Θα ήθελα να ξεκινήσω, αν μου επιτρέπετε, με την ιστορία του σαλιγκαριού του Πέισλι Το απόγευμα της 26ης Αυγούστου, 1928, η Μέι Ντόναχιου πήρε ένα τραίνο από τη Γλασκώβη για την πόλη Πέισλι, έντεκα χιλιόμετρα δυτικότερα, και εκεί στο Καφέ Γουελμέντοου, πήρε ένα σκωτσέζικο παγωτό, ένα μείγμα παγωτού και τζιτζιμπίρας κερασμένο από κάποιον φίλο της. Η τζιτζιμπίρα σερβιρίστηκε σε ένα καφέ, αδιαφανές μπουκάλι με την ετικέτα «Δ. Στίβενσον, Γκλεν Λέιν, Πέισλι». ΄Ηπιε λίγο από το παγωτό αλλά την ώρα που η υπόλοιπη τζιτζιμπίρα χυνόταν στο ποτήρι της, ένα σαπισμένο σαλιγκάρι επέπλευσε στην επιφάνεια του ποτηριού της. Μετά από τρεις ημέρες, μπήκε στο νοσοκομείο Ρόγιαλ Γκλάσγκοου όπου η διάγνωση ήταν σοβαρή γαστροεντερίτιδα και σοκ.
I'd like to start, if I may, with the story of the Paisley snail. On the evening of the 26th of August, 1928, May Donoghue took a train from Glasgow to the town of Paisley, seven miles east of the city, and there at the Wellmeadow Café, she had a Scots ice cream float, a mix of ice cream and ginger beer bought for her by a friend. The ginger beer came in a brown, opaque bottle labeled "D. Stevenson, Glen Lane, Paisley." She drank some of the ice cream float, but as the remaining ginger beer was poured into her tumbler, a decomposed snail floated to the surface of her glass. Three days later, she was admitted to the Glasgow Royal Infirmary and diagnosed with severe gastroenteritis and shock.
Η αγωγή της Ντόναχιου εναντίον του Στίβενσον που ακολούθησε, δημιούργησε ένα πολύ σημαντικό νομικό προηγούμενο: Ο Στίβενσον, παρασκευαστής της τζιτζιμπίρας υποχρεώθηκε σε ένα καθήκον μέριμνας έναντι της Μέι Ντόναχιου, παρόλο που δεν υπήρξε συμβόλαιο μεταξύ τους, και στην πραγματικότητα, η ίδια δεν είχε καν αγοράσει το ποτό. Ένας από τους δικαστές, ο Λόρδος ΄Ατκιν, το περιέγραψε ως εξής: «Πρέπει να φροντίσετε να αποφύγετε πράξεις ή παραλείψεις τις οποίες μπορείτε λογικά να προβλέψετε πως είναι πιθανό να βλάψουν τον γείτονά σας». Πράγματι, αναρωτιέται κανείς, χωρίς το καθήκον μέριμνας, πόσοι άνθρωποι θα υπέφεραν από γαστροεντερίτιδα μέχρι που ο Στίβενσον ενδεχομένως να κλείσει την επιχείρησή του.
The case of Donoghue vs. Stevenson that followed set a very important legal precedent: Stevenson, the manufacturer of the ginger beer, was held to have a clear duty of care towards May Donoghue, even though there was no contract between them, and, indeed, she hadn't even bought the drink. One of the judges, Lord Atkin, described it like this: You must take care to avoid acts or omissions which you can reasonably foresee would be likely to injure your neighbor. Indeed, one wonders that without a duty of care, how many people would have had to suffer from gastroenteritis before Stevenson eventually went out of business.
Παρακαλώ συγκρατήστε την ιστορία του σαλιγκαριού του Πέισλι, διότι είναι θέμα σημαντικής αρχής. Πέρσι, η Εταιρεία Χάνζαρντ, μια αμερόπληπτη φιλανθρωπική οργάνωση που στόχο έχει την ενδυνάμωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την ενθάρρυνση ευρύτερης συμμετοχής στην πολιτική, δημοσίευσε παράλληλα με τον ετήσιο απολογισμό της για πολιτική συμμετοχή, ένα επιπρόσθετo ένθετο αφιερωμένο αποκλειστικά στην πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης. Σας παρουσιάζω μερικές μάλλον δυσάρεστες επισημάνσεις αυτής της έρευνας. Ο κίτρινος τύπος δεν φαίνεται να προωθεί την ιδιότητα του πολίτη στους αναγνώστες τους, ακόμη και σε σύγκριση με εκείνους που δε διαβάζουν καθόλου εφημερίδες. Οι αναγνώστες που διαβάζουν μόνο κίτρινο τύπο έχουν διπλάσιες πιθανότητες να συμφωνήσουν με μια αρνητική προσέγγιση της πολιτικής από τους αναγνώστες που δε διαβάζουν καμία εφημερίδα. Δεν είναι απλώς λιγότερο πολιτικά εμπλεκόμενοι. Καταναλώνουν τα μέσα ενημέρωσης που ενισχύουν την αρνητική εκτίμησή τους για την πολιτική και έτσι συμβάλλουν σε μια μοιρολατρική και κυνική στάση προς τη δημοκρατία και το ρόλο τους μέσα σε αυτήν. Δεν εκπλησσόμαστε που η αναφορά καταλήγει ότι από αυτή την άποψη, ο τύπος, ιδιαίτερα ο κίτρινος τύπος, φαίνεται να μη συμβαδίζει με τη σπουδαιότητα του ρόλου του στη δημοκρατία μας.
Now please hang on to that Paisley snail story, because it's an important principle. Last year, the Hansard Society, a nonpartisan charity which seeks to strengthen parliamentary democracy and encourage greater public involvement in politics published, alongside their annual audit of political engagement, an additional section devoted entirely to politics and the media. Here are a couple of rather depressing observations from that survey. Tabloid newspapers do not appear to advance the political citizenship of their readers, relative even to those who read no newspapers whatsoever. Tabloid-only readers are twice as likely to agree with a negative view of politics than readers of no newspapers. They're not just less politically engaged. They are consuming media that reinforces their negative evaluation of politics, thereby contributing to a fatalistic and cynical attitude to democracy and their own role within it. Little wonder that the report concluded that in this respect, the press, particularly the tabloids, appear not to be living up to the importance of their role in our democracy.
Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος σε τούτη την αίθουσα που να αμφισβητεί σοβαρά αυτή την άποψη. Αν όμως οι Χάνσαρντ έχουν δίκιο, και συνήθως έχουν, τότε έχουμε στα χέρια μας ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, και θα ήθελα, τα επόμενα δέκα λεπτά, να επικεντρωθώ σε αυτό.
Now I doubt if anyone in this room would seriously challenge that view. But if Hansard are right, and they usually are, then we've got a very serious problem on our hands, and it's one that I'd like to spend the next 10 minutes focusing upon.
Από την εποχή του σαλιγκαριού του Πέισλι, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία περίπου, αναπτύχθηκαν αρκετές σκέψεις σχετικά με το καθήκον μέριμνας μιας και σχετίζεται με πολλές πλευρές της κοινωνίας. Γενικά εγείρεται θέμα καθήκοντος μέριμνας όταν κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων αναλαμβάνει μια δραστηριότητα η οποία δυνητικά μπορεί να προκαλέσει ζημιά σε κάποιον άλλο σε επίπεδο σωματικό, πνευματικό ή οικονομικό. Αυτό, κατά κύριο λόγο, εστιάζεται σε δυο τομείς, όπως είναι η ενσυναισθητική ανταπόκριση στα παιδιά και στους νέους, στο προσωπικό υπηρεσίας και στους ηλικιωμένους και ανάπηρους. Σπάνια, αν ποτέ, επεκτείνεται σε εξίσου σημαντικά επιχειρήματα γύρω από την ευθραυστότητα του παρόντος συστήματος μας διακυβέρνησης, μέχρι την έννοια ότι η τιμιότητα, η ακρίβεια και η αμεροληψία είναι σημαντικές στην πορεία οικοδόμησης και ενσωμάτωσης μια πληροφορημένης συμμετοχικής δημοκρατίας. Όσο περισσότερο το σκεφτόμαστε, τόσο πιο παράξενο είναι.
Since the Paisley snail, and especially over the past decade or so, a great deal of thinking has been developed around the notion of a duty of care as it relates to a number of aspects of civil society. Generally a duty of care arises when one individual or a group of individuals undertakes an activity which has the potential to cause harm to another, either physically, mentally or economically. This is principally focused on obvious areas, such as our empathetic response to children and young people, to our service personnel, and to the elderly and infirm. It is seldom, if ever, extended to equally important arguments around the fragility of our present system of government, to the notion that honesty, accuracy and impartiality are fundamental to the process of building and embedding an informed, participatory democracy. And the more you think about it, the stranger that is.
Πριν από δυο χρόνια, είχα την ευχαρίστηση να εγκαινιάσω ένα εντελώς νέο σχολείο στη βορειοανατολική Αγγλία. Οι μαθητές του το είχαν μετονομάσει σε Ακαδημία 360. Καθώς διέσχιζα το εντυπωσιακό, καλυμμένο με γυαλί αίθριο, μπροστά μου, γραμμένη στον τοίχο με κόκκινα γράμματα ήταν η περιβόητη εντολή του Μάρκου Αυρήλιου: «Εάν δεν είναι αληθές, μην το λες. Εάν δεν είναι σωστό, μην το κάνεις». Ο διευθυντής με είδε που το χάζευα και είπε « Ω, είναι το ρητό του σχολείου μας». Στο τραίνο της επιστροφής στο Λονδίνο, δε μου έφευγε από το μυαλό. Σκεφτόμουν, μπορεί πράγματι να χρειαστήκαμε πάνω από 2.000 χρόνια για να συνειδητοποιήσομε αυτή την απλή έννοια που είναι το ελάχιστο της προσδοκίας που έχουμε ο ένας από τον άλλο; Δεν είναι καιρός να καλλιεργήσουμε αυτή την έννοια του καθήκοντος μέριμνας και να την επεκτείνουμε ώστε να περιλαμβάνει μια φροντίδα για τις δημοκρατικές αξίες που μοιραζόμαστε και που κινδυνεύουν; Από την άλλη, η απουσία του καθήκοντος μέριμνας που υπάρχει σε πολλά επαγγέλματα μπορεί πολύ εύκολα να σημαίνει καταγγελίες παράλειψης και αν είναι έτσι, νιώθουμε άραγε άνετοι στη σκέψη ότι τελικά με το να παραμελούμε θέματα υγείας στις δικές μας κοινωνίες και τις αξίες που αναγκαστικά τις στηρίζουν; Θα μπορούσε κανείς να προτείνει, με στοιχεία, ότι τα ίδια μέσα ενημέρωσης που οι Χάνζαρντ καταδίκασαν φρόντισαν επαρκώς να αποφύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπους που θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα ήταν πιθανό να υπονομεύσουν ή ακόμη και να καταστρέψουν το εγγενώς εύθραυστο δημοκρατικό μας οικοδόμημα.
A couple of years ago, I had the pleasure of opening a brand new school in the northeast of England. It had been renamed by its pupils as Academy 360. As I walked through their impressive, glass-covered atrium, in front of me, emblazoned on the wall in letters of fire was Marcus Aurelius's famous injunction: If it's not true, don't say it; if it's not right, don't do it. The head teacher saw me staring at it, and he said, "Oh, that's our school motto." On the train back to London, I couldn't get it out of my mind. I kept thinking, can it really have taken us over 2,000 years to come to terms with that simple notion as being our minimum expectation of each other? Isn't it time that we develop this concept of a duty of care and extended it to include a care for our shared but increasingly endangered democratic values? After all, the absence of a duty of care within many professions can all too easily amount to accusations of negligence, and that being the case, can we be really comfortable with the thought that we're in effect being negligent in respect of the health of our own societies and the values that necessarily underpin them? Could anyone honestly suggest, on the evidence, that the same media which Hansard so roundly condemned have taken sufficient care to avoid behaving in ways which they could reasonably have foreseen would be likely to undermine or even damage our inherently fragile democratic settlement.
Aσφαλώς θα υπάρξουν κάποιοι που θα υποστηρίξουν ότι αυτό θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να μετατραπεί σε ένα είδος λογοκρισίας, μολονότι αυτο-λογοκρισίας, αλλά δεν πείθομαι. Πρέπει να είναι δυνατό να ισορροπήσει η ελευθερία της έκφρασης με ευρύτερες ηθικές και κοινωνικές υπευθυνότητες.
Now there will be those who will argue that this could all too easily drift into a form of censorship, albeit self-censorship, but I don't buy that argument. It has to be possible to balance freedom of expression with wider moral and social responsibilities.
Θα σας εξηγήσω τους λόγους χρησιμοποιώντας το παράδειγμα από τη δική μου καριέρα ως σκηνοθέτη. Στη διάρκεια αυτής της καριέρας, ποτέ δε δέχτηκα ότι ένας σκηνοθέτης θα έπρεπε να βάζει την δική του δουλειά έξω ή πάνω από τις αξίες που έχει θέσει για τη ζωή του, την οικογένειά του, και το μέλλον της κοινωνίας στην οποία όλοι ζούμε. Θα πήγαινα ακόμη πιο πέρα. Ένας υπεύθυνος σκηνοθέτης δε θα έπρεπε ποτέ να υποτιμά την εργασία του σε σημείο που να γίνει λιγότερο από αληθινή στον κόσμο που θέλει να κατοικήσει. Για μένα, οι σκηνοθέτες, οι δημοσιογράφοι ακόμη και οι μπλόγκερ όλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές προσδοκίες που έρχονται, συνδυάζοντας την εγγενή δύναμη του μέσου τους με τις καλοακονισμένες επαγγελματικές τους δεξιότητες. Προφανώς αυτό δεν είναι ένα εντελλόμενο καθήκον, αλλά για τον ταλαντούχο σκηνοθέτη και τον υπεύθυνο δημοσιογράφο ή και τον μπλόγκερ ακόμη, μου φαίνεται εντελώς αναπόφευκτο.
Let me explain why by taking the example from my own career as a filmmaker. Throughout that career, I never accepted that a filmmaker should set about putting their own work outside or above what he or she believed to be a decent set of values for their own life, their own family, and the future of the society in which we all live. I'd go further. A responsible filmmaker should never devalue their work to a point at which it becomes less than true to the world they themselves wish to inhabit. As I see it, filmmakers, journalists, even bloggers are all required to face up to the social expectations that come with combining the intrinsic power of their medium with their well-honed professional skills. Obviously this is not a mandated duty, but for the gifted filmmaker and the responsible journalist or even blogger, it strikes me as being utterly inescapable.
Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι η έννοια που δίνουμε στην ατομική ελευθερία και στη σύντροφό της, τη δημιουργική ελευθερία, είναι σχετικά νέα στην ιστορία των Δυτικών ιδεών, και γι' αυτό, συχνά υποτιμάται και μπορεί πολύ γρήγορα να υπονομευθεί. Είναι ένα βραβείο που εύκολα χάνεται, και έτσι και χαθεί, έτσι και παραδοθεί, μπορεί να αποδειχθεί, πολύ, πολύ δύσκολο να ανακτηθεί. Η πρώτη γραμμή άμυνας πρέπει να είναι τα δικά μας κριτήρια, όχι αυτά που μας επιβάλλουν η λογοκρισία ή η νομοθεσία, τα δικά μας, ατομικά κριτήρια και η δική μας ακεραιότητα. Η ακεραιότητά μας στις συναλλαγές μας με τους συνεργάτες μας και τα δικά μας κριτήρια στον τρόπο που λειτουργούμε στην κοινωνία. Αυτά λοιπόν τα δικά μας κριτήρια χρειάζεται να ταιριάζουν με μια βιώσιμη κοινωνική ατζέντα. Είναι τμήμα μιας συλλογικής υπευθυνότητας, της υπευθυνότητας του καλλιτέχνη ή του δημοσιογράφου να συνδιαλέγεται με τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, και αυτό, με τη σειρά του, να συμβαδίζει με την υπευθυνότητα αυτών που κυβερνούν την κοινωνία να αντιμετωπίζουν επίσης αυτόν τον κόσμο, και να μη μπαίνουν στον πειρασμό να καταχραστούν τα αίτια των δεινών του. Ωστόσο, όπως έχει έντονα καταδειχθεί τα τελευταία χρόνια, τέτοια υπευθυνότητα σε μεγάλο βαθμό έχει καταργηθεί σε πολλούς τομείς των μέσων. Με αποτέλεσμα, στον Δυτικό Κόσμο, οι υπερ-απλουστευμένες πολιτικές των κομμάτων διαμαρτυρίας και η απήχησή τους σε έναν πληθυσμό απογοητευμένο και γηρασμένο, παράλληλα με την απάθεια και τη μανία με το τετριμμένο που είναι χαρακτηριστικά κάποιων νέων, όλα μαζί, αυτά και άλλες παρόμοιες σύγχρονες παρεκκλίσεις απειλούν να απομυζήσουν τη ζωή της δραστήριας, πληροφορημένης δημόσιας συζήτησης και εμπλοκής και τονίζω δραστήριας.
We should always remember that our notion of individual freedom and its partner, creative freedom, is comparatively new in the history of Western ideas, and for that reason, it's often undervalued and can be very quickly undermined. It's a prize easily lost, and once lost, once surrendered, it can prove very, very hard to reclaim. And its first line of defense has to be our own standards, not those enforced on us by a censor or legislation, our own standards and our own integrity. Our integrity as we deal with those with whom we work and our own standards as we operate within society. And these standards of ours need to be all of a piece with a sustainable social agenda. They're part of a collective responsibility, the responsibility of the artist or the journalist to deal with the world as it really is, and this, in turn, must go hand in hand with the responsibility of those governing society to also face up to that world, and not to be tempted to misappropriate the causes of its ills. Yet, as has become strikingly clear over the last couple of years, such responsibility has to a very great extent been abrogated by large sections of the media. And as a consequence, across the Western world, the over-simplistic policies of the parties of protest and their appeal to a largely disillusioned, older demographic, along with the apathy and obsession with the trivial that typifies at least some of the young, taken together, these and other similarly contemporary aberrations are threatening to squeeze the life out of active, informed debate and engagement, and I stress active.
Οι πιο ένθερμοι φιλελεύθεροι μπορεί να διαφωνήσουν για το αν η υπόθεση Ντόνοκιου εναντίον Στήβενσον έπρεπε να απορριφθεί από το διακστήριο και για το ότι ο Στίβενσον θα έκλεινε τελικά την επιχείρηση εάν συνέχιζε να πουλά τζιτζιμπίρα που περιείχε σαλιγκάρια. Αλλά, νομίζω, ότι οι περισσότεροι από εμάς αποδέχονται ότι το κράτος έχει ένα μικρό ρόλο να επιβάλλει καθήκον μέριμνας, και η λέξη κλειδί εδώ είναι λογικό. Οι δικαστές πρέπει να αναρωτηθούν, έλαβαν τη λογική μέριμνα και θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει λογικά τις συνέπειες των πράξεών τους; Μακράν του να σηματοδοτήσω υπερβολική κρατική εξουσία είναι αυτό το κοινής λογικής τεστ του πόσο λογικοί είναι που θα ήθελα να εφαρμόσουμε σε αυτούς στα μέσα ενημέρωσης οι οποίοι, στο κάτω-κάτω, δίνουν τον τόνο και το περιεχόμενο σε πολλές συζητήσεις της δημοκρατίας μας.
The most ardent of libertarians might argue that Donoghue v. Stevenson should have been thrown out of court and that Stevenson would eventually have gone out of business if he'd continued to sell ginger beer with snails in it. But most of us, I think, accept some small role for the state to enforce a duty of care, and the key word here is reasonable. Judges must ask, did they take reasonable care and could they have reasonably foreseen the consequences of their actions? Far from signifying overbearing state power, it's that small common sense test of reasonableness that I'd like us to apply to those in the media who, after all, set the tone and the content for much of our democratic discourse.
Η δημοκρατία για να λειτουργήσει, απαιτεί λογικούς άντρες και γυναίκες να κατανοούν και να διαφωνούν με την ησυχία τους πάνω σε δύσκολα και, καμιά φορά, περίπλοκα θέματα, και αυτό συμβαίνει σε μια ατμόσφαιρα που μοχθεί για το είδος της κατανόησης που οδηγεί αν όχι σε συμφωνία, σε έναν παραγωγικό και εφικτό συμβιβασμό. Πολιτική σημαίνει επιλογές, και μέσα στο πλαίσιο αυτό, πολιτική σημαίνει προτεραιότητες. Έχει να κάνει με τη συμφιλίωση αντιτιθέμενων προτιμήσεων όπου και όποτε είναι δυνατόν να βασίζεται σε γεγονότα. Αν όμως τα ίδια τα γεγονότα διαστρεβλώνονται, οι αποφάσεις είναι πιθανό να δημιουργήσουν περαιτέρω αντιπαράθεση, με όλες τις εντάσεις στην κοινωνία που αναπόφευκτα ακολουθούν. Τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να αποφασίσουν: Βλέπουν ότι ο ρόλος τους είναι να πυροδοτούν ή να πληροφορούν; Διότι τελικά πρόκειται για έναν συνδυασμό εμπιστοσύνης και ηγεσίας.
Democracy, in order to work, requires that reasonable men and women take the time to understand and debate difficult, sometimes complex issues, and they do so in an atmosphere which strives for the type of understanding that leads to, if not agreement, then at least a productive and workable compromise. Politics is about choices, and within those choices, politics is about priorities. It's about reconciling conflicting preferences wherever and whenever possibly based on fact. But if the facts themselves are distorted, the resolutions are likely only to create further conflict, with all the stresses and strains on society that inevitably follow. The media have to decide: Do they see their role as being to inflame or to inform? Because in the end, it comes down to a combination of trust and leadership.
Αυτή την εβδομάδα, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τότε που ο Τ.Φ. Κένεντι έβγαλε δυο λόγους που άφησαν εποχή, ο πρώτος για τον αφοπλισμό και ο δεύτερος για τα ατομικά δικαιώματα. Ο πρώτος οδήγησε σχεδόν αμέσως στη Συμφωνία Κατάργησης των Πυρηνικών Δοκιμών, και ο δεύτερος οδήγησε στο Νόμο του 1964 για τα Ατομικά Δικαιώματα και οι δυο αντιπροσωπεύουν γιγάντια βήματα προς τα μπρος. Η δημοκρατία, με καλή ηγεσία και καλή πληροφόρηση, μπορεί να επιτύχει μεγάλα πράγματα, με μια προϋπόθεση. Πρέπει να εμπιστευόμαστε ότι αυτοί που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις δρουν στα πλαίσια όχι των δικών τους συμφερόντων αλλά όλων των ανθρώπων. Χρειαζόμαστε γνώμες βασισμένες σε γεγονότα, διατυπωμένες με σαφήνεια, όχι αυτές των λίγων ισχυρών και δυνητικά επιχειρήσεις χειραγώγησης που επιδιώκουν τις δικές τους, συχνά στενές σκοπιμότητες αλλά ακριβείς, απροκατάληπτες πληροφορίες με τις οποίες να διαμορφώνουμε τις δικές μας γνώμες. Εάν επιθυμούμε να προσφέρουμε αξιοπρεπή, ικανοποιητική ζωή στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών μας, πρέπει να ασκηθούμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό σε αυτό το καθήκον φροντίδας για μια σφύζουσα, και ελπίζουμε μια διαρκούσα, δημοκρατία. Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε. (Χειροκρότημα)
Fifty years ago this week, President John F. Kennedy made two epoch-making speeches, the first on disarmament and the second on civil rights. The first led almost immediately to the Nuclear Test Ban Treaty, and the second led to the 1964 Civil Rights Act, both of which represented giant leaps forward. Democracy, well-led and well-informed, can achieve very great things, but there's a precondition. We have to trust that those making those decisions are acting in the best interest not of themselves but of the whole of the people. We need factually-based options, clearly laid out, not those of a few powerful and potentially manipulative corporations pursuing their own frequently narrow agendas, but accurate, unprejudiced information with which to make our own judgments. If we want to provide decent, fulfilling lives for our children and our children's children, we need to exercise to the very greatest degree possible that duty of care for a vibrant, and hopefully a lasting, democracy. Thank you very much for listening to me. (Applause)