Έχω περάσει τη ζωή μου μελετώντας τις ζωές προέδρων που δεν ζουν πλέον. Το πρωί ξυπνώ με τον Αβραάμ Λίνκολν, το βράδυ προτού κοιμηθώ σκέπτομαι τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ. Όταν όμως προσπαθώ να σκεφτώ τι έχω μάθει σχετικά με το νόημα της ζωής, το μυαλό μου πηγαίνει πίσω σε ένα μάθημα που παρακολούθησα όταν ήμουν μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Χάρβαρντ με το μεγάλο ψυχολόγο Έρικ Έρικσον.
So, indeed, I have spent my life looking into the lives of presidents who are no longer alive. Waking up with Abraham Lincoln in the morning, thinking of Franklin Roosevelt when I went to bed at night. But when I try and think about what I've learned about the meaning in life, my mind keeps wandering back to a seminar that I took when I was a graduate student at Harvard with the great psychologist Erik Erikson.
Μας δίδαξε πως η πιο πλούσια και ολοκληρωμένη ζωή προσπαθούν να βρουν μία ισορροπία ανάμεσα σε τρεις τομείς: εργασία, αγάπη και παιχνίδι. Και το να κυνηγάς ένα τομέα αδιαφορώντας για τους άλλους σε αφήνει εκτεθειμένο στην απόλυτη θλίψη όταν γεράσεις. Αντιθέτως, το να κυνηγάς και τους τρεις με ίση αφοσίωση κάνει εφικτή μία ζωή γεμάτη όχι μόνο με επιτυχία, αλλά και με γαλήνη.
He taught us that the richest and fullest lives attempt to achieve an inner balance between three realms: work, love and play. And that to pursue one realm to the disregard of the other, is to open oneself to ultimate sadness in older age. Whereas to pursue all three with equal dedication, is to make possible a life filled not only with achievement, but with serenity.
Εφόσον λοιπόν λέω ιστορίες, ας κοιτάξω πίσω στις ζωές δύο από τους προέδρους που έχω μελετήσει για να διευκρινίσω αυτό το επιχείρημα-- τον Αβραάμ Λίνκολν και το Λίντον Τζόνσον. Αναφορικά με την πρώτη σφαίρα, της εργασίας, νομίζω πως η ζωή του Αβραάμ Λίνκολν υποδηλώνει πως η έντονη φιλοδοξία είναι καλό πράγμα. Είχε μια πελώρια φιλοδοξία. Δεν ήταν όμως απλά για μία θέση ή δύναμη ή διασημότητα ή δόξα-- ήταν να πετύχει στη ζωή κάτι αρκετά σημαντικό ώστε να μπορέσει να κάνει τον κόσμο λίγο καλύτερο έχοντας ζήσει σε αυτόν.
So since I tell stories, let me look back on the lives of two of the presidents I've studied to illustrate this point -- Abraham Lincoln and Lyndon Johnson. As for that first sphere of work, I think what Abraham Lincoln's life suggests is that fierce ambition is a good thing. He had a huge ambition. But it wasn't simply for office or power or celebrity or fame -- what it was for was to accomplish something worthy enough in life so that he could make the world a little better place for his having lived in it.
Φαίνεται πως ακόμη και ως παιδί ο Λίνκολν έβλεπε ηρωικά όνειρα. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να ξεφύγει από τη σκληρή ζωή στο αγρόκτημα όπου είχε γεννηθεί. Δεν μπορούσε να πάει σχολείο, παρά για λίγες εβδομάδες από εδώ και από εκεί. Διάβαζε όμως βιβλία όποτε έβρισκε λίγο χρόνο. Λέγεται πως όταν απέκτησε ένα αντίτυπο της Βίβλου ή τους "Μύθους του Αισώπου", ενθουσιάστηκε τόσο που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να φάει. Η σπουδαία ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον είπε κάποτε: "Κανένα πλοίο δεν μας ταξιδεύει τόσο μακριά όσο ένα βιβλίο." Πόσο αληθινό στην περίπτωση του Λίνκολν.
Even as a child, it seemed, Lincoln dreamed heroic dreams. He somehow had to escape that hard-scrabble farm from which he was born. No schooling was possible for him, except a few weeks here, a few weeks there. But he read books in every spare moment he could find. It was said when he got a copy of the King James Bible or "Aesop's Fables," he was so excited he couldn't sleep. He couldn't eat. The great poet Emily Dickinson once said, "There is no frigate like a book to take us lands away." How true for Lincoln.
Αν και ποτέ δεν ταξίδεψε στην Ευρώπη, πήγε στη "χαρούμενη" Αγγλία με τους βασιλιάδες του Σαίξπηρ, πήγε στην Ισπανία και την Πορτογαλία με την ποίηση του Λόρδου Βύρωνα. Η λογοτεχνία του επέτρεψε να υπερβεί το περιβάλλον του. Τα νεανικά του χρόνια όμως σημαδεύτηκαν από τόσες απώλειες που τον στοίχειωνε ο θάνατος. Η μητέρα του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν μόλις εννιά χρονών. Η μοναδική του αδερφή, η Σάρα, κατά τη διάρκεια του τοκετού λίγα χρόνια αργότερα. Και η πρώτη του αγάπη, η Ανν Ράτλετζ, σε ηλικία 22 χρόνων. Επιπλέον, όταν η μητέρα του ήταν ετοιμοθάνατη δεν του πρόσφερε την ελπίδα πως θα συναντιόντουσαν σε κάποιο υπερπέραν. Του είπε απλώς: "Αβραάμ, φεύγω από κοντά σου τώρα, και δεν θα ξαναγυρίσω." Το αποτέλεσμα ήταν να του γίνει εμμονή η ιδέα πως όταν πεθάνουμε η ζωή μας σκορπίζει σαν σκόνη.
Though he never would travel to Europe, he went with Shakespeare's kings to merry England, he went with Lord Byron's poetry to Spain and Portugal. Literature allowed him to transcend his surroundings. But there were so many losses in his early life that he was haunted by death. His mother died when he was only nine years old; his only sister, Sarah, in childbirth a few years later; and his first love, Ann Rutledge, at the age of 22. Moreover, when his mother lay dying, she did not hold out for him the hope that they would meet in an afterworld. She simply said to him, "Abraham, I'm going away from you now, and I shall never return." As a result he became obsessed with the thought that when we die our life is swept away -- dust to dust.
Μόνο όταν μεγάλωσε βρήκε κάποια παρηγοριά σε μία αρχαιοελληνική αντίληψη --που συμμερίζονται και άλλες κουλτούρες-- πως αν κάνεις κάτι σημαντικό στη ζωή σου θα μπορούσες να ζήσεις στη μνήμη των άλλων ανθρώπων. Η τιμή σου και η φήμη σου θα επιζούσαν της σαρκικής σου ύπαρξης. Και αυτή η έντιμη φιλοδοξία έγινε το άστρο που τον οδηγούσε. Τον βοήθησε να ξεπεράσει τη σοβαρή κατάθλιψη από την οποία υπέφερε όταν ήταν γύρω στα 30.
But only as he grew older did he develop a certain consolation from an ancient Greek notion -- but followed by other cultures as well -- that if you could accomplish something worthy in your life, you could live on in the memory of others. Your honor and your reputation would outlive your earthly existence. And that worthy ambition became his lodestar. It carried him through the one significant depression that he suffered when he was in his early 30s.
Τρεις παράγοντες συνδυάστηκαν για να τον αρρωστήσουν. Χάλασε τον αρραβώνα του με τη Μαίρη Τοντ, αβέβαιος πως ήταν έτοιμος να την παντρευτεί, αλλά γνωρίζοντας πόσο καταστρεπτικό ήταν για εκείνη αυτό που έκανε. Ο πιο στενός του φίλος, ο Τζόσουα Σπιντ, έφευγε από το Ιλλινόις για να γυρίσει στο Κεντάκι, καθώς είχε πεθάνει ο πατέρας του. Και η πολιτική του καριέρα στο πολιτειακό κοινοβούλειο κατρακυλούσε. Ήταν τόσο καταθλιπτικός που οι φίλοι του ανησυχούσαν μήπως σκεπτόταν να αυτοκτονήσει Απομάκρυναν όλα τα μαχαίρια, τα ξυράφια και τα ψαλίδια από το δωμάτιό του. Και ο καλός του φίλος Σπιντ πήγε στο πλευρό του και του είπε: "Λίνκολν, πρέπει να συνέλθεις ειδάλλως θα πεθάνεις." Αυτός απάντησε πως "θα προτιμούσα να πεθάνω αμέσως, αλλά δεν έχω κάνει ακόμα τίποτα ώστε κάποιος άνθρωπος να θυμάται πως έζησα."
Three things had combined to lay him low. He had broken his engagement with Mary Todd, not certain he was ready to marry her, but knowing how devastating it was to her that he did that. His one intimate friend, Joshua Speed, was leaving Illinois to go back to Kentucky because Speed's father had died. And his political career in the state legislature was on a downward slide. He was so depressed that friends worried he was suicidal. They took all knives and razors and scissors from his room. And his great friend Speed went to his side and said, "Lincoln, you must rally or you will die." He said that, "I would just as soon die right now, but I've not yet done anything to make any human being remember that I have lived."
Παρακινούμενος λοιπόν από αυτή τη φιλοδοξία, επέστρεψε στο πολιτειακό κοινοβούλειο. Τελικά κέρδισε μία θέση στο Κογκρέσο. Έπειτα έβαλε δύο φορές υποψηφιότητα για τη Γερουσία και έχασε και τις δύο. Ο Έρνεστ Χέμινγουει είπε κάποτε πως "Όλους τους τσακίζει η ζωή, όμως κάποιοι άνθρωποι είναι πιο δυνατοί ανάμεσα στα χαλάσματα." Έτσι εξέπληξε το έθνος με μία απρόσμενη νίκη για την προεδρία εναντίον τριών πολύ πιο έμπειρων, πολύ πιο μορφωμένων, πολύ πιο διάσημων αντιπάλων. Και τότε, όταν κέρδισε τις εκλογές κατέπληξε το έθνος ακόμα περισσότερο διορίζοντας και τους τρεις αντιπάλους του στο υπουργικό συμβούλιο. Ήταν μία πράξη χωρίς προηγούμενο την εποχή εκείνη καθώς όλοι πίστευαν πως "θα μοιάζει με ανδρείκελο σε σχέση με αυτούς τους ανθρώπους." Του είπαν, "Γιατί το κάνεις αυτό Λίνκολν;" και αυτός απάντησε: "Κοιτάχτε, είναι οι πιο δυνατοί και πιο άξιοι άνδρες στη χώρα. Η χώρα είναι σε κίνδυνο. Τους χρειάζομαι στο πλευρό μου." Ίσως όμως ο παλιός μου φίλος, ο Λίντον Τζόνσον, να το έθετε λιγότερο κομψά: "Καλύτερα να έχεις τους εχθρούς σου μέσα στη σκηνή να κατουράνε έξω, παρά έξω από τη σκηνή να κατουράνε μέσα." (Γέλια)
So fueled by that ambition, he returned to the state legislature. He eventually won a seat in Congress. He then ran twice for the Senate, lost twice. "Everyone is broken by life," Ernest Hemingway once said, "but some people are stronger in the broken places." So then he surprised the nation with an upset victory for the presidency over three far more experienced, far more educated, far more celebrated rivals. And then when he won the general election, he stunned the nation even more by appointing each of these three rivals into his Cabinet. It was an unprecedented act at the time because everybody thought, "He'll look like a figurehead compared to these people." They said, "Why are you doing this, Lincoln?" He said, "Look, these are the strongest and most able men in the country. The country is in peril. I need them by my side." But perhaps my old friend Lyndon Johnson might have put it in less noble fashion: "Better to have your enemies inside the tent pissing out, than outside the tent pissing in." (Laughter)
Γρήγορα όμως έγινε φανερό πως ο Αβραάμ Λίνκολν θα αναδεικνυόταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός αυτής της απείθαρχης ομάδας. Όλοι κατάλαβαν πως κατείχε ένα ασυναγώνιστο οπλοστάσιο από συναισθηματικές δυνάμεις και πολιτικές ικανότητες που αποδείχτηκαν πολύ πιο σημαντικές από τις αδυναμίες του βιογραφικού του. Κατά πρώτον, διέθετε μια αφύσικη ικανότητα να συμμερίζεται και να βλέπει την οπτική γωνία άλλων ανθρώπων. Επιδιόρθωνε πληγωμένους εγωισμούς που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μόνιμη εχθρότητα. Μοιραζόταν επαίνους με ευκολία, αναλάμβανε την ευθύνη για αποτυχίες υφισταμένων του, αναγνώριζε συνεχώς τα λάθη του και μάθαινε από αυτά. Αυτές είναι οι αρετές που θα έπρεπε να αναζητούμε στους υποψηφίους μας το 2008. (Χειροκρότημα) Δεν δεχόταν να οργιστεί για μικρότητες. Ποτέ δεν υπέκυψε στη ζήλεια ή δεν θύμωνε για υποτιθέμενες προσβολές. Και εξέφραζε τις ακλόνητες πεποιθήσεις του σε καθημερινή γλώσσα, με μεταφορές, με ιστορίες. Και με μια ομορφιά γλώσσας, που ήταν σχεδόν σαν ο Σαίξπηρ και η ποίηση που τόσο αγάπησε σαν παιδί να έχουν βρει το δρόμο τους στην ψυχή του.
But it soon became clear that Abraham Lincoln would emerge as the undisputed captain of this unruly team. For each of them soon came to understand that he possessed an unparalleled array of emotional strengths and political skills that proved far more important than the thinness of his external résumé. For one thing, he possessed an uncanny ability to empathize with and to think about other peoples' point of view. He repaired injured feelings that might have escalated into permanent hostility. He shared credit with ease, assumed responsibility for the failure of his subordinates, constantly acknowledged his errors and learned from his mistakes. These are the qualities we should be looking for in our candidates in 2008. (Applause) He refused to be provoked by petty grievances. He never submitted to jealousy or brooded over perceived slights. And he expressed his unshakeable convictions in everyday language, in metaphors, in stories. And with a beauty of language -- almost as if the Shakespeare and the poetry he had so loved as a child had worked their way into his very soul.
Το 1863, όταν υπογράφτηκε η Διακήρυξη Περί Χειραφέτησης, κάλεσε τον παλιό του φίλο, Τζόσουα Σπιντ, στο Λευκό Οίκο. Και θυμήθηκε τη συζήτηση που είχαν κάνει πριν απο δεκαετίες, όταν ήταν τόσο θλιμμένος. Και δείχνοντας τη Διακήρυξη, είπε: "Νομίζω πως με αυτό το μέτρο γίνονται πραγματικότητα οι βαθύτερες ελπίδες μου." Καθώς όμως επρόκειτο να υπογράψει τη Διακήρυξη το χέρι του ήταν μουδιασμένο και έτρεμε γιατί εκείνο το πρωί είχε σφίξει χίλια χέρια σε μία δεξίωση για τη Νέα Χρονιά. Άφησε λοιπόν την πένα. Είπε: "Αν ποτέ η ψυχή μου ήταν σε ένα νόμο, είναι σε αυτό εδώ το νόμο. Αν όμως υπογράψω με τρεμάμενο χέρι, οι μεταγενέστεροι θα πουν "Δίστασε."" Περίμενε λοιπόν μέχρι να μπορέσει να σηκώσει την πένα και να υπογράψει με σταθερό και καθαρό τρόπο. Ακόμα και στα πιο εξωφρενικά του όνειρα όμως, ο Λίνκολν δεν θα μπορούσε ποτέ του να φανταστεί πόσο μακριά θα πήγαινε η φήμη του.
In 1863, when the Emancipation Proclamation was signed, he brought his old friend, Joshua Speed, back to the White House, and remembered that conversation of decades before, when he was so sad. And he, pointing to the Proclamation, said, "I believe, in this measure, my fondest hopes will be realized." But as he was about to put his signature on the Proclamation his own hand was numb and shaking because he had shaken a thousand hands that morning at a New Year's reception. So he put the pen down. He said, "If ever my soul were in an act, it is in this act. But if I sign with a shaking hand, posterity will say, 'He hesitated.'" So he waited until he could take up the pen and sign with a bold and clear hand. But even in his wildest dreams, Lincoln could never have imagined how far his reputation would reach.
Ήμουνα πολύ ενθουσιασμένη όταν βρήκα μια συνέντευξη με το μεγάλο Ρώσο συγγραφέα Λέωντα Τολστόι, σε μια εφημερίδα της Νέας Υόρκης στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτή, ο Τολστόι έγραψε για ένα πρόσφατο ταξίδι του σε μία απόμακρη περιοχή του Καυκάσου, όπου κατοικούσαν μόνο άγριοι βάρβαροι, που δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ από αυτό το κομμάτι της Ρωσίας. Γνωρίζοντας πως ανάμεσά τους ήταν οΤολστόι, του ζήτησαν να τους πει ιστορίες σπουδαίων ανθρώπων. Και συνέχισε, "Τους είπα για το Ναπολέοντα και το Μέγα Αλέξανδρο και το Φρειδερίκο το Μέγα και τον Ιούλιο Καίσαρα, και ενθουσιάστηκαν. Αλλά προτού τελειώσω, ο αρχηγός των βαρβάρων σηκώθηκε και είπε: "Περίμενε, δεν μας είπες για το σπουδαιότερο ηγέτη από όλους. Θέλουμε να ακούσουμε για τον άνθρωπο που μιλούσε με φωνή σαν κεραυνό, που γελούσε σαν την ανατολή του ήλιου, που προήλθε από το μέρος που το λένε Αμερική, που είναι τόσο μακριά από εδώ, ώστε αν ένας νέος άνδρας ήθελε να ταξιδεύσει εκεί θα ήταν γέρος όταν θα έφτανε. Πες μας για αυτόν τον άνδρα. Πες μας για τον Αβραάμ Λίνκολν."" Έμεινε άναυδος. Τους είπε ό,τι μπορούσε για τον Λίνκολν. Και στη συνέντευξη κατέληξε: "Τι έκανε το Λίνκολν τόσο σπουδαίο; Δεν ήταν τόσο σπουδαίος στρατηγός όσο ο Ναπολέον, ούτε τόσο σπουδαίος πολιτικός όσο ο Φρειδερίκος ο Μέγας." Άλλα το μεγαλείο του βασιζόταν, και οι ιστορικοί τείνουν να συμφωνήσουν, στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του και στο ηθικό ανάστημα της προσωπικότητάς του.
I was so thrilled to find an interview with the great Russian writer, Leo Tolstoy, in a New York newspaper in the early 1900s. And in it, Tolstoy told of a trip that he'd recently made to a very remote area of the Caucasus, where there were only wild barbarians, who had never left this part of Russia. Knowing that Tolstoy was in their midst, they asked him to tell stories of the great men of history. So he said, "I told them about Napoleon and Alexander the Great and Frederick the Great and Julius Caesar, and they loved it. But before I finished, the chief of the barbarians stood up and said, 'But wait, you haven't told us about the greatest ruler of them all. We want to hear about that man who spoke with a voice of thunder, who laughed like the sunrise, who came from that place called America, which is so far from here, that if a young man should travel there, he would be an old man when he arrived. Tell us of that man. Tell us of Abraham Lincoln.'" He was stunned. He told them everything he could about Lincoln. And then in the interview he said, "What made Lincoln so great? Not as great a general as Napoleon, not as great a statesman as Frederick the Great." But his greatness consisted, and historians would roundly agree, in the integrity of his character and the moral fiber of his being.
Έτσι λοιπόν, η ισχυρή φιλοδοξία που είχε βοηθήσει το Λίνκολν στα δύσκολα παιδικά του χρόνια πραγματοποιήθηκε. Η φιλοδοξία που του επέτρεψε να μορφώσει τον εαυτό του με κόπο μόνος του, να ξεπεράσει σειρά από πολιτικές αποτυχίες και τις πιο άσχημες μέρες του πολέμου. Η ιστορία του θα γινόταν γνωστή. Όσον αφορά το δεύτερο τομέα, όχι της εργασίας, αλλά της αγάπης-- που περιλαμβάνει οικογένεια, φίλους και συνεργάτες-- χρειάζεται και αυτός προσπάθεια και αφοσίωση. Ο Λύντον Τζόνσον που γνώρισα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν τον βοήθησα με την αυτοβιογραφία του, ήταν ένας άνθρωπος που πέρασε τόσα πολλά χρόνια στην αναζήτηση εργασίας, δύναμης και ατομικής επιτυχίας, ώστε δεν είχε καθόλου ψυχικές ή συναισθηματικές δυνάμεις για να περάσει τις μέρες του όταν πλέον η Προεδρία είχε τελειώσει.
So in the end that powerful ambition that had carried Lincoln through his bleak childhood had been realized. That ambition that had allowed him to laboriously educate himself by himself, to go through that string of political failures and the darkest days of the war. His story would be told. So as for that second sphere, not of work, but of love -- encompassing family, friends and colleagues -- it, too, takes work and commitment. The Lyndon Johnson that I saw in the last years of his life, when I helped him on his memoirs, was a man who had spent so many years in the pursuit of work, power and individual success, that he had absolutely no psychic or emotional resources left to get him through the days once the presidency was gone.
Η σχέση μου μαζί του ξεκίνησε με ένα περίεργο τρόπο. Είχα επιλεγεί ως Εταίρος του Λευκού Οίκου σε ηλικία 24 ετών. Είχαμε ένα μεγάλο χορό στο Λευκό Οίκο. Ο πρόεδρος Τζόνσον χόρεψε μαζί μου εκείνο το βράδυ. Όχι και τόσο παράξενο-- υπήρχαν μόνο τρεις γυναίκες ανάμεσα στους 16 Εταίρους του Λευκού Οίκου. Αλλά μου ψιθύρισε στο αυτί πως ήθελε να δουλέψω για αυτόν στο Λευκό Οίκο. Όμως δεν ήταν τόσο απλό. Τους μήνες πριν από την επιλογή μου, όπως τόσοι νέοι άνθρωποι, είχα εμπλακεί με το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, και είχα γράψει ένα άρθρο κατά του Λύντον Τζόνσον, που δυστυχώς δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η Νέα Δημοκρατία" δύο μέρες μετά το χορό στο Λευκό Οίκο. (Γέλια) Και το θέμα του άρθρου ήταν το πως να απομακρύνουμε το Λύντον Τζόνσον από την εξουσία. (Γέλια) Ήμουν λοιπόν βέβαιη πως θα με έδιωχναν από το πρόγραμμα. Παραδόξως όμως είπε, "Φέρτε την εδώ για ένα χρόνο, και αν δεν μπορέσω να τη μεταπείσω, κανένας δεν θα μπορέσει." Έτσι κατέληξα να εργάζομαι για αυτόν στο Λευκό Οίκο. Τελικά τον συνόδευσα στο ράντσο του για να τον βοηθήσω με την αυτοβιογραφία του, χωρίς ποτέ να καταλάβω πλήρως γιατί διάλεξε εμένα για να περάσω τόσες ώρες μαζί του.
My relationship with him began on a rather curious level. I was selected as a White House Fellow when I was 24 years old. We had a big dance at the White House. President Johnson did dance with me that night. Not that peculiar -- there were only three women out of the 16 White House Fellows. But he did whisper in my ear that he wanted me to work directly for him in the White House. But it was not to be that simple. For in the months leading up to my selection, like many young people, I'd been active in the anti-Vietnam War movement, and had written an article against Lyndon Johnson, which unfortunately came out in The New Republic two days after the dance in the White House. (Laugher) And the theme of the article was how to remove Lyndon Johnson from power. (Laughter) So I was certain he would kick me out of the program. But instead, surprisingly, he said, "Oh, bring her down here for a year, and if I can't win her over, no one can." So I did end up working for him in the White House. Eventually accompanied him to his ranch to help him on those memoirs, never fully understanding why he'd chosen me to spend so many hours with.
Θέλω να πιστεύω πως ήταν γιατί ήμουν ένας καλός ακροατής. Ήταν ένας εξαιρετικός αφηγητής. Θαυμάσιες, σπιρτόζικες, ανέκδοτες ιστορίες. Υπήρχε ένα πρόβλημα με αυτές τις ιστορίες όμως, που ανακάλυψα αργότερα, ότι οι μισές από αυτές δεν ήταν αληθινές. Παρόλα αυτά ήταν υπέροχες. (Γέλια) Νομίζω λοιπόν πως τμήμα της γοητείας του ήταν πως λάτρευα να ακούω τις απίθανες ιστορίες του. Συγχρόνως ανησυχούσα πως κατά ένα μέρος με γοήτευε διότι ήμουν μια νεαρή γυναίκα. Και είχε μία κάποια φήμη ως καρδιοκατακτητής. Του μιλούσα λοιπόν συνέχεια για αγόρια, ακόμα και όταν δεν είχα κανένα.
I like to believe it was because I was a good listener. He was a great storyteller. Fabulous, colorful, anecdotal stories. There was a problem with these stories, however, which I later discovered, which is that half of them weren't true. But they were great, nonetheless. (Laughter) So I think that part of his attraction for me was that I loved listening to his tall tales. But I also worried that part of it was that I was then a young woman. And he had somewhat of a minor league womanizing reputation. So I constantly chatted to him about boyfriends, even when I didn't have any at all.
Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου μια μέρα μου είπε πως ήθελε να συζητήσουμε για τη σχέση μας. Δεν προμηνούσε τίποτα καλό όταν με πήγε σε μία κοντινή λίμνη που κατά σύμπτωση λεγόταν Λίμνη Λύντον Μπέηνς Τζόνσον. Υπήρχε κρασί και τυρί και ένα κόκκινο εμπριμέ τραπεζομάντηλο-- όλα τα στοιχεία ενός ρομαντικού γεύματος. Και είπε, "Ντόρις, περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα που έχω γνωρίσει ποτέ..." Μου λύθηκαν τα γόνατα. Και τότε είπε, "Μου θυμίζεις τη μητέρα μου." (Γέλια)
Everything was working perfectly, until one day he said he wanted to discuss our relationship. Sounded very ominous when he took me nearby to the lake, conveniently called Lake Lyndon Baines Johnson. And there was wine and cheese and a red-checked tablecloth -- all the romantic trappings. And he started out, "Doris, more than any other woman I have ever known ... " And my heart sank. And then he said, "You remind me of my mother." (Laughter)
Βρέθηκα σε αρκετή αμηχανία, λαμβάνοντας υπ'όψη αυτά που σκεφτόμουνα. Αλλά πρέπει να ομολογήσω, όσο παιρνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω τι εκπληκτικό προνόμιο ήταν να έχω περάσει τόσες πολλές ώρες με αυτό τον σπουδαίο άνθρωπο. Νικήτή σε χιλιάδες αγώνες, τρεις σπουδαίους νόμους πολιτικών δικαιωμάτων, δημόσια υγεία, βοήθεια στην εκπαίδευση. Και όμως στο τέλος νικημένο κατά κράτος από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Και επειδή ήταν τόσο λυπημένος και τόσο ευάλωτος, μου ανοίχτηκε με τρόπους που δεν θα είχε κάνει ποτέ αν τον είχα γνωρίσει στο απόγειο της δόξας του-- μοιράστηκε τους φόβους του, τις λύπες του, και τις ανησυχίες του. Και θέλω να πιστεύω πως το προνόμιο μου έδωσε την ώθηση να καταλάβω τον άνθρωπο πίσω από το δημόσιο πρόσωπο, που προσπάθησα να μεταλαμπαδεύσω σε όλα μου τα βιβλία έκτοτε.
It was pretty embarrassing, given what was going on in my mind. But I must say, the older I've gotten, the more I realize what an incredible privilege it was to have spent so many hours with this aging lion of a man. A victor in a thousand contests, three great civil rights laws, Medicare, aid to education. And yet, roundly defeated in the end by the war in Vietnam. And because he was so sad and so vulnerable, he opened up to me in ways he never would have had I known him at the height of his power -- sharing his fears, his sorrows and his worries. And I'd like to believe that the privilege fired within me the drive to understand the inner person behind the public figure, that I've tried to bring to each of my books since then.
Συγχρόνως όμως με έκανε να συνειδητοποιήσω το νόημα όσων είχε προσπαθήσει να μας διδάξει ο Έρικ Έρικσον, σχετικά με τη σημασία της ισορροπίας στη ζωή. Στην επιφάνεια, ο Λύντον Τζόνσον είχε κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος εκέινα τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι είχε εκλεγεί στην προεδρία. Είχε όλα τα χρήματα που χρειαζόταν για να ασχοληθεί με κάθε δραστηριότητα που τον ευχαριστούσε. Είχε ένα ευρύχωρο ράντσο στην εξοχή, ένα ρετιρέ στην πόλη. Ιστιοπλοικά, ταχύπλοα. Υπηρέτες να ικανοποιήσουν κάθε του επιθυμία, και μία οικογένεια που τον αγαπούσε πολύ.
But it also brought home to me the lessons which Erik Erikson had tried to instill in all of us about the importance of finding balance in life. For on the surface, Lyndon Johnson should have had everything in the world to feel good about in those last years, in the sense that he had been elected to the presidency; he had all the money he needed to pursue any leisure activity he wanted; he owned a spacious ranch in the countryside, a penthouse in the city, sailboats, speedboats. He had servants to answer any whim, and he had a family who loved him deeply.
Και όμως, χρόνια αφιερωμένα αποκλειστικά στη δουλειά και ατομική επιτυχία σήμαιναν πως ως συνταξιούχος δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά στην οικογένεια, στην ξεκούραση, στον αθλητισμό ή σε κάποιο χόμπυ. Ήταν λες και το κενό στην καρδιά του ήταν τόσο μεγάλο που, χωρίς δουλειά, ακόμα και η αγάπη της οικογένειάς του δεν μπορούσε να το γεμίσει. Καθώς η θλίψη του μεγάλωνε, η σωματική του υγεία επιδεινωνόταν ώσπου πιστεύω πως προκάλεσε ο ίδιος το θάνατό του. Αυτά τα τελευταία χρόνια έλεγε πως ήταν πολύ θλιμένος βλέποντας τον Αμερικανικό λαό να αδημονεί για ένα καινούργιο πρόεδρο ξεχνώντας τον ίδιον. Μιλούσε με απέραντη θλίψη στη φωνή του, λέγοντας πως ίσως να έπρεπε να έχει περάσει περισσότερο χρόνο με τα παιδιά του, και τα δικά τους παιδιά στη συνέχεια. Αλλά ήταν πολύ αργά. Παρόλη αυτή τη δύναμη, όλον αυτό τον πλούτο, ήταν μόνος του όταν πέθανε-- βιώνοντας τον απόλυτο τρόμο.
And yet, years of concentration solely on work and individual success meant that in his retirement he could find no solace in family, in recreation, in sports or in hobbies. It was almost as if the hole in his heart was so large that even the love of a family, without work, could not fill it. As his spirits sagged, his body deteriorated until, I believe, he slowly brought about his own death. In those last years, he said he was so sad watching the American people look toward a new president and forgetting him. He spoke with immense sadness in his voice, saying maybe he should have spent more time with his children, and their children in turn. But it was too late. Despite all that power, all that wealth, he was alone when he finally died -- his ultimate terror realized.
Όσο για τον τρίτο τομέα του παιχνιδιού, που ποτέ δεν έμαθε να απολαμβάνει, έμαθα με την πάροδο των χρόνων, πως ακόμα και αυτός ο τομέας χρειάζεται αφοσίωση σε χρόνο και ενέργεια. Τόση ώστε ένα χόμπυ, μία αθλητική δραστηριότητα, η αγάπη της μουσικής, ή της τέχνης, ή της λογοτεχνίας, ή οποιαδήποτε μορφή διασκέδασης, να προσφέρει πραγματική απόλαυση, ξεκούραση και ανανέωση. Για παράδειγμα, η αγάπη του Αβραάμ Λίνκολν για το Σαίξπηρ ήταν τόσο βαθιά που βρήκε χρόνο να πάει στο θέατρο πάνω από εκατό φορές ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια του πολέμου. Είπε πως όταν τα φώτα έσβηναν και το έργο του Σαίξπηρ ξεκινούσε, μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του για λίγες πολύτιμες ώρες στην εποχή του Πρίγκηπα Χάλ.
So as for that third sphere of play, which he never had learned to enjoy, I've learned over the years that even this sphere requires a commitment of time and energy -- enough so that a hobby, a sport, a love of music, or art, or literature, or any form of recreation, can provide true pleasure, relaxation and replenishment. So deep, for instance, was Abraham Lincoln's love of Shakespeare, that he made time to spend more than a hundred nights in the theater, even during those dark days of the war. He said, when the lights went down and a Shakespeare play came on, for a few precious hours he could imagine himself back in Prince Hal's time.
Μία ακόμα πιο σημαντική μέθοδος χαλάρωσης για αυτόν, που ο Λύντον Τζόνσον δεν μπορούσε ποτέ να απολαύσει, ήταν η αγάπη του χιούμορ. Και η αίσθηση πως η κωμική πλευρά της ζωής μπορεί να απαλύνει τη θλίψη. Είπε κάποτε πως γελούσε για να μην κλάψει. Πως για αυτόν μία καλή ιστορία ήταν καλύτερη από ένα ουίσκι. Η ικανότητα του να λέει ιστορίες είχε αναγνωριστεί για πρώτη φορά όταν ήταν δικηγόρος στο Ιλλινόις. Δικηγόροι και δικαστές ταξίδευαν από ένα επαρχιακό δικαστήριο στο άλλο, και όταν γνώριζαν πως ο Λίνκολν ήταν στην πόλη, ερχόντουσαν από μακρυά να τον ακούσουν να διηγείται ιστορίες. Στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη προς τη φωτιά και διασκέδαζε τα πλήθη για ώρες με τις ιστορίες του. Και όλες αυτές οι ιστορίες αποθηκεύτηκαν στη μνήμη του, και μπορούσε να τις ανακαλέσει όποτε τις χρειαζόταν. Και δεν θα περίμενε κανείς από το μαρμάρινο ανδριάντα μας τέτοιες ιστορίες.
But an even more important form of relaxation for him, that Lyndon Johnson never could enjoy, was a love of -- somehow -- humor, and feeling out what hilarious parts of life can produce as a sidelight to the sadness. He once said that he laughed so he did not cry, that a good story, for him, was better than a drop of whiskey. His storytelling powers had first been recognized when he was on the circuit in Illinois. The lawyers and the judges would travel from one county courthouse to the other, and when anyone was knowing Lincoln was in town, they would come from miles around to listen to him tell stories. He would stand with his back against a fire and entertain the crowd for hours with his winding tales. And all these stories became part of his memory bank, so he could call on them whenever he needed to. And they're not quite what you might expect from our marble monument.
Για παράδειγμα, μία από τις αγαπημένες του ιστορίες αφορούσε τον ήρωα της επανάστασης, τον Ήθαν Άλλεν. Σύμφωνα με την αφήγηση του Λίνκολν, ο κύριος Άλλεν πήγε στη Μ. Βρετανία μετά τον πόλεμο. Και ο λαός της Βρετανίας ήταν ακόμα αναστατωμένος για την ήττα τους ώστε αποφάσισαν να τον ταπεινώσουν λίγο βάζοντας ένα τεράστιο πορτραίτο του στρατηγού Ουάσινγτον στη μοναδική τουαλέτα, όπου θα το έβλεπε αναπότρεπτα. Σκέφτονταν πως θα στεναχωριόταν με την προσβολή να βρίσκεται ο Τζόρτζ Ουάσινγκτον στην τουαλέτα. Αλλά αυτός βγήκε από την τουαλέτα ήρεμος. Και τον ρώτησαν, "Είδες τον Τζόρτζ Ουάσινγκτον εκεί μέσα;" "Ναι," απάντησε, "απόλυτα ταιριαστό μέρος για αυτόν." "Τι εννοείς;" είπαν. "Τίποτα δεν μπορεί να κάνει έναν Εγγλέζο να χεστεί πιο γρήγορα από την όψη του στρατηγού Τζόρτζ Ουάσινγκτον." απάντησε. (Γέλια) (Χειροκρότημα)
One of his favorite stories, for example, had to do with the Revolutionary War hero, Ethan Allen. And as Lincoln told the story, Mr. Allen went to Britain after the war. And the British people were still upset about losing the Revolution, so they decided to embarrass him a little bit by putting a huge picture of General Washington in the only outhouse, where he'd have to encounter it. They figured he'd be upset about the indignity of George Washington being in an outhouse. But he came out of the outhouse not upset at all. And so they said, "Well, did you see George Washington in there?" "Oh, yes," he said, "perfectly appropriate place for him." "What do you mean?" they said. "Well," he said, "there's nothing to make an Englishman shit faster than the sight of General George Washington." (Laughter) (Applause)
Φανταστείτε λοιπόν, ακόμα και αν συμμετέχεις σε ένα τεταμένο υπουργικό συμβούλιο-- και είχε εκατοντάδες ιστορίες αυτού του είδους-- δεν μπορούσες παρά να χαλαρώσεις. Ανάμεσα στις νυχτερινές του επισκέψεις στο θέατρο, τις ιστορίες του, και την εκπληκτική αίσθηση του χιούμορ και την αγάπη του να απαγγέλει Σαίξπηρ και ποίηση, ανακάλυψε μία μορφή διασκέδασης που τον βοήθησε στη διάρκεια της ζωής του. Στη δική μου ζωή, θα είμαι πάντα ευγνώμων που βρήκα μία μορφή διασκέδασης στην παράλογη αγάπη μου για το μπέιζμπολ. Από τη στιγμή που ξεκινά η προπόνηση την άνοιξη μέχρι το τέλος του φθινοπώρου έχω κάτι να κρατά απασχολημένο το μυαλό και την καρδιά που δεν είναι η δουλειά μου.
So you can imagine, if you are in the middle of a tense cabinet meeting -- and he had hundreds of these stories -- you would have to relax. So between his nightly treks to the theater, his story telling, and his extraordinary sense of humor and his love of quoting Shakespeare and poetry, he found that form of play which carried him through his days. In my own life, I shall always be grateful for having found a form of play in my irrational love of baseball. Which allows me, from the beginning of spring training to the end of the fall, to have something to occupy my mind and heart other than my work.
Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν μόλις έξι χρονών, και ο πατέρας μου μου έμαθε τη μυστηριώδη τέχνη του να μετράς το σκορ ακούγωντας αγώνες μπέηζμπολ. Όταν πήγαινε το πρωί στη Νέα Υόρκη για δουλειά εγώ κρατούσα σημειώσεις για τον απογευματινό αγώνα των Μπρούκλιν Ντότζερς. Όταν είσαι μόλις έξι χρονών και ο πατέρας σου γυρίζει σπίτι κάθε βράδυ και σε ακούει--καθώς τώρα συνειδητοποιώ πως αφηγούμουν κάθε φάση του απογευματινού αγώνα με εκνευριστικές λεπτομέρειες. Με έκανε όμως να νιώθω πως του έλεγα μία θαυμάσια ιστορία. Σε κάνει να σκέφτεσαι πώς υπάρχει κάτι το μαγικό στην ιστορία ώστε να κρατάς το ενδιαφέρον του πατέρα σου.
It all began when I was only six years old, and my father taught me that mysterious art of keeping score while listening to baseball games -- so that when he went to work in New York during the day, I could record for him the history of that afternoon's Brooklyn Dodgers game. Now, when you're only six years old, and your father comes home every single night and listens to you -- as I now realize that I, in excruciating detail, recounted every single play of every inning of the game that had just taken place that afternoon. But he made me feel I was telling him a fabulous story. It makes you think there's something magic about history to keep your father's attention.
Είμαι πεπεισμένη πως έμαθα την τέχνη της αφήγησης από αυτές τις βραδυνές συνεδρίες με τον πατέρα μου. Στην αρχή, ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που ξεφώνιζα, "Οι Ντότζερς νίκησαν!" ή "Οι Ντότζερς έχασαν!" Έτσι χανόταν πολύ από το δραματικό στοιχείο από τη δίωρη αφήγηση. (Γέλια) Τελικά έμαθα πως πρέπει να λες μια ιστορία από την αρχή προς τη μέση και το τέλος. Πρέπει να ομολογήσω πως η αγάπη μου για τους Μπρούκλιν Ντότζερς εκείνη την εποχή ήταν τόσο έντονη που στην πρώτη μου εξομολόγηση έπρεπε να ομολογήσω δύο αμαρτίες σχετικές με το μπέιζμπολ.
In fact, I'm convinced I learned the narrative art from those nightly sessions with my father. Because at first, I'd be so excited I would blurt out, "The Dodgers won!" or, "The Dodgers lost!" Which took much of the drama of this two-hour telling away. (Laughter) So I finally learned you had to tell a story from beginning to middle to end. I must say, so fervent was my love of the old Brooklyn Dodgers in those days that I had to confess in my first confession two sins that related to baseball.
Η πρώτη προκλήθηκε επειδή ο κάτσερ των Ντότζερς, ο Ρόι Καμπανέλλα, ήρθε στην πόλη μου, το Ρόκβιλ Σέντερ του Λονγκ Άιλαντ, καθώς προετοιμαζόμουν για την πρώτη μου Μετάληψη. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη-- ήταν ο πρώτος αθλητής που θα έβλεπα έξω από το Έμπετς Φίλντ. Έτυχε όμως να δίνει μία διάλεξη σε μία Προτεσταντική εκκλησία. Όταν ανατρέφεσαι ως καθολικός, νομίζεις πως αν ποτέ πατήσεις το πόδι σου σε μία Προτεσταντική εκκλησία θα σε χτυπήσει κεραυνός στο κατώφλι. Πήγα λοιπόν στον πατέρα μου κλαίγοντας και ρώτησα "Τι θα κάνουμε;" Μου είπε "Μη στεναχωριέσαι. Μιλά σε μία ενοριακή αίθουσα. Καθόμαστε σε πτυσσόμενες καρέκλες. Μιλά για τον αθλητισμό. Δεν είναι αμαρτία." Εκείνο το βράδυ όμως, καθώς απομακρυνόμουν, ήμουνα βέβαιη πως κατά κάποιο τρόπο είχα ανταλλάξει την αθανασία της ψυχής μου για μια βραδιά με το Ρόι Καμπανέλλα. (Γέλια) Και δεν υπήρχαν συγχωροχάρτια που θα μπορούσα να αγοράσω. Είχα λοιπόν αυτό το βάρος στη συνείδηση μου στην πρώτη μου εξομολόγηση. Το είπα στον ιερέα αμέσως. Απάντησε, "Κανένα πρόβλημα, δεν ήταν λειτουργία". Αλλά τότε, δυστυχώς, ρώτησε, "Και τι άλλο τέκνο μου;"
The first occurred because the Dodgers' catcher, Roy Campanella, came to my hometown of Rockville Centre, Long Island, just as I was in preparation for my first Holy Communion. And I was so excited -- first person I'd ever see outside of Ebbets Field. But it so happened he was speaking in a Protestant Church. When you are brought up as a Catholic, you think that if you ever set foot in a Protestant Church, you'll be struck dead at the threshold. So I went to my father in tears, "What are we going to do?" He said, "Don't worry. He's speaking in a parish hall. We're sitting in folding chairs. He's talking about sportsmanship. It's not a sin." But as I left that night, I was certain that somehow I'd traded the life of my everlasting soul for this one night with Roy Campanella. (Laughter) And there were no indulgences around that I could buy. So I had this sin on my soul when I went to my first confession. I told the priest right away. He said, "No problem. It wasn't a religious service." But then, unfortunately, he said, "And what else, my child?"
Και ακολούθησε η δεύτερη αμαρτία μου. Προσπάθησα να το κρύψω ανάμεσα στο ότι μιλάω πολύ στην εκκλησία, ότι εύχομαι κακό για άλλους, ότι είμαι κακιά με τις αδερφές μου. Και είπε "Για ποιόν ευχήθηκες κακό;" Και αναγκάστηκα να ομολογήσω πως ευχόμουν να σπάσουν χέρια, πόδια και αστραγάλους διάφοροι παίκτες των Νιου Γιορκ Γιάνκις. (Γέλια) ώστε οι Μπρούκλιν Ντότζερς να κερδίσουν το πρώτο τους πρωτάθλημα. Με ρώτησε, "Πόσο συχνά κάνεις αυτές τις φρικτές ευχές;" Και αναγκάστηκα να πω, κάθε βράδυ όταν προσεύχομαι. (Γέλια) Οπότε απάντησε, "Κοίτα, θα σου πω κάτι. Αγαπώ, όπως και εσύ, τους Μπρούκλιν Ντότζερς, αλλά σου υπόσχομαι πως κάποια μέρα θα κερδίσουν καθαρά και τίμια. Δεν χρειάζεται να καταριέσαι άλλους για να το πετύχεις." "Ναι,", απάντησα. Ευτυχώς, η πρώτη μου εξομολόγηση-- σε έναν ιερέα που αγαπούσε το μπέιζμπολ. (Γέλια)
And then came my second sin. I tried to sandwich it in between talking too much in church, wishing harm to others, being mean to my sisters. And he said, "To whom did you wish harm?" And I had to say that I wished that various New York Yankees players would break arms, legs and ankles -- (Laughter) -- so that the Brooklyn Dodgers could win their first World Series. He said, "How often do you make these horrible wishes?" And I had to say, every night when I said my prayers. (Laughter) So he said, "Look, I'll tell you something. I love the Brooklyn Dodgers, as you do, but I promise you some day they will win fairly and squarely. You do not need to wish harm on others to make it happen." "Oh yes," I said. But luckily, my first confession -- to a baseball-loving priest! (Laughter)
Αν και ο πατέρας μου πέθανε αιφνιδίως από καρδιακή προσβολή όταν ήμουν ακόμα στα είκοσί μου, προτού παντρευτώ και κάνω τους τρεις γιούς μου, έχω μεταλαμπαδεύσει τη μνήμη του--και την αγάπη του για το μπέιζμπολ-- στους γιούς μου. Αν και όταν οι Ντότζερς μας εγκατέλειψαν για να έρθουν στο Λος Άντζελες έχασα την πίστη μου στο μπέιζμπολ μέχρι που μετακόμισα στη Βοστώνη και έγινα μία παθιασμένη οπαδός των Ρεντ Σοξ. Και πρέπει να παραδεχτώ πως ακόμα και τώρα, όταν κάθομαι με τους γιούς μου με τα εισιτήρια διαρκείας μας, μπορώ καμιά φορά να κλείσω τα μάτια μου και να με φανταστώ, νεαρό κορίτσι ξανά, μπροστά στον πατέρα μου, να βλέπω τους παίκτες της νιότης μου στο γρασίδι. Τζάκι Ρόμπινσον, Ρόι Καμπανέλλα, Πι Βι Ρις, και Ντιουκ Σνάιντερ.
Well, though my father died of a sudden heart attack when I was still in my 20s, before I had gotten married and had my three sons, I have passed his memory -- as well as his love of baseball -- on to my boys. Though when the Dodgers abandoned us to come to L.A., I lost faith in baseball until I moved to Boston and became an irrational Red Sox fan. And I must say, even now, when I sit with my sons with our season tickets, I can sometimes close my eyes against the sun and imagine myself, a young girl once more, in the presence of my father, watching the players of my youth on the grassy fields below: Jackie Robinson, Roy Campanella, Pee Wee Reese, and Duke Snider.
Υπάρχει κάτι το μαγικό σε αυτές τις στιγμές. Όταν ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τους γιούς μου στο σημείο που καθόταν κάποτε ο πατέρας μου, νιώθω μια αόρατη πίστη και αγάπη να συνδέει τους γιούς μου με τον παππού του οποίου το πρόσωπο δεν ξέρουν, αλλά του οποίου την καρδιά και την ψυχή έχουν γνωρίσει μέσα από όλες τις ιστορίες που έχω πει. Και για αυτό το λόγο θα είμαι πάντα ευγνώμων για αυτήν την περίεργη αγάπη της ιστορίας που μου επιτρέπει να περνώ μια ζωή κοιτώντας στο παρελθόν. Που μου επιτρέπει να διδαχτώ από αυτές τις σπουδαίες μορφές για την πάλη για ένα νόημα στη ζωή. Που μου επιτρέπει να πιστεύω πως οι δικοί μας άνθρωποι που έχουμε αγαπήσει και χάσει στις οικογένειές μας, και οι δημόσιοι άνδρες που έχουμε σεβαστεί στην ιστορία μας, όπως ήθελε να πιστεύει και ο Αβραάμ Λίνκολν, συνεχίζουν να ζουν, για όσο καιρό υποσχόμαστε να λέμε ξανά και ξανά την ιστορία της ζωής τους. Σας ευχαριστώ που με αφήσατε να είμαι αυτή η αφηγήτρια σήμερα. (Χειροκρότημα) Σας ευχαριστώ.
I must say there is magic in these moments. When I open my eyes and I see my sons in the place where my father once sat, I feel an invisible loyalty and love linking my sons to the grandfather whose face they never had a chance to see, but whose heart and soul they have come to know through all the stories I have told. Which is why, in the end, I shall always be grateful for this curious love of history, allowing me to spend a lifetime looking back into the past. Allowing me to learn from these large figures about the struggle for meaning for life. Allowing me to believe that the private people we have loved and lost in our families, and the public figures we have respected in our history, just as Abraham Lincoln wanted to believe, really can live on, so long as we pledge to tell and to retell the stories of their lives. Thank you for letting me be that storyteller today. (Applause) Thank you.