Πριν δημιουργηθεί ο κόσμος των ανθρώπων, υπήρχε ο κόσμος των θεών, με λιβάδια, πεδιάδες και κήπους. Τέσσερα αδέρφια περιπλανιόνταν στο ουράνιο βασίλειο. Είχαν μόνο ο ένας τον άλλο. Δεν ήξεραν καν ποιοι ήταν οι γονείς τους. Ένας από τους αδελφούς, ο Ντέμιναν, ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Το δέρμα του ήταν γεμάτο με εσχάρες που πονούσαν, και αναρωτιόταν γιατί μόνο αυτός υπέφερε από αυτό το βάσανο. Μια μέρα, ενώ το ανώτερο πνεύμα Γιάγια ήταν έξω στους κήπους του, ο Ντέμιναν και οι αδερφοί του εισέβαλλαν κρυφά στο σπίτι του Γιάγια. Αφού έφαγαν και εξερεύνησαν, πρόσεξαν ένα γιγάντιο φλασκί να κρέμεται στη γωνία. Προσπαθώντας όμως να κοιτάξουν μέσα στο φλασκί, το έριξαν. Το φλασκί έσπασε, απελευθερώνοντας μια πλημμύρα που παρέσυρε τα αδέλφια, διώχνοντάς τα για πάντα από τους ουράνιους τόπους. Τα νερά από το φλασκί σχημάτισαν έναν νέο κόσμο. Αυτό το βασίλειο καλύφθηκε με θάλασσες, οι οποίες δεν υπήρχαν στον κόσμο των θεών. Τα νερά ήταν γεμάτα ψάρια και άλλα πλάσματα, και διάσπαρτα υπήρχαν νησιά και σπήλαια. Ο θαλάσσιος αυτός κόσμος ήταν εντελώς αποκομμένος από το ουράνιο βασίλειο, και τα αδέλφια περιφέρονταν άσκοπα, ακόμα περισσότερο χαμένα απ′ ό,τι πριν. Μια μέρα, τρεις από τους αδελφούς βρήκαν τυχαία ένα σπίτι. Μέσα στο σπίτι ζούσε ένας γέρος ονόματι Μπαγιαμανακόα, και τους κάλεσε μέσα. Όταν ήρθε και ο Ντέμιναν λίγο αργότερα, τους ακολούθησε μέσα στο σπίτι. Ο Μπαγιαμανακόα τούς είπε ότι ήταν ο παππούς τους και τους έδωσε ένα δώρο από εκλεκτό ψωμί από ρίζα κασάβα. Τους αποκάλυψε το γενεαλογικό τους δέντρο: η μητέρα τους ήταν η Μητέρα Θεά της Γης, η Ίτιμπι Καχούμπαμπα και πέθανε όταν αυτοί γεννήθηκαν. Ήταν ευγνώμονες για τη φιλοξενία και τις πληροφορίες για το παρελθόν τους. Αλλά τότε ο Μπαγιαμανακόα γύρισε προς στον Ντέμιναν και φύσηξε σάλια από καπνό από τη μύτη του στην πλάτη του Ντέμιναν. Το σημείο όπου προσγειώθηκαν τα σάλια άρχισε τότε να πρήζεται και να πονάει. Σύντομα ο Ντέμιναν άρχισε να παραληρεί και η πλάτη του πρήστηκε τόσο πολύ, που τα αδέλφια φοβήθηκαν ότι θα πεθάνει. Χωρίς να ξέρουν τι άλλο να κάνουν, άνοιξαν τον μώλωπα. Μια χελώνα βγήκε από την πληγή και κολύμπησε μακριά, πορευόμενη άλλοτε στη θάλασσα και άλλοτε στη γη. Όταν ο Ντέμιναν συνήλθε, κατάλαβε επιτέλους τι σήμαινε η κατάρα της αρρώστιας του: ήταν ένας καρακάρακολ, δηλαδή ήταν ικανός να επικοινωνεί με τους θεούς. Ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο ουράνιο και στο επίγειο βασίλειο. Ο Ντέμιναν ήταν ο πρώτος σε μια μακρά γενεαλογία από καρακάρακολ. Ο θαλάσσιος κόσμος που αυτός και τα αδέλφια του δημιούργησαν ρίχνοντας το φλασκί έγινε ο κόσμος των ανθρώπων, όπου οι καρακάρακολ που διαδέχθηκαν τον Ντέμιναν διατήρησαν τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς. Αλλά η ξεχωριστή τους δύναμη είχε ένα τίμημα: ο Ντέμιναν και όλοι οι επόμενοι καρακάρακολ συνέχισαν να υποφέρουν από την αρρώστια που είχε πρώτα σημαδέψει τον Ντέμιναν ως ξεχωριστό. Απεικονιζόμενος σε σκαλιστά και ειδώλια των Ταΐνο με πρησμένη πλάτη και ισχνούς ώμους, ένας καρακάρακολ είναι και καταραμένος και ευλογημένος ως σύνδεσμος μεταξύ δύο κόσμων.
Before the world of humans began, there was the world of the gods, made of fields, plains and gardens. Four brothers wandered this celestial realm. They had no family other than each other— they didn’t even know who their parents were. One of the brothers, Deminan, looked different from the others. His skin was covered in painful scabs, and he wondered why he alone had been marked with this affliction. One day, while the supreme spirit Yaya was out in his gardens, Deminan and his brothers snuck into Yaya’s house. After feasting and exploring, they spotted a giant gourd hanging in the corner. But as they tried to look inside the gourd, they dropped it. The gourd broke apart, releasing a deluge that swept the brothers away, separating them from the celestial lands forever. The waters from the gourd formed a new world. This realm was covered in seas, which didn’t exist in the gods’ world. The waters were full of fish and other creatures, and dotted with islands and caves. This world of seas was also cut off completely from the celestial realm, and the brothers wandered aimlessly, even more lost than they had been before. One day, three of the brothers stumbled upon a house. In the house lived an elder named Bayamanacao, and he invited them in. When Deminan caught up slightly later, he followed them into the house. Bayamanacao told the brothers he was their grandfather and gave them a gift of special cassava bread. He revealed their family lineage to them: their mother had been the Earth Mother Goddess Itibi Cahubaba and had died when they were born. The brothers were grateful for his hospitality and insight into their past. But then Bayamanacao turned on Deminan, blowing tobacco spittle from his nose onto Deminan’s back. The spot where the spittle landed immediately began to swell and sting. Soon Deminan was delirious and his back was so swollen his brothers feared he would die. Not knowing what else to do, they cut open the welt. A turtle emerged from the wound and swam away, alternating easily between sea and land as she went. When Deminan recovered from his delirium, he finally understood what the curse of his disease meant: he was a caracaracol, able to communicate with the gods. He was the link between the celestial realm and the earthly realm. Deminan was the first in a long lineage of caracaracols. The world of seas he and his brothers had created when they dropped the gourd became the world of humans, where the caracaracols who followed Deminan maintained the delicate balance between people and gods. But their unique power came at a price: Deminan and all the caracaracols who followed him continued to suffer from the illness that had first marked Deminan as special. Represented in Taino carvings and figurines with a swollen back and emaciated arms, the caracaracol is both cursed and blessed to be a conduit between worlds.