Αυτή είναι η φωτογραφία ενός ανθρώπου που για πολλά χρόνια σχεδίαζα να σκοτώσω.
This is a photograph of a man whom for many years I plotted to kill.
Είναι ο πατέρας μου, ο Κλίντον Τζωρτζ «Σακουλομάτης» Γκραντ. Τον φωνάζουν Σακουλομάτη γιατί έχει μόνιμα σακούλες κάτω από τα μάτια του. Όταν ήμουν 10 χρονών, μαζί με τ' αδέρφια μου, ονειρευόμουν να ξύσω το δηλητήριο από τις μυγοπαγίδες και να το ρίξω στον καφέ του, να αλέσω γυαλί και να πασπαλίσω μ' αυτό το πρωινό του. Να χαλαρώσω το χαλί στις σκάλες ώστε να γλιστρήσει και να σπάσει τον αυχένα του. Αλλά όταν έφτανε εκείνη η ώρα, εκείνος πάντα πήδαγε το χαλαρό σκαλί κι έφευγε από το σπίτι χωρίς ούτε μια γουλιά καφέ ή να φάει κάτι. Κι έτσι για πολλά χρόνια φοβόμουν ότι ο πατέρας μου θα πέθαινε πριν βρω την ευκαιρία να τον σκοτώσω. (Γέλια)
This is my father, Clinton George "Bageye" Grant. He's called Bageye because he has permanent bags under his eyes. As a 10-year-old, along with my siblings, I dreamt of scraping off the poison from fly-killer paper into his coffee, grounded down glass and sprinkling it over his breakfast, loosening the carpet on the stairs so he would trip and break his neck. But come the day, he would always skip that loose step, he would always bow out of the house without so much as a swig of coffee or a bite to eat. And so for many years, I feared that my father would die before I had a chance to kill him. (Laughter)
Μέχρι που η μητέρα μου του είπε να φύγει και να μην ξαναγυρίσει, ο Σακουλομάτης ήταν ένα τρομακτικό τέρας. Κινείτο μόνιμα στα όρια της οργής, κάπως σαν εμένα, όπως βλέπετε. Δούλευε νύχτα στην αυτοκινητοβιομηχανία Βόξολ στο Λιούτον και απαιτούσε απόλυτη ησυχία σε όλο το σπίτι, έτσι ώστε όταν γυρίζαμε από το σχολείο στις 3:30 το απόγευμα στριμωχνόμαστε δίπλα δίπλα στην τηλεόραση και σαν διαρρήκτες χρηματοκιβωτίου, γυρίζαμε το κουμπί του ήχου τόσο ώστε η τηλεόραση σχεδόν να μην ακούγεται. Κάποιες φορές που είμασταν έτσι, ακουγόταν τόσο πολύ «Σσσστ» και «Σσσστ» παντού μέσα στο σπίτι, ώστε φανταζόμουν πως ήμασταν σαν πλήρωμα γερμανικού υποβρυχίου που έπλεε σιωπηλά στο βάθος του ωκεανού, ενώ στην επιφάνεια από πάνω του, περιπολούσε το πολεμικό πλοίο Σακουλομάτης έτοιμο να ρίξει τις βόμβες του θανάτου με τον πρώτο θόρυβο που θα ακουγόταν.
Up until our mother asked him to leave and not come back, Bageye had been a terrifying ogre. He teetered permanently on the verge of rage, rather like me, as you see. He worked nights at Vauxhall Motors in Luton and demanded total silence throughout the house, so that when we came home from school at 3:30 in the afternoon, we would huddle beside the TV, and rather like safe-crackers, we would twiddle with the volume control knob on the TV so it was almost inaudible. And at times, when we were like this, so much "Shhh," so much "Shhh" going on in the house that I imagined us to be like the German crew of a U-boat creeping along the edge of the ocean whilst up above, on the surface, HMS Bageye patrolled ready to drop death charges at the first sound of any disturbance.
Έτσι λοιπόν το μάθημα που πήρα ήταν «Μην τραβάς την προσοχή, ούτε μέσα, ούτε έξω από το σπίτι». Ίσως ήταν μάθημα των μεταναστών. Έπρεπε να είμαστε αόρατοι στο ραντάρ, έτσι δεν υπήρχε επικοινωνία ανάμεσα στον Σακουλομάτη και σ' εμάς, και τον ήχο που προσμέναμε ανυπόμονα, ξέρεις, όταν είσαι παιδί και θέλεις να γυρίσει σπίτι ο πατέρας και όλοι να είναι χαρούμενοι, και περιμένεις την πόρτα ν' ανοίξει. Ο ήχος λοιπόν που προσμέναμε ήταν το κλικ της πόρτας που κλείνει, που σήμαινε ότι έφυγε και δεν θα γύριζε.
So that lesson was the lesson that "Do not draw attention to yourself either in the home or outside of the home." Maybe it's a migrant lesson. We were to be below the radar, so there was no communication, really, between Bageye and us and us and Bageye, and the sound that we most looked forward to, you know when you're a child and you want your father to come home and it's all going to be happy and you're waiting for that sound of the door opening. Well the sound that we looked forward to was the click of the door closing, which meant he'd gone and would not come back.
Έτσι για τρεις δεκαετίες ποτέ δεν κοίταξα τον πατέρα μου, ούτε αυτός εμένα. Δεν μιλήσαμε για τρεις δεκαετίες και πριν λίγα χρόνια αποφάσισα να στρέψω την προσοχή σε αυτόν.
So for three decades, I never laid eyes on my father, nor he on me. We never spoke to each other for three decades, and then a couple of years ago, I decided to turn the spotlight on him.
«Σε παρακολουθούν. Ναι, εσένα. Σε παρακουλουθούν». Αυτό ήταν που έλεγε συνέχεια σ' εμάς, τα παιδιά του. Ξανά και ξανά μας το επαναλάμβανε. Και ήταν τη δεκαετία του '70 στο Λιούτον, όπου δούλευε στη Βόξολ, και ήταν Τζαμαϊκανός. Εννοούσε ότι, ως παιδί Τζαμαϊκανών μεταναστών σε παρακολουθούν να δουν προς τα που κλίνεις, αν συμμορφώνεσαι με το στερεότυπο της χώρας υποδοχής για σένα, ότι είσαι άχρηστος και φυγόπονος, προοριζόμενος για μια ζωή στο έγκλημα. Σε παρακολουθούν, γι' αυτό θόλωσε τα νερά σε ό,τι προσδοκούν από σένα. Με αυτό το σκοπό, ο Σακουλομάτης και οι φίλοι του, κυρίως Τζαμαϊκανοί, παρουσίαζαν προς τα έξω μια καλή εικόνα των Τζαμαϊκανών: Δείξε την καλύτερή σου πλευρά στον κόσμο, δείξε το καλύτερό σου πρόσωπό στον κόσμο.
"You are being watched. Actually, you are. You are being watched." That was his mantra to us, his children. Time and time again he would say this to us. And this was the 1970s, it was Luton, where he worked at Vauxhall Motors, and he was a Jamaican. And what he meant was, you as a child of a Jamaican immigrant are being watched to see which way you turn, to see whether you conform to the host nation's stereotype of you, of being feckless, work-shy, destined for a life of crime. You are being watched, so confound their expectations of you. To that end, Bageye and his friends, mostly Jamaican, exhibited a kind of Jamaican bella figura: Turn your best side to the world, show your best face to the world.
Άν έχετε δει κάποιες εικόνες των ανθρώπων από την Καραϊβική που κατέφθαναν στις δεκαετίες του '40 και του '50 θα προσέξατε ότι πολλοί άνδρες φορούσαν ρεπούμπλικες. Όμως δεν ήταν παράδοση στη Τζαμάικα να φορούν καπέλα. Επινόησαν αυτήν την παράδοση για την άφιξή τους εδώ. Ήθελαν να προβάλλουν τους εαυτούς τους όπως ήθελαν να τους βλέπουν οι άλλοι, έτσι ώστε η όψη τους και τα ονόματα που υιοθέτησαν να τους καθορίζουν. Έτσι ο Σακουλομάτης είναι φαλακρός και έχει σακούλες κάτω από τα μάτια του. Ο Παπουτσωμένος δίνει μεγάλη σημασία στα παπούτσια του. Ο Τσιτωμένος είναι πάντα σε εγρήγορση. Ο Ρολόης έχει ένα χέρι μακρύτερο από το άλλο. (Γέλια) Ο πιο αγαπημένος μου ήταν κάποιος που λεγόταν Ελαφροντυμένος. Όταν ο Ελαφροντυμένος ήρθε στη χώρα από την Τζαμάικα στις αρχές του '60, συνεχώς φορούσε ελαφρά καλοκαιρινά κοστούμια, άσχετα με τι καιρό έκανε, και ψάχνοντας το ιστορικό τους ρώτησα τη μητέρα «Τι να γίνεται ο Ελαφροντυμένος;» κι αυτή είπε «Κρυολόγησε και πέθανε» (Γέλια) Αλλά άνθρωποι όπως ο Ελαφροντυμένος μας δίδαξαν τη σημασία του στυλ. Ίσως υπερέβαλαν κάπως επειδή νόμιζαν ότι δεν τους θεωρούσαν αρκετά πολιτισμένους και μετέφεραν αυτήν τη στάση, την αγωνία της γενιάς τους σ' εμάς, την επόμενη γενιά, σε τέτοιο βαθμό ώστε καθώς μεγάλωνα, αν άκουγαμε στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση ένα ρεπορτάζ για κάποιον μαύρο που διέπραξε ένα έγκλημα, ληστεία, φόνο, διάρρηξη, απογοητευόμασταν όλοι στην οικογένεια, επειδή έτσι εκτίθετο όλη η Τζαμαϊκανή κοινότητα. Δεν ζούσες μόνο για τον εαυτό σου. Εκπροσωπούσες την ομάδα, και ήταν τρομερά δύσκολο να μπορέσεις να το διαχειριστείς, ότι πιθανόν να έβλεπαν κι εσένα κάτω από το ίδιο πρίσμα. Αυτό λοιπόν έπρεπε να το καταπολεμήσουμε. Ο πατέρας μου και πολλοί κολλητοί του ήταν της μετάδοσης αλλά όχι της λήψης. Ήταν φτιαγμένοι για να μεταδίδουν όχι να λαμβάνουν. Εμείς έπρεπε να σιωπούμε. Όταν ο πατέρας μου τελικά μας μιλούσε, μας μιλούσε «από άμβωνος». Ήταν βαθιά πεπεισμένοι ότι η αμφιβολία θα τους υπέσκαπτε την υπόληψη. Όταν όμως εγώ δουλεύω στο σπίτι, μετά από γράψιμο ολόκληρης μέρας, κατεβαίνω στο καθιστικό και μιλάω συνεπαρμένος για τον Μάρκους Γκάρβεϊ ή τον Μπομπ Μάρλεϊ και τα λόγια πεταρίζουν από το στόμα μου σαν πεταλούδες, είμαι τόσο ενθουσιασμένος που τα παιδιά μου με κόβουν «Πατέρα, δεν μας νοιάζει καθόλου.» (Γέλια)
If you have seen some of the images of the Caribbean people arriving in the '40s and '50s, you might have noticed that a lot of the men wear trilbies. Now, there was no tradition of wearing trilbies in Jamaica. They invented that tradition for their arrival here. They wanted to project themselves in a way that they wanted to be perceived, so that the way they looked and the names that they gave themselves defined them. So Bageye is bald and has baggy eyes. Tidy Boots is very fussy about his footwear. Anxious is always anxious. Clock has one arm longer than the other. (Laughter) And my all-time favorite was the guy they called Summerwear. When Summerwear came to this country from Jamaica in the early '60s, he insisted on wearing light summer suits, no matter the weather, and in the course of researching their lives, I asked my mom, "Whatever became of Summerwear?" And she said, "He caught a cold and died." (Laughter) But men like Summerwear taught us the importance of style. Maybe they exaggerated their style because they thought that they were not considered to be quite civilized, and they transferred that generational attitude or anxiety onto us, the next generation, so much so that when I was growing up, if ever on the television news or radio a report came up about a black person committing some crime — a mugging, a murder, a burglary — we winced along with our parents, because they were letting the side down. You did not just represent yourself. You represented the group, and it was a terrifying thing to come to terms with, in a way, that maybe you were going to be perceived in the same light. So that was what needed to be challenged. Our father and many of his colleagues exhibited a kind of transmission but not receiving. They were built to transmit but not receive. We were to keep quiet. When our father did speak to us, it was from the pulpit of his mind. They clung to certainty in the belief that doubt would undermine them. But when I am working in my house and writing, after a day's writing, I rush downstairs and I'm very excited to talk about Marcus Garvey or Bob Marley and words are tripping out of my mouth like butterflies and I'm so excited that my children stop me, and they say, "Dad, nobody cares." (Laughter)
Στην πραγματικότητα νοιάζονται. Διασχίζουν το χάσμα. Με κάποιον τρόπο έρχονται κοντά σου. Διαμορφώνουν τη ζωή τους ανάλογα με όσα ξέρουν για τη δική σου, όπως ίσως έκανα κι εγώ με τον πατέρα και τη μητέρα μου, και ίσως όπως ο Σακουλομάτης με το δικό του πατέρα. Και αυτό ήταν πιο ξεκάθαρο καθώς κοίταζα την ζωή του και συνειδητοποιούσα ότι, όπως το ρητό των ιθαγενών Αμερικάνων, «Μην κατηγορείς κανέναν αν δεν περπατήσεις με τα μοκασίνια του».
But they do care, actually. They cross over. Somehow they find their way to you. They shape their lives according to the narrative of your life, as I did with my father and my mother, perhaps, and maybe Bageye did with his father. And that was clearer to me in the course of looking at his life and understanding, as they say, the Native Americans say, "Do not criticize the man until you can walk in his moccasins."
Αλλά για να εξορκίσεις τη ζωή του, ήταν εύκολο και πολύ ειλικρινές να απεικονίσεις τη ζωή των Τζαμαϊκανών στην Αγγλία του '70, με μπωλ γεμάτα με πλαστικά φρούτα, πλαστικά πλακίδια οροφής, καναπέδες μόνιμα σκεπασμένους στο διαφανές κάλυμμα με το οποίο παραδόθηκαν. Αλλά το πιο δύσκολο να διασχίσεις είναι το συναισθηματικό τοπίο ανάμεσα στις γενιές και η παλιά ρήση ότι η σοφία έρχεται με τα χρόνια δεν αληθεύει. Με τα χρόνια έρχεται η βιτρίνα ευπρέπειας κι ένα επίχρισμα από «άβολες» αλήθειες.
But in conjuring his life, it was okay and very straightforward to portray a Caribbean life in England in the 1970s with bowls of plastic fruit, polystyrene ceiling tiles, settees permanently sheathed in their transparent covers that they were delivered in. But what's more difficult to navigate is the emotional landscape between the generations, and the old adage that with age comes wisdom is not true. With age comes the veneer of respectability and a veneer of uncomfortable truths.
Η αλήθεια όμως ήταν ότι οι γονείς μου, η μητέρα μου, κι ο πατέρας συμφωνούσε μαζί της, δεν εμπιστεύονταν την πολιτεία να με μορφώσει. Δείτε λοιπόν πώς ακούγομαι. Αποφάσισαν ότι θα μ' έστελναν σε κάποιο ιδιωτικό σχολείο, αλλά ο πατέρας μου δούλευε στη Βόξολ. Δεν μπορούσε να πληρώνει ιδιωτικό σχολείο και να ταΐζει κι ένα λόχο παιδιά. Θυμάμαι να πηγαίνω στο σχολείο για τις εισαγωγικές εξετάσεις κι ο πατέρας μου να λέει στον ιερέα -ήταν καθολικό σχολείο - ότι ήθελε ο γιός του να μάθει «πολλά γράμματα», ο πατέρας μου, παρόλα αυτά, ούτε την πόρτα του σχολείου δεν πέρασε ως μαθητής, δεν συζητάμε καν για εισαγωγικές. Αλλά για να πληρώσει για τη μόρφωσή μου, χρειάστηκε να καταφύγει σε αμφιλεγόμενες λύσεις, έτσι ο πατέρας μου πλήρωνε για το σχολείο μου με εμπόριο παράνομων αγαθών που μετέφερε στο πορτ μπαγκάζ του, πράγμα αρκετά παρακινδυνευμένο καθώς το αυτοκίνητο δεν ήταν καν δικό του. Επιθυμούσε ένα τέτοιο αυτοκίνητο, αλλά είχε ένα ταλαιπωρημένο Μίνι Κούπερ, και ποτέ, ως Τζαμαϊκανός μετανάστης, ποτέ δεν απέκτησε άδεια οδήγησης, ούτε ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας ή βεβαίωση από ΚΤΕΟ. Το σκεπτικό του ήταν, «Αφού ξέρω να οδηγώ, τι την θέλω την κρατική βεβαίωση;» Τα πράγματα ζόριζαν όταν μας σταματούσε η αστυνομία, και μας σταματούσε συχνά, μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που τους συμπεριφερόταν. Προήγαγε τον αστυνομικό άμεσα, έτσι ώστε ο αστυφύλακας Μπλογκς γινόταν επιθεωρητής Μπλογκς και κουβέντα με την κουβέντα ευτυχής μας έγνεφε να φύγουμε. Έτσι ο πατέρας έπαιζε αυτό που λέμε στην Τζαμάϊκα «κάνω τον χαζό για να ξεγελάσω τους έξυπνους». Ταυτόχρονα όμως πέρναγε την ιδέα ότι ο αστυνομικός τον υποτιμούσε, ότι τον μείωνε - το είδα αυτό ως δεκάχρονος - αλλά επίσης υπήρχε μια αμφιθυμία προς την εξουσία. Από τη μια πλευρά περιέπαιζε την εξουσία, από την άλλη όμως, υπήρχε κάποιος σεβασμός προς αυτήν, οι άνθρωποι από την Καραϊβική επεδείκνυαν μια υπέρμετρη υπακοή προς την εξουσία, γεγονός που προκαλούσε έντονη εντύπωση, επειδή οι μετανάστες είναι πολύ θαρραλέοι άνθρωποι. Εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Οι γονείς μου έφυγαν από την Τζαμάικα και ταξίδεψαν 6.500 χιλιόμετρα, όμως το ταξίδι τους προκάλεσε μια ηλικιακή οπισθοδρόμιση. Έχασαν το θάρρος τους και κάπου στην πορεία η φυσική τάξη αντιστράφηκε. Τα παιδιά έγιναν κηδεμόνες στους γονείς τους.
But what was true was that my parents, my mother, and my father went along with it, did not trust the state to educate me. So listen to how I sound. They determined that they would send me to a private school, but my father worked at Vauxhall Motors. It's quite difficult to fund a private school education and feed his army of children. I remember going on to the school for the entrance exam, and my father said to the priest — it was a Catholic school — he wanted a better "heducation" for the boy, but also, he, my father, never even managed to pass worms, never mind entrance exams. But in order to fund my education, he was going to have to do some dodgy stuff, so my father would fund my education by trading in illicit goods from the back of his car, and that was made even more tricky because my father, that's not his car by the way. My father aspired to have a car like that, but my father had a beaten-up Mini, and he never, being a Jamaican coming to this country, he never had a driving license, he never had any insurance or road tax or MOT. He thought, "I know how to drive; why do I need the state's validation?" But it became a little tricky when we were stopped by the police, and we were stopped a lot by the police, and I was impressed by the way that my father dealt with the police. He would promote the policeman immediately, so that P.C. Bloggs became Detective Inspector Bloggs in the course of the conversation and wave us on merrily. So my father was exhibiting what we in Jamaica called "playing fool to catch wise." But it lent also an idea that actually he was being diminished or belittled by the policeman — as a 10-year-old boy, I saw that — but also there was an ambivalence towards authority. So on the one hand, there was a mocking of authority, but on the other hand, there was a deference towards authority, and these Caribbean people had an overbearing obedience towards authority, which is very striking, very strange in a way, because migrants are very courageous people. They leave their homes. My father and my mother left Jamaica and they traveled 4,000 miles, and yet they were infantilized by travel. They were timid, and somewhere along the line, the natural order was reversed. The children became the parents to the parent.
Οι Τζαμαϊκανοί ήρθαν στη χώρα με ένα πενταετές σχέδιο: δουλειά, λίγα χρήματα, μετά επιστροφή, αλλά τα πέντε χρόνια έγιναν 10, τα 10 έγιναν 15, και πριν το καταλάβεις, ανακαινίζεις το σπίτι σου, και τότε συνειδητοποιείς ότι θα μείνεις για πάντα. Αν και ακόμη υπάρχει αυτό το αίσθημα του προσωρινού που οι γονείς μας είχαν για τη διαμονή τους εδώ, εμείς τα παιδιά όμως ξέραμε ότι ήταν οριστικό. Πιστεύω ότι υπήρχε ένα αίσθημα ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκπληρώσουν τους στόχους της ζωής που είχαν οραματιστεί. Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Αυτό ίσχυε επίσης στην περίπτωση της προσπάθειας μόρφωσής μου. Παρόλο που ο πατέρας μου την ξεκίνησε, δεν τη συνέχισε. Η μητέρα μου ανέλαβε τη μόρφωσή μου, και όπως θα έλεγε ο Τζωρτζ Λέμινγκ, ήταν η μητέρα μου που μου στάθηκε σαν πατέρας.
The Caribbean people came to this country with a five-year plan: they would work, some money, and then go back, but the five years became 10, the 10 became 15, and before you know it, you're changing the wallpaper, and at that point, you know you're here to stay. Although there's still the kind of temporariness that our parents felt about being here, but we children knew that the game was up. I think there was a feeling that they would not be able to continue with the ideals of the life that they expected. The reality was very much different. And also, that was true of the reality of trying to educate me. Having started the process, my father did not continue. It was left to my mother to educate me, and as George Lamming would say, it was my mother who fathered me.
Ακόμα και όταν έλειπε, το ρητό παρέμενε: Σε παρακολουθούν. Αλλά τόσο επίμονη παρακολούθηση μπορεί να γίνει άγχος, σε τέτοιο βαθμό ώστε, χρόνια μετά όταν ερευνούσα γιατί τόσοι νέοι μαύροι διαγιγνώσκονταν με σχιζοφρένεια έξι φορές πάνω από το αναμενόμενο, δεν ξαφνιάστηκα όταν άκουσα τον ψυχίατρο να λέει, «Οι μαύροι διδάσκονται την παράνοια». Αναρωτιέμαι τι θα καταλάβαινε ο Σακουλομάτης απ' αυτό.
Even in his absence, that old mantra remained: You are being watched. But such ardent watchfulness can lead to anxiety, so much so that years later, when I was investigating why so many young black men were diagnosed with schizophrenia, six times more than they ought to be, I was not surprised to hear the psychiatrist say, "Black people are schooled in paranoia." And I wonder what Bageye would make of that.
Είχα κι εγώ έναν δεκάχρονο γιο και έστρεψα την προσοχή μου στο Σακουλομάτη κι έψαξα να τον βρω. Είχε γυρίσει στο Λιούτον, ήταν 82 χρονών πλέον, και δεν τον είχα δει για σχεδόν 30 χρόνια. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδα ένα μικρό ανθρωπάκι με φωτεινά, χαρωπά μάτια, και χαμογελούσε, δεν τον είχα δει ποτέ να χαμογελά. Ένιωσα πολύ μπερδεμένος. Αλλά καθίσαμε κι ήταν εκεί ένας Τζαμαϊκανός φίλος του, μιλήσαμε λίγο για τα παλιά, κι ο πατέρας μου με κοίταζε λες και θα εξαφανιζόμουν δια μαγείας έτσι όπως είχα εμφανιστεί. Γύρισε στον φίλο του κι είπε, «Αυτό το παιδί κι εγώ είμαστε πολύ δεμένοι, πολύ, πολύ δεμένοι». Ποτέ όμως δεν ένιωσα αυτό το δέσιμο. Αν υπήρχε κάποια επαφή, ήταν πολύ χαλαρή ή σχεδόν ανεπαίσθητη. Στη διάρκεια αυτής της αντάμωσης ένιωσα ότι πέρναγα συνέντευξη για τη θέση γιου για τον πατέρα μου.
Now I also had a 10-year-old son, and turned my attention to Bageye and I went in search of him. He was back in Luton, he was now 82, and I hadn't seen him for 30-odd years, and when he opened the door, I saw this tiny little man with lambent, smiling eyes, and he was smiling, and I'd never seen him smile. I was very disconcerted by that. But we sat down, and he had a Caribbean friend with him, talking some old time talk, and my father would look at me, and he looked at me as if I would miraculously disappear as I had arisen. And he turned to his friend, and he said, "This boy and me have a deep, deep connection, deep, deep connection." But I never felt that connection. If there was a pulse, it was very weak or hardly at all. And I almost felt in the course of that reunion that I was auditioning to be my father's son.
Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο πήρε καλές κριτικές στις εφημερίδες της χώρας αλλά στο Λιούτον, η Γκάρντιαν δεν είναι η δημοφιλέστερη εφημερίδα, είναι τα Νέα του Λιούτον, και τα Νέα του Λιούτον είχαν βάλει για το βιβλίο τον τίτλο, «Το Βιβλίο που Μπορεί να Γεφυρώσει ένα Χάσμα 32 Ετών». Και κατάλαβα ότι επίσης αναφερόταν στο χάσμα ανάμεσα στις δυο γενιές, ανάμεσα στη δική μου γενιά και σ' αυτήν του πατέρα μου, αλλά στην Καραϊβική δεν έχουμε παράδοση για απομνημονεύματα και βιογραφίες. Είναι παράδοση να μην δημοσιοποιείς τα εν οίκω. Όμως αποδέχθηκα τον τίτλο και είπα, εντάξει, υπάρχει μια πιθανότητα να γίνει αιτία συζητήσεων που δεν είχαμε ποτέ πριν κάνει. Αυτό ίσως κλείσει το χάσμα των γενεών. Θα μπορούσε να γίνει μέσο επανόρθωσης. Άρχισα να νιώθω ακόμη κι ότι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να εκληφθεί από τον πατέρα μου ως μια πράξη αφοσίωσης από τον γιο του.
When the book came out, it had fair reviews in the national papers, but the paper of choice in Luton is not The Guardian, it's the Luton News, and the Luton News ran the headline about the book, "The Book That May Heal a 32-Year-Old Rift." And I understood that could also represent the rift between one generation and the next, between people like me and my father's generation, but there's no tradition in Caribbean life of memoirs or biographies. It was a tradition that you didn't chat about your business in public. But I welcomed that title, and I thought actually, yes, there is a possibility that this will open up conversations that we'd never had before. This will close the generation gap, perhaps. This could be an instrument of repair. And I even began to feel that this book may be perceived by my father as an act of filial devotion.
Έτρεφα όμως αυταπάτες. Ο Σακουλομάτης προσβλήθηκε από αυτό που θεώρησε ως δημοσιοποίηση των ελαττωμάτων του. Προσβλήθηκε από την προδοσία μου, και πήγε στις εφημερίδες την επόμενη μέρα και απαίτησε το δικαίωμα απάντησης, το οποίο του δόθηκε, με τον τίτλο: «Ο Σακουλομάτης αντεπιτίθεται». Και ήταν μια απαστράπτουσα αναφορά της προδοσίας μου. Δεν ήμουν γιος του. Αντιλαμβανόταν μέσα του ότι η υπόληψή του είχε αμαυρωθεί και δεν θα το επέτρεπε. Έπρεπε ν'αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά του και στην αρχή, παρόλο που απογοητεύθηκα, άρχισα να θαυμάζω τη στάση του. Το αίμα ακόμα έβραζε μέσα στις φλέβες του, παρόλα τα 82 χρόνια της ηλικίας του. Και αν αυτό θα σήμαινε ότι θα επιστρέφαμε στα 30 χρόνια σιωπής, ο πατέρας μου θα έλεγε, «Αν είναι έτσι, ας γίνει έτσι».
Poor, deluded fool. Bageye was stung by what he perceived to be the public airing of his shortcomings. He was stung by my betrayal, and he went to the newspapers the next day and demanded a right of reply, and he got it with the headline "Bageye Bites Back." And it was a coruscating account of my betrayal. I was no son of his. He recognized in his mind that his colors had been dragged through the mud, and he couldn't allow that. He had to restore his dignity, and he did so, and initially, although I was disappointed, I grew to admire that stance. There was still fire bubbling through his veins, even though he was 82 years old. And if it meant that we would now return to 30 years of silence, my father would say, "If it's so, then it's so."
Οι Τζαμαϊκανοί θα σου πουν ότι δεν υπάρχουν γεγονότα, υπάρχουν μόνο εκδοχές. Όλοι λέμε στους εαυτούς μας την εκδοχή της ιστορίας με την οποία μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα. Κάθε γενιά χτίζει ένα οικοδόμημα που αρνείται ή μερικές φορές αδυνατεί να αποσυναρμολογήσει, αλλά κατά το γράψιμο, η δική μου εκδοχή της ιστορίας άρχισε ν' αλλάζει κι αποκόπηκε από εμένα. Έχασα το μίσος για τον πατέρα μου. Δεν ήθελα πλέον να πεθάνει ή να τον δολοφονήσω και ένιωσα απελευθερωμένος πιο πολύ από ποτέ. Αναρωτιέμαι άν αυτή η αίσθηση ελευθερίας μπορεί να μεταδοθεί και σ' αυτόν.
Jamaicans will tell you that there's no such thing as facts, there are only versions. We all tell ourselves the versions of the story that we can best live with. Each generation builds up an edifice which they are reluctant or sometimes unable to disassemble, but in the writing, my version of the story began to change, and it was detached from me. I lost my hatred of my father. I did no longer want him to die or to murder him, and I felt free, much freer than I'd ever felt before. And I wonder whether that freedness could be transferred to him.
Σ' εκείνη την πρώτη επανένωση μου ήρθε στο μυαλό ότι είχα ελάχιστες φωτογραφίες μου ως μικρό παιδί. Αυτή είναι μια φωτογραφία μου, είμαι εννέα μηνών. Στην αρχική φωτογραφία με κρατάει στα χέρια του ο πατέρας μου, ο Σακουλομάτης, αλλά όταν οι γονείς μου χώρισαν, η μητέρα μου τον απέκοψε τελείως από τη ζωή μας. Πήρε ένα ψαλίδι και τον έκοψε από όλες τις φωτογραφίες και για χρόνια, έλεγα στον εαυτό μου ότι η αλήθεια σ' αυτή τη φωτογραφία είναι ότι είσαι μόνος, δεν σε στηρίζει κανείς. Υπάρχει όμως και άλλος τρόπος να τη δεις. Είναι μια φωτογραφία που δείχνει τη δυνατότητα μιας επανένωσης, μια δυνατότητα να συναντήσω τον πατέρα μου και στη λαχτάρα μου να με κρατήσει ο πατέρας μου τον κρατούσα εγώ στο φως.
In that initial reunion, I was struck by an idea that I had very few photographs of myself as a young child. This is a photograph of me, nine months old. In the original photograph, I'm being held up by my father, Bageye, but when my parents separated, my mother excised him from all aspects of our lives. She took a pair of scissors and cut him out of every photograph, and for years, I told myself the truth of this photograph was that you are alone, you are unsupported. But there's another way of looking at this photograph. This is a photograph that has the potential for a reunion, a potential to be reunited with my father, and in my yearning to be held up by my father, I held him up to the light.
Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση υπήρχαν στιγμές αμηχανίας και έντασης και για να μειωθεί η ένταση αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα.
In that first reunion, it was very awkward and tense moments, and to lessen the tension, we decided to go for a walk.
Καθώς περπατούσαμε διαπίστωσα ότι είχα επανέλθει και ένιωθα σαν παιδί παρότι ήμουν πολύ ψηλότερος από τον πατέρα μου. Ήμουν σχεδόν 35 πόντους ψηλότερος. Αυτός ήταν ακόμη ο μεγάλος και εγώ προσπαθούσα να ακολουθήσω το βήμα του. Και διαπίστωσα ότι περπατούσε σαν να τον παρακολουθούσαν ακόμα, αλλά θαύμαζα το περπάτημά του. Περπατούσε σαν ένας από την ομάδα των χαμένων στον τελικό του Βρετανικού Κυπέλου Ποδοσφαίρου, που ανεβαίνει τα σκαλιά για να πάρει το μετάλλιο της παρηγοριάς. Υπήρχε μια αξιοπρέπεια στην ήττα.
And as we walked, I was struck that I had reverted to being the child even though I was now towering above my father. I was almost a foot taller than my father. He was still the big man, and I tried to match his step. And I realized that he was walking as if he was still under observation, but I admired his walk. He walked like a man on the losing side of the F.A. Cup Final mounting the steps to collect his condolence medal. There was dignity in defeat.
Ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)