[Αυτή η ομιλία περιλαμβάνει περιεχόμενο που προορίζεται για ενήλικες] Η μητέρα μου τηλεφώνησε αυτό το καλοκαίρι παρεμβαίνοντας σε κάτι. Βρήκε κάποια αποσπάσματα στα απομνημονεύματά μου, που δεν είχαν εκδοθεί ακόμη και ανησυχούσε. Δεν ήταν το σεξ.
[This talk contains mature content] My mother called this summer to stage an intervention. She'd come across a few snippets of my memoir, which wasn't even out yet, and she was concerned. It wasn't the sex.
(Γέλια)
(Laughter)
Ήταν η γλώσσα που την ενόχλησε.
It was the language that disturbed her.
Για παράδειγμα: «Ήμουν τόσα πράγματα κατά το παράξενο ταξίδι μου: ένα φτωχόπαιδο, ένας νέγρος, ένας του Γέιλ, ένας του Χάρβαρντ, μια αδερφή, ένας Χριστιανός, ένα εθισμένο μωρό, τάχα, σπόρος του Σατανά, η Δευτέρα Παρουσία, ο Κέισι». Αυτή είναι μόνο η σελίδα έξι.
For example: "I have been so many things along my curious journey: a poor boy, a nigger, a Yale man, a Harvard man, a faggot, a Christian, a crack baby, alleged, the spawn of Satan, the Second Coming, Casey." That's just page six.
(Γέλια)
(Laughter)
Καταλαβαίνετε την ανησυχία της μαμάς μου. Αλλά ήθελε μόνο να κάνει μία μικρή αλλαγή. Οπότε τηλεφώνησε και άρχισε, «Έι, είσαι ένας άντρας. Δεν είσαι αδερφή, δεν είσαι αλήτης και άσε με να σου πω τη διαφορά. Είσαι αξιόλογος. Είσαι έξυπνος. Ντύνεσαι ωραία. Ξέρεις πώς να μιλάς. Αρέσεις στον κόσμο. Δεν γυρίζεις σαν αλήτης. Δεν είσαι ένας απατεώνας στον δρόμο. Είσαι ένας έντιμος άνθρωπος που απλώς τυχαίνει να είναι ομοφυλόφιλος. Μην βάζεις τον εαυτό σου εκεί όταν βρίσκεσαι εδώ».
So you may understand my mother's worry. But she wanted only to make one small change. So she called, and she began, "Hey, you are a man. You're not a faggot, you're not a punk, and let me tell you the difference. You are prominent. You are intelligent. You dress well. You know how to speak. People like you. You don't walk around doing your hand like a punk. You're not a vagabond on the street. You are an upstanding person who just happens to be gay. Don't put yourself over there when you are over here."
Νόμιζε ότι μου έκανε χάρη και κάπως, μου έκανε. Το τηλεφώνημά της ξεκαθάρισε τι προσπαθώ να κάνω με τη ζωή μου και στη δουλειά μου ως συγγραφέας, που είναι να στείλω ένα απλό μήνυμα: ο τρόπος που μας δίδαξαν να ζούμε πρέπει να αλλάξει. Το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο.
She thought she'd done me a favor, and in a way, she had. Her call clarified what I am trying to do with my life and in my work as a writer, which is to send one simple message: the way we're taught to live has got to change. I learned this the hard way.
Γεννήθηκα όχι στη λάθος πλευρά της πόλης, αλλά στη λάθος πλευρά ολόκληρου του ποταμού, του Τρίνιτυ, στο Όακ Κλιφ του Τέξας. Με μεγάλωσε κατά ένα μέρος η γιαγιά μου που εργαζόταν ως υπηρέτρια και η αδερφή μου, που με υιοθέτησε λίγα χρόνια αφότου η μητέρα μας, που πάλευε με μια ψυχική ασθένεια, εξαφανίστηκε. Ήταν αυτή η εξαφάνιση, που ξεκίνησε όταν ήμουν 13 και κράτησε για πέντε χρόνια, που διαμόρφωσε το άτομο που έγινα, το άτομο που αργότερα έπρεπε να απαρνηθώ. Πριν φύγει, η μητέρα μου ήταν η ανθρώπινη κρυψώνα μου. Ήταν το μόνο άλλο άτομο που έμοιαζε τόσο παράξενο όσο εγώ, όμορφα παράξενο, ένα μείγμα από Μπανς ΝτιΜπουά από το «Λεωφορείο ο Πόθος» και Γούιτνι Χιούστον του 1980.
I was born not on the wrong side of the tracks, but on the wrong side of a whole river, the Trinity, down in Oak Cliff, Texas. I was raised there in part by my grandmother who worked as a domestic, and by my sister, who adopted me a few years after our mother, who struggled with mental illness, disappeared. And it was that disappearance, that began when I was 13 and lasted for five years, that shaped the person I became, the person I later had to unbecome. Before she left, my mother had been my human hiding place. She was the only other person who seemed as strange as me, beautifully strange, some mix of Blanche DuBois from "A Streetcar Named Desire" and a 1980s Whitney Houston.
(Γέλια)
(Laughter)
Δεν λέω ότι ήταν τέλεια, απλώς ότι σίγουρα ωφελήθηκα από τις ατέλειές της. Ίσως αυτό είναι η μαγεία τελικά: ένα χρήσιμο λάθος. Οπότε, όταν άρχισε να εξαφανίζεται για μέρες κάθε φορά, στράφηκα σε λίγη δική μου μαγεία. Με χτύπησε, σαν από ψηλά, η ιδέα ότι θα μπορούσα να φέρω τη μητέρα μου απλώς περπατώντας τέλεια από το δημοτικό σχολείο μου στην κορυφή ενός απότομου λόφου και να κατέβω ως το σπίτι της γιαγιάς μου, βάζοντας το ένα πόδι και μόνο το ένα πόδι, σε κάθε πλακάκι του πεζοδρομίου. Δεν επέτρεπα κανένα τμήμα των ποδιών να αγγίξει την ενδιάμεση γραμμή, δεν παρέλειπα κανένα πλακάκι, μέχρι το τελευταίο πλακάκι στο τελευταίο φύλλο γρασίδι που χώριζε τον κήπο μας από τον δρόμο. Δεν σας δουλεύω, είχε αποτέλεσμα, αν και μόνο μία φορά.
I'm not saying she was perfect, just that I sure benefited from her imperfections. And maybe that's what magic is, after all: a useful mistake. So when she began to disappear for days at a time, I turned to some magic of my own. It struck me, as from above, that I could conjure up my mother just by walking perfectly from my elementary school at the top of a steep hill all the way down to my grandmother's house, placing one foot, and one foot only, in each sidewalk square. I couldn't let any part of any foot touch the line between the square, I couldn't skip a square, all the way to the last square at the last blade of grass that separated our lawn from our driveway. And I bullshit you not, it worked -- just once though.
Αλλά αν το τέλειο βάδισμά μου δεν μπορούσε να φέρει πίσω τη μητέρα μου, ανακάλυψα ότι αυτή η προσέγγιση είχε άλλες χρήσεις. Ανακάλυψα ότι όλοι τριγύρω μου αγαπούσαν όσο τίποτε άλλο την τελειότητα, την υπακοή, την υποταγή. Ή τουλάχιστον αν υποτασσόμουν, δεν θα με ενοχλούσαν τόσο. Οπότε πέτυχα μια συμφωνία που θα έβλεπα αργότερα σε μια φυλακή της Στάζι στο Βερολίνο, σε μια επιγραφή που έλεγε, «Αυτός που προσαρμόζεται μπορεί να ζήσει ανεκτά». Ήταν μια συμφωνία που διασφάλιζε ότι είχα μέρος να μείνω και φαγητό να φάω, μια συμφωνία που μου προσέφερε έπαινο από δασκάλους και φίλους, ξένους, συμφωνία που απέδωσε πολύ, όπως φαινόταν, όταν μια μέρα στα 17, κάποιος από το Γέιλ εμφανίστηκε στο λύκειο για να με εντάξει στην ομάδα ποδοσφαίρου του Γέιλ. Μου φάνηκε τόσο απροσδόκητο τότε όσο μπορεί να φαίνεται τώρα. Ο άντρας του Γέιλ είπε -- όλοι είπαν -- ότι αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί, το καλύτερο για όλη την κοινότητα. «Πάρε αυτό το εισιτήριο, νεαρέ» μου είπαν. Δεν ήμουν τόσο σίγουρος. Το Γέιλ έμοιαζε τελείως άλλος κόσμος: ένα κρύο, ξένο, εχθρικό μέρος. Την πρώτη μέρα της επίσκεψής μου, έστειλα στην αδερφή μου μια δικαιολογία για να μην πάω. «Είναι παράξενοι αυτοί οι άνθρωποι». Απάντησε, «Θα ταιριάξεις μια χαρά».
But if my perfect walk could not bring my mother back, I found that this approach had other uses. I found that everyone else in charge around me loved nothing more than perfection, obedience, submission. Or at least if I submitted, they wouldn't bother me too much. So I took a bargain that I'd later see in a prison, a Stasi prison in Berlin, on a sign that read, "He who adapts can live tolerably." It was a bargain that helped ensure I had a place to stay and food to eat; a bargain that won me praise of teachers and kin, strangers; a bargain that paid off big time, it seemed, when one day at 17, a man from Yale showed up at my high school to recruit me for Yale's football team. It felt as out of the blue to me then as it may to you now. The Yale man said -- everybody said -- that this was the best thing that could ever happen to me, the best thing that could happen to the whole community. "Take this ticket, boy," they told me. I was not so sure. Yale seemed another world entire: a cold, foreign, hostile place. On the first day of my recruiting visit, I texted my sister an excuse for not going. "These people are so weird." She replied, "You'll fit right in."
(Γέλια)
(Laughter)
Πήρα το εισιτήριο και δούλεψα πολύ σκληρά για να ταιριάξω. Όταν η σύμβουλός μου με προειδοποίησε να μην φοράω τα καπέλα μου στη σχολή... «Είσαι στο Γέιλ τώρα. Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό πλέον», είπε. Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν ένα από τα μικρά τιμήματα που πρέπει να πληρώσω για να τα καταφέρω. Τα πλήρωσα όλα, ή προσπάθησα και σίγουρα με ξεπλήρωσαν: με έκαναν τον αρχηγό της κολεγιακής ποδοσφαιρικής ομάδας, με έβαλαν σε μια όχι τόσο κρυφή κοινωνία και μια δουλειά στη Wall Street και στην Ουάσινγκτον. Τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά που σκέφτηκα ότι φυσικά θα έπρεπε να είμαι Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
I took the ticket and worked damn hard to fit right in. When my freshman advisor warned me not to wear my fitted hats on campus ... "You're at Yale now. You don't have to do that anymore," she said. I figured, this was just one of the small prices that must be paid to make it. I paid them all, or tried, and sure enough they seemed to pay me back: made me a leader on the varsity football team; got me into a not-so-secret society and a job on Wall Street, and later in Washington. Things were going so well that I figured naturally I should be President of the United States.
(Γέλια)
(Laughter)
Αλλά αφού ήμουν μόνο 24 ετών και ακόμη και οι πρόεδροι πρέπει να αρχίσουν από κάπου, συμβιβάστηκα με μια υποψηφιότητα για το Κονγκρέσο. Αυτό ήταν στον απόηχο των σπουδαίων εκλογών του 2008: Οι εκλογές κατά τις οποίες ένας σοβαρός, μετριοπαθής γερουσιαστής τόνισε: «Το μήνυμα που πρέπει να στείλουμε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι ότι ο Μπάρακ Ομπάμα είναι σαν εμάς». Έστειλαν αυτό το μήνυμα τόσο καλά που η καμπάνια τους έγινε το χρυσό ιδεώδες της μοντέρνας πολιτικής, αν όχι της μοντέρνας ζωής, που επίσης φαίνεται να απαιτεί ότι ο καθένας μας κάνει ό,τι χρειάζεται για να πούμε πριν πεθάνουμε με ειρήνη και ικανοποίηση, «Ήμουν ακριβώς σαν όλους τους άλλους». Αυτό θα ήταν και το δικό μου μήνυμα.
But since I was only 24 and since even presidents have to start somewhere, I settled instead on a run for Congress. Now, this was in the afterglow of that great 2008 election: the election during which a serious, moderate senator stressed, "The message you've got to send more than any other message is that Barack Obama is just like us." They sent that message so well that their campaign became the gold standard of modern politics, if not modern life, which also seems to demand that we each do whatever it takes to be able to say at the end of our days with peace and satisfaction, "I was just like everybody else." And this would be my message, too.
Ένα βράδυ, έκανα μία τελευταία κλήση στον υποψήφιο διευθυντή της καμπάνιας μου. Θα κάναμε ό,τι χρειαζόταν για να κερδίσω, αλλά πρώτα είχε μία ερώτηση: «Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;» Κράτησα το τηλέφωνο και τελικά είπα, «Λοιπόν, θα πρέπει να γνωρίζεις ότι είμαι ομοφυλόφιλος».
So one night, I made one final call to my prospective campaign manager. We'd do the things it'd take to win, but first he had one question: "Is there anything I need to know?" I held the phone and finally said, "Well, you should probably know I'm gay."
Σιωπή.
Silence.
«Χμμμ. Κατάλαβα», σχεδόν ψιθύρισε, σαν να είχε βρει μια λαμπερή δεκάρα ή ένα νεκρό πουλάκι.
"Hmm. I see," he nearly whispered, as if he'd found a shiny penny or a dead baby bird.
(Γέλια)
(Laughter)
«Χαίρομαι που μου το είπες», συνέχισε. «Σίγουρα δεν έκανες τη δουλειά μου πιο εύκολη. Εννοώ, βρίσκεσαι στο Τέξας. Αλλά δεν είναι αδύνατο, δεν είναι αδύνατο. Αλλά Κέισι, να σε ρωτήσω κάτι: Πώς θα αισθανθείς αν κάποιος, σε μια συγκέντρωση, σε αποκαλέσει αδερφή; Ας είμαστε ρεαλιστές, εντάξει; Αντιλαμβάνεσαι ότι κάποιος μπορεί να θέλει να σε βλάψει σωματικά. Απλώς θέλω να γνωρίζω: Είσαι στ' αλήθεια έτοιμος γι' αυτό;»
"I'm glad you told me," he continued. "You definitely didn't make my job any easier. I mean, you are in Texas. But it's not impossible, not impossible. But Casey, let me ask you something: How are you going to feel when somebody, say, at a rally, calls you a faggot? And let's be real, OK? You do understand that somebody might want to physically harm you. I just want to know: Are you really ready for this?"
Δεν ήμουν. Δεν μπορούσα να κατανοήσω -- με το ζόρι μπορούσα να αναπνεύσω, ή να σκεφτώ, ή να πω μια λέξη. Αλλά για να είμαι ξεκάθαρος: το αγόρι που ήμουν τότε θα είχε ορμήξει στην πιθανότητα να το βλάψουν, να θυσιάσει τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του, για έναν σκοπό. Υπήρχε όμως κάτι σοκαριστικό, όχι ότι θα έπρεπε να υπάρχει, αλλά υπήρχε, στη σκέψη ότι θα μπορούσε να τον βλάψουν γιατί απλά ήταν ο εαυτός του, που δεν είχε ούτε καν προσπαθήσει γι'αυτό αρχικά. Το μόνο που αυτός -- το μόνο που εγώ -- είχα προσπαθήσει να κάνω και να είμαι ήταν αυτό που νόμιζα ότι μου ζητούσαν. Ήμουν αξιόλογος για 24χρονος: έξυπνος, μιλούσα ωραία, ντυνόμουν αξιοπρεπώς, ήμουν ένας έντιμος πολίτης. Αλλά η συμφωνία που είχα αποδεχτεί δεν μπορούσε να με σώσει τελικά, ούτε εσάς μπορεί να σώσει. Μπορεί ήδη να μάθατε ήδη αυτό το μάθημα, ή θα το μάθετε, ασχέτως της σεξουαλικότητάς σας. Ο ομοφυλόφιλος δέχεται αναμφίβολα μια συμπυκνωμένη δόση, αλλά η καταπίεση είναι ένα πικρό χάπι που προσφέρεται σε όλους μας. Διδασκόμαστε να κρύβουμε τόσα πολλά από τον εαυτό μας και αυτά που περάσαμε: την αγάπη μας, τον πόνο μας, για κάποιους, την πίστη μας. Η αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας στον κόσμο μπορεί να είναι δύσκολη, η ένωσή μας με την ωμή μαγεία του εαυτού μας μπορεί να είναι πιο πολύ. Όπως είπε ο Μάιλς Ντέιβις, «Παίρνει πολύ χρόνο να ακούγεσαι σαν τον εαυτό σου». Αυτό σίγουρα ίσχυε για μένα.
I wasn't. And I could not understand -- could hardly breathe or think, or say a word. But to be clear: the boy that I was at that time would have leapt at the chance to be harmed, to sacrifice everything, even life, for a cause. There was something shocking, though -- not that there should have been, but there was -- in the notion that he might be harmed for nothing more than being himself, which he had not even tried to do in the first place. All that he -- all that I -- had tried to do and be was what I thought was asked of me. I was prominent for a 24-year-old: intelligent, I spoke well, dressed decent; I was an upstanding citizen. But the bargain I had accepted could not save me after all, nor can it save you. You may have already learned this lesson, or you will, regardless of your sexuality. The queer receives a concentrated dose, no doubt, but repression is a bitter pill that's offered to us all. We're taught to hide so many parts of who we are and what we've been through: our love, our pain, for some, our faith. So while coming out to the world can be hard, coming in to all the raw, strange magic of ourselves can be much harder. As Miles Davis said, "It takes a long time to sound like yourself." That surely was the case for me.
Είχα την προσωπική μου αποκάλυψη εκείνο το βράδυ στα 24 αλλά κυρίως προχώρησα στη ζωή μου. Πήγα στην Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, έκανα μια επιτυχημένη μη κερδοσκοπική, βρέθηκα στο εξώφυλλο ενός περιοδικού, στη σκηνή του TED.
I had my private revelation that night at 24, but mostly went on with my life. I went on to Harvard Business School, started a successful nonprofit, wound up on the cover of a magazine, on the stage at TED.
(Γέλια)
(Laughter)
Είχα επιτύχει, μέχρι τα 30, σχεδόν όλα όσα πρέπει να πετύχει ένα παιδί. Αλλά είχα διαλυθεί: δεν έπαθα νευρική κατάρρευση, αλλά δεν ήμουν πολύ μακριά και ήμουν φοβερά λυπημένος. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γίνω συγγραφέας δεν διάβαζα, ουσιαστικά, μέχρι που έγινα σχεδόν 23. Αλλά η βιομηχανία των βιβλίων είναι ίσως η μόνη που θα σε πληρώσει να ερευνήσεις τα δικά σου προβλήματα, οπότε --
I had achieved, by my late 20s, about everything a kid is supposed to achieve. But I was real cracked up: not exactly having a nervous breakdown, but not too far off, and awful sad either way. I had never thought of being a writer, didn't even read, in earnest, until I was nearly 23. But the book business is about the only industry that will pay you to investigate your own problems, so --
(Γέλια)
(Laughter)
Οπότε αποφάσισα να προσπαθήσω, να χαράξω αυτές τις ρωγμές με λέξεις.
So I decided to give it a try, to trace those cracks with words.
Αυτό που βγήκε στη σελίδα ήταν τόσο παράξενο όσο αισθανόμουν εκείνο τον καιρό, που ανησύχησε κάποιους ανθρώπους. Ένας σεβαστός συγγραφέας τηλεφώνησε για να παρέμβει, μετά που διάβασε λίγα κεφάλαια, και ξεκίνησε σαν τη μητέρα μου, «Έι, άκου. Προσλήφθηκες για να γράψεις μια αυτοβιογραφία. Είναι μια απλή διαδικασία. 'Εχει αρχή, μέση και τέλος και βασίζεται στα γεγονότα της ζωής σου. Επί τη ευκαιρία, υπάρχει μεγάλη παράδοση στις αυτοβιογραφίες σ'αυτή τη χώρα, από ανθρώπους στα περιθώρια της κοινωνίας που γράφουν για να υπερασπιστουν την ύπαρξη τους. Πήγαινε αγόρασε μερικά από αυτά τα βιβλία και μάθε από αυτά. Πηγαίνεις σε λάθος κατεύθυνση».
Now, what came out on the page was about as strange as I felt at that time, which alarmed some people at first. A respected writer called to stage his own intervention after reading a few early chapters, and he began, much like my mother, "Hey, listen. You've been hired to write an autobiography. It's a straightforward exercise. It's got a beginning, middle and end, and is grounded in the facts of your life. And by the way, there's a great tradition of autobiography in this country, led by people on the margins of society who write to assert their existence. Go buy some of those books and learn from them. You're going in the wrong direction."
Αλλά δεν πίστευα πλέον αυτό που μας διδάσκουν, ότι η σωστή κατεύθυνση είναι η ασφαλής κατεύθυνση. Δεν πίστευα πλέον αυτά που μας διδάσκουν, ότι οι ζωές των ομοφυλοφίλων ή των μαύρων ή των φτωχών είναι περιθωριοποιημένες Πίστευα αυτό που λέει ο Κέντρικ Λαμάρ στο «Section.80.»: «Δεν είμαι έξω κοιτάζοντας μέσα. Δεν είμαι μέσα κοιτάζοντας έξω. Είμαι ακριβώς στο γαμημένο κέντρο και κοιτάζω γύρω μου».
But I no longer believed what we are taught -- that the right direction is the safe direction. I no longer believed what we are taught -- that queer lives or black lives or poor lives are marginal lives. I believed what Kendrick Lamar says on "Section.80.": "I'm not on the outside looking in. I'm not on the inside looking out. I'm in the dead fucking center looking around."
(Γέλια)
(Laughter)
Αυτο ήταν το σημείο από το οποίο ήλπιζα να δουλέψω, με προορισμό τη μόνη κατεύθυνση που αξίζει, αυτήν του εαυτού μου, προσπαθώντας να βοηθήσω όλους μας να αρνηθούμε τις απαίσιες συμφωνίες που μας δίδαξαν να κάνουμε. Μας δίδαξαν να κάνουμε τους εαυτούς μας και τη δουλειά μας μικρές μπουκίτσες που χωνεύονται εύκολα, μας δίδαξαν να ακρωτηριαζόμαστε ώστε να μας καταλαβαίνουν οι άλλοι, να γινόμαστε ξένοι στον εαυτό μας, ώστε να μας αποδεχτούν οι σωστοί άνθρωποι να μας δεχτούν τα σωστά σχολεία και να μας προσλάβουν στις σωστές θέσεις και να μας καλέσουν στα σωστά πάρτι και κάποια μέρα, ο σωστός Θεός να μας καλέσει στον σωστό παράδεισο και να κλείσει τις πύλες του πίσω μας, ώστε να υποκλινόμαστε σε Αυτόν για πάντα. Αυτές είναι οι ανταμοιβές, λένε, για την υπακοή μας: να είμαστε μια αρεστή, ιερή μπουκιά, να είμαστε νεκροί.
That was the place from which I hoped to work, headed in the only direction worth going, the direction of myself, trying to help us all refuse the awful bargains we've been taught to take. We're taught to turn ourselves and our work into little nuggets that are easily digestible; taught to mutilate ourselves so that we make sense to others, to be a stranger to ourselves so the right people might befriend us and the right schools might accept us, and the right jobs might hire us, and the right parties might invite us, and, someday, the right God might invite us to the right heaven and close his pearly gates behind us, so we can bow down to Him forever and ever. These are the rewards, they say, for our obedience: to be a well-liked holy nugget, to be dead.
Όμως εγώ λέω ως απάντηση: «Όχι, ευχαριστώ». Στον κόσμο και στη μητέρα μου. Για να σας πω την αλήθεια, είπα μόνο, «Εντάξει, μαμά, τα λέμε μετά».
And I say in return, "No, thank you." To the world and to my mother. Well, to tell you the truth, all I said was, "OK, Mom, I'll talk to you later."
(Γέλια)
(Laughter)
Αλλά από μέσα μου είπα, «Όχι, ευχαριστώ». Δεν μπορώ να δεχτώ την προσφορά της. Ούτε εσείς θα έπρεπε. Θα ήταν εύκολο για πολλούς από εμάς σε δωμάτια σαν κι αυτό να δούμε τους εαυτούς μας ως ασφαλείς, να κρατήσουμε εδώ τους εαυτούς μας. Μιλάμε ωραία, ντυνόμαστε αξιοπρεπώς, είμαστε έξυπνοι, αρέσουμε στους άλλους, ή παριστάνουν ότι τους αρέσουμε.
But in my mind, I said, "No, thank you." I cannot accept her bargain either. Nor should you. It would be easy for many of us in rooms like this to see ourselves as safe, to keep ourselves over here. We speak well, we dress decent, we're intelligent, people like us, or act like they do.
Αντίθετα, εγώ λέω ότι θα πρέπει να θυμηθούμε τη σύζυγο του Λωτ. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ το είπε πρώτος στους ακόλουθούς του: «Θυμηθείτε τη σύζυγο του Λωτ». Ο Λωτ, σε περίπτωση που δεν διαβάσατε τη Βίβλο πρόσφατα, ήταν ένας άνδρας που ζούσε με την οικογένειά του στα Σόδομα, σε μια διεστραμμένη κοινωνία που ο Θεός αποφάσισε ότι πρέπει να καταστρέψει. Αλλά ο Θεός, αν και σκληρός, ήταν λίγο ψυχούλα, έστειλε δύο αγγέλους στα Σόδομα να πουν στον Λωτ να μαζέψει τους δικούς του και να φύγουν από κει. Ο Λωτ άκουσε την προειδοποίηση των αγγέλων, αλλά καθυστερούσε. Δεν μπορούσαν να περιμένουν πολύ, οπότε άρπαξαν τα χέρια του Λωτ και τα χέρια από τις δύο κόρες και τα χέρια της συζύγου του και τους πήγαν έξω από τα Σόδομα. Και οι άγγελοι φωνάζουν: «Τρέξτε στο βουνό. Ό,τι και αν κάνετε, μην κοιτάξετε πίσω,» καθώς ο Θεός άρχισε να βρέχει φωτιά στα Σόδομα και τα Γόμορρα. Δεν καταλαβαίνω πώς μπλέχτηκαν τα Γόμορα σ'αυτό. Αλλά ο Λωτ και οι δικοί του τρέχουν, ξεφεύγουν από αυτή την καταστροφή, κλωτσώντας σκόνη ενώ ο Κύριος βρέχει θάνατο και τότε, για κάποιο λόγο, η σύζυγος του Λωτ κοιτάζει πίσω. Ο Θεός την μετατρέπει σε στήλη άλατος. «Θυμηθείτε τη σύζυγο του Λωτ», λέει ο Ιησούς.
But instead, I say that we should remember Lot's wife. Jesus of Nazareth said it first to his disciples: "Remember Lot's wife." Lot, in case you haven't read the Bible recently, was a man who set his family down in Sodom, in the midst of a wicked society that God decided he had to destroy. But God, being cruel, yet still a sap in part, rushed two angels out to Sodom to warn Lot to gather up his folks and get out of Dodge. Lot heard the angel's warning, but delayed. They didn't have all day to wait, so they grabbed Lot's hands and his two daughters' hands, and his wife's hands, and hurried them out of Sodom. And the angels shout, "Escape to the mountain. Whatever you do, don't look back," just as God starts raining down fire on Sodom and Gomorrah. I can't figure out how Gomorrah got dragged into this. But Lot and his folks are running, fleeing all that destruction, kicking up dust while the Lord rains down death, and then, for some reason, Lot's wife looks back. God turns her into a pillar of salt. "Remember Lot's wife," Jesus says.
Αλλά έχω μια ερώτηση: Γιατί κοιτάζει πίσω; Κοιτάζει πίσω επειδή δεν ήθελε να χάσει το χάος, ήθελε μία τελευταία ματιά μιας φλεγόμενης πόλης; Κοιτάζει πίσω επειδή ήθελε να σιγουρευτεί ότι οι δικοί της ήταν μακριά από τον κίνδυνο για να ανασάνει λίγο καλύτερα; Είμαι τόσο περίεργος και εγωιστής μερικές φορές, αυτοί θα ήταν οι λόγοι μου αν ήμουν στη θέση της. Αλλά τι θα γινόταν αν έτρεχε κάτι άλλο με αυτή τη γυναίκα, τη σύζυγο του Λωτ; Και αν δεν άντεχε στη σκέψη να αφήσει αυτούς τους ανθρώπους ολομόναχους να καίγονται ζωντανοί, ακόμη και για χάρη της ορθότητας; Αυτό δεν είναι πιθανό; Αν είναι, τότε αυτή η ματιά προς τα πίσω μιας ανυπάκουης γυναίκας μπορεί να μην είναι μια προειδοποίηση. Μπορεί να είναι η πιο γενναία πράξη σε όλη την Βίβλο, ακόμη πιο γενναία από την πράξη που συγκρατεί όλη τη Βίβλο, τη Σταύρωση. Μας λένε ότι στον Γολγοθά, επάνω σε έναν παλιό, τραχύ σταυρό, ο Ιησούς πέθανε για να τους σώσει όλους: δισεκατομμύρια αγνώστων για πάντα. Ευγενικό εκ μέρους του. Τον έκανε σίγουρα διάσημο.
But I've got a question: Why does she look back? Does she look back because she didn't want to miss the mayhem, wanted one last glimpse of a city on fire? Does she look back because she wanted to be sure that her people were far enough from danger to breathe a little easy? I'm so nosy and selfish sometimes, those likely would have been my reasons if I'd been in her shoes. But what if something else was going on with this woman, Lot's wife? What if she could not bear the thought of leaving those people all alone to burn alive, even for righteousness's sake? Isn't that possible? If it is, then this backward glance of a disobedient woman may not be a cautionary tale after all. It may be the bravest act in all the Bible, even braver than the act that holds the whole Book together, the crucifixion. We are told that up on Calvary, on an old rugged cross, Jesus gave his life to save everybody: billions and billions of strangers for all time to come. It's a nice thing to do. It made him famous, that's for sure.
(Γέλια)
(Laughter)
Αλλά η σύζυγος του Λωτ σκοτώθηκε, μετατράπηκε σε στήλη άλατος, γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει την πλάτη στους φίλους της, τους διεστραμμένους στα Σόδομα και κανείς δεν κατέγραψε το όνομα αυτής της γυναίκας.
But Lot's wife was killed, turned into a pillar of salt, all because she could not turn her back on her friends, the wicked men of Sodom, and nobody even wrote the woman's name down.
Ω, το κουράγιο της συζύγου του Λωτ. Αυτό το είδος του κουράγιου χρειαζόμαστε σήμερα. Το κουράγιο να βάλουμε τον εαυτό μας σ'αυτή τη θέση. Το κουράγιο που λέει ότι όλοι μας πρέπει να είμαστε αδερφές, ή κανείς μας δεν μπορεί να είναι αδερφή, για να είναι κάποιος από μας ελεύθερος. Το κουράγιο να στεκόμαστε με τους υπόλοιπους απατεώνες στον δρόμο, με όλους τους καταρακωμένους της γης, να φτιάξουμε μια στρατιά των μικρότερων από αυτούς, με την πίστη ότι από τη γυμνή κρούστα όλων όσων είμαστε, μπορούμε να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο.
Oh, to have the courage of Lot's wife. That's the kind of courage we need today. The courage to put ourselves over there. The courage that says that either all of us have to be faggots, or none of us can be faggots, for any of us to be free. The courage to stand with other vagabonds in the street, with all the wretched of the earth, to form an army of the least of these, with the faith that from the naked crust of all we are, we can build a better world.
Σας ευχαριστώ.
Thank you.
(Χειροκρότημα)
(Applause)