Πώς ταίζεις μια πόλη; Είναι μία από τις μεγάλες ερωτήσεις του καιρού μας Κι όμως δεν τη θέτουμε συχνά. Το θεωρούμε δεδομένο ότι αν πάμε σε ένα κατάστημα ή εστιατόριο, ή ακόμα και στο φουαγιέ αυτού του θεάτρου σε περίπου μία ώρα, θα υπάρχει φαγητό που θα μας περιμένει έχοντας έρθει από κάπου ως δια μαγείας.
How do you feed a city? It's one of the great questions of our time. Yet it's one that's rarely asked. We take it for granted that if we go into a shop or restaurant, or indeed into this theater's foyer in about an hour's time, there is going to be food there waiting for us, having magically come from somewhere.
Αλλά όταν σκεφτούμε ότι κάθε μέρα για μία πόλη στο μέγεθος του Λονδίνου, αρκετό φαγητό πρέπει να παραχθεί, να μεταφερθεί, να αγορασθεί και να πουληθεί, να μαγειρευτεί, να φαγωθεί, να πεταχτεί, και πως κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβεί κάθε μέρα για κάθε πόλη της γης, είναι απίστευτο ότι οι πόλεις τροφοδοτούνται.
But when you think that every day for a city the size of London, enough food has to be produced, transported, bought and sold, cooked, eaten, disposed of, and that something similar has to happen every day for every city on earth, it's remarkable that cities get fed at all.
Ζούμε σε μέρη σαν κι αυτό λες και είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ξεχνώντας ότι επειδή είμαστε ζώα, και χρειάζεται να τρώμε, είμαστε στην πραγματικότητα τόσο εξαρτημένοι από τη φύση όσο και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Και καθώς όλο και περισσότεροι από εμάς μετακομίζουμε σε πόλεις, ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του φυσικού κόσμου μεταμορφώνεται σε ασυνήθιστα τοπία όπως αυτό πίσω μου, είναι τα χωράφια σόγιας στο Μάτα Γκρόσο στη Βραζιλία, με σκοπό να μας ταίσουν. Πρόκειται για ασυνήθιστα τοπία. Αλλά λίγοι από εμάς τα βλέπουν.
We live in places like this as if they're the most natural things in the world, forgetting that because we're animals and that we need to eat, we're actually as dependent on the natural world as our ancient ancestors were. And as more of us move into cities, more of that natural world is being transformed into extraordinary landscapes like the one behind me -- it's soybean fields in Mato Grosso in Brazil -- in order to feed us. These are extraordinary landscapes, but few of us ever get to see them.
Και όλο και περισσότερο αυτά τα τοπία δεν ταΐζουν μόνο εμάς. Καθώς όλο και περισσότεροι μετακομίζουμε στις πόλεις, περισσότεροι τρώμε κρέας, έτσι ώστε το ένα τρίτο της καλλιέργειας σιτηρών παγκοσμίως τώρα είναι τροφή για τα ζώα αντί για εμάς, τα ανθρώπινα ζώα. Δεδομένου ότι χρειάζεται τρεις φορές η ποσότητα σιτηρών -- μάλλον δέκα φορές η ποσότητα σιτηρών -- για να ταίσεις έναν άνθρωπο εφόσον έχει ταϊστεί πρώτα το ζώο δεν πρόκειται για πολύ αποδοτικό τρόπο να τρώμε.
And increasingly these landscapes are not just feeding us either. As more of us move into cities, more of us are eating meat, so that a third of the annual grain crop globally now gets fed to animals rather than to us human animals. And given that it takes three times as much grain -- actually ten times as much grain -- to feed a human if it's passed through an animal first, that's not a very efficient way of feeding us.
Και το πρόβλημα επιδεινώνεται. Μέχρι το 2050 υπολογίζεται ότι διπλάσιος αριθμός από εμάς θα ζούμε σε πόλεις. Και επίσης υπολογίζεται ότι θα καταναλώνουμε διπλάσια ποσότητα κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων. Άρα το κρέας και η αστυφιλία αναπτύσσονται παράλληλα. Και αυτό θα δημιουργήσει ένα τεράστιο πρόβλημα. Να ταΐσουμε έξι δισεκατομμύρια πεινασμένους κρεατοφάγους, μέχρι το 2050. Πρόκειται για μεγάλο πρόβλημα. Και μάλιστα, αν συνεχίσουμε όπως τώρα είναι ένα πρόβλημα που μάλλον δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε.
And it's an escalating problem too. By 2050, it's estimated that twice the number of us are going to be living in cities. And it's also estimated that there is going to be twice as much meat and dairy consumed. So meat and urbanism are rising hand in hand. And that's going to pose an enormous problem. Six billion hungry carnivores to feed, by 2050. That's a big problem. And actually if we carry on as we are, it's a problem we're very unlikely to be able to solve.
19 εκατομμύρια εκτάρια τροπικού δάσους καταστρέφονται κάθε χρόνο για να δημιουργηθεί νέα καλλιεργήσιμη γη. Παρόλο που ταυτόχρονα χάνουμε περίπου την ίδια έκταση υπάρχουσας καλλιεργήσιμης γης λόγω υφαλμύρωσης και διάβρωσης. Έχουμε μεγάλη ανάγκη και από ορυκτά καύσιμα. Χρειάζονται περίπου 10 θερμίδες για να παράγουμε κάθε θερμίδα φαγητού που καταναλώνουμε στη Δύση. Και παρόλο που υπάρχει φαγητό που παράγουμε με μεγάλο κόστος δεν το εκτιμούμε πραγματικά. Το μισό φαγητό που παράγεται στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή το πετάμε. Και για να τελειώσω με όλα αυτά, στο τέλος αυτής της μακράς διαδικασίας, δεν τα καταφέρνουμε ούτε να ταίσουμε κανονικά τον πλανήτη. Ένα δισεκατομμύριο είμαστε παχύσαρκοι, ενώ ένα άλλο δισεκατομμύριο πεθαίνει από την πείνα. Όλα αυτά δεν βγάζουν και πολύ νόημα.
Nineteen million hectares of rainforest are lost every year to create new arable land. Although at the same time we're losing an equivalent amount of existing arables to salinization and erosion. We're very hungry for fossil fuels too. It takes about 10 calories to produce every calorie of food that we consume in the West. And even though there is food that we are producing at great cost, we don't actually value it. Half the food produced in the USA is currently thrown away. And to end all of this, at the end of this long process, we're not even managing to feed the planet properly. A billion of us are obese, while a further billion starve. None of it makes very much sense.
Και όταν σκεφτούμε ότι το 80 τoις εκατό του παγκόσμιου εμπορίου φαγητού ελέγχεται μόνο από πέντε πολυεθνικές εταιρείες, πρόκειται για μία ζοφερή εικόνα. Καθώς μετακινούμαστε στις πόλεις, η υφήλιος επιλέγει τη Δυτική διατροφή. Και αν κοιτάξουμε στο μέλλον πρόκειται για μία διατροφή που δεν είναι βιώσιμη.
And when you think that 80 percent of global trade in food now is controlled by just five multinational corporations, it's a grim picture. As we're moving into cities, the world is also embracing a Western diet. And if we look to the future, it's an unsustainable diet.
Όμως, πώς φτάσαμε εδώ; Και κυρίως, τί θα κάνουμε για αυτό; Απαντώντας την λίγο πιο εύκολη ερώτηση πρώτα, περίπου πριν από 10,000 χρόνια, θα έλεγα, είναι η αρχή της διαδικασίας. Στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, γνωστή και ως Γόνιμη Ημισέληνος. Επειδή όπως βλέπετε είχε σχήμα ημισελήνου. Και ήταν επίσης γόνιμη. Και ήταν εδώ, πριν από περίπου 10,000 χρόνια που δύο εξαιρετικές εφευρέσεις, η γεωργία και η αστυφιλία, ξεκίνησαν περίπου στο ίδιο μέρος και την ίδια περίοδο.
So how did we get here? And more importantly, what are we going to do about it? Well, to answer the slightly easier question first, about 10,000 years ago, I would say, is the beginning of this process in the ancient Near East, known as the Fertile Crescent. Because, as you can see, it was crescent shaped. And it was also fertile. And it was here, about 10,000 years ago, that two extraordinary inventions, agriculture and urbanism, happened roughly in the same place and at the same time.
Δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός. Επειδή η γεωργία και οι πόλεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Χρειάζονται η μία την άλλη. Γιατί ήταν η ανακάλυψη των σιτηρών, από τους αρχαίους προγόνους μας, για πρώτη φορά, που παρήγαγε μία πηγή τροφής αρκετά μεγάλη και αρκετά αξιόπιστη ώστε να στηρίξει μόνιμους οικισμούς. Και αν δούμε πώς ήταν αυτοί οι οικισμοί, θα δούμε ότι ήταν πυκνοδομημένοι. Ήταν περικυκλωμένοι από παραγωγική αγροτική γη και κυριαρχούνταν από μεγάλα συγκροτήματα ναών όπως αυτό στην πόλη Ουρ, που ήταν, ουσιαστικά, πνευματικά, συγκεντρωτικά κέντρα διανομής φαγητού
This is no accident, because agriculture and cities are bound together. They need each other. Because it was discovery of grain by our ancient ancestors for the first time that produced a food source that was large enough and stable enough to support permanent settlements. And if we look at what those settlements were like, we see they were compact. They were surrounded by productive farm land and dominated by large temple complexes like this one at Ur, that were, in fact, effectively, spiritualized, central food distribution centers.
διότι οι ναοί οργάνωναν τη συγκομιδή, μάζευαν τα σιτηρά, τα προσέφεραν στους θεούς, και μετά προσέφεραν τα σιτηρά που οι θεοί δεν έτρωγαν πίσω στους ανθρώπους. Έτσι, αν θέλετε, όλη η πνευματική και σωματική ζωή σε αυτές τις πόλεις κυριαρχείτο από τα σιτηρά και τη συγκομιδή που τις συντηρούσε. Και στην πραγματικότητα το ίδιο ισχύει για κάθε αρχαία πόλη. Βέβαια, δεν ήταν όλες τόσο μικρές. Η Ρώμη είχε περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους ήδη τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Πώς λοιπόν τροφοδοτείτο μια τέτοια πόλη; Η απάντηση είναι αυτό που ονομάζω "αρχαία μίλια φαγητού".
Because it was the temples that organized the harvest, gathered in the grain, offered it to the gods, and then offered the grain that the gods didn't eat back to the people. So, if you like, the whole spiritual and physical life of these cities was dominated by the grain and the harvest that sustained them. And in fact, that's true of every ancient city. But of course not all of them were that small. Famously, Rome had about a million citizens by the first century A.D. So how did a city like this feed itself? The answer is what I call "ancient food miles."
Βασικά, η Ρώμη είχε πρόσβαση στη θάλασσα, μέσω της οποίας ήταν δυνατή η εισαγωγή φαγητού από πολύ πολύ μακριά. Αυτός ήταν και ο μόνος εφικτός τρόπος εισαγωγής στον αρχαίο κόσμο, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί το φαγητό από τους δρόμους, που ήταν δυσκολοδιάβατοι. Και το φαγητό προφανώς χαλούσε πολύ γρήγορα. Έτσι η Ρώμη ουσιαστικά κήρυξε πόλεμο σε μέρη όπως η Καρχηδόνα και η Αίγυπτος μόνο και μόνο για να βάλει χέρι στα αποθέματα σιτηρών. Και, στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξάπλωση της Αυτοκρατορίας ήταν ένα είδος μεγάλης και μακροχρόνιας στρατιωτικής βόλτας στα μαγαζιά, εδώ που τα λέμε. (Γέλια) Μάλιστα -- λατρεύω αυτή τη λεπτομέρεια, πρέπει να αναφέρω και το εξής: Η Ρώμη στην πραγματικότητα εισήγαγε στρείδια από τη Βρετανία, σε κάποια φάση. Νομίζω πως αυτό είναι εκπληκτικό.
Basically, Rome had access to the sea, which made it possible for it to import food from a very long way away. This is the only way it was possible to do this in the ancient world, because it was very difficult to transport food over roads, which were rough. And the food obviously went off very quickly. So Rome effectively waged war on places like Carthage and Egypt just to get its paws on their grain reserves. And, in fact, you could say that the expansion of the Empire was really sort of one long, drawn out militarized shopping spree, really. (Laughter) In fact -- I love the fact, I just have to mention this: Rome in fact used to import oysters from London, at one stage. I think that's extraordinary.
Έτσι η Ρώμη διαμόρφωσε την ενδοχώρα της μέσω της όρεξής της. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι και το άλλο επίσης συνέβη στον προ-βιομηχανικό κόσμο. Αν κοιτάξουμε έναν χάρτη του Λονδίνου του 17ου αιώνα, θα δούμε ότι τα σιτηρά, που έρχονται μέσω του Τάμεση, στο κάτω μέρος του χάρτη. Άρα οι αγορές σιτηρών ήταν στα νότια της πόλης. Και οι δρόμοι που ξεκινούν από εκεί και οδηγούν στο Τσιπσάιντ, που ήταν η κυρίως αγορά, ήταν επίσης αγορές σιτηρών.
So Rome shaped its hinterland through its appetite. But the interesting thing is that the other thing also happened in the pre-industrial world. If we look at a map of London in the 17th century, we can see that its grain, which is coming in from the Thames, along the bottom of this map. So the grain markets were to the south of the city. And the roads leading up from them to Cheapside, which was the main market, were also grain markets.
Και αν κοιτάξουμε το όνομα ενός από αυτούς τους δρόμους, Μπρεντ (Ψωμί) Στριτ, μπορούμε να μαντέψουμε τί γινόταν εκεί πριν από 300 χρόνια. Και το ίδιο φυσικά ισχύει για τα ψάρια. Τα ψάρια έρχονταν φυσικά από το ποτάμι. Το ίδιο πράγμα. Και φυσικά το Μπίλινσγκέητ ήταν, ως γνωστόν, η ψαραγορά του Λονδίνου, που λειτουργούσε αδιάκοπα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Πράγμα αξιοσημείωτο, όταν το καλοσκεφτεί κανείς. Όλοι οι άλλοι περπατούσαν με κινητά τηλέφωνα που έμοιαζαν με τούβλα, και, κατά κάποιο τρόπο, το λιμάνι ανέδυε μία ψαρίλα.
And if you look at the name of one of those streets, Bread Street, you can tell what was going on there 300 years ago. And the same of course was true for fish. Fish was, of course, coming in by river as well. Same thing. And of course Billingsgate, famously, was London's fish market, operating on-site here until the mid-1980s. Which is extraordinary, really, when you think about it. Everybody else was wandering around with mobile phones that looked like bricks and sort of smelly fish happening down on the port.
Αυτό είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό σχετικά με τα τρόφιμα στις πόλεις: Μόλις ριζώσουν στην πόλη, σπάνια μετακινούνται. Το κρέας είναι μία διαφορετική ιστορία γιατί, φυσικά, τα ζώα μπορούσαν να έρθουν περπατώντας. Μεγάλες ποσότητες κρέατος για το Λονδίνο ερχόταν από τα βορειοδυτικά, τη Σκωτία και την Ουαλία. Ερχόταν λοιπόν, και έφτανε στην πόλη από τα βορειοδυτικά, που εξηγεί γιατί το Σμίθφιλντ, η διάσημη κρεαταγορά του Λονδίνου, βρισκόταν εκεί. Τα κοτόπουλα έρχονταν από την Ηστ Άνγκλια και ουτώ καθ'εξής, στα βορειοανατολικά. Αισθάνομαι σαν μετεωρολόγος κάνοντας αυτό. Τέλος πάντων. Τα πουλιά λοιπόν έρχονταν με τα πόδια τους προστατευμένα με μικρά πάνινα παπούτσια. Και όταν έφταναν στην ανατολική άκρη του Τσίπσαηντ, εκεί πωλούνταν. Και για αυτό το λόγο λέγεται Πούλτρι (Πουλερικό).
This is another thing about food in cities: Once its roots into the city are established, they very rarely move. Meat is a very different story because, of course, animals could walk into the city. So much of London's meat was coming from the northwest, from Scotland and Wales. So it was coming in, and arriving at the city at the northwest, which is why Smithfield, London's very famous meat market, was located up there. Poultry was coming in from East Anglia and so on, to the northeast. I feel a bit like a weather woman doing this. Anyway, and so the birds were coming in with their feet protected with little canvas shoes. And then when they hit the eastern end of Cheapside, that's where they were sold, which is why it's called Poultry.
Αν κοιτάξετε στο χάρτη οποιασδήποτε πόλης που χτίστηκε πριν τη βιομηχανική εποχή, μπορείτε να ανιχνεύσετε την εισαγωγή τροφίμων. Μπορείτε να δείτε πως διαμορφώθηκε φυσιογνωμικά από το φαΐ, διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων, που παρέχουν πολλά στοιχεία. Σε μία προηγούμενη ζωή, η οδός Φράηνταη (Παρασκευή) ήταν το μέρος όπου πήγαινες για να αγοράσεις ψάρι την Παρασκευή. Πρέπει όμως και να τη φανταστείτε γεμάτη τρόφιμα. Διότι οι δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι ήταν τα μόνα μέρη στα οποία αγοράζονταν και πωλούνταν τρόφιμα.
And, in fact, if you look at the map of any city built before the industrial age, you can trace food coming in to it. You can actually see how it was physically shaped by food, both by reading the names of the streets, which give you a lot of clues. Friday Street, in a previous life, is where you went to buy your fish on a Friday. But also you have to imagine it full of food. Because the streets and the public spaces were the only places where food was bought and sold.
Και αν κοιτάξουμε μία εικόνα του Σμίθφιλντ το 1830 μπορείτε να δείτε πως θα ήταν πολύ δύσκολο να ζείτε σε μία τέτοια πόλη και να μη γνωρίζετε από που ερχόταν το φαΐ σας. Εάν τρώγατε μεσημεριανό την Κυριακή ήταν πολύ πιθανό πως το φαΐ μουγκάνιζε ή βέλαζε έξω από το παράθυρό σας περίπου τρεις μέρες νωρίτερα. Προφανώς λοιπόν αυτή ήταν μία οργανική πόλη, τμήμα ενός οργανικού κύκλου. Και ξαφνικά, δέκα χρόνια αργότερα, όλα άλλαξαν.
And if we look at an image of Smithfield in 1830 you can see that it would have been very difficult to live in a city like this and be unaware of where your food came from. In fact, if you were having Sunday lunch, the chances were it was mooing or bleating outside your window about three days earlier. So this was obviously an organic city, part of an organic cycle. And then 10 years later everything changed.
Αυτή είναι μία εικόνα του σιδηροδρόμου Γκρέητ Ουέστερν το 1840. Και όπως μπορείτε να δείτε, κάποιοι από τους πρώτους επιβάτες των τραίνων ήταν γουρούνια και πρόβατα. Ξαφνικά λοιπόν αυτά τα ζώα δεν περπατούν στην αγορά. Θανατώνονται κάπου μακριά, κάπου στην εξοχή. Και έρχονται στην πόλη με το σιδηρόδρομο. Και αυτό αλλάζει τα πάντα. Πρώτα απ' όλα, καθιστά δυνατή για πρώτη φορά, την ανάπτυξη πόλεων, οποιουδήποτε μεγέθους και σχήματος, σε οποιαδήποτε τοποθεσία. Οι πόλεις συνήθως περιορίζονταν από τη γεωγραφία τους: έπρεπε να συγκεντρώσουν το φαγητό τους με δύσκολα μέσα. Ξαφνικά απελευθερώνονται από τη γεωγραφία.
This is an image of the Great Western in 1840. And as you can see, some of the earliest train passengers were pigs and sheep. So all of a sudden, these animals are no longer walking into market. They're being slaughtered out of sight and mind, somewhere in the countryside. And they're coming into the city by rail. And this changes everything. To start off with, it makes it possible for the first time to grow cities, really any size and shape, in any place. Cities used to be constrained by geography; they used to have to get their food through very difficult physical means. All of a sudden they are effectively emancipated from geography.
Και όπως μπορείτε να δείτε από αυτούς τους χάρτες του Λονδίνου, στα ενενήντα χρόνια μετά την άφιξη του σιδηροδρόμου, αλλάζει από μία μικρή βούλα που μπορούσε να τραφεί σχετικά εύκολα, με ζώα που έρχονταν περπατώντας, και ούτω καθ'εξής, σε μία μεγάλη μουτζούρα, που θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τραφεί με ο,τιδήποτε που περπατά, είτε ζώα, είτε ανθρώπους. Και ασφαλώς αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μετά τα τραίνα ήρθαν τα αυτοκίνητα. Και αυτό σηματοδοτεί το τέλος αυτής της διαδικασίας. Είναι η τελική απελευθέρωση της πόλης από οποιαδήποτε προφανή σχέση με τη φύση.
And as you can see from these maps of London, in the 90 years after the trains came, it goes from being a little blob that was quite easy to feed by animals coming in on foot, and so on, to a large splurge, that would be very, very difficult to feed with anybody on foot, either animals or people. And of course that was just the beginning. After the trains came cars, and really this marks the end of this process. It's the final emancipation of the city from any apparent relationship with nature at all.
Και αυτή είναι η πόλη που στερείται μυρωδιάς, που στερείται ακαταστασίας, που σίγουρα είναι άδεια από ανθρώπους. Διότι κανείς δεν θα ονειρευόταν να περπατήσει σε ένα τέτοιο τοπίο. Αντίθετα, για να βρουν φαΐ μπήκαν στα αυτοκίνητά τους, οδήγησαν σε κάποιο "κουτί" στα περίχωρα, επέστρεψαν με ψώνια για μια εβδομάδα, και αναρωτήθηκαν τι στο καλό να τα κάνουν. Και αυτή έιναι η στιγμή που η σχέση μας, τόσο με το φαΐ όσο και με τις πόλεις, αλλάζει εντελώς.
And this is the kind of city that's devoid of smell, devoid of mess, certainly devoid of people, because nobody would have dreamed of walking in such a landscape. In fact, what they did to get food was they got in their cars, drove to a box somewhere on the outskirts, came back with a week's worth of shopping, and wondered what on earth to do with it. And this really is the moment when our relationship, both with food and cities, changes completely.
Εδώ βρίσκουμε φαΐ -- που συνήθιζε να βρίσκεται στο κέντρο, στο κέντρο της κοινωνικής ζωής της πόλης -- στην περιφέρεια. Ήταν ένα κοινωνικό γεγονός, το να αγοράζεις και να πουλάς τρόφιμα. Τώρα είναι ανώνυμο. Συνηθίζαμε να μαγειρεύουμε...τώρα απλώς προσθέτουμε νερό, ή λίγα αυγά εάν κάνετε ένα κέηκ ή κάτι τέτοιο. Δεν μυρίζουμε το φαΐ για να δούμε αν είναι κατάλληλο να φαγωθεί. Απλά διαβάζουμε τις οδηγίες σε ένα πακέτο. Και δεν εκτιμούμε το φαγητό. Δεν το εμπιστευόμαστε. Αντί να το εμπιστευόμαστε, το φοβόμαστε. Και αντί να το εκτιμούμε, το πετάμε.
Here we have food -- that used to be the center, the social core of the city -- at the periphery. It used to be a social event, buying and selling food. Now it's anonymous. We used to cook; now we just add water, or a little bit of an egg if you're making a cake or something. We don't smell food to see if it's okay to eat. We just read the back of a label on a packet. And we don't value food. We don't trust it. So instead of trusting it, we fear it. And instead of valuing it, we throw it away.
Μία από τις μεγάλες ειρωνείες του σύγχρονου συστήματος διατροφής είναι πως έκαναν πολύ πιο δύσκολο αυτό που υποσχέθηκαν να κάνουν πιο εύκολο. Καθιστώντας δυνατή την ανέγερση πόλεων οπουδήποτε μας απομάκρυναν από την πιο σημαντική σχέση, αυτή που έχουμε με τη φύση. Και μας δημιούργησαν μία εξάρτηση με συστήματα που μόνο αυτοί μπορούν να προσφέρουν, που, όπως είδαμε, δεν μπορούν να διατηρηθούν.
One of the great ironies of modern food systems is that they've made the very thing they promised to make easier much harder. By making it possible to build cities anywhere and any place, they've actually distanced us from our most important relationship, which is that of us and nature. And also they've made us dependent on systems that only they can deliver, that, as we've seen, are unsustainable.
Τι θα κάνουμε λοιπόν για αυτό; Η ερώτηση δεν είναι καινούργια. Ο Τόμας Μορ την έθεσε στον εαυτό του πριν από πεντακόσια χρόνια. Είναι η προμετωπίδα στο βιβλίο του "Η Ουτοπία". Και ήταν μία σειρά από ημι-ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, αν αυτό σας ακούγεται λιγάκι γνωστό, σε απόσταση μιας ημέρας η μία από την άλλη όπου όλοι ασχολούνταν με πάθος με τη γεωργία και καλλιεργούσαν λαχανικά στους κήπους τους, και έτρωγαν κοινά γεύματα, κτλ. Και νομίζω πως μπορούμε να υποστηρίξουμε πως τα τρόφιμα είναι μία βασική οργανωτική αρχή της Ουτοπίας. Έστω και αν ο Μορ δεν το έθεσε ποτέ με αυτό τον τρόπο.
So what are we going to do about that? It's not a new question. 500 years ago it's what Thomas More was asking himself. This is the frontispiece of his book "Utopia." And it was a series of semi-independent city-states, if that sounds remotely familiar, a day's walk from one another where everyone was basically farming-mad, and grew vegetables in their back gardens, and ate communal meals together, and so on. And I think you could argue that food is a fundamental ordering principle of Utopia, even though More never framed it that way.
Ιδού ακόμα μία πολύ γνωστή "ουτοπική" ιδέα, η "Πόλη-Κήπος" του Εμπενίζερ Χάουαρντ. Η ίδια ιδέα. Σειρές από ημι-αυτόνομες πόλεις-κράτη. Μικρές μητροπολιτικές σταγόνες περικυκλωμένες από καλλιεργήσιμη γη, ενωμένες με το σιδηρόδρομο. Και πάλι, θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα τρόφιμα είναι η οργανωτική αρχή του οράματός του. Χτίστηκε μάλιστα, αν και όχι σύμφωνα με το όραμα του Χάουαρντ. Και αυτό είναι το πρόβλημα με αυτές τις ουτοπικές ιδέες, είναι ουτοπικές.
And here is another very famous "Utopian" vision, that of Ebenezer Howard, "The Garden City." Same idea: series of semi-independent city-states, little blobs of metropolitan stuff with arable land around, joined to one another by railway. And again, food could be said to be the ordering principle of his vision. It even got built, but nothing to do with this vision that Howard had. And that is the problem with these Utopian ideas, that they are Utopian.
Η Ουτοπία είναι μία λέξη που ο Τόμας Μορ χρησιμοποίησε εσκεμμένα. Ήταν ένα αστείο. Διότι έχει διπλό νόημα στα ελληνικά. Μπορεί να σημαίνει ένα καλό μέρος ή ένα μέρος που δεν υπάρχει. Είναι ένα ιδανικό. ένα δημιούργημα της φαντασίας. Δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε. Και νομίζω πως σαν νοητικό εργαλείο για να σκεφτούμε σχετικά με το σοβαρό πρόβλημα της ανθρώπινης εγκατάστασης, δεν είναι πολύ χρήσιμο. Επινόησα λοιπόν μία εναλλακτική λύση που ονόμασα Σιτοπία, από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις "σίτος" για τροφή, και "τόπος".
Utopia was actually a word that Thomas Moore used deliberately. It was a kind of joke, because it's got a double derivation from the Greek. It can either mean a good place, or no place. Because it's an ideal. It's an imaginary thing. We can't have it. And I think, as a conceptual tool for thinking about the very deep problem of human dwelling, that makes it not much use. So I've come up with an alternative, which is Sitopia, from the ancient Greek, "sitos" for food, and "topos" for place.
Πιστεύω πως ζούμε ήδη στη Σιτοπία. Ζούμε σε ένα κόσμο που διαμορφώνεται από το φαγητό, και αν το συνειδητοποιήσουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το φαΐ ως ένα πανίσχυρο εργαλείο -- ένα νοητικό εργαλείο, σχεδιαστικό εργαλείο, για να δώσουμε μία διαφορετική μορφή στον κόσμο. Αν κάναμε κάτι τέτοιο, πως θα ήταν η Σιτοπία; Νομίζω πως θα έμοιαζε κάπως έτσι. Πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτή την εικόνα. Είναι απλά η έκφραση στο πρόσωπο του σκύλου. Αλλά, αυτό είναι -- (Γέλια) είναι το φαγητό στο κέντρο της ζωής, στο κέντρο της οικογενειακής ζωής, που τιμάται, που απολαμβάνεται, οι άνθρωποι αφιερώνουν χρόνο σε αυτό. Αυτή τη θέση θα έπρεπε να έχει το φαγητό στην κοινωνία μας.
I believe we already live in Sitopia. We live in a world shaped by food, and if we realize that, we can use food as a really powerful tool -- a conceptual tool, design tool, to shape the world differently. So if we were to do that, what might Sitopia look like? Well I think it looks a bit like this. I have to use this slide. It's just the look on the face of the dog. But anyway, this is -- (Laughter) it's food at the center of life, at the center of family life, being celebrated, being enjoyed, people taking time for it. This is where food should be in our society.
Δεν μπορείτε όμως να έχετε τέτοιες σκηνές εκτός και αν έχετε ανθρώπους σαν αυτήν. Παρεπιμπτόντως θα μπορούσε να είναι και ένας άνδρας. Είναι άνθρωποι που σκέφτονται σχετικά με το φαΐ, που προβλέπουν, που σχεδιάζουν, που κοιτάζουν ένα σωρό από λαχανικά και τα αναγνωρίζουν. Χρειαζόμαστε αυτούς τους ανθρώπους. Είμαστε κομμάτι ενός δικτύου. Γιατί χωρίς ανθρώπους αυτού του είδους, δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια μέρη. Επέλεξα αυτό επίτηδες γιατί δείχνει έναν άνδρα να αγοράζει ένα λαχανικό. Αλλά δίκτυα, αγορές όπου τα τρόφιμα παράγονται τοπικά. Είναι κοινά. Είναι φρέσκα. Είναι κομμάτι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Διότι χωρίς αυτό δεν μπορείς να έχεις τέτοια μέρη, τρόφιμα που παράγονται τοπικά, και είναι κομμάτι του τοπίου, και δεν είναι ένα προιόν μηδενικού αθροίσματος, σε κάποια αόρατη κόλαση. Αγελάδες με θέα. Αχνιστό χούμους. Αυτό ουσιαστικά αποτελεί το συνδετικό κρίκο.
But you can't have scenes like this unless you have people like this. By the way, these can be men as well. It's people who think about food, who think ahead, who plan, who can stare at a pile of raw vegetables and actually recognize them. We need these people. We're part of a network. Because without these kinds of people we can't have places like this. Here, I deliberately chose this because it is a man buying a vegetable. But networks, markets where food is being grown locally. It's common. It's fresh. It's part of the social life of the city. Because without that, you can't have this kind of place, food that is grown locally and also is part of the landscape, and is not just a zero-sum commodity off in some unseen hell-hole. Cows with a view. Steaming piles of humus. This is basically bringing the whole thing together.
Και αυτό είναι ένα κοινωνικό πρόγραμμα που επισκεύτηκα πρόσφατα στο Τορόντο. Είναι ένα θερμοκήπιο όπου τα παιδιά μαθαίνουν για τα τρόφιμα και πως να μεγαλώνουν το δικό τους φαΐ. Αυτό είναι ένα φυτό που λέγεται Κέβιν, ή ίσως είναι ένα φυτό που ανήκει σε κάποιο παιδί που ονομάζεται Κέβιν. Δεν ξέρω. Όπως και να έχει, προγράμματα αυτού του είδους που προσπαθούν να μας επανασυνδέσουν με τη φύση είναι πολύ σημαντικά.
And this is a community project I visited recently in Toronto. It's a greenhouse, where kids get told all about food and growing their own food. Here is a plant called Kevin, or maybe it's a plant belonging to a kid called Kevin. I don't know. But anyway, these kinds of projects that are trying to reconnect us with nature is extremely important.
Για μένα λοιπόν η Σιτοπία είναι ένας τρόπος για να βλέπουμε. Αναγνωρίζουμε ουσιαστικά πως η Σιτοπία υπάρχει ήδη σε μικρές ομάδες. Η λύση είναι να τις ενώσουμε, να χρησιμοποιήσουμε το φαγητό ως ένα τρόπο να βλέπουμε. Και αν τα καταφέρουμε, θα πάψουμε να θεωρούμε τις πόλεις μεγάλες μητροπολιτικές μουτζούρες, όπως αυτή. Θα τις δούμε περισσότερο έτσι, ως τμήματα του παραγωγικού οργανικού σκελετού του οποίου είναι αναπόσπαστο τμήμα, συμβιωτικά συνδεδεμένες. Φυσικά ούτε αυτή είναι εξαιρετική εικόνα. Διότι πρέπει να πάψουμε να παράγουμε τρόφιμα με αυτό τον τρόπο. Πρέπει να σκεφτόμαστε περισσότερο τη μόνιμη καλλιέργεια. Γι'αυτό νομίζω πως αυτή η εικόνα απλά αντιπροσωπεύει τον τρόπο σκέψης που χρειαζόμαστε. Είναι μία καινούργια αντίληψη του τρόπου με τον οποίο το φαΐ διαμορφώνει τις ζωές μας.
So Sitopia, for me, is really a way of seeing. It's basically recognizing that Sitopia already exists in little pockets everywhere. The trick is to join them up, to use food as a way of seeing. And if we do that, we're going to stop seeing cities as big, metropolitan, unproductive blobs, like this. We're going to see them more like this, as part of the productive, organic framework of which they are inevitably a part, symbiotically connected. But of course, that's not a great image either, because we need not to be producing food like this anymore. We need to be thinking more about permaculture, which is why I think this image just sums up for me the kind of thinking we need to be doing. It's a re-conceptualization of the way food shapes our lives.
Η καλύτερη εικόνα που γνωρίζω σχετικά με αυτό δημιουργήθηκε πριν από 650 χρόνια. Είναι η "Αλληγορία της Καλής Διακυβέρνησης" του Αμπρότζιο Λορεντσέτι. Αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή. Και νομίζω πως το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Αν η πόλη φροντίζει την εξοχή, η εξοχή θα φροντίσει την πόλη. Και θέλω να μας ρωτήσω τι θα απεικόνιζε ο Αμπρότζιο Λορεντσέτι αν ζωγράφιζε αυτό τον πίνακα σήμερα. Πως θα ήταν μια αλληγορία καλής διακυβέρνησης σήμερα; Διότι νομίζω πως είναι μία επείγουσα ερώτηση. Που πρέπει να θέσουμε, και πρέπει να αρχίσουμε να απαντούμε. Ξέρουμε πως ήμαστε ό,τι τρώμε. Πρέπει να κατανοήσουμε πως και ο κόσμος είναι ό,τι τρώμε. Αν υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το φαγητό ως ένα αληθινά ισχυρό εργαλείο για να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Σας ευχαριστώ πολύ. (Χειροκρότημα)
The best image I know of this is from 650 years ago. It's Ambrogio Lorenzetti's "Allegory of Good Government." It's about the relationship between the city and the countryside. And I think the message of this is very clear. If the city looks after the country, the country will look after the city. And I want us to ask now, what would Ambrogio Lorenzetti paint if he painted this image today? What would an allegory of good government look like today? Because I think it's an urgent question. It's one we have to ask, and we have to start answering. We know we are what we eat. We need to realize that the world is also what we eat. But if we take that idea, we can use food as a really powerful tool to shape the world better. Thank you very much. (Applause)