chemical engineering anybody asking him if he was afraid to be a chemical engineer, you know? "That chemical-engineering block, John, how's it going?" It just didn't come up like that, you know? But to be fair, chemical engineers as a group haven't really earned a reputation over the centuries for being alcoholic manic-depressives. (Laughter)
Εμείς οι συγγραφείς, έχουμε κάπως αυτή τη φήμη κι όχι μόνο οι συγγραφείς, αλλά οι δημιουργικοί άνθρωποι σ΄ όλα τα είδη φαίνεται, έχουν αυτή τη φήμη, ότι είναι εντελώς ασταθείς ψυχολογικά. Κοιτάξτε απλώς τη φριχτή στατιστική των θανάτων μόνο στον 20ο αιώνα, άνθρωποι με εξαίσια δημιουργικά μυαλά πέθαναν νέοι και συχνά αυτόχειρες. Ακόμα κι εκείνοι που δεν αυτοκτόνησαν κυριολεκτικά φαίνονται σαν να τους διέλυσε το ίδιο τους το χάρισμα. Ο Νόρμαν Μέιλερ, μόλις πριν πεθάνει, στην τελευταία του συνέντευξη, είπε: "Κάθε βιβλίο μου μ' έχει σκοτώσει λίγο ακόμα" Παράδοξη δήλωση για ένα έργο ζωής. Δεν ξαφνιαζόμαστε καν όταν ακούμε τέτοιες δηλώσεις γιατί τις έχουμε ακούσει τόσα χρόνια που έχουμε κατά κάποιον τρόπο συλλογικά εσωτερικέψει και αποδεχτεί αυτή την αντίληψη ότι η δημιουργικότητα και η ταλαιπωρία συνδέονται εσωτερικά και ότι η καλλιτεχνία, στο τέλος, οδηγεί πάντα στο άγχος.
We writers, we kind of do have that reputation, and not just writers, but creative people across all genres, it seems, have this reputation for being enormously mentally unstable. And all you have to do is look at the very grim death count in the 20th century alone, of really magnificent creative minds who died young and often at their own hands, you know? And even the ones who didn't literally commit suicide seem to be really undone by their gifts, you know. Norman Mailer, just before he died, last interview, he said, "Every one of my books has killed me a little more." An extraordinary statement to make about your life's work. But we don't even blink when we hear somebody say this, because we've heard that kind of stuff for so long and somehow we've completely internalized and accepted collectively this notion that creativity and suffering are somehow inherently linked and that artistry, in the end, will always ultimately lead to anguish.
Θέλω όμως να σας ρωτήσω όλους σήμερα συμφωνείτε μ' αυτήν την ιδέα; Σας αναπαύει; γιατί λίγο να το καλοσκεφτείς και, ξέρετε, αυτή η παραδοχή δε μ' αρέσει καθόλου. Την θεωρώ απαίσια. Είναι κι επικίνδυνη, νομίζω, και δεν θέλω να τη δω να επιβιώνει στον επόμενο αιώνα. Καλύτερα να ενθαρρύνουμε τις δημιουργικές διάνοιες να ζουν.
And the question that I want to ask everybody here today is are you guys all cool with that idea? Are you comfortable with that? Because you look at it even from an inch away and, you know -- I'm not at all comfortable with that assumption. I think it's odious. And I also think it's dangerous, and I don't want to see it perpetuated into the next century. I think it's better if we encourage our great creative minds to live.
Και ξέρω απολύτως ότι στην περίπτωσή μου -- στην κατάστασή μου -- θα 'ταν πολύ επικίνδυνο ν' αρχίσω να ολισθαίνω σ' αυτό το σκοτεινό μονοπάτι της προκατάληψης, δεδομένης μάλιστα και της στιγμής που βρίσκομαι τώρα στην καριέρα μου. Είμαι, για σκεφτείτε το, αρκετά νέα, γύρω στα 40. Μου μένουν ίσως άλλες τέσσερις δεκαετίες δουλειάς. Και είναι απολύτως πιθανό, ό,τι και να γράψω από δω και πέρα να κριθεί ως το έργο που ακολούθησε την τερατώδη επιτυχία του τελευταίου μου βιβλίου, έτσι δεν είναι; Θα το πω ωμά, είμαστε πια σαν φίλοι εδώ τώρα -- είναι απολύτως πιθανό η μεγαλύτερη επιτυχία μου να ανήκει πια στο παρελθόν. Αμάν, τι σκέψη! Τέτοιες σκέψεις κάνουν τον άνθρωπο να πιάνει το τζιν απ' τις εννιά το πρωί, και δε θέλω να μου συμβεί. (Γέλια) Προτιμώ να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά που αγαπώ.
And I definitely know that, in my case -- in my situation -- it would be very dangerous for me to start sort of leaking down that dark path of assumption, particularly given the circumstance that I'm in right now in my career. Which is -- you know, like check it out, I'm pretty young, I'm only about 40 years old. I still have maybe another four decades of work left in me. And it's exceedingly likely that anything I write from this point forward is going to be judged by the world as the work that came after the freakish success of my last book, right? I should just put it bluntly, because we're all sort of friends here now -- it's exceedingly likely that my greatest success is behind me. So Jesus, what a thought! That's the kind of thought that could lead a person to start drinking gin at nine o'clock in the morning, and I don't want to go there. (Laughter) I would prefer to keep doing this work that I love.
Πώς λοιπόν; αυτό είναι το ερώτημα. Μου φαίνεται, κατόπιν πολλής σκέψεως, ότι, για να συνεχίσω να γράφω, πρέπει να δημιουργήσω κάποια ψυχολογική προστασία, έτσι δεν είναι; Πρέπει να βρω τον τρόπο να βρίσκεται ο εαυτός μου σε απόσταση ασφαλείας καθώς γράφω, από το απολύτως φυσικό άγχος για την υποδοχή που από δω και μπρος επιφυλάσσεται στα γραφτά μου. Κι έτσι όπως ψάχνω εδώ κι ένα χρόνο για πρότυπα, πώς να το κάνω αυτό, και ψάχνω μέσα στο χρόνο, ας πούμε, προσπαθώντας να βρω άλλες κοινωνίες για καλύτερες και πιο λογικές ιδέες απ' τις δικές μας για το πώς βοηθάμε δημιουργικούς ανθρώπους να μανουβράρουν τους εγγενείς συναισθηματικούς κινδύνους της δημιουργικότητας.
And so, the question becomes, how? And so, it seems to me, upon a lot of reflection, that the way that I have to work now, in order to continue writing, is that I have to create some sort of protective psychological construct, right? I have to sort of find some way to have a safe distance between me, as I am writing, and my very natural anxiety about what the reaction to that writing is going to be, from now on. And, as I've been looking, over the last year, for models for how to do that, I've been sort of looking across time, and I've been trying to find other societies to see if they might have had better and saner ideas than we have about how to help creative people sort of manage the inherent emotional risks of creativity.
Η έρευνά μου με οδήγησε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Περιμένετε λίγο λοιπόν, γιατί κάνει κύκλο και ξανάρχεται. Στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη πάντως δεν πιστεύανε ότι η δημιουργικότητα πηγάζει από τα ανθρώπινα όντα, εντάξει; Πιστεύανε ότι δημιουργικότητα ήταν ένα θείο υπηρετικό πνεύμα που έφτανε στους ανθρώπους από κάποια μακρινή, άγνωστη προέλευση, για μακρινούς και άγνωστους λόγους. Οι Έλληνες αποκαλούσαν αυτά τα θεία υπηρετικά πνεύματα της δημιουργικότητας "δαίμονες". Ο Σωκράτης όπως ξέρουμε πίστευε ότι είχε ένα δαίμονα που του δίδασκε τη σοφία εξ αποστάσεως. Οι Ρωμαίοι είχαν την ίδια ιδέα, αλλά ονόμαζαν αυτό το ασώματο δημιουργικό πνεύμα ευφυΐα (τζίνιους). Έξοχα, γιατί οι Ρωμαίοι δεν πίστευαν πραγματικά ότι μια ιδοφυία ήταν ένα πολύ έξυπνο άτομο. Πίστευαν ότι η ευφυΐα ήταν μια μαγική θεϊκή οντότητα, που ζούσε κυριολεκτικά μέσα στους τοίχους στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, κάτι σαν τον Ντόμπυ, το ξωτικό του σπιτιού, και έβγαινε και βοηθούσε αόρατα τον καλλιτέχνη στη δουλειά του και διαμόρφωνε το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής.
And that search has led me to ancient Greece and ancient Rome. So stay with me, because it does circle around and back. But, ancient Greece and ancient Rome -- people did not happen to believe that creativity came from human beings back then, OK? People believed that creativity was this divine attendant spirit that came to human beings from some distant and unknowable source, for distant and unknowable reasons. The Greeks famously called these divine attendant spirits of creativity "daemons." Socrates, famously, believed that he had a daemon who spoke wisdom to him from afar. The Romans had the same idea, but they called that sort of disembodied creative spirit a genius. Which is great, because the Romans did not actually think that a genius was a particularly clever individual. They believed that a genius was this, sort of magical divine entity, who was believed to literally live in the walls of an artist's studio, kind of like Dobby the house elf, and who would come out and sort of invisibly assist the artist with their work and would shape the outcome of that work.
Έκτακτα λοιπόν -- να η απόσταση που σας έλεγα -- η ψυχολογική κατασκευή που σε προστατεύει από τα αποτελέσματα της δουλειάς σου. Κι όλοι ήξεραν πώς έτσι ήτανε τα πράγματα. Ο αρχαίος καλλιτέχνης λοιπόν ήταν προστατευμένος από ορισμένα πράγματα, όπως από τον πολύ ναρκισσισμός, ας πούμε. Αν η δουλειά σου ήταν εξαιρετική δεν μπορούσες να δεχτείς ολόκληρον τον έπαινο όλοι ήξεραν ότι σε είχε βοηθήσει το ασώματο τζίνι. Κι αν η δουλειά σου ήταν για τα μπάζα, δεν έφταιγες κι εντελώς. Όλοι ήξεραν ότι το τζίνι σου ήταν ανεπαρκές, ας πούμε. Κάπως έτσι έβλεπαν τη δημιουργικότητα στη Δύση για μεγάλη περίοδο της ιστορίας.
So brilliant -- there it is, right there, that distance that I'm talking about -- that psychological construct to protect you from the results of your work. And everyone knew that this is how it functioned, right? So the ancient artist was protected from certain things, like, for example, too much narcissism, right? If your work was brilliant, you couldn't take all the credit for it, everybody knew that you had this disembodied genius who had helped you. If your work bombed, not entirely your fault, you know? Everyone knew your genius was kind of lame. (Laughter)
And this is how people thought about creativity in the West
Κι έπειτα ήρθε η Αναγέννηση και όλα αλλάξανε, είχαμε τη φαεινή ιδέα να βάλουμε το άτομο στο κέντρο του σύμπαντος πάνω από θεούς και μυστήρια, και χάθηκε ο χώρος για μυστικές υπάρξεις που δέχονται οδηγίες απ' το θεϊκό. Είναι η αρχή του ορθολογικού ουμανισμού, και ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι η δημιουργικότητα πηγάζει εξ ολοκλήρου από το ατόμο. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι άνθρωποι αρχίζουν να λένε πως ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι ιδιοφυΐα αντί να λένε ότι έχει ένα τζίνι.
for a really long time. And then the Renaissance came and everything changed, and we had this big idea, and the big idea was, let's put the individual human being at the center of the universe above all gods and mysteries, and there's no more room for mystical creatures who take dictation from the divine. And it's the beginning of rational humanism, and people started to believe that creativity came completely from the self of the individual. And for the first time in history, you start to hear people referring to this or that artist as being a genius, rather than having a genius.
Τεράστιο λάθος, πρέπει να σας ομολογήσω. Όταν το απλό άτομο αρχίζει να πιστεύει ότι είναι το σκεύος το δοχείο, η ουσία και η πηγή κάθε θείου, δημιουργικού, απαράγνωστου, αιωνίου μυστηρίου αναλαμβάνει υπερβολική ευθύνη για μια εύθραυστη ανθρώπινη ψυχή. Είναι σα να λες σε κάποιον να καταπιεί τον ήλιο. Τσαλακώνει και παραμορφώνει τις προσωπικότητες εντελώς και γεννά όλες αυτές τις ασυμμάζευτες προσδοκίες για απόδοση. Νομίζω ότι αυτή η πίεση σκοτώνει καλλιτέχνες εδώ και 500 χρόνια.
And I got to tell you, I think that was a huge error. You know, I think that allowing somebody, one mere person to believe that he or she is like, the vessel, you know, like the font and the essence and the source of all divine, creative, unknowable, eternal mystery is just a smidge too much responsibility to put on one fragile, human psyche. It's like asking somebody to swallow the sun. It just completely warps and distorts egos, and it creates all these unmanageable expectations about performance. And I think the pressure of that has been killing off our artists for the last 500 years.
Κι αν αυτό στέκει, και νομίζω ότι στέκει, το ερώτημα είναι, και τι κάνουμε τώρα; Μπορούμε να πράξουμε διαφορετικά; Να πάμε ίσως πίσω σε αρχαιότερη αντίληψη για τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και μυστηρίου της δημιουργίας. Ίσως όχι. Ίσως να μη μπορούμε να διαγράψουμε έτσι 500 χρόνια ορθολογικής ανθρωπιστικής σκέψης με μια ομιλία 18 λεπτών. Υπάρχουν μάλλον μέλη του κοινού που θα είχαν όντως θεμιτές επιστημονικές υποψίες για την αντίληψη, κατά βάθος, ότι νεράιδες παίρνουν τον κόσμο από πίσω περιχύνοντας με νεραϊδόζουμο τα έργα τους κ.λπ. Ίσως να μη συμφωνήσετε εντελώς μαζί μου.
And, if this is true, and I think it is true, the question becomes, what now? Can we do this differently? Maybe go back to some more ancient understanding about the relationship between humans and the creative mystery. Maybe not. Maybe we can't just erase 500 years of rational humanistic thought in one 18 minute speech. And there's probably people in this audience who would raise really legitimate scientific suspicions about the notion of, basically, fairies who follow people around rubbing fairy juice on their projects and stuff. I'm not, probably, going to bring you all along with me on this.
Η ερώτηση όμως που θέλω κάπως να θέσω είναι -- ξέρετε, γιατί όχι; Γιατί να μη το σκεφτούμε έτσι; Γιατί στέκει όσο και ό,τι άλλη εξήγηση έχω ποτέ ακούσει για την εξωφρενική δυστροπία της δημιουργικής διαδικασίας. Μια διαδικασία, πού όπως ξέρει ο κάθε άνθρωπος που έχει προσπαθήσει να δημιουργήσει κάτι -- δηλαδή, κατά βάθος, ο καθένας μας εδωπέρα -- δεν εξελίσσεται πάντα ορθολογικά. Ορισμένες φορές μάλιστα δίνει την αίσθηση το αφύσικου.
But the question that I kind of want to pose is -- you know, why not? Why not think about it this way? Because it makes as much sense as anything else I have ever heard in terms of explaining the utter maddening capriciousness of the creative process. A process which, as anybody who has ever tried to make something -- which is to say basically everyone here --- knows does not always behave rationally. And, in fact, can sometimes feel downright paranormal.
Συνάντησα πρόσφατα την εξαιρετική Αμερικανίδα ποιήτρια Ρουθ Στόουν, που είναι τώρα στα 90 της, αλλά έγραφε όλη της τη ζωή και μου είπε ότι όταν ήταν μικρή στην αγροτική Βιρτζίνια, δούλευε στα χωράφια, και μου είπε ότι ένιωθε και άκουγε το ποίημα να της έρχεται από μακριά. Ήταν σαν ανεμοθύελλα, μου είπε. Και ριχνόταν απάνω της από το τοπίο γύρω της. Και το ένιωθε να 'ρχεται, γιατί κουνιόταν η γη κάτ' απ' τα πόδια της. Ήξερε ότι ένα μόνο πράμα μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή, 'να τρέξει σαν τρελή', όπως είπε. Και έτρεχε σαν τρελή στο σπίτι και την κυνηγούσε από πίσω το ποίημα, και όλη η υπόθεση ήταν να πιάσει ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι αρκετά γρήγορα, ώστε όταν άστραφτε και βρόνταγε μέσα της, να το μαζέψει και να το χώσει πάνω στη σελίδα. Άλλες φορές δεν ήταν αρκετά γρήγορη, κι έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε αλλά δεν έφτανε στο σπίτι και το ποίημα κυλούσε από μέσα της και το έχανε και, μου είπε, εκείνο συνέχιζε την διαδρομή του πέρα μακριά, ψάχνοντας, όπως είπε, 'γι' άλλον ποιητή'. Άλλες φορές -- κι αυτό ποτέ δεν θα το ξεχάσω -- μου είπε υπήρχαν στιγμές που παραλίγο να το χάσει, εντάξει; Καθώς τρέχει λοιπόν στο σπίτι και ψάχνει το χαρτί και το ποίημα τη διαπερνά, κι αρπάζει το μολύβι ακριβώς τη στιγμή που τη διαπερνά, και τότε, μου είπε, ήταν σαν να άπλωνε το άλλο χέρι και το τσάκωνε στον αέρα. Το έπιανε απ' την ουρά, και το τράβαγε πάλι μέσα στο σώμα της και το μετέγραφε στο χαρτί. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, το ποίημα έβγαινε στη σελίδα άψογο και άθικτο αλλά ανάποδα, από την τελευταία λέξη μέχρι την πρώτη. (Γέλια)
I had this encounter recently where I met the extraordinary American poet Ruth Stone, who's now in her 90s, but she's been a poet her entire life and she told me that when she was growing up in rural Virginia, she would be out working in the fields, and she said she would feel and hear a poem coming at her from over the landscape. And she said it was like a thunderous train of air. And it would come barreling down at her over the landscape. And she felt it coming, because it would shake the earth under her feet. She knew that she had only one thing to do at that point, and that was to, in her words, "run like hell." And she would run like hell to the house and she would be getting chased by this poem, and the whole deal was that she had to get to a piece of paper and a pencil fast enough so that when it thundered through her, she could collect it and grab it on the page. And other times she wouldn't be fast enough, so she'd be running and running, and she wouldn't get to the house and the poem would barrel through her and she would miss it and she said it would continue on across the landscape, looking, as she put it "for another poet." And then there were these times -- this is the piece I never forgot -- she said that there were moments where she would almost miss it, right? So, she's running to the house and she's looking for the paper and the poem passes through her, and she grabs a pencil just as it's going through her, and then she said, it was like she would reach out with her other hand and she would catch it. She would catch the poem by its tail, and she would pull it backwards into her body as she was transcribing on the page. And in these instances, the poem would come up on the page perfect and intact but backwards, from the last word to the first. (Laughter)
Μου είπε λοιπόν ότι ένιωθα -- είναι παράξενο, έτσι ακριβώς είναι και η δική μου η δημιουργική διαδικασία. (Γέλια)
So when I heard that I was like -- that's uncanny, that's exactly what my creative process is like. (Laughter)
΄Οχι απλώς αυτό όμως -- δεν είμαι ένας αγωγός! Είμαι ένα μουλάρι, και ο τρόπος που πρέπει να δουλέψω είναι ότι πρέπει να σηκωθώ την ίδια ώρα κάθε μέρα, και αρκετά αδέξια να ιδρώσω και να κουραστώ και να τρέξω όλη μέρα. Ακόμα όμως και μέσα στη μουλαροσύνη μου, το έχω αγγίξει αυτό το πράγμα, ορισμένες φορές. Φαντάζομαι ότι και πολλοί από σας επίσης. Ξέρετε, κι εγώ είχα δουλειά και ιδέες που μου κατέβηκαν από κάποια πηγή που πραγματικά δεν μπορώ να εντοπίσω. Ποιο είναι άραγε αυτό το πράγμα; Και πώς να αποκτήσουμε μια σχέση μαζί του χωρίς να μας τρελάνει, αλλά, ακριβώς το αντίθετο, να μας κρατήσει νηφάλιους;
That's not at all what my creative process is -- I'm not the pipeline! I'm a mule, and the way that I have to work is I have to get up at the same time every day, and sweat and labor and barrel through it really awkwardly. But even I, in my mulishness, even I have brushed up against that thing, at times. And I would imagine that a lot of you have too. You know, even I have had work or ideas come through me from a source that I honestly cannot identify. And what is that thing? And how are we to relate to it in a way that will not make us lose our minds, but, in fact, might actually keep us sane?
Το καλύτερο σύγχρονο παράδειγμα που ξέρω για το πώς μπορεί να γίνει αυτό είναι ο μουσικός Τομ Γουέιτς, που μου έδωσε συνέντευξη εδώ και αρκετά χρόνια για κάποιο περιοδικό. Μιλούσαμε γι' αυτό, και, ξέρετε, ο Τομ, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του υπήρξε η ενσάρκωση του τυραννισμένου σύγχρονου καλλιτέχνη, που προσπαθεί να ελέγξει, να διαχειριστεί και να κυριαρχήσει πάνω σ' αυτές τις ανεξέλεγκτες δημιουργικές επιθυμίες που ήταν εντελώς εσωτερικευμένες.
And for me, the best contemporary example that I have of how to do that is the musician Tom Waits, who I got to interview several years ago on a magazine assignment. And we were talking about this, and you know, Tom, for most of his life, he was pretty much the embodiment of the tormented contemporary modern artist, trying to control and manage and dominate these sort of uncontrollable creative impulses that were totally internalized.
Καθώς μεγάλωνε όμως, ηρεμούσε, και μια μέρα οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο στο Λος Άντζελες, μου είπε, και όλα άλλαξανε στη ζωή του. Εκεί που τρέχει λοιπόν, εντελώς ξαφνικά, ακούει ένα μικρό μελωδικό απόσπασμα, που του 'ρχεται μέσα στο κεφάλι όπως συχνά η έμπνευση, φευγαλέα και προκλητική, και τη θέλει, καταλαβαίνετε, είναι πανέμορφη, και την επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να την πιάσει. Δεν έχει μαζί του χαρτί, δεν έχει μολύβι, δεν έχει μαγνητόφωνο.
But then he got older, he got calmer, and one day he was driving down the freeway in Los Angeles, and this is when it all changed for him. And he's speeding along, and all of a sudden he hears this little fragment of melody, that comes into his head as inspiration often comes, elusive and tantalizing, and he wants it, it's gorgeous, and he longs for it, but he has no way to get it. He doesn't have a piece of paper, or a pencil, or a tape recorder.
Αρχίζει λοιπόν να νιώθει όλο αυτό το άγχος να φουσκώνει μέσα του του τύπου "πάει χάθηκε" ας πούμε, "και μετά θα με κυνηγάει για πάντα. Δεν είμαι αρκετά καλός, δεν μπορώ". Αντί όμως να τον πιάσει ο πανικός, απλώς σταμάτησε. Σταμάτησε όλη αυτή την αλυσίδα των σκέψεων και έκανε κάτι εντελώς καινούργιο. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, και είπε, "Συγγνώμη, δε βλέπεις ότι οδηγώ;" (Γέλια) "Σου φαίνεται ότι μπορώ να γράψω τραγούδι αυτή τη στιγμή; Αν πραγματικά θέλεις να υπάρχεις, έλα σε καλύτερη στιγμή όταν θα μπορώ να σoυ αφιερώσω χρόνο. Αλλιώς, πήγαινε να ενοχλήσεις κάναν άλλο σήμερα. Πήγαινε να ενοχλήσεις τον Λέοναρντ Κόεν".
So he starts to feel all of that old anxiety start to rise in him like, "I'm going to lose this thing, and I'll be be haunted by this song forever. I'm not good enough, and I can't do it." And instead of panicking, he just stopped. He just stopped that whole mental process and he did something completely novel. He just looked up at the sky, and he said, "Excuse me, can you not see that I'm driving?" (Laughter) "Do I look like I can write down a song right now? If you really want to exist, come back at a more opportune moment when I can take care of you. Otherwise, go bother somebody else today. Go bother Leonard Cohen."
Μετά απ' αυτό όλη του η δημιουργική διαδικασία άλλαξε. Όχι η δουλειά, η δουλειά ήταν συχνά όσο σκοτεινή ήταν πάντα. Η διαδικασία όμως, η αβάσταχτη αγωνία της αποφορτίστηκε όταν έβγαλε από μέσα του το τζίνι, τον δαίμονα που μόνο προβλήματα του δημιουργούσε, και τον έστειλε από κει που ήρθε, και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ανάγκη να τον εσωτερικεύει και να τυραννιέται. Μπορεί να είναι μια παράξενη, θαυμαστή, παράδοξη συνεργασία ένας διάλογος ανάμεσα στον Τομ και αυτό το περίεργο, εξωτερικό πράγμα που δεν ήταν ακριβώς ο Τομ.
And his whole work process changed after that. Not the work, the work was still oftentimes as dark as ever. But the process, and the heavy anxiety around it was released when he took the genie, the genius out of him where it was causing nothing but trouble, and released it back where it came from, and realized that this didn't have to be this internalized, tormented thing. It could be this peculiar, wondrous, bizarre collaboration, kind of conversation between Tom and the strange, external thing that was not quite Tom.
Μετά απ' αυτή την ιστορία άρχισε να μετατοπίζεται λίγο και ο δικός μου τρόπος δουλειάς, και ήδη μ΄ έχει σώσει μια φορά. Αυτή η ιδέα μ' έσωσε όταν καθώς έγραφα το "Eat, Pray, Love", κι έπεσα στο πηγάδι, ας πούμε, της απελπισίας σ' αυτό που πέφτουμε όλοι μέσα όταν προσπαθούμε κάτι και δεν έρχεται και αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι θα είναι μεγάλη καταστροφή, θα 'ναι το χειρότερο βιβλίο όλων των εποχών. Όχι απλώς κακό, αλλά το χειρότερο όλων των εποχών. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι θα 'πρεπε να το παρατήσω. Αλλά θυμήθηκα τον Τομ που μίλαγε στον ουρανό και το δοκίμασα. Σήκωσα το πρόσωπό μου από το χειρόγραφο και απευθύνθηκα σε μια άδεια γωνία του δωματίου. Και είπα δυνατά, 'Άκου δω, εσύ, ξέρουμε κι οι δυο μας ότι, αν το βιβλίο δεν βγει εξαιρετικό δεν θα φταίω μόνο εγώ, έτσι; Διότι βλέπεις ότι δίνω όλο μου το είναι, δεν έχω άλλο να δώσω. Αν λοιπόν το θες καλύτερο, τότε φανερώσου να βάλεις κι εσύ ένα χεράκι. Εντάξει; Αν όμως δεν έρθεις, ξέρεις κάτι· να πάει στο διάολο. Θα συνεχίσω να γράφω έτσι κι αλλιώς γιατί είναι η δουλειά μου. Και θα 'θελα να γραφτεί στα πρακτικά ότι σήμερα εμφανίστηκα για το δικό μου μέρος της δουλειάς." (Γέλια)
When I heard that story, it started to shift a little bit the way that I worked too, and this idea already saved me once. It saved me when I was in the middle of writing "Eat, Pray, Love," and I fell into one of those sort of pits of despair that we all fall into when we're working on something and it's not coming and you start to think this is going to be a disaster, the worst book ever written. Not just bad, but the worst book ever written. And I started to think I should just dump this project. But then I remembered Tom talking to the open air and I tried it. So I just lifted my face up from the manuscript and I directed my comments to an empty corner of the room. And I said aloud, "Listen you, thing, you and I both know that if this book isn't brilliant that is not entirely my fault, right? Because you can see that I am putting everything I have into this, I don't have any more than this. If you want it to be better, you've got to show up and do your part of the deal. But if you don't do that, you know what, the hell with it. I'm going to keep writing anyway because that's my job. And I would please like the record to reflect today that I showed up for my part of the job." (Laughter)
Γιατί -- (Χειροκρότημα) έτσι είναι στο τέλος, οκ -- αιώνες πριν στις ερήμους της Βόρειας Αφρικής, μαζευόταν ο κόσμος για ιερούς χορούς και μουσική στο φως της σελήνης που κρατούσαν ώρες κι ώρες, ως την αυγή. Ήταν πάντα θαυμάσιες γιορτές, γιατί οι χορευτές ήταν επαγγελματίες και ήταν απίθανοι, έτσι δεν είναι; Κάθε τόσο όμως, πολύ σπάνια, κάτι γινόταν και κάποιος από τους καλλιτέχνες αυτούς γινόταν όντως υπερφυσικός. Ξέρω ότι ξέρετε για τι πράμα μιλάω, γιατί ξέρω ότι όλοι σας έχετε δει, κάποια στιγμή στη ζωή σας, μια πράξη σαν αυτή. Σαν να σταματάει ο χρόνος, ο χορευτής περνάει μέσα από κάτι σαν πύλη και ενώ δεν κάνει τίποτα διαφορετικό απ΄ό,τι έκανε και τις προηγούμενες 1.000 νύχτες, όλα έρχονται σε αρμονία. Και ξαφνικά, παύει να φαίνεται απλά ανθρώπινος. Λάμπει από μέσα του, φωτίζεται από κάτω και λαμπαδιάζει από θεϊκότητα.
Because -- (Applause) Because in the end it's like this, OK -- centuries ago in the deserts of North Africa, people used to gather for these moonlight dances of sacred dance and music that would go on for hours and hours, until dawn. They were always magnificent, because the dancers were professionals and they were terrific, right? But every once in a while, very rarely, something would happen, and one of these performers would actually become transcendent. And I know you know what I'm talking about, because I know you've all seen, at some point in your life, a performance like this. It was like time would stop, and the dancer would sort of step through some kind of portal and he wasn't doing anything different than he had ever done, 1,000 nights before, but everything would align. And all of a sudden, he would no longer appear to be merely human. He would be lit from within, and lit from below and all lit up on fire with divinity.
Όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε, ο κόσμος το αναγνώριζε, το έλεγε με τ' όνομά του. Ενώνανε τα χέρια τους και άρχιζαν να ψέλνουν, "Αλάχ, Αλάχ, Αλάχ, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου." Είναι ο Θεός, καταλαβαίνετε. Να κι ένα ιστορικό παραλειπόμενο -- όταν οι Μαυριτανοί εισέβαλαν στη νότιο Ισπανία, έφεραν κι αυτή τη συνήθεια μαζί τους και η προφορά άλλαξε μέσα στους αιώνες κι έγινε από "Αλάχ, Αλάχ, Αλάχ" σε "Ολέ, ολέ, ολέ" που ακόμα ακούγεται στις ταυρομαχίες και στο φλαμένκο. Στην Ισπανία, όταν ο καλλιτέχνης κάνει κάτι αξεπέραστο και μαγικό, "Αλάχ, όλε, όλε, Αλάχ, θαυμάσιο, μπράβο" ακατανόητο, να 'το -- μια ματιά του Θεού. Και πολύ σωστά, γιατί το χρειαζόμαστε.
And when this happened, back then, people knew it for what it was, you know, they called it by its name. They would put their hands together and they would start to chant, "Allah, Allah, Allah, God, God, God." That's God, you know. Curious historical footnote: when the Moors invaded southern Spain, they took this custom with them and the pronunciation changed over the centuries from "Allah, Allah, Allah," to "Olé, olé, olé," which you still hear in bullfights and in flamenco dances. In Spain, when a performer has done something impossible and magic, "Allah, olé, olé, Allah, magnificent, bravo," incomprehensible, there it is -- a glimpse of God. Which is great, because we need that.
Τα δύσκολα όμως έρχονται το επόμενο πρωί, για τον ίδιο το χορευτή, όταν ξυπνά και ανακαλύπτει ότι είναι Τρίτη ώρα 11 και δεν είναι πια μια ματιά του Θεού. Είναι ένας θνητός που γερνάει και τα γόνατά του πονάνε και ίσως δεν θ' ανέβει ποτέ ξανά σ' αυτό το ύψος. Κανείς ίσως πια δεν θα ψάλει το όνομα του Θεού καθώς φέρνει βόλτες, και τι θ΄απογίνει στο υπόλοιπο της ζωής του; Είναι σκληρό. Είναι ο πιο οδυνηρός συμβιβασμός σε μια ζωή δημιουργίας. Δεν χρειάζεται όμως να είναι τόσο γεμάτη αγωνία αν δεν πίστεψες εξ αρχής, ότι οι πιο εξαιρετικές πλευρές της ύπαρξής σου προέρχονται από σένα τον ίδιο. Ίσως αν πιστέψεις ότι σου τις έχει δανείσει μια αφάνταστη πηγή για ένα υπέροχο διάστημα της ζωής σου για να τις μεταβιβάσεις, όταν τελειώσεις, σε κάποιον άλλο. Αν το σκεφτούμε έτσι, ξέρετε, όλα αρχίζουν ν' αλλάζουν.
But, the tricky bit comes the next morning, for the dancer himself, when he wakes up and discovers that it's Tuesday at 11 a.m., and he's no longer a glimpse of God. He's just an aging mortal with really bad knees, and maybe he's never going to ascend to that height again. And maybe nobody will ever chant God's name again as he spins, and what is he then to do with the rest of his life? This is hard. This is one of the most painful reconciliations to make in a creative life. But maybe it doesn't have to be quite so full of anguish if you never happened to believe, in the first place, that the most extraordinary aspects of your being came from you. But maybe if you just believed that they were on loan to you from some unimaginable source for some exquisite portion of your life to be passed along when you're finished, with somebody else. And, you know, if we think about it this way, it starts to change everything.
Έτσι κι εγώ άρχισα να σκέφτομαι, και πραγματικά έτσι σκέφτομαι εδώ και μερικούς μήνες καθώς δουλεύω το βιβλίο που θα δημοσιευτεί σύντομα, ως η επικίνδυνη, τρομακτικά υπερ-αναμενόμενη συνέχεια της τερατώδους επιτυχίας μου.
This is how I've started to think, and this is certainly how I've been thinking in the last few months as I've been working on the book that will soon be published, as the dangerously, frighteningly over-anticipated follow up to my freakish success.
Αυτό που επαναλαμβάνω στον εαυτό μου όταν μου τη δίνει, είναι, μη φοβάσαι. Μη σε πιάνει δέος. Κάνε τη δουλειά σου. Συνέχισε να εμφανίζεσαι για το δικό σου μερίδιο, όποιο κι αν είναι αυτό. Αν η δουλειά σου είναι να χορεύεις, χόρευε. Αν το θεϊκό, αποφασίσει ν' αφήσει το θαύμα να φανεί, για μια στιγμή μέσω των κόπων σου, τότε "Ολέ!" Αν όχι, εσύ χόρευε, ούτως ή άλλως. Και "ολέ" σε σένα, έτσι κι αλλιώς. Το πιστεύω αυτό και νιώθω ότι πρέπει να το διδάσκουμε. "Ολέ!" σε σένα, έτσι κι αλλιώς, μόνο και μόνο για την απλή ανθρώπινη αγάπη και το πείσμα να συνεχίζεις να εμφανίζεσαι.
And what I have to sort of keep telling myself when I get really psyched out about that is don't be afraid. Don't be daunted. Just do your job. Continue to show up for your piece of it, whatever that might be. If your job is to dance, do your dance. If the divine, cockeyed genius assigned to your case decides to let some sort of wonderment be glimpsed, for just one moment through your efforts, then "Olé!" And if not, do your dance anyhow. And "Olé!" to you, nonetheless. I believe this and I feel that we must teach it. "Olé!" to you, nonetheless, just for having the sheer human love and stubbornness to keep showing up.
Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα) Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)
Thank you. (Applause) Thank you. (Applause)
Τζουν Κόεν: Ολέ! (Χειροκρότημα)
June Cohen: Olé! (Applause)